Αρθρογραφια |

Η Διαμεσολάβηση στην Ελλάδα

Μια νέα μελέτη αναδεικνύει τα πιθανά οφέλη της εναλλακτικής αυτής μεθόδου επίλυσης διαφορών –για τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και το σύστημα δικαιοσύνης– αλλά και τα προβλήματα της εφαρμογής της στην Ελλάδα.

Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, τα εμπλεκόμενα μέρη μιας διαφοράς διαπραγματεύονται εξωδικαστικά, επιδιώκοντας μια λύση που να είναι αμοιβαία αποδεκτή. Πρόκειται για μία από τις πλέον σύγχρονες, αποτελεσματικές και οικονομικές μεθόδους επίλυσης διαφορών, καθώς προσφέρει μια ταχύτερη και λιγότερο συγκρουσιακή εναλλακτική σε σχέση με τη δικαστική οδό.

Στο ελληνικό πλαίσιο, η ευρύτερη εφαρμογή διεθνώς αναγνωρισμένων πρακτικών διαμεσολάβησης μπορεί να ενισχύσει τον θεσμό της Δικαιοσύνης, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα. Για παράδειγμα, διαπιστωμένα προβλήματα καθυστερήσεων ή ελλείψεων σε προσωπικό θα μπορούσαν να αμβλυνθούν, εφόσον περισσότερες διαφορές επιλύονταν εξωδικαστικά.

Η μελέτη της διαΝΕΟσις και του Οργανισμού Προώθησης Εναλλακτικών Μεθόδων Επίλυσης Διαφορών (ΟΠΕΜΕΔ) επιχειρεί να αναδείξει τα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης, να χαρτογραφήσει το ισχύον νομικό πλαίσιο, να εντοπίσει τα εμπόδια που δυσχεραίνουν την εφαρμογή της και να προτείνει λύσεις που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τον θεσμό στην Ελλάδα. Παρουσιάζει διεθνείς καλές πρακτικές από χώρες όπου η διαμεσολάβηση έχει καταστεί βασικός μηχανισμός επίλυσης διαφορών και προτείνει συγκεκριμένα μέτρα, που προέκυψαν από συνεντεύξεις της ερευνητικής ομάδας με δικαστές, διαμεσολαβητές, δικηγόρους, επιχειρηματίες και πολίτες, και που μπορούν να ανατρέψουν τη σημερινή κατάσταση.

Η μελέτη συντονίστηκε από τον Νικόλα Κανελλόπουλο, Γενικό Γραμματέα του ΟΠΕΜΕΔ και δικηγόρο, τη Δέσποινα Λασκαρίδου, Εκτελεστική Γραμματέα του ΟΠΕΜΕΔ και δικηγόρο, και τη Δρ. Φαίη Μακαντάση, Διευθύντρια Ερευνών της διαΝΕΟσις, ενώ στην πολυμελή συγγραφική ομάδα συμμετείχαν δικαστικοί, ακαδημαϊκοί και εκπρόσωποι θεσμικών φορέων.

Τι είναι η διαμεσολάβηση

Κατά τη διαμεσολάβηση, τα εμπλεκόμενα μέρη διαπραγματεύονται εξωδικαστικά για μια λύση που να είναι αποδεκτή και από τις δύο πλευρές, με τη βοήθεια ενός ουδέτερου και αμερόληπτου τρίτου, του διαμεσολαβητή. Ο διαμεσολαβητής δεν κρίνει ούτε αποφασίζει για τη διαφορά, αλλά βοηθά τα μέρη να επικοινωνήσουν και να βρουν από κοινού μια αμοιβαία αποδεκτή λύση, εξασφαλίζοντας παράλληλα τη νόμιμη και ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας.

Η διαμεσολάβηση έρχεται να προσφέρει μια εναλλακτική λύση, λειτουργώντας συμπληρωματικά στο δικαστικό σύστημα. Δεν στοχεύει απλώς στη διεκπεραίωση υποθέσεων, αλλά στην ουσιαστική και συναινετική επίλυση συγκρούσεων, όπου τα εμπλεκόμενα μέρη καταλήγουν σε μια συμφωνία που ικανοποιεί και τις δύο πλευρές. Ο θεσμός αυτός, όπως επιβεβαιώνει η πράξη, συμβάλλει αποφασιστικά στη μείωση του φόρτου των δικαστηρίων και στη βελτίωση της ποιότητας απονομής Δικαιοσύνης.

Σε αντίθεση με τη δικαστική διαδικασία, η οποία επικεντρώνεται σε νομικές διαμάχες, η διαμεσολάβηση λειτουργεί ως εργαλείο που προάγει την κοινωνική συνεργασία και τη δημιουργία αξίας. Ενώ η διαμάχη εντός των δικαστικών αιθουσών αφορά το «δίκαιο», στη διαμεσολάβηση ο στόχος είναι η «συναίνεση».

Πρόκειται, πιο συγκεκριμένα, για μια διαδικασία που βασίζεται στη συναίνεση και αξιοποιεί τεχνικές όπως η συναισθηματική διαχείριση, η δημιουργική επίλυση προβλημάτων, η συνεργατική διαπραγμάτευση και η ουσιαστική επικοινωνία. Μέσω της καθοδήγησης ενός ουδέτερου τρίτου προσώπου, τα αντιμαχόμενα μέρη κάθονται στο ίδιο τραπέζι, διεξάγοντας έναν παραγωγικό διάλογο. Αναγνωρίζοντας τη νομιμότητα των συμφερόντων και των δύο πλευρών, η διαμεσολάβηση διευκολύνει τη συνδιαλλαγή και τη συμφιλίωση. Η διαδικασία της προάγει την ταχεία επίλυση διαφορών, μειώνοντας τον χρόνο και το κόστος, ενώ παράλληλα διασφαλίζει τον εμπιστευτικό και απόρρητο χαρακτήρα. Δίνει τη δυνατότητα στα εμπλεκόμενα μέρη να εκφράσουν ανοιχτά τις ανάγκες τους, να κατανοήσουν τη θέση της άλλης πλευράς και να αναζητήσουν μια κοινά αποδεκτή λύση χωρίς να θυσιάζουν τα προσωπικά τους συμφέροντα.

Από πρακτική και λογική σκοπιά, θεωρείται ωφέλιμο κάθε υπόθεση να περνά από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα υποχρεωτικό. Η διαδικασία είναι απόλυτα ασφαλής, καθώς εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία, δεν ανακύπτει κάποιο πρόβλημα, ενώ συχνά προκύπτει βαθύτερη κατανόηση των κινήτρων της άλλης πλευράς.

Η διαμεσολάβηση εφαρμόζεται σε διάφορες κατηγορίες διαφορών, με διαφορετική ένταση και αποτελεσματικότητα ανάλογα με τη φύση της κάθε διαφοράς. Στις εμπορικές διαφορές, η διαμεσολάβηση είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, καθώς επιτρέπει στις επιχειρήσεις να επιλύουν διαφωνίες γρήγορα και με λιγότερο κόστος από τη δικαστική οδό. Χρησιμοποιείται σε διαφορές μεταξύ εταίρων, προμηθευτών και πελατών, καθώς και σε συμβατικές διαφωνίες.

Για παράδειγμα, δύο ομόρρυθμοι εταίροι μιας εταιρείας εστίασης διαφωνούν για την κατανομή των κερδών και την περαιτέρω επέκταση της επιχείρησης. Αντί να προσφύγουν στα δικαστήρια, όπου η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει χρόνια, επιλέγουν τη διαμεσολάβηση. Μέσω του διαμεσολαβητή, καταλήγουν σε μια νέα εταιρική συμφωνία, που τους επιτρέπει να συνεχίσουν τη συνεργασία τους, ενώ παράλληλα εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα της επιχείρησης.

Στις οικογενειακές διαφορές, η διαμεσολάβηση χρησιμοποιείται ευρέως σε διαζύγια, θέματα επιμέλειας παιδιών και οικονομικών ρυθμίσεων μεταξύ πρώην συζύγων. Η εμπιστευτικότητα της διαδικασίας επιτρέπει την εξεύρεση λύσεων με λιγότερες συναισθηματικές συγκρούσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά ένα διαζευγμένο ζευγάρι που διαφωνεί για την επιμέλεια των παιδιών και το πρόγραμμα επικοινωνίας με τον πατέρα. Μέσω της διαμεσολάβησης, συμφωνούν σε ένα πρόγραμμα που επιτρέπει στον πατέρα να βλέπει τα παιδιά του κάθε Σαββατοκύριακο και να επικοινωνούν μέσω βιντεοκλήσης δύο φορές την εβδομάδα.

Η διαμεσολάβηση μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλές ακόμη κατηγορίες διαφορών, όπως κληρονομικές διαφορές, τραπεζικές υποθέσεις και πνευματική ιδιοκτησία, προσφέροντας ταχύτητα, οικονομική αποδοτικότητα και διατήρηση των σχέσεων μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών.

Πέραν της διαμεσολάβησης, υπάρχουν και άλλες Εναλλακτικές Μέθοδοι Επίλυσης Διαφορών (ΕΜΕΔ) που επιτρέπουν την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διευθέτηση νομικών ζητημάτων χωρίς την έκδοση δικαστικής απόφασης. Η διαιτησία αποτελεί μία από τις πιο διαδεδομένες μεθόδους, όπου τα μέρη επιλέγουν έναν ή περισσότερους διαιτητές που εξετάζουν τη διαφορά και εκδίδουν δεσμευτική απόφαση, ακολουθώντας μια διαδικασία που προσομοιάζει στη δικαστική κρίση, αλλά με μεγαλύτερη ευελιξία και ταχύτητα. Η διαιτησία εφαρμόζεται ευρέως στο εμπορικό δίκαιο, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Μία ακόμη εναλλακτική διαδικασία είναι η δικαστική μεσολάβηση, κατά την οποία δικαστικός λειτουργός αναλαμβάνει να διαμεσολαβήσει μεταξύ των μερών, διευκολύνοντας την επικοινωνία και προτείνοντας πιθανές λύσεις για τη διευθέτηση της διαφοράς. Η δικαστική μεσολάβηση εισήχθη στην Ελλάδα με τον Ν. 4055/2012 και εφαρμόζεται σε όλα τα πρωτοδικεία και εφετεία της χώρας.

Τα κυριότερα πλεονεκτήματα

Τα κυριότερα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης, τόσο για τα εμπλεκόμενα μέρη όσο και εν γένει για τη χώρα, περιλαμβάνουν:

  • Τη συμμετοχή ενός ουδέτερου διαμεσολαβητή, ο οποίος διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις και την επικοινωνία μεταξύ των μερών.
  • Την ταχύτητα και την οικονομική αποδοτικότητα της διαδικασίας, η οποία διεξάγεται με πλήρη εμπιστευτικότητα, χωρίς δημοσιότητα.
  • Την παρουσία εκπροσώπων των μερών που διαθέτουν εξουσία λήψης αποφάσεων για τη διευθέτηση της διαφοράς.
  • Την ευελιξία της διαδικασίας, που προσαρμόζεται στις ανάγκες των μερών σε συνεννόηση με τον διαμεσολαβητή.
  • Την καθοδήγηση των εμπλεκομένων προς μια λύση που εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά τους.
  • Τη δυνατότητα διαμόρφωσης λύσεων που δεν είναι εφικτές μέσω δικαστικών ή διαιτητικών διαδικασιών, ιδιαίτερα όταν υπάρχει ανάγκη διατήρησης των σχέσεων μεταξύ των μερών.
  • Την καταπολέμηση της βραδύτητας στην απονομή της Δικαιοσύνης στην ελληνική έννομη τάξη.
  • Τη δημιουργία ελκυστικού κλίματος για την ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.

Ο ρόλος του διαμεσολαβητή

Ο βασικότερος παράγοντας για την αποτελεσματική λειτουργία της διαμεσολάβησης είναι ο εξειδικευμένος διαμεσολαβητής. Ακόμη και για την επίτευξη του πιο απλού συμβιβασμού, απαιτείται η άριστη αλληλεπίδραση μεταξύ του ίδιου και των μερών. Δεδομένου ότι οι διάδικοι σπάνια είναι διατεθειμένοι να συνεργαστούν, η ευθύνη της διαδικασίας βαραίνει πρωτίστως τον διαμεσολαβητή. Για να δημιουργήσει το απαραίτητο κλίμα εμπιστοσύνης, πρέπει αρχικά να κατανοήσει την ψυχολογία των μερών. Μέσα από συνεχή και εποικοδομητική επικοινωνία, αποκτά γνώση των ιδεολογιών, των πραγματικών θέσεων και των αντιλήψεών τους περί δικαίου. Αφού διαμορφώσει μια σφαιρική εικόνα της διαφοράς, οφείλει να καθοδηγήσει τα εμπλεκόμενα μέρη και να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες διαλόγου. Επιπλέον, απαιτείται να διαθέτει την υπομονή και τις δεξιότητες ώστε να αναδεικνύει κοινά σημεία και να εμπνέει αισιοδοξία για την εξεύρεση λύσης. Πρόκειται, συνεπώς, για έναν ρόλο αρκετά σύνθετο, που απαιτεί συνδυασμό πολλαπλών δεξιοτήτων και χαρακτηριστικών.

Για να γίνει κάποιος διαπιστευμένος διαμεσολαβητής στην Ελλάδα, απαιτείται να διαθέτει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΑΕΙ ή ισότιμο τίτλο σπουδών από αναγνωρισμένο αλλοδαπό ίδρυμα). Οι υποψήφιοι διαμεσολαβητές προέρχονται από διάφορους επαγγελματικούς κλάδους με ανώτατη εκπαίδευση, χωρίς να απαιτείται πλέον να είναι δικηγόροι. Στη συνέχεια, ο ενδιαφερόμενος οφείλει να παρακολουθήσει πρόγραμμα βασικής εκπαίδευσης στη διαμεσολάβηση από εγκεκριμένο φορέα, με ελάχιστη διάρκεια 80 ωρών. Η εκπαίδευση καλύπτει τόσο θεωρητικές γνώσεις όσο και πρακτικές δεξιότητες. Συγκεκριμένα, το πρόγραμμα περιλαμβάνει ενότητες θεωρίας, όπως οι αρχές και η διαδικασία διαμεσολάβησης, οι διαπραγματευτικές τεχνικές, η επικοινωνία, η ανάλυση συγκρούσεων, το νομικό πλαίσιο και η δεοντολογία, καθώς και πρακτική εξάσκηση, όπως ασκήσεις ρόλων, προσομοιώσεις και μελέτες περίπτωσης.

Μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης, ο υποψήφιος πρέπει να συμμετάσχει σε εξετάσεις διαπίστευσης που διεξάγονται από το υπουργείο Δικαιοσύνης, μέσω της Επιτροπής Εξετάσεων της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης. Η διαπίστευση χορηγείται επίσημα από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης (ΚΕΔ) και συνοδεύεται από εγγραφή του νέου διαμεσολαβητή στο Μητρώο Διαμεσολαβητών. Από τη στιγμή που το άτομο εγγράφεται στο δημόσιο Μητρώο, είναι πλέον νόμιμα διαπιστευμένος διαμεσολαβητής και μπορεί να ασκήσει το έργο της διαμεσολάβησης στην Ελλάδα.

Η κατάσταση στην Ελλάδα

Η Ελλάδα ακολούθησε την ευρωπαϊκή νομοθεσία σχετικά με τη διαμεσολάβηση, ενσωματώνοντας την Οδηγία 2008/52/ΕΚ με τον Ν. 3898/2010, ο οποίος εισήγαγε τη διαδικασία τόσο για διασυνοριακές όσο και για ενδοσυνοριακές αστικές και εμπορικές διαφορές. Η Οδηγία είχε θέσει ως προθεσμία συμμόρφωσης την 21η Μαΐου 2011, ζητώντας από τα κράτη-μέλη να ρυθμίσουν τη διαμεσολάβηση ως μέσο επίλυσης διαφορών εκτός των δικαστηρίων. Η Ελλάδα συμμορφώθηκε, θεσπίζοντας έναν πρώτο, αν και ελλιπή, νόμο. Στη συνέχεια, το θεσμικό πλαίσιο αναμορφώθηκε με τον Ν. 4512/2018, ο οποίος αντικατέστησε τον αρχικό νόμο, και κατόπιν με τον Ν. 4640/2019, που αποτελεί το σημερινό νομοθετικό καθεστώς.

Ειδικότερα, όταν τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 3898/2010, η διαμεσολάβηση αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και θεωρήθηκε πως οδηγεί σε μια άτυπη «ιδιωτικοποίηση» της δικαιοσύνης. Μέχρι σήμερα, είναι αρκετά διαδεδομένη η αντίληψη ότι η διαμεσολάβηση είναι κατώτερη της δικαστικής διαδικασίας, κυρίως επειδή ο διαμεσολαβητής δεν εκδίδει δεσμευτική απόφαση. Για να αντισταθμίσει αυτή την αίσθηση, ο νομοθέτης όρισε πως το συμφωνητικό που προκύπτει από τη διαδικασία διαμεσολάβησης μπορεί να αποκτήσει εκτελεστότητα μέσω μιας απλοποιημένης διαδικασίας, προσδίδοντάς του ισχύ δικαστικής απόφασης.

Η πρώτη νομοθετική απόπειρα ρύθμισης του θεσμού στην Ελλάδα, με τον Ν. 3898/2010, παρουσίασε πολλές ελλείψεις. Ο νόμος δεν παρείχε σαφές πλαίσιο για τη λειτουργία των Φορέων Κατάρτισης Διαμεσολαβητών, ενώ παρέπεμπε σημαντικά ζητήματα σε μεταγενέστερες υπουργικές αποφάσεις. Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα σημεία του ήταν η πρόβλεψη ότι ο διαμεσολαβητής πρέπει να είναι δικηγόρος. Αυτή η διάταξη εφαρμόστηκε μόνο στις ενδοσυνοριακές διαφορές και είχε στόχο να μετριάσει την αντίδραση του δικηγορικού κόσμου. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επενέβη, θεωρώντας ότι ο περιορισμός αυτός παραβιάζει την Οδηγία 2008/52, οδηγώντας στην τροποποίησή του με τον Ν. 4254/2014.

Σήμερα, το ισχύον θεσμικό πλαίσιο επιτρέπει σε οποιονδήποτε κάτοχο πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να γίνει διαμεσολαβητής, εφόσον εκπαιδευτεί από αναγνωρισμένο φορέα, επιτύχει στις εξετάσεις διαπίστευσης της ΚΕΔ και εγγραφεί στο Γενικό Μητρώο Διαμεσολαβητών του υπουργείου Δικαιοσύνης.

Καινοτομία του νεότερου νομοθετικού καθεστώτος για τη διαμεσολάβηση αποτέλεσε η υποχρέωση διεξαγωγής Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης (ΥΑΣΔ) σε συγκεκριμένες αστικές και εμπορικές διαφορές, υπό την προϋπόθεση ότι τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα να διαχειριστούν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς τους.

Στόχος της διαδικασίας είναι να ανοίξει ο δρόμος για μια εξώδικη επίλυση, εφόσον και τα δύο μέρη συμφωνήσουν να προχωρήσουν σε διαμεσολάβηση. Το βασικό χαρακτηριστικό της διαδικασίας είναι η προαιρετικότητα: Κάθε μέρος μπορεί να αποχωρήσει όποτε το επιθυμεί, ενώ δεσμεύεται από τη συμφωνία μόνο μετά την υπογραφή του σχετικού πρακτικού.

Ένα κρίσιμο σημείο της διαδικασίας είναι η υποχρέωση κατάθεσης του πρακτικού διεξαγωγής της ΥΑΣΔ στο αρμόδιο δικαστήριο, μαζί με τις προτάσεις των διαδίκων. Αν αυτό δεν τηρηθεί, η συζήτηση της υπόθεσης κρίνεται απαράδεκτη.

Πόσοι την αξιοποιούν

Στην Ελλάδα, αρκετοί παράγοντες αποτρέπουν την ευρεία προσφυγή στη διαμεσολάβηση. Η δικομανία, που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, οδηγεί πολλούς πολίτες στην προτίμηση της δικαστικής επίλυσης αντί των εναλλακτικών μεθόδων. Επιπλέον, ορισμένες υποθέσεις, όπως οι οικογενειακές διαφορές που εμπλέκουν κακοποιητικές συμπεριφορές, δεν είναι κατάλληλες για διαμεσολάβηση, καθώς απαιτούν δικαστική προστασία και παρεμβάσεις δημόσιας αρχής. Σημαντικό εμπόδιο αποτελεί επίσης η έλλειψη ενημέρωσης και εμπιστοσύνης στον θεσμό, τόσο από τους πολίτες όσο και από τους νομικούς επαγγελματίες, οι οποίοι συχνά θεωρούν ότι η δικαστική διαδικασία προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια Δικαίου. Επιπλέον, η ΥΑΣΔ αντιμετωπίζεται πολλές φορές ως τυπική διαδικασία, χωρίς πραγματική πρόθεση διαπραγμάτευσης, ενώ η απουσία φορολογικών κινήτρων και η χαμηλή αμοιβή των διαμεσολαβητών αποθαρρύνουν τη χρήση της. Τέλος, η περιορισμένη παρουσία της διαμεσολάβησης στο εκπαιδευτικό σύστημα και η μη ενσωμάτωσή της σε θεσμικές πρακτικές, όπως η εκπαίδευση δικαστών και δικηγόρων, καθυστερούν την εδραίωση του θεσμού στη χώρα.

Ωστόσο, σημειώνεται τέλος ότι η Ετήσια Έκθεση της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης για το 2023 παρουσιάζει στατιστικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από την πλατφόρμα της διαμεσολάβησης και τις εκθέσεις πεπραγμένων των διαμεσολαβητών. Σύμφωνα με τα στοιχεία, καταγράφηκαν 5.280 αιτήματα για Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης, ενώ συνολικά πραγματοποιήθηκαν 10.165 ΥΑΣΔ, εκ των οποίων οι 4.160 με διορισμό διαμεσολαβητή από την ΚΕΔ (αύξηση 41% από το 2022) και οι 6.005 με διορισμό από τα μέρη (αύξηση 11,8%). Οι οικογενειακές διαφορές παρουσίασαν αύξηση 31% στις υποθέσεις ΥΑΣΔ με διορισμό από την ΚΕΔ, ενώ οι εμπορικές διαφορές αυξήθηκαν κατά 16,56%. Οι εμπράγματες διαφορές είχαν τη μεγαλύτερη αύξηση (66,16% με διορισμό από την ΚΕΔ και 36,28% με διορισμό από τα μέρη). Σημαντική αύξηση καταγράφηκε και στις τραπεζικές διαφορές, με διπλάσιο αριθμό υποθέσεων ΥΑΣΔ με διορισμό από τα μέρη (93,58%). Συνολικά, το 11,1% των υποθέσεων ΥΑΣΔ συνεχίστηκε με διαμεσολάβηση, ενώ το 7,7% κατέληξε σε συμφωνία, αυξημένο από το 6% του 2022. Οι κληρονομικές διαφορές είχαν το υψηλότερο ποσοστό συνέχισης της διαδικασίας (18,9%), ενώ οι εμπράγματες και οι οικογενειακές διαφορές είχαν τη μεγαλύτερη επιτυχία στην επίτευξη συμφωνίας (11,5% και 11,4% αντίστοιχα).

Στην εκούσια διαμεσολάβηση, καταγράφηκαν 1.397 υποθέσεις (αύξηση 25% από το 2022), εκ των οποίων το 83,39% κατέληξε σε συμφωνία. Οι οικογενειακές διαφορές αποτελούσαν το 50,1% των υποθέσεων εκούσιας διαμεσολάβησης, με ποσοστό επιτυχίας 88,4%. Σημαντικά υψηλά ποσοστά επιτυχίας καταγράφηκαν και στις εμπράγματες διαφορές (95,2%).

Η ΚΕΔ πραγματοποίησε τρεις συνεδριάσεις το 2023 και δύο διαγωνισμούς διαπίστευσης διαμεσολαβητών, με συνολικά 306 νέους διαμεσολαβητές. Παράλληλα, μειώθηκαν σημαντικά τα ερωτήματα προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, γεγονός που υποδηλώνει την καλύτερη κατανόηση του Ν. 4640/2019. Ωστόσο, η διαδικασία διορισμού διαμεσολαβητή από την ΚΕΔ εξακολουθεί να παρουσιάζει προβλήματα, λόγω καθυστερήσεων στην αποδοχή αναθέσεων και πολλαπλών αιτημάτων για την ίδια υπόθεση. Για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, από τον Μάιο του 2023 η ΚΕΔ ενεργοποίησε αυτόματη απενεργοποίηση διαμεσολαβητών που δεν ανταποκρίνονται έγκαιρα στα αιτήματα. Παρά τη βελτίωση που επήλθε, εξακολουθεί να απαιτείται νομοθετική μεταρρύθμιση για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της ΥΑΣΔ.

Τι συμβαίνει διεθνώς

Στην Αυστρία, η διαμεσολάβηση θεσπίστηκε με νόμο το 2003, ενώ το 2004 δημιουργήθηκε μητρώο διαπιστευμένων διαμεσολαβητών στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Οι διαμεσολαβητές πρέπει να πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως ελάχιστη ηλικία 28 ετών και ασφάλιση αστικής ευθύνης. Οι δικαστές έχουν τη δυνατότητα να προτείνουν διαμεσολάβηση σε κάθε στάδιο της δίκης, ενώ στις οικογενειακές διαφορές μπορούν να επιβάλουν υποχρεωτική αρχική συνεδρία.

Στο Βέλγιο, η διαμεσολάβηση απέκτησε θεσμική ισχύ το 2005 και εξισώθηκε με τη διαιτησία. Από το 2014 όλα τα οικογενειακά δικαστήρια διαθέτουν υποδομές για διαμεσολάβηση, ενώ το 2018 δόθηκε η δυνατότητα συμμετοχής του Δημοσίου. Από το 2023, όλα τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να διαθέτουν γραφεία διαμεσολάβησης, ενώ η εκπαίδευση των νέων δικαστών περιλαμβάνει σχετική κατάρτιση.

Στη Βουλγαρία, η διαμεσολάβηση εισήχθη το 2004 και έχει τροποποιηθεί έξι φορές. Η τελευταία αναθεώρηση (σε ισχύ από το 2024) καθιστά υποχρεωτική την αρχική συνεδρία σε υποθέσεις συνιδιοκτησίας, επιμέλειας τέκνων και εργατικών διαφορών. Επίσης, το κράτος χρηματοδοτεί τη δημιουργία κέντρων διαμεσολάβησης σε όλα τα πρωτοδικεία.

Στη Γαλλία, ο νόμος 2021-1729 επιβεβαίωσε τη θετική στάση του νομοθέτη απέναντι στη διαμεσολάβηση, με προηγούμενες νομοθετικές πρωτοβουλίες να καθιστούν υποχρεωτική την προσπάθεια συμβιβασμού σε διαφορές κάτω των 4.000 ευρώ. Οι δικαστές μπορούν να διατάσσουν διαμεσολάβηση, ακόμη και στο ανώτατο δικαστήριο, ενώ στις οικογενειακές διαφορές η διαδικασία ενδέχεται να επιβληθεί χωρίς συναίνεση.

Στη Γερμανία, η διαμεσολάβηση ρυθμίζεται από τον Νόμο περί Διαμεσολάβησης του 2012. Η εκπαίδευση των διαμεσολαβητών απαιτεί πλέον 130 ώρες κατάρτισης, περιλαμβάνοντας τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων και υποχρεωτική συμμετοχή σε πέντε διαμεσολαβήσεις.

Στην Ιταλία, η διαμεσολάβηση θεσπίστηκε το 2010 και έγινε υποχρεωτική σε υποθέσεις ακινήτων, ασφαλιστικών και τραπεζικών διαφορών. Η μεταρρύθμιση του 2023 ενίσχυσε τη διαδικασία, προβλέποντας φοροαπαλλαγές και κρατική χρηματοδότηση για την αμοιβή των διαμεσολαβητών. Η Ιταλία καταγράφει τον υψηλότερο αριθμό διαμεσολαβήσεων στην ΕΕ, επιτυγχάνοντας εντυπωσιακή αποσυμφόρηση των δικαστηρίων της.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η διαμεσολάβηση προωθείται ως πρωταρχικό μέσο επίλυσης διαφορών. Οι δικαστές μπορούν να επιβάλουν τη συμμετοχή των μερών σε διαμεσολάβηση, ενώ όσοι αρνούνται αδικαιολόγητα μπορεί να επιβαρυνθούν με τα δικαστικά έξοδα. Στον τομέα του οικογενειακού Δικαίου, η συμμετοχή σε αρχική συνεδρία είναι υποχρεωτική από το 2014, με το κράτος να επιδοτεί τη διαδικασία μέσω ειδικού προγράμματος.

“Είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητό τόσο από τους πολίτες όσο και από τις επιχειρήσεις ότι η προσφυγή στα δικαστήρια αποτελεί συνήθως τη λιγότερο επιθυμητή επιλογή. Πρέπει, συνεπώς, να ενισχυθεί η ενημέρωση και η προβολή των πλεονεκτημάτων της διαμεσολάβησης και των Εναλλακτικών Μεθόδων Επίλυσης Διαφορών σε θεσμικό επίπεδο, ενώ η υιοθέτησή τους θα πρέπει να ενισχυθεί μέσω κατάλληλων κινήτρων”

Καλές πρακτικές 

Η διαμεσολάβηση, ως εναλλακτική μέθοδος επίλυσης διαφορών, έχει κερδίσει έδαφος διεθνώς, με πολλές χώρες να υιοθετούν νομοθετικές πρωτοβουλίες που ενισχύουν τη χρήση της.

Ένα βασικό μέτρο που έχει αποδειχθεί επιτυχημένο είναι η εισαγωγή της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης σε ένα ευρύ φάσμα διαφορών. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, η υποχρεωτική συμμετοχή σε αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης εφαρμόζεται σε διαφορές συνιδιοκτησίας, διανομής ακινήτων, κληρονομικής διαδοχής, δικαιόχρησης, μισθώσεων, ιατρικής αμέλειας και συκοφαντικής δυσφήμησης. Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά: Ο αριθμός των ετήσιων διαμεσολαβήσεων ξεπερνά τις 250.000, ενώ οι υποθέσεις που καταλήγουν στα δικαστήρια μειώθηκαν κατά 16%. Επιπλέον, αυξήθηκε κατά 10% η εκούσια προσφυγή στη διαμεσολάβηση, ενώ το 13,4% των συνολικών υποθέσεων εισάγεται σε διαμεσολάβηση με δικαστική εντολή.

Στη Γαλλία, η διαμεσολάβηση επεκτείνεται και στις διοικητικές διαφορές, δίνοντας τη δυνατότητα στο κράτος να αξιοποιεί τον θεσμό για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων. Παράλληλα, στη Γερμανία και την Αυστρία έχουν αυξηθεί οι απαιτήσεις εκπαίδευσης των διαμεσολαβητών, με τουλάχιστον 120-130 ώρες υποχρεωτικής κατάρτισης, η οποία περιλαμβάνει εκπαίδευση στη χρήση ηλεκτρονικών μέσων και πρακτική εμπειρία.

Σε πολλές χώρες, οι δικαστές έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν την προσφυγή στη διαμεσολάβηση σε διάφορα στάδια της δίκης. Στο Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Βουλγαρία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει υποχρεωτική αρχική συνεδρία σε διαφορές που αφορούν συνιδιοκτησία, διανομή περιουσίας, οικογενειακά θέματα, εργατικές διαφορές και εμπορικές υποθέσεις. Στη Βουλγαρία, μάλιστα, δημιουργούνται κέντρα διαμεσολάβησης σε όλα τα πρωτοδικεία και περιφερειακά δικαστήρια με κρατική χρηματοδότηση.

Η Ιταλία προχωρά ένα βήμα παραπέρα, προσφέροντας οικονομικά κίνητρα και φοροαπαλλαγές για όσους επιλέγουν τη διαμεσολάβηση. Παράλληλα, η αυτοπρόσωπη συμμετοχή των μερών έχει καταστεί υποχρεωτική, ενώ για τους εκπροσώπους του Δημοσίου προβλέπεται περιορισμένη ευθύνη όταν συμμετέχουν ως διάδικοι. Η διαμεσολάβηση αποτελεί ακόμη κριτήριο αξιολόγησης των δικαστών, καθώς λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των υποθέσεων που επιλύονται εξωδικαστικά. Επιπλέον, στο Βέλγιο, η εκπαίδευση στη διαμεσολάβηση είναι υποχρεωτική για όλους τους νέους δικαστές, ενώ παρέχεται εξειδικευμένη κατάρτιση σε όσους υπηρετούν στα κέντρα διαμεσολάβησης εντός των δικαστηρίων.

Η τεχνολογία παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην προώθηση της διαμεσολάβησης. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η δημιουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας "Online Solutions Court" επιτρέπει την επίλυση διαφορών μέχρι 10.000 στερλίνες μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας.

Στην Τουρκία, έχει εισαχθεί ένα υβριδικό μοντέλο διαμεσολάβησης, όπου οι διαμεσολαβητές μπορούν να προτείνουν λύσεις στα τελικά στάδια των διαπραγματεύσεων. Επιπλέον, η χώρα έχει κυρώσει τη Σύμβαση της Σιγκαπούρης για την αναγνώριση και εκτέλεση των διεθνών συμφωνιών διαμεσολάβησης, κάτι που καμία χώρα της ΕΕ δεν έχει πράξει ακόμη.

Μια καινοτόμος πρωτοβουλία εφαρμόζεται στη Φινλανδία, όπου η διαμεσολάβηση συνομηλίκων αποτελεί μέρος του εθνικού σχολικού προγράμματος. Με τη στήριξη των υπουργείων Παιδείας και Κοινωνικών Υποθέσεων, το πρόγραμμα έχει ενσωματωθεί σε περισσότερα από 900 σχολεία, με 10.000 μαθητές και 50.000 εκπαιδευτικούς να έχουν εκπαιδευτεί, γεγονός που έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη μείωση περιστατικών σχολικού εκφοβισμού.

Συμπερασματικά, η διαμεσολάβηση δεν είναι απλώς μια Εναλλακτική Μέθοδος Επίλυσης Διαφορών, αλλά ένας θεσμός που έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητά του διεθνώς. Οι χώρες που έχουν εφαρμόσει συστήματα δικαστικής διαμεσολάβησης καταγράφουν υψηλούς δείκτες στην ταχύτητα και την ποιότητα απονομής της Δικαιοσύνης. Ενδεικτικά, η Σιγκαπούρη, που έχει επενδύσει ιδιαίτερα σε εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης διαφορών, κατατάσσεται στην 1η θέση παγκοσμίως, ενώ το Χονγκ Κονγκ ακολουθεί στη 2η. Το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται στην 6η θέση, καθώς διαθέτει ισχυρό θεσμικό πλαίσιο για τη διαμεσολάβηση και προωθεί την εξωδικαστική επίλυση διαφορών. Η Μαλαισία κατατάσσεται στην 9η θέση, ενώ η Ολλανδία, με ένα σύστημα που ενισχύει τη διαμεσολάβηση σε εμπορικές και οικογενειακές υποθέσεις, βρίσκεται στη 12η θέση. Η Γαλλία, όπου η διαμεσολάβηση προωθείται ιδιαίτερα σε οικογενειακές διαφορές και σε υποθέσεις μικροδιαφορών, κατατάσσεται στην 22η θέση.

Προτάσεις για τη βελτίωση της ελληνικής νομοθεσίας

Το νομοθετικό καθεστώς της διαμεσολάβησης στην Ελλάδα μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά. Η μελέτη προτείνει συγκεκριμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες που είναι κρίσιμες για τη βελτίωση του ισχύοντος πλαισίου. Συγκεκριμένα:

Επαναπροσδιορισμός του ρόλου της ΥΑΣΔ

Η ΥΑΣΔ συχνά εκλαμβάνεται ως μια τυπική και σύντομη ενημέρωση, αντί για μια ουσιαστική διερεύνηση της δυνατότητας εξωδικαστικής επίλυσης. Πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ολοκληρωμένη συνεδρία διαμεσολάβησης, με πραγματική διερεύνηση της δυνατότητας συμφωνίας.

Διαμεσολάβηση σε κάθε στάδιο και βαθμό δικαιοδοσίας

Προτείνεται η τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 4640/2019, ώστε να διευκρινιστεί ρητά ότι η προσφυγή στη διαμεσολάβηση μπορεί να πραγματοποιηθεί σε κάθε στάδιο και βαθμό δικαιοδοσίας.

Καθυστερήσεις στον διορισμό διαμεσολαβητών

Στην πράξη, παρατηρούνται σημαντικές καθυστερήσεις στη διαδικασία διορισμού διαμεσολαβητών, κυρίως λόγω της έλλειψης έγκαιρης συναίνεσης των μερών ή της αργοπορίας των διαμεσολαβητών στην αποδοχή του διορισμού τους. Για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, προτείνεται η καθιέρωση αυστηρότερων προθεσμιών και διαδικασιών.

Συμμετοχή νομικών προσώπων στη διαμεσολάβηση

Παρατηρείται ότι πολλές φορές νομικά πρόσωπα παρίστανται στην ΥΑΣΔ χωρίς πραγματική διάθεση για διαμεσολάβηση. Οι εκπρόσωποι πρέπει να έχουν εξουσία διαπραγμάτευσης και να μη συμμετέχουν τυπικά. Κίνητρα ή κυρώσεις για τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη διαμεσολάβηση, διασφαλίζοντας ότι η συμμετοχή τους δεν θα είναι απλώς τυπική, αλλά ουσιαστική.

Τροποποίηση εξαίρεσης από την ΥΑΣΔ των διαφορών στις οποίες διάδικο μέρος είναι το Δημόσιο, ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ

Οι διαφορές με διάδικο το Δημόσιο, ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ εξαιρούνται. Προτείνεται η τροποποίηση του νόμου ώστε να προβλέπεται ρητά ότι οι διαφορές από πράξεις ή παραλείψεις του Δημοσίου κατά την άσκηση της διαχειριστικής του εξουσίας (jure gestionis) δεν εξαιρούνται από την ΥΑΣΔ και τη διαμεσολάβηση, σύμφωνα και με την Οδηγία, η οποία εξαιρεί μόνο τις διαφορές που απορρέουν από την κυριαρχική εξουσία του Δημοσίου.

Εξαίρεση της ΥΑΣΔ για διαφορές αγνώστου διαμονής

Σε περιπτώσεις όπου το έτερο μέρος είναι αγνώστου διαμονής, η ΥΑΣΔ καθίσταται δαπανηρή και αναποτελεσματική. Δεν πρέπει να απαιτείται ΥΑΣΔ σε τέτοιες περιπτώσεις.

Στατιστικά δεδομένα διαμεσολάβησης

Η υποβολή στατιστικών στοιχείων από διαμεσολαβητές είναι κρίσιμη, αλλά η δυσλειτουργία της σχετικής πλατφόρμας δημιουργεί προβλήματα. Προτείνεται η αναμόρφωση της διαδικασίας υποβολής για τη διευκόλυνση της συλλογής αξιόπιστων δεδομένων.

Αμοιβή διαμεσολαβητή

Η καθορισμένη αμοιβή για την ΥΑΣΔ είναι δυσανάλογα χαμηλή σε σχέση με τον χρόνο και την εργασία που απαιτείται. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η αμοιβή αφορά τόσο τη συνεδρία όσο και την προετοιμασία που προηγείται.

Μετεκπαίδευση διαμεσολαβητών

Η υποχρεωτική μετεκπαίδευση των διαπιστευμένων διαμεσολαβητών δεν έχει ενεργοποιηθεί. Προτείνεται η άμεση εφαρμογή της διάταξης και η αυστηροποίηση του ελέγχου της εκπαίδευσης.

Προώθηση της διαμεσολάβησης

Απαιτούνται συγκεκριμένες παρεμβάσεις για την ενίσχυση της διαμεσολάβησης, όπως δράσεις ενημέρωσης του κοινού.

Ενίσχυση της αξιολόγησης των διαμεσολαβητών

Προτείνεται η εισαγωγή φόρμας αξιολόγησης των διαμεσολαβητών, όπου τα μέρη θα παρέχουν σχόλια σχετικά με την εμπειρία τους. 

Αυστηροποίηση ελέγχου φορέων κατάρτισης

Απαιτείται αυστηρότερος έλεγχος της λειτουργίας των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών, ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα της εκπαίδευσης.

Παραπομπή υποθέσεων σε διαμεσολάβηση από δικαστές

Η παραπομπή υποθέσεων σε διαμεσολάβηση από δικαστές μπορεί να συμβάλει στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και στην ταχύτερη επίλυση διαφορών. Υποθέσεις όπως καταναλωτικές διαφορές, διαφορές ακινήτων, ασφαλιστικές διαφορές, κληρονομικές υποθέσεις, ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας και εργατικές διαφορές μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω της διαμεσολάβησης, διασφαλίζοντας ταχύτερες και πιο συμφέρουσες λύσεις για τα εμπλεκόμενα μέρη.

Ποινική διάσταση παραβίασης συμφωνίας για επικοινωνία γονέα-τέκνου

Προτείνεται να θεωρείται ποινικό αδίκημα η παραβίαση της συμφωνίας για επικοινωνία γονέα-τέκνου, που περιλαμβάνεται σε πρακτικό διαμεσολάβησης.

Πρόσθετες προτάσεις για την ενίσχυση και προώθηση της διαμεσολάβησης

  • Ίδρυση ανεξάρτητου φορέα για τη διαμεσολάβηση και τις Εναλλακτικές Μορφές Επίλυσης Διαφορών, είτε μέσω σύστασης Ανεξάρτητης Αρχής είτε με τη δημιουργία Ειδικής Γραμματείας στο υπουργείο Δικαιοσύνης.
  • Διαμόρφωση στρατηγικής για την αναθεώρηση της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ, σε συνεργασία με άλλες χώρες της ΕΕ, ώστε να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
  • Εκπόνηση σχεδίου δράσης (Action Plan) για την προώθηση της διαμεσολάβησης, με τη διοργάνωση συνεδρίων, ημερίδων και επιστημονικών εκδηλώσεων, που θα περιλαμβάνουν τη συμμετοχή δικαστών, δικηγόρων, νομικών φορέων, επιχειρήσεων και πολιτών.
  • Ειδικές δράσεις για την ανάπτυξη της τραπεζικής διαμεσολάβησης, με στόχο την ταχύτερη και πιο αποτελεσματική διαχείριση οικονομικών διαφορών.
  • Καθιέρωση Εθνικής Ημέρας Διαμεσολάβησης, με σκοπό την ευαισθητοποίηση του κοινού και τη διάδοση του θεσμού.
  • Υλοποίηση επικοινωνιακής στρατηγικής (Media Plan) μέσω ενημερωτικών καμπανιών σε τηλεόραση, ραδιόφωνο, έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, ώστε να ενημερωθούν πολίτες και επιχειρήσεις για τα οφέλη της διαμεσολάβησης.
  • Αυτόματη παραπομπή σε διαμεσολάβηση μικροδιαφορών έως 5.000 ευρώ, με προοπτική επέκτασης και σε άλλες κατηγορίες υποθέσεων ανεξαρτήτως ποσού.
  • Φορολογικά κίνητρα για τους νομικούς παραστάτες και απαλλαγή της διαμεσολάβησης από τον ΦΠΑ, ώστε να γίνει πιο ελκυστική η επιλογή της έναντι της δικαστικής οδού.
  • Θέσπιση επιπλέον γραμματίου προείσπραξης για δικηγόρους σε περιπτώσεις όπου η διαμεσολάβηση καταλήγει σε συμφωνία.
  • Κρατική επιδότηση μέρους του κόστους της διαμεσολάβησης, είτε με άμεση οικονομική στήριξη είτε με φορολογική έκπτωση για τους εντολείς που επιλέγουν τη διαμεσολάβηση.
  • Υποχρεωτική επιμόρφωση δικαστών όλων των βαθμίδων στην Εθνικής Σχολή Δικαστικών Λειτουργών για την ενίσχυση του ρόλου τους στη διαδικασία της διαμεσολάβησης.
  • Καθιέρωση της διαμεσολάβησης και της διαπραγμάτευσης ως υποχρεωτικά μαθήματα στις νομικές σχολές, ώστε οι νέοι νομικοί να εξοικειωθούν με τις Εναλλακτικές Μεθόδους Επίλυσης Διαφορών από τα πρώτα στάδια της εκπαίδευσής τους.

Η περίπτωση της Ιταλίας

Η ελληνική νομοθεσία για τη διαμεσολάβηση μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά μέσα από την υιοθέτηση καλών πρακτικών που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Ιταλία.

Ένα από τα πρώτα βήματα που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν είναι η υποχρεωτική αυτοπρόσωπη παρουσία των μερών στη συνεδρία διαμεσολάβησης, με εξαιρέσεις μόνο για συγκεκριμένους και αιτιολογημένους λόγους. Επιπλέον, σε περιπτώσεις εκπροσώπησης, ο πληρεξούσιος θα πρέπει να διαθέτει πλήρη γνώση της υπόθεσης και εξουσιοδότηση για συμβιβασμό, ώστε η διαδικασία να μην γίνεται τυπικά, αλλά να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Το παράδειγμα της Ιταλίας αποδεικνύει ότι η αυστηροποίηση της υποχρέωσης προσέλευσης μπορεί να αυξήσει κατακόρυφα τη συμμετοχή.

Παράλληλα, η διαδικασία της αρχικής συνεδρίας πρέπει να είναι μια πραγματική διαμεσολαβητική προσπάθεια και όχι μια απλή τυπική συνάντηση. Για την ενίσχυση του θεσμού, η αμοιβή των διαμεσολαβητών θα μπορούσε να εξαιρεθεί φορολογικά, ώστε να λειτουργήσει ως κίνητρο για τα εμπλεκόμενα μέρη, κάτι που συμβαίνει στη γειτονική Ιταλία με εξαιρετικά θετικά αποτελέσματα.

Επιπλέον, η διαμεσολάβηση θα μπορούσε να επεκταθεί σε περισσότερες κατηγορίες διαφορών, όπως οι συνιδιοκτησίες, οι διαφορές διανομής ακινήτων, η κληρονομική διαδοχή, οι εμπορικές και αστικές μισθώσεις, η ιατρική αμέλεια και η συκοφαντική δυσφήμηση στα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης. Στην Ιταλία, η πιλοτική εφαρμογή υποχρεωτικής διαμεσολάβησης σε τέτοιες υποθέσεις (2010-2017) οδήγησε σε θεαματικά αποτελέσματα: ο αριθμός των ετήσιων διαμεσολαβήσεων ξεπέρασε τις 250.000, ενώ οι νέες δικαστικές υποθέσεις στις υποχρεωτικές κατηγορίες μειώθηκαν κατά 16%.

Επιπλέον, η εκπαίδευση των διαμεσολαβητών θα μπορούσε να ενισχυθεί, ακολουθώντας το παράδειγμα της Γερμανίας και της Αυστρίας, όπου απαιτούνται 120 ώρες εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων πρακτικών διαμεσολαβήσεων και κατάρτισης σε ψηφιακά εργαλεία.

Σημαντική καινοτομία που εφαρμόζεται ήδη σε χώρες όπως το Βέλγιο, η Γαλλία και η Ιταλία είναι η δυνατότητα των δικαστών να διατάσσουν διαμεσολάβηση σε διάφορα στάδια της δίκης, ενώ στη Βουλγαρία η υποχρεωτική αρχική συνεδρία ισχύει σε πλήθος διαφορών, από οικογενειακές έως εργατικές.

Η ενίσχυση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης των δικαστών είναι επίσης κρίσιμη. Στην Ιταλία, η παρακολούθηση μαθημάτων διαμεσολάβησης είναι προαπαιτούμενο για τη φοίτηση στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, ενώ στο Βέλγιο, το σχετικό πρόγραμμα εκπαίδευσης είναι υποχρεωτικό για όλους τους νέους δικαστές.

Άλλες προτάσεις περιλαμβάνουν:

  • Τη δημιουργία κρατικά χρηματοδοτούμενων κέντρων διαμεσολάβησης σε όλα τα πρωτοδικεία, κατά το παράδειγμα της Βουλγαρίας.
  • Τη δημιουργία ηλεκτρονικής πλατφόρμας για την επίλυση μικροδιαφορών, ακολουθώντας το βρετανικό μοντέλο του “Online Solutions Court”.
  • Τη θέσπιση υποχρεωτικής διαμεσολάβησης συνομηλίκων στα σχολεία, βασισμένη στο φινλανδικό πρόγραμμα που λειτουργεί με επιτυχία εδώ και δύο δεκαετίες, χάρη στο οποίο έχουν μειωθεί τα περιστατικά σχολικού εκφοβισμού.

Τέλος, η Ελλάδα θα μπορούσε να προχωρήσει στην κύρωση της Σύμβασης της Σιγκαπούρης για τη διεθνή αναγνώριση και εκτέλεση συμφωνιών διαμεσολάβησης, ένα βήμα που καμία χώρα της ΕΕ δεν έχει ακόμη υιοθετήσει, αλλά θα μπορούσε να δώσει σημαντική ώθηση στον θεσμό.

Συμπερασματικά, η διαμόρφωση μιας κουλτούρας που θα αναγνωρίζει την αξία της διαμεσολάβησης, με πρωτοβουλία του νομοθέτη και τη συνεπή εφαρμογή της από όλους τους συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης, θα αποφέρει σημαντικά οφέλη. Οι πολίτες, οι επιχειρήσεις και ο νομικός κόσμος θα επωφεληθούν από μια ταχύτερη και πιο αποτελεσματική επίλυση διαφορών, ενώ η Δικαιοσύνη θα επικεντρωθεί σε υποθέσεις μείζονος σημασίας. Τέλος, η ενίσχυση του θεσμού θα παίξει καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία ενός σταθερού κλίματος που θα ενισχύσει τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, καθιστώντας την πιο ελκυστική για επενδύσεις.