Αρθρογραφια |

Οι ΑΠΕ στην Ελλάδα

Η νέα ανάλυση της διαΝΕΟσις αφορά τη συμβολή των ανανεώσιμων πηγών στην εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή και καταλήγει σε χρήσιμες κατευθύνσεις πολιτικής.

Η ανάπτυξη που έχουν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) στην Ελλάδα αποτελεί μία από τις καλύτερες εξελίξεις –και μάλλον την πιο θεαματική– που μπορεί να επιδείξει γενικά η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται, σίγουρα, για ένα από τα πιο σημαντικά παραδείγματα επενδύσεων σε νέο πάγιο και παραγωγικό κεφάλαιο που πραγματοποιούνται στην ελληνική επικράτεια, με τις εκτιμήσεις για το ύψος τους τα τελευταία 5 έτη να φτάνουν περίπου στα €9,5 δισεκ. σε έργα δημιουργίας μονάδων ΑΠΕ, συνοδευτικά έργα και έργα υποδομών και δικτύων.1 Και οι επενδύσεις αυτές έχουν ήδη αποδώσει απτά αποτελέσματα στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ για το διασυνδεδεμένο σύστημα, το 2024 παρήχθησαν συνολικά 25,2 TWh ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, εξαιρουμένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών («ΑΠΕ εξ. Υ/Η», εφεξής),2 ένα επίπεδο παραγωγής υπερδιπλάσιο αυτού που είχαμε το 2019 (12,2 TWh), που υποδηλώνει έναν μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της τάξεως του 15,6%. Η ραγδαία αυτή επαύξηση των παραγωγικών δυνατοτήτων των ΑΠΕ, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση της πολιτικής της πλήρους απολιγνιτοποίησης έως το 2028 –παρά την αναπροσαρμογή της εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία–, είχαν σαν αποτέλεσμα μια ριζική αλλαγή στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής.

Όπως φαίνεται και στο Γράφημα, η πλειονότητα (55,3%) της ζητούμενης ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα το 2024 καλύφθηκε από ΑΠΕ (συμπεριλαμβανομένων και των υδροηλεκτρικών), κάτι το οποίο επιτεύχθηκε για πρώτη φορά το 2023 (51,4%), με το μερίδιο κάλυψης να βαίνει διαρκώς και ταχέως αυξανόμενο. Αντίθετα, πέραν από –και παρά– τη δραστική μείωση στη χρησιμοποίηση του λιγνίτη, φαίνεται ότι πετύχαμε το 2024 και τον ουσιαστικό εκμηδενισμό των καθαρών εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, με τη χώρα μας να μετατρέπεται οριακά σε καθαρό εξαγωγέα, κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί μετά το 2000.3

Η συνολική καθαρή παραγωγή ξεπέρασε τη ζήτηση κατά 307 MWh, οι οποίες αντιστοιχούν σε ένα ποσοστό 0,6% της ζήτησης. Η παραπάνω εικόνα δεν διαφοροποιείται σημαντικά, αν συνυπολογίσουμε και τα μη-διασυνδεδεμένα νησιά, τα οποία ηλεκτροδοτούνται κατά κύριο λόγο από μονάδες καύσης πετρελαίου και φυσικού αερίου,4 με τη σχετική συμμετοχή των ΑΠΕ να είναι πολύ μικρότερη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του The Green Tank για το σύνολο του 2024,5 οι ΑΠΕ καταγράφουν μια ελαφρά μικρότερη σχετική συμμετοχή στην κάλυψη της ζήτησης στο συνολικό ηλεκτρικό σύστημα, αλλά διατηρούν την απόλυτη πλειονότητα, με μερίδιο 50,8%.

Ο ραγδαίος ρυθμός επαύξησης της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ αλλά και η επίτευξη μεριδίων ρεκόρ στη συμμετοχή τους στην ηλεκτροπαραγωγή έχουν, αναμφίβολα, ιδιαίτερα θετικές συνέπειες στην απεξάρτηση της ελληνικής οικονομίας τόσο από την καύση άνθρακα –τουλάχιστον όσον αφορά στις ενεργειακές ανάγκες που καλύπτονται μέσω του ηλεκτρισμού–, και τις ακόλουθες εκπομπές Αερίων του Θερμοκηπίου (ΑτΘ), όσο και από τις εισαγωγές ενεργειακών αγαθών από το εξωτερικό. Συνεπάγονται, όμως, και μια σειρά νέων τεχνικών προκλήσεων, που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά και εγκαίρως προκειμένου να μην αποτελέσουν ανασταλτικούς παράγοντες στην περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ ή και εστίες σημαντικών προβλημάτων.

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την ανάλυση, εδώ:

ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΠΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ (PDF)


Παραπομπές

1. Βλ. σχετικά τις δηλώσεις του κ. Ιωάννη Γιαρέντη, Διευθύνοντα Συμβούλου του Διαχειριστή ΑΠΕ & Εγγυήσεων Προέλευσης (ΔΑΠΕΕΠ), στο 6ο Renewable & Storage Forum, την 31η Οκτωβρίου 2024, η οποία είναι διαθέσιμη στο https://renewablestorageforum.gr/videos-31-10-1 (Ενότητα 2, Πάνελ 1, Συζήτηση).

2. Τα υδροηλεκτρικά φράγματα εμπίπτουν απολύτως στον ορισμό της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Όμως, διατηρούν μεγάλη ευχέρεια κατά βούληση προσαρμογής της ισχύος τους, υπό τον περιορισμό μόνο της διατήρησης μιας ελάχιστης και μέγιστης στάθμης νερού, εν αντιθέσει με ό,τι συμβαίνει με τις υπόλοιπες τεχνολογίες ΑΠΕ, όπως εξηγείται στη συνέχεια του κειμένου. Αυτό δημιουργεί σημαντική διαφοροποίηση στη συμπεριφορά και στη διαχείριση των υδροηλεκτρικών, που προσομοιάζουν περισσότερο με των θερμικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρισμού (καύσης λιγνίτη, φυσικού αερίου ή ντίζελ) παρά με των υπόλοιπων ΑΠΕ. Έτσι, καθίσταται πιο χρήσιμη η ξεχωριστή καταγραφή τους, στον βαθμό που είναι αυτή δυνατή βάσει των διαθέσιμων στοιχείων.

3. Για την ακρίβεια, βάσει των στοιχείων της Eurostat, στο διάστημα 1990-2023 η Ελλάδα είχε μη-αρνητικό ισοζύγιο ηλεκτρικής ενέργειας μόνο το 2000, με καθαρές εξαγωγές περί τις 11 GWh. Πολύ κοντά στον ισοσκελισμό του ισοζυγίου ήταν η χώρα μας και το 1999, με καθαρές εισαγωγές 164 GWh. Σε όλα τα υπόλοιπα έτη του διαστήματος αυτού, η Ελλάδα χρειάστηκε σημαντικές ποσότητες καθαρών εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας.

4. Με μια αναλογία περίπου 3/4 - 1/5.

5. The Green Tank (2024). Τάσεις στην ηλεκτροπαραγωγή – Δεκέμβριος 2024.