Photography: Meredith ILer / Flickr
Αρθρογραφια |

Κοινωνία των Πολιτών και Φιλανθρωπία

Πόσο καλά γνωρίζουν οι Έλληνες τη δραστηριότητα των κοινωφελών ιδρυμάτων και των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών το 2024;

Το ερευνητικό πρόγραμμα για την Κοινωνία των Πολιτών και τη φιλανθρωπία στην Ελλάδα διενεργήθηκε από την MRB Hellas, με την υποστήριξη της διαΝΕΟσις, τον Μάρτιο του 2024. Στόχος του να αποτυπώσει τις στάσεις και τις απόψεις του γενικού πληθυσμού ως προς τα κοινωφελή ιδρύματα και τις ΜΚΟ της Κοινωνίας των Πολιτών στη χώρα μας, διερευνώντας παράλληλα πόσο καλά γνωρίζουν οι Έλληνες τη δραστηριότητά τους, και πώς την αξιολογούν.

Για την υλοποίηση της έρευνας ακολουθήθηκε μεικτή μεθοδολογία· ποσοτική έρευνα με χρήση του ειδικού συστήματος τηλεφωνικών συνεντεύξεων CATI (Computer Αided Telephone Interviews), τυχαία επιλογή (random dialing) τηλεφωνικών αριθμών (σταθερά και κινητά τηλέφωνα) και διαδικτυακή έρευνα με τη χρήση CAWI (αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού από web panel). Έγινε χρήση δομημένου ερωτηματολογίου, σε τυχαίο πανελλαδικό δείγμα 1.103 ατόμων. Το ερωτηματολόγιο συγκροτήθηκε από την ομάδα της διαΝΕΟσις σε συνεργασία με την κεντρική συντονιστική επιτροπή του Σχεδίου Δράσης για την Κοινωνία των Πολιτών του Ιδρύματος Μποδοσάκη.

Το παρόν κείμενο συγκεντρώνει τα βασικά ευρήματα του ερευνητικού προγράμματος.

Η πρόθεση κοινωνικής προσφοράς και φιλανθρωπίας γενικά

Η κοινωνική προσφορά και η φιλανθρωπία αποτελούν συστατικά στοιχεία στην ανάπτυξη μιας ευημερούσας και αλληλέγγυας κοινωνίας, με κύριο στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και την υποστήριξη εκείνων που βρίσκονται σε ανάγκη. Αποτελούν, δηλαδή, πράξεις γενναιοδωρίας που στοχεύουν στην κοινωνική ευημερία, στην επίλυση κοινωνικών προβλημάτων και στην προώθηση θετικού αντίκτυπου στην κοινωνία. Στην καρδιά της φιλανθρωπίας και της προσφοράς υπέρ κοινωνικών, περιβαλλοντικών, εκπαιδευτικών ή υγειονομικών προβλημάτων βρίσκεται η επιθυμία να βοηθήσουμε τους άλλους και να δημιουργήσουμε έναν καλύτερο κόσμο.

H ελληνική κοινωνία αποδεικνύει τη φιλανθρωπική της δράση διαχρονικά και έμπρακτα, καθώς 2 στους 3 πολίτες (67,2%) δηλώνουν ότι στη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών έχουν προβεί στην παροχή κάποιας υλικής βοήθειας (τρόφιμα, ρουχισμός, φάρμακα) και περισσότεροι από 2 στους 5 πολίτες (43,7%) έχουν προσφέρει κάποια χρηματική βοήθεια (συνολικά η παροχή χρηματικής και υλικής βοήθειας καταγράφεται στο 36%).

Ενθαρρυντικό στοιχείο για την υποστήριξη σημαντικών σκοπών της Κοινωνίας των Πολιτών αποτελεί το γεγονός ότι 1 στους 5 πολίτες (20,2%) δηλώνει ότι έχει προσφέρει κάποια μορφής εθελοντική εργασία στη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών (συνολικά, η παροχή χρηματικής και υλικής βοήθειας και εθελοντικής εργασίας καταγράφεται στο 10,3%).

Θα πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι 1 στους 10 πολίτες (9,7%) έχει καταβάλει κάποια οικονομική βοήθεια σε κάποια Μη Κυβερνητική Οργάνωση (ΜΚΟ) της Κοινωνίας των Πολιτών, ενώ το 3,9% των πολιτών είναι μέλος κάποιας ΜΚΟ. Τέλος, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το 7,2% των ερωτηθέντων δηλώνει ωφελούμενο από κάποια δράση (διοργάνωση εκδήλωσης/σεμιναρίου/ημερίδας, υλική, ψυχική ή εκπαιδευτική βοήθεια) των ΜΚΟ.

H διάθεση συμμετοχής σε δράσεις κοινωνικής συμμετοχής καταγράφεται σε υψηλά ποσοστά, με 1 στους 2 ερωτηθέντες (52%) να δηλώνει ότι θα παρείχε υλική βοήθεια σε όσους έχουν ανάγκη. Το ποσοστό αυτό φτάνει στο 64% όταν οι συμμετέχοντες ρωτούνται τον τρόπο που θα επέλεγαν για παροχή βοήθειας στους πληγέντες, εάν βρίσκονταν στις καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία· η αντίστοιχη πρόθεση για παροχή υλικής βοήθειας στους μετανάστες στη Λέσβο καταγράφεται στο 41%.

Σημαντικά ποσοστά κοινωνικής συμμετοχής συγκεντρώνει η παροχή εθελοντικής εργασίας, που καταγράφεται στο 31,3%, ενώ ακολουθούν με χαμηλότερα ποσοστά η παροχή οικονομικής βοήθειας, που καταγράφεται στο 18,7% και, τέλος, η φιλοξενία ατόμων στο 9,2%.

Στοιχείο που θα πρέπει να σημειωθεί είναι ότι ο βαθμός συμμετοχής σε κοινωνικές δράσεις φαίνεται πως συνδέεται με τη σημαντικότητα που κάθε πολίτης προσδίδει στο εκάστοτε συμβάν. Αυτή μπορεί να επηρεάσει τις ενέργειες που είναι διατεθειμένος να προσφέρει, και να εξηγήσει τις διακυμάνσεις που καταγράφονται μεταξύ της συνθήκης ελέγχου («Εάν, υποθετικά, έπρεπε να πάρετε μέρος σε μια δράση κοινωνικής συμμετοχής, με ποιον από τους παρακάτω τρόπους θα συμμετείχατε;») και των υπαρκτών Συνθηκών 1 και 2 που διερευνήθηκαν (Συνθήκη 1: Παροχή βοήθειας για πλημμυροπαθείς στη Θεσσαλία και Συνθήκη 2: Παροχή βοήθειας για μετανάστες στη Λέσβο).

Καθώς η ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται από ένα πλέγμα ηθικών αξιών που διαμορφώνουν τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς των πολιτών, με συντριπτικά ποσοστά αποδοχής, καταγράφονται ως θετικές έννοιες ο εθελοντισμός (89,3%), η αλληλεγγύη (88,4%) και η φιλανθρωπία (86,7%). Αυτές οι ηθικές αξίες προωθούν –κατά περίπτωση– την αλληλοβοήθεια και τη συνεργασία μεταξύ των μελών της κοινότητας, ενισχύοντας την αίσθηση κοινής ευθύνης και συμβολής στο κοινό καλό.

Επίσης, σημαντική είναι η τέταρτη θέση θετικών αναφορών που καταλαμβάνει η επιχειρηματικότητα (με 79,6%). Στον αντίποδα βρίσκεται, για παράδειγμα, ο συνδικαλισμός για τον οποίο μόλις το 40,7% έχει πολύ θετική στάση. 

Μία ακόμα έννοια που συνδέεται με τον εθελοντισμό, τουλάχιστον σε κάποια χαρακτηριστικά του, είναι ο ακτιβισμός. Αποτελεί σημαντικό εύρημα της παρούσας έρευνας το γεγονός ότι σχεδόν 2 στους 3 Έλληνες (63,4%) αποτιμούν θετικά τη συγκεκριμένη έννοια.

Οι ακτιβιστές επιδιώκουν να προκαλέσουν αλλαγές στην κοινωνία δρώντας μέσω διάφορων μεθόδων, όπως οι διαδηλώσεις, ο ανοικτός διάλογος, η εκστρατεία πληροφόρησης και η δημιουργία πιέσεων προς τους αρμόδιους φορείς ή τις εταιρείες. Σημειωτέον ότι με τον πιο θετικό τρόπο αποτιμούν τον ακτιβισμό οι εξής δημογραφικές κατηγορίες:

Οι φορείς των δράσεων κοινωνικής προσφοράς και η αποτελεσματικότητά τους

Η κοινωνική προσφορά συνδέεται με δράσεις που στοχεύουν στην αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων (όπως η φτώχεια, η ανεργία, η προστασία του περιβάλλοντος, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η κοινωνική πρόνοια) αλλά και επιμέρους προβλήματα σε διαφορετικούς τομείς, όπως π.χ. η εκπαίδευση ή ο πολιτισμός. Αυτές οι δράσεις μπορεί να περιλαμβάνουν τη δημιουργία προγραμμάτων κοινωνικής ενσωμάτωσης, την παροχή εκπαιδευτικών και επαγγελματικών ευκαιριών, καθώς και την παροχή ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε ευάλωτες ομάδες. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να εστιάζουν σε προσωπικές ή εταιρικές πρωτοβουλίες με σκοπό την παροχή οικονομικής ή υλικής βοήθειας σε άτομα ή οργανώσεις που χρήζουν βοήθειας (δωρεές χρημάτων, τροφίμων, ειδών πρώτης ανάγκης ή άλλων αγαθών).

Αξιολογώντας, στην έρευνα, την αποτελεσματικότητα των φορέων που αναλαμβάνουν δράσεις σε κοινωνικά ζητήματα, προκύπτει η παρακάτω κατάταξη, που αποτυπώνει τον συνολικό βαθμό δυναμικής του κάθε φορέα (δηλ. τον μέσο όσο και των 10 δράσεων που διερευνήθηκαν).

  • Το κράτος: 39,4%.
  • Τα κοινωφελή ιδρύματα: 17,5%.
  • Οι επιχειρήσεις: 12,2%.
  • Οι ΜΚΟ της Κοινωνίας των Πολιτών: 10,3%.

Αξιοσημείωτο είναι ότι σχεδόν 1 στους 5 πολίτες αναγνωρίζουν την αποτελεσματικότητα των δράσεων των κοινωφελών ιδρυμάτων, που καταλαμβάνουν τη δεύτερη θέση μετά το κράτος.

Αποτελεσματικότερες δράσεις που συνδέονται κυρίως με τα κοινωφελή ιδρύματα αφορούν σε:

  • Παροχή υποτροφιών για σπουδές: 26,2%.
  • Υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας: 25,6%.
  • Δράσεις υποστήριξης πολιτισμού: 25,6%.

Αποτελεσματικότερες δράσεις που συνδέονται κυρίως με τις ΜΚΟ αφορούν σε:

  • Δράσεις για την ενίσχυση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: 21,3%.
  • Δράσεις προστασίας του περιβάλλοντος: 19,8%.
  • Δράσεις καταπολέμησης της φτώχειας και των φυσικών καταστροφών: 11,5%.

Αποτελεσματικότερες δράσεις που συνδέονται κυρίως με το κράτος είναι:

  • Δράσεις καταπολέμησης κρίσεων, π.χ. φυσικών καταστροφών: 49,6%.
  • Δράσεις παροχής εκπαίδευσης και δεξιοτήτων: 44,1%.
  • Δράσεις παροχής υγείας και περίθαλψης ασθενών: 43,4%.

Ειδικότερα, σε ποσοστά που κυμαίνονται από 34% έως 55%, οι ερωτώμενοι απαντούν πως τα κοινωφελή ιδρύματα κάνουν πολλά ή αρκετά: για πολιτιστικές εκδηλώσεις (54,7%), για τους πρόσφυγες (43,1%), για υποτροφίες σπουδών σε νέους (39,9%), την καταπολέμηση των διακρίσεων (36%), για δωρεές στην υγεία (35,8%) και για χώρους πολιτισμού και αναψυχής (34,4%).

Οι τομείς στους οποίους οι ερωτώμενοι θεωρούν πως τα κοινωφελή ιδρύματα προσφέρουν συγκριτικά λιγότερα και αναμένουν μεγαλύτερη συμβολή είναι: ο τομέας της δημοκρατίας και των θεσμών (26,6%), η καταπολέμηση της φτώχειας (28,9%) και η ενίσχυση της Έρευνας & Καινοτομίας (32,7%).

Ειδικότερα, σε ποσοστά που κυμαίνονται από 30% έως 54%, οι ερωτώμενοι απαντούν πως οι ΜΚΟ κάνουν πολλά ή αρκετά: για τους πρόσφυγες (53,4%), για την καταπολέμηση των διακρίσεων (44,6%), για το φυσικό περιβάλλον (30,6%) και για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις (30,4%).

Οι τομείς στους οποίους οι ερωτώμενοι θεωρούν πως οι ΜΚΟ προσφέρουν συγκριτικά λιγότερα και αναμένουν μεγαλύτερη συμβολή είναι: η ενίσχυση της Έρευνας & Καινοτομίας (14,5%), οι υποτροφίες σπουδών σε νέους (15,8%) και οι δωρεές στην εκπαίδευση (17,2%).

Βαθμός γνωριμίας με τα κοινωφελή ιδρύματα και τις ΜΚΟ της Κοινωνίας των Πολιτών

Στην ελληνική κοινωνία, τα κοινωφελή ιδρύματα και οι ΜΚΟ της Κοινωνίας των Πολιτών –με πολυσχιδή δράση και εύρος δραστηριοτήτων– διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην προσπάθεια για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης όλων των πολιτών αλλά και εξειδικευμένων κοινοτήτων που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Ωστόσο, σήμερα, ο βαθμός γνωριμίας όσον αφορά στις δράσεις τους καταγράφεται σε χαμηλά ποσοστά, με τη μειοψηφία της κοινής γνώμης (38,1% έναντι 36,1% το 2018) να δηλώνει ότι έχει επαρκή γνώση για το έργο των κοινωφελών ιδρυμάτων (δηλαδή γνωρίζουν πολύ και αρκετά τη δράση τους).

Σε αντίστοιχα χαμηλά ποσοστά καταγράφεται και η γνωριμία με τη δράση των ΜΚΟ με μόνο 1 στους 3 πολίτες (34,2%) να αναφέρουν ότι γνωρίζουν (πολύ και αρκετά) για τις δράσεις τους.

Η εικόνα των κοινωφελών ιδρυμάτων και των ΜΚΟ της Κοινωνίας των Πολιτών: Βαθμός εμπιστοσύνης σε έννοιες

Ανεξάρτητα όμως από τον βαθμό γνωριμίας με τις δράσεις τους, θετική αποτυπώνεται η αξιολόγηση για τα κοινωφελή ιδρύματα για 2 στους 3 Έλληνες (68,7%). Σε όσους μάλιστα γνωρίζουν για τη δράση τους, το ποσοστό θετικής αξιολόγησης αυξάνεται στο 82,7%, και σε όσους εμπιστεύονται τις δράσεις τους, στο 84,5%.

Οι δημογραφικές κατηγορίες στις οποίες καταγράφονται υψηλότερα ποσοστά θετικής αξιολόγησης είναι:

Αντίστοιχα, και η δράση των ΜΚΟ της Κοινωνίας των Πολιτών χαρακτηρίζεται θετική με περίπου 1 στους 2 Έλληνες (45,9%) να αξιολογεί με θετικό πρόσημο την προσφορά και τις δράσεις τους, με χαμηλότερα ποσοστά, ωστόσο, σε σχέση με τα κοινωφελή ιδρύματα. Η αξιολόγηση αυτή στις νεότερες ηλικίες 17-27 (δηλ. στην επονομαζόμενη «Γενιά Ζ») αγγίζει το 70,3%.

Η έρευνα, επίσης, αναδεικνύει τη σημασία που αποδίδει η ελληνική κοινωνία στα κοινωφελή ιδρύματα, τα οποία στην αξιολόγηση μιας σειράς θεσμών καταλαμβάνουν την πρώτη θέση, με υψηλά ποσοστά εμπιστοσύνης (44,3% των ερωτωμένων δηλώνουν πως τους έχουν πολλή και αρκετή εμπιστοσύνη). Αυτό ίσως απορρέει από την αναγνώριση του ρόλου και της προσφοράς τους, ιδίως κατά τη διάρκεια της κρίσης και της πανδημίας της Covid-19. Παράλληλα όμως, ενισχύει τις προσδοκίες για τη μελλοντική τους πορεία. Η Εκκλησία (42,2%) και η κυβέρνηση (38,9%) βρίσκονται στη δεύτερη και στην τρίτη θέση αντίστοιχα.

Ωστόσο, με χαμηλότερα ποσοστά ακολουθούν στη σειρά κατάταξης εμπιστοσύνης τα κοινωνικά κινήματα, με περίπου 1 στους 3 πολίτες να δηλώνει εμπιστοσύνη (30,8%) και οι ΜΚΟ, με περίπου 1 στους 4 πολίτες να δηλώνει εμπιστοσύνη (26,2%). Παρά τη συμβολή τους σε κρίσιμες διαστάσεις του κοινωνικού κράτους, οι ΜΚΟ οφείλουν να αναδείξουν το έργο τους, ώστε να βελτιώσουν την εικόνα και την αξιοπιστία τους στο σύνολο της κοινωνίας.

Τέλος, τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα καταγράφουν ποσοστά εμπιστοσύνης κάτω από 25%

---

Από στοιχεία παλαιότερων ποιοτικών ερευνών προκύπτει ότι η παραδοσιακή αναπαράσταση των ιδρυμάτων και των ΜΚΟ –η οποία άλλωστε αντιπροσωπεύει την κεντρική αξία και αποστολή τους– συνδέεται κατά κανόνα με τα παρακάτω στοιχεία:

  • Ανιδιοτελής προσφορά σε υπηρεσίες, προγράμματα και υποστήριξη σε ευάλωτες ομάδες και σε περιβαλλοντικά ή κοινωνικά προβλήματα.
  • Κοινωνική αποστολή με στόχο που αφορά το κοινό καλό ή τη βελτίωση της κοινωνίας.
  • Ευγενή κίνητρα με θετικές προθέσεις και σκοπούς, όπως η προώθηση της εκπαίδευσης, της υγείας, της περιβαλλοντικής προστασίας κλπ.

Είναι συνεπώς αναμενόμενο, με βάση τα παραπάνω, οι θετικές κρίσεις των πολιτών να απορρέουν από την πεποίθηση ότι η φιλανθρωπική δράση τόσο των κοινωφελών ιδρυμάτων όσο και των ΜΚΟ συνδέεται με το υψηλό αίσθημα κοινωνικής ευθύνης που τους διακατέχει (62% και 46% αντίστοιχα). Τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στη Γενιάς Ζ, δηλαδή σε νέους ηλικίας 17-27 ετών (74,3% και 68,3% αντίστοιχα).

Στον αντίποδα, ωστόσο, οι πολίτες δηλώνουν ότι η φιλανθρωπική δράση των κοινωφελών ιδρυμάτων και των ΜΚΟ συνδέεται και με την πρόθεσή τους να καλύψουν και άλλους σκοπούς, όπως φορολογικούς, πολιτικούς ή υστεροφημίας. Έντονη «καχυποψία» καταγράφεται για τις ΜΚΟ (70,4%) ως προς τις προθέσεις που μπορεί να υποκρύπτονται, ενώ μοιρασμένες είναι οι απόψεις αυτές για τα «κίνητρα» των κοινωφελών ιδρυμάτων (55,5%).

Ερωτηματικά για τις ΜΚΟ μπορεί να ανακύπτουν όταν δεν είναι σαφές το πώς οι δράσεις αυτές συνδέονται με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας ή όταν δεν υπάρχει επαρκής γνώση/ενημέρωση του αντίκτυπου που έχουν.

Ενέργειες ενίσχυσης της εικόνας των ΜΚΟ

Λαμβάνοντας υπόψη τη συγκριτικά χαμηλότερη θετική αξιολόγηση που αποδίδεται στις ΜΚΟ της Κοινωνίας των Πολιτών (σε σχέση με τα κοινωφελή ιδρύματα), διερευνήθηκαν μια σειρά από ενέργειες, οι οποίες θα μπορούσαν να ενισχύσουν την εικόνα τους στο σύνολο της κοινωνίας. Η απόλυτη διαφάνεια σε όλες τις πράξεις τους (60,9%), ο έλεγχος από το κράτος αλλά και από ανεξάρτητες αρχές (26,2% και 44,6% αντίστοιχα) μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά στην ενδυνάμωση και αποκατάσταση των σκοπών και των δράσεών τους.

Συνεπώς, για να αντιμετωπιστεί η προαναφερθείσα «καχυποψία» εκ μέρους μιας μεγάλης μερίδας πολιτών είναι σημαντικό να υπάρχει περαιτέρω διαφάνεια και εποπτεία στη χρήση των πόρων (διοικητικών και οικονομικών πράξεων), να πραγματοποιούνται συστηματικές αξιολογήσεις των προγραμμάτων και να ενθαρρύνεται η συνεργασία μεταξύ των φορέων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της κοινωνικής προσφοράς και της φιλανθρωπίας.

Ειδικότερα, σε σχέση με την οικονομική βιωσιμότητα των ΜΚΟ, 1 στους 2 πολίτες πιστεύει ότι αυτή θα πρέπει να εξασφαλίζεται από συνδυασμό δωρεών και οικονομικής ενίσχυσης από το κράτος (49,7%), όπου το τελευταίο θα πρέπει να έχει τη μικρότερη συμβολή στην ενίσχυση (δωρεές και χορηγίες 29,1%, ενίσχυση από το κράτος 12,2%).

Το 64,1% των ερωτώμενων θεωρεί ότι η λειτουργία των ΜΚΟ θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη από το κράτος, το 73,3% θεωρεί ότι οι κοινωφελείς δράσεις τους θα πρέπει να είναι συμπληρωματικές με τις δράσεις του κράτους και μόνο το 46% πιστεύει ότι το κράτος θα πρέπει να αναθέτει έργα στις ΜΚΟ. Με άλλα λόγια, οι ΜΚΟ ως ανεξάρτητοι και μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί θα πρέπει να λειτουργούν αυτόνομα αλλά και σε συνεργασία με την κυβέρνηση και με άλλους φορείς για την υλοποίηση έργων και πρωτοβουλιών. Με αυτόν τον τρόπο οι δράσεις και οι λειτουργίες τους θα εξυπηρετούν ουσιαστικά τον κύριο σκοπό της ευημερίας και της αλληλεγγύης.

Ανακεφαλαίωση

Συνοψίζοντας, σήμερα τα κοινωφελή ιδρύματα και οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προκλήσεων και στην προώθηση της προόδου εκεί όπου οι κυβερνητικές προσπάθειες δεν είναι αρκετές και χρειάζονται ενίσχυση, αναλαμβάνοντας πολλές φορές τον ρόλο της συμπλήρωσης των κενών που υπάρχουν στον κρατικό μηχανισμό. Τροφοδοτούνται από το πάθος των αφοσιωμένων ατόμων που εργάζονται και συμμετέχουν σε αυτά, και συμβάλλουν στη βελτίωση των κοινωνιών σε τοπική και πανελλαδική κλίμακα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κοινωφελείς οργανισμοί και οι ΜΚΟ λειτουργούν ως ακρογωνιαίος λίθος προόδου της κοινωνίας μας. Από την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προστασία των ευάλωτων πληθυσμών έως την προώθηση της διατήρησης του περιβάλλοντος, της εκπαίδευσης και της βιώσιμης ανάπτυξης, της κοινωνικής ανάπτυξης και της δημιουργίας θετικών αλλαγών, έχουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση περίπλοκων προκλήσεων.

Τα κοινωφελή ιδρύματα, από τη μία πλευρά, απολαμβάνουν μεγαλύτερης αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης σε σχέση με τις ΜΚΟ. Έχουν μακρά ιστορία, σημαντικό κύρος και στοχεύουν στην αποτελεσματική λειτουργία και την καλή διαχείριση των πόρων τους. Διαθέτουν επαγγελματική οργάνωση, αποτελεσματικό στελεχιακό δυναμικό και συνήθως διαχειρίζονται τα χρήματά τους με μεγαλύτερη διαφάνεια.

Από την άλλη πλευρά, για τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με τη σκοπιμότητα ορισμένων από αυτές, καθώς, λόγου χάριν, η μεταναστευτική κρίση έχει θέσει ερωτηματικά για τις πραγματικές κινητήριες δυνάμεις πίσω από τη δραστηριότητά τους. Για να εξελιχθούν περαιτέρω, οι ΜΚΟ θα πρέπει να επανεξετάσουν την οργανωτική τους δομή και να επενδύσουν σε επαγγελματική ανάπτυξη και διαφάνεια. Μόνον έτσι μπορούν να διασφαλίσουν την εμπιστοσύνη και τη στήριξη της κοινότητας που εξυπηρετούν.

Σήμερα, ο ρόλος των κοινωφελών ιδρυμάτων και των ΜΚΟ είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίος, καθώς έχουν επιφορτιστεί με έναν ακόμα ρόλο που οφείλουν να διαδραματίσουν στην κοινωνία. Δεν οφείλουν να καλύψουν μόνον την ανάγκη του πολίτη, ο οποίος αναζητά κάποιον που θα τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει τις όποιες δυσκολίες του. Αυτό που προέχει είναι να λειτουργήσουν ως «πολλαπλασιαστής δημιουργίας και ανάπτυξης, όχι απλά επιβίωσης» που θα ενισχύσει τα θετικά στοιχεία του και θα τον βοηθήσει να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητές του στο έπακρο.1

Ο Δημήτρης Α. Μαύρος είναι γενικός διευθυντής και μέλος ΔΣ της MRB Hellas.


Παραπομπές

1. Empowerment (Ενδυνάμωση) για όλους: Μέσα στην κρίση ο Έλληνας αναζητούσε κάποιον να του απαλύνει τις αδυναμίες, ενώ σήμερα αναζητά κάποιον που θα του ενδυναμώσει τα assets και θα μεγιστοποιήσει τις δυνατότητες που έχει.


ΚΟΙΝΩΝΊΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΏΝ & ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΊΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΚΟΙΝΩΝΊΑ (PDF) 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ (PDF)

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΕΡΕΥΝΑΣ (.DOCX)

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ (.XLS)

AΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ (.SAV)