Αρθρογραφια |

Oι Ψηφιακές Ειδήσεις στην Ελλάδα το 2024

Η διαΝΕΟσις δημοσιεύει τα βασικά ευρήματα του Digital News Report του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης που αφορούν στην Ελλάδα για έβδομη συνεχόμενη χρονιά.

Η ετήσια έκθεση για την Ενημέρωση στο Διαδίκτυο (Digital News Report) του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης ξεκίνησε το 2012, με σκοπό να μελετήσει τις ενημερωτικές συνήθειες των πολιτών 5 χωρών. Από τότε, η έρευνα επεκτάθηκε σταδιακά και πλέον, το 2024, υλοποιείται σε 47 χώρες. Η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στο δείγμα της έρευνας από το 2016 και η διαΝΕΟσις δημοσιεύει τα βασικά ευρήματα που αφορούν τη χώρα μας για έβδομη συνεχόμενη χρονιά.

Τα στοιχεία βασίζονται σε μια μεγάλη διαδικτυακή δημοσκόπηση δείγματος μεγαλύτερου των 2.000 ατόμων ανά χώρα. Το δείγμα είναι αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού κάθε χώρας που διαθέτει σύνδεση στο Διαδίκτυο (στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι 79%) και όχι αντιπροσωπευτικό του συνολικού πληθυσμού. Στην Ελλάδα το δείγμα φέτος ήταν 2.020 άτομα. H δημοσκόπηση πραγματοποιήθηκε από τα μέσα μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου του 2024. Περισσότερες πληροφορίες για την έρευνα, το ερωτηματολόγιο και τη μεθοδολογία της υπάρχουν στην κεντρική σελίδα της έκθεσης.

Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου στην επικαιρότητα βρίσκονταν, μεταξύ άλλων, το νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο και οι κινητοποιήσεις για το νομοσχέδιο σχετικά με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. 

Η φετινή ανάλυση έχει ως θέμα την εμπιστοσύνη των Ελλήνων απέναντι στα μέσα ενημέρωσης, το ενδιαφέρον για τις ειδήσεις, τη διαδικτυακή παραπληροφόρηση και τη χρήση Των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης για ενημέρωση.

1. Εμπιστοσύνη στις ειδήσεις

Για ακόμα μία χρονιά, η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα στο δείγμα στην εμπιστοσύνη στις ειδήσεις, με μόνο το 23% των Ελλήνων/ίδων να συμφωνεί πως "εμπιστεύεται τις περισσότερες ειδήσεις τις περισσότερες φορές". Σε σχέση με τη μέτρηση του 2023, παρατηρούμε αύξηση της εμπιστοσύνης κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες. Η Ελλάδα έχει το ίδιο ποσοστό εμπιστοσύνης με την Ουγγαρία (23%), ενώ η Φινλανδία βρίσκεται και πάλι στην πρώτη θέση, με το 69% των πολιτών της να δείχνει εμπιστοσύνη στις ειδήσεις.

Στη φετινή έρευνα, oι ερωτηθέντες κλήθηκαν να απαντήσουν εάν τα ΜΜΕ στη χώρα τους επιτελούν ικανοποιητικά οκτώ δημοσιογραφικούς ρόλους (Γράφημα 2). Οι Έλληνες/ίδες του δείγματος πιστεύουν κατά πλειοψηφία πως τα ΜΜΕ επιτελούν ικανοποιητικά μόνο έναν ρόλο: να καταφέρνουν να τους κρατούν ενήμερους/ες για τις εξελίξεις (52%). Μόνο μια μειοψηφία του δείγματος πιστεύει πως τα μέσα ενημέρωσης προσφέρουν διαφορετικές οπτικές γωνίες (43%), ή τους/τις βοηθούν να καταλάβουν τα θέματα της επικαιρότητας (42%).

Είναι αξιοσημείωτο πως οι Έλληνες/ίδες, είναι λιγότερο ικανοποιημένοι/ες από το πώς τα ΜΜΕ επιτελούν τους δημοσιογραφικούς ρόλους τους, σε σχέση με τον μέσο όρο των ερωτηθέντων στις 47 χώρες. Η μεγαλύτερη διαφορά παρατηρείται στον επεξηγηματικό ρόλο των ΜΜΕ (να βοηθούν το κοινό να καταλάβει τι συμβαίνει στην επικαιρότητα: 42% στην Ελλάδα, έναντι 59% μεταξύ 47 χωρών. Στην Ελλάδα απουσιάζει η κουλτούρα επεξηγηματικής δημοσιογραφίας και, πλην εξαιρέσεων, οι ειδήσεις παρουσιάζονται με αποσπασματικό τρόπο. Εξελίξεις σε πολύπλοκα θέματα, όπως πόλεμοι, η κλιματική αλλαγή ή οικονομικές εξελίξεις παρουσιάζονται από τα ΜΜΕ χωρίς αναφορές στο ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο ανήκει η είδηση. Αντίθετα, η επεξηγηματική δημοσιογραφία δίνει έμφαση στην παροχή πληροφοριών σχετικά με το ιστορικό ή επιστημονικό πλαίσιο, τις αιτίες ή τις επιπτώσεις ενός συμβάντος.

2. Χαμηλό ενδιαφέρον για την επικαιρότητα

Παράλληλα με τα χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στη δημοσιογραφία, παρατηρούμε και μειωμένο ενδιαφέρον για τις ειδήσεις στην Ελλάδα, αλλά και στις περισσότερες χώρες του δείγματος. Η πτώση είναι φανερή, αν παρατηρήσει κανείς το ποσοστό των Ελλήνων/ίδων το 2022 και το 2024 που δήλωσαν ότι ενδιαφέρονται για διαφορετικά θέματα ειδήσεων. Και στις δύο δημοσκοπήσεις, οι ερωτηθέντες κλήθηκαν να επιλέξουν όσα θέματα ειδήσεων τούς ενδιαφέρουν (ή να μην επιλέξουν κανένα). Στη συγκριτική εικόνα (Γράφημα 3), παρατηρείται πτώση στο ενδιαφέρον για όλα τα είδη ειδήσεων: από την πολιτική (από 58% το 2022 σε 43% το 2024), τη διεθνή επικαιρότητα (από 66% το 2022 σε 50% το 2024), αλλά και σε ειδήσεις σχετικά με το lifestyle (από 32% το 2022 σε 21% το 2024) ή την κλιματική αλλαγή (από 53% το 2022 σε 40% το 2024).

Ενώ δεν μπορούμε να εξηγήσουμε την πτώση στο ενδιαφέρον για τις ειδήσεις με δεδομένα από τη δημοσκόπηση, μία πιθανή εξήγηση είναι η φύση της επικαιρότητας και οι πολλαπλές κρίσεις των τελευταίων ετών. Μία άλλη πιθανή εξήγηση είναι η πτώση της εμπιστοσύνης στις ειδήσεις, όπως καταγράφεται σε αρκετές χώρες του δείγματος. Ωστόσο, στην Ελλάδα, η εμπιστοσύνη στις ειδήσεις βρίσκεται σταθερά σε χαμηλά επίπεδα, ενώ η πτώση στο ενδιαφέρον για τις ειδήσεις είναι σχετικά απότομη. Μία τρίτη εξήγηση έχει να κάνει με τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και γενικότερα με την αρχιτεκτονική των ψηφιακών μέσων. Ενδεικτικό παράδειγμα η πρωτοβουλία της Meta να ιεραρχήσει τις ειδήσεις ή τις συζητήσεις για την επικαιρότητα χαμηλά στον αλγόριθμο των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσής της (το Facebook, το Instagram ή το Threads). Η απόφαση αυτή έχει να κάνει εν μέρει με πολιτικές αποφάσεις χωρών, οι οποίες ζήτησαν από τη Meta να πληρώνει τα μέσα ενημέρωσης για το περιεχόμενό τους που διαμοιράζεται από την πλατφόρμα, αλλά και με την ευρύτερη στρατηγική της για περισσότερο "θετικό περιεχόμενο" και λιγότερες πολωμένες συζητήσεις που απομακρύνουν κάποιους/ες χρήστες/ριες.

Τέλος, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, αλλά και πλατφόρμες περιεχομένου όπως το Netflix, το Spotify ή το YouTube, έχουν αντικαταστήσει την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο για μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού. Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο προσφέρουν αρκετές ευκαιρίες για τυχαία έκθεση σε ειδήσεις (π.χ. μέσω ζάπινγκ ή σύντομων δελτίων ειδήσεων). Αντίθετα, οι ψηφιακές πλατφόρμες έχουν απεριόριστες επιλογές κατανάλωσης περιεχομένου και οι αλγόριθμοί τους παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην καθοδήγηση των χρηστών/τριών σε επιλογές που θεωρούν πως ενδιαφέρουν τους χρήστες. Έτσι περιορίζονται οι ευκαιρίες ενημέρωσης για αυτούς/ές που δεν ενδιαφέρονται για την επικαιρότητα και δεν θα αναζητήσουν μόνοι τους να ενημερωθούν.

Το ενδιαφέρον για τις ειδήσεις διαφέρει αρκετά ανά ηλικιακή ομάδα, με τις μεγαλύτερες ηλικίες να ενδιαφέρονται περισσότερο για όλα τα είδη ειδήσεων. Όμως, υπάρχουν και ενδιαφέρουσες διαφορές στην ιεράρχηση διαφορετικών θεμάτων. Στον Πίνακα 1 παρουσιάζουμε τα πέντε πιο δημοφιλή θέματα ειδήσεων για τις ηλικιακές ομάδες 18-24 και άνω των 55. Παρατηρούμε πως οι νεότεροι/ες ιεραρχούν ως δεύτερο πιο ενδιαφέρον θέμα την κλιματική αλλαγή, και ως τρίτο πιο ενδιαφέρον, τις ειδήσεις σχετικά με την ψυχική υγεία. Η πολιτική απουσιάζει από τη λίστα με τα πέντε πιο δημοφιλή θέματα. Από την άλλη, η μεγαλύτερη ηλικιακή ομάδα ενδιαφέρεται περισσότερο για θέματα όπως η πολιτική, η εγκληματικότητα αλλά και η κλιματική αλλαγή.

Στη φετινή έρευνα, ρωτήσαμε το κοινό εάν τα θέματα που τους ενδιαφέρουν καλύπτονται επαρκώς (Γράφημα 4). Παρά το μειωμένο ενδιαφέρον για τις ειδήσεις και την αίσθηση κορεσμού από τη συνεχόμενη ροή ειδήσεων, όπως έχει καταγραφεί σε παλαιότερες έρευνες, υπάρχουν αρκετά θέματα ειδήσεων, τα οποία δεν καλύπτονται επαρκώς, σύμφωνα με το ελληνικό κοινό. Τα αποτελέσματα δείχνουν πως για μια σειρά από θέματα υπάρχει περιθώριο για αύξηση της δημοσιογραφικής προσοχής. Ενδεικτικά, μόλις το 44% που ενδιαφέρεται για ειδήσεις σχετικές με την εκπαίδευση, θεωρεί πως λαμβάνει επαρκή ενημέρωση για το θέμα. Εξίσου χαμηλά ποσοστά ικανοποίησης από τη δημοσιογραφική κάλυψη δηλώνουν αυτοί/ές που ενδιαφέρονται για θέματα όπως η κοινωνική δικαιοσύνη και οι ανισότητες (44%), το περιβάλλον και η κλιματική αλλαγή (51%) ή η ψυχική υγεία (53%).

3. Παραπληροφόρηση και ενημέρωση

Όπως έχουμε αναφέρει και στο παρελθόν στις εκθέσεις της διαΝΕΟσις για τις ψηφιακές ειδήσεις, η Ελλάδα αντιμετωπίζει πρόβλημα με τη διάδοση διαδικτυακής παραπληροφόρησης. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, η Ελλάδα είναι η πιο ευάλωτη χώρα στην κακόβουλη παραπληροφόρηση μετά τις ΗΠΑ, σε δείγμα 18 δυτικών χωρών. Οι παράγοντες που ευνοούν την έλλειψη ανθεκτικότητας στην παραπληροφόρηση στην Ελλάδα είναι, μεταξύ άλλων, η χαμηλή εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ και η υψηλή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για ενημέρωση. Φέτος, ρωτήσαμε χρήστες/ριες διαφόρων πλατφορμών, εάν θεωρούν ότι είναι εύκολο να εντοπίσουν την παραπληροφόρηση σε καθεμία από αυτές (Γράφημα 5). Δυσκολότερος θεωρείται από το κοινό ο εντοπισμός της παραπληροφόρησης στο Χ (21% των χρηστών/ριών του δυσκολεύεται) και στο TikTok (20%). Ευκολότερη θεωρείται η αναγνώριση παραπληροφόρησης στη μηχανή αναζήτησης της Google, στο Facebook και στο YouTube. Επίσης, παρατηρούμε διαφορές με βάση την ηλικία: οι νεότεροι/ες θεωρούν ότι είναι ευκολότερο να εντοπίζουν την παραπληροφόρηση σε σχέση με μεγαλύτερους/ες. Για παράδειγμα, το 61% των χρηστών/ριών του Instagram κάτω των 35 θεωρούν εύκολη την αναγνώριση της παραπληροφόρησης στην πλατφόρμα, έναντι του 47% αυτών άνω των 35.

Έπειτα μελετήσαμε την έκθεση του κοινού σε παραπληροφόρηση για μια σειρά από θέματα, και τα συγκρίναμε με αντίστοιχα ποσοστά στην ίδια ερώτηση το 2021 (Γράφημα 6). Οι ερωτήσεις μετρούν εάν το κοινό θεωρεί πως έχει εκτεθεί σε παραπληροφόρηση για διάφορα θέματα και όχι αν έχει όντως εκτεθεί σε παραπληροφόρηση.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα (Γράφημα 6), το 43% του δείγματος στην Ελλάδα πιστεύει πως έχει εκτεθεί σε παραπληροφόρηση την εβδομάδα πριν τη δημοσκόπηση σχετικά με την οικονομία. Το ποσοστό που θεωρεί πως έχει συναντήσει παραπληροφόρηση σχετικά με τον κορωνοϊό είναι μειωμένο κατά 18 μονάδες σε σχέση με το 2021, στο 42% (σημειωτέον ότι η δημοσκόπηση έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2024 που υπήρχε αυξημένο κύμα κρουσμάτων κορωνοϊού). Αντίθετα, το ποσοστό που θεωρεί πως είδε παραπληροφόρηση σχετικά με την κλιματική αλλαγή, αυξήθηκε κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες από το 2021, στο 27%. Τα ποσοστά επιβεβαιώνουν μια ευρύτερη τάση μεταστροφής, τα τελευταία χρόνια, της στρατηγικής παραπληροφόρησης από την πανδημία στην κλιματική αλλαγή.

4. Χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης για ενημέρωση

Τέλος, μελετήθηκε η διαχρονική χρήση διαφόρων Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ) για ενημέρωση (Γράφημα 7). Η χρήση ΜΚΔ για ενημέρωση είναι υψηλή στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά τα ΜΚΔ που χρησιμοποιούνται, αλλάζουν με τον χρόνο. Πιο δημοφιλές ΜΚΔ παραμένει το Facebook, με το 44% του πληθυσμού της Ελλάδας που έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο να το χρησιμοποιεί ως πηγή ενημέρωσης. Παρά τη μεγάλη πτώση (από 68% το 2016), η χρήση του στην Ελλάδα παραμένει πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. στο Ηνωμένο Βασίλειο χρησιμοποιείται μόλις από το 17% του δείγματος για ενημέρωση και στη Γερμανία από το 16%).

Η κυρίαρχη θέση που είχε το Facebook το 2016, όταν ξεκίνησε η έρευνα, δεν έχει αντικατασταθεί από ένα εξίσου μεγάλο ΜΚΔ, αλλά από ένα κατακερματισμένο τοπίο, στο οποίο παίζει ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο το Instagram (20% χρήση για ενημέρωση το 2024) και το TikTok (14% το χρησιμοποιεί για ενημέρωση το 2024, δηλ. 5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το 2023).

Ο κατακερματισμός είναι πιο φανερός, αν παρατηρήσουμε από ποια ΜΚΔ ενημερώνονται οι ηλικίες 18-24 (Γράφημα 8). Το Facebook έπεσε δραματικά την τελευταία χρονιά από 27% το 2023 (και 75% του 2016) σε 13% το 2024 ανάμεσα στους/στις 18-24. Το πιο δημοφιλές ΜΚΔ για ενημέρωση για τους/ις νεότερους/ες είναι το Instagram (32%) και ακολουθεί το YouTube (25%) και το TikTok (21%).

5. Επίλογος: Ο συνδυασμός χαμηλού ενδιαφέροντος και χαμηλής εμπιστοσύνης

Συνοπτικά, τα φετινά ευρήματα αποτελούν περαιτέρω ενδείξεις για μια σειρά από παθογένειες του ελληνικού τοπίου ενημέρωσης: διαχρονικά χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στις ειδήσεις, διάχυτη αίσθηση πως τα μέσα ενημέρωσης δεν παρουσιάζουν διαφορετικές οπτικές γωνίες και δεν επεξηγούν τις ειδήσεις, αλλά και υψηλή χρήση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης για ενημέρωση. Στα προβλήματα αυτά έρχεται να προστεθεί και το μειωμένο ενδιαφέρον για τις ειδήσεις και την επικαιρότητα, αυξάνοντας τις ανισότητες στα επίπεδα ενημέρωσης του κοινού.

To μειωμένο ενδιαφέρον για τις ειδήσεις που παρατηρείται στη φετινή μας έρευνα είναι προβληματικό για τη λειτουργία της δημοκρατίας, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με τη χαμηλή εμπιστοσύνη στις πηγές πληροφόρησης. Αυτοί/ες που δεν ενδιαφέρονται για την επικαιρότητα και ταυτόχρονα δεν θεωρούν τις πηγές πληροφόρησης αξιόπιστες, μπορούν να γίνουν πιο επιρρεπείς σε παραπληροφόρηση, είναι πιο πιθανό να απέχουν από πολιτικές διαδικασίες, αλλά και να είναι ευρύτερα αποκομμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία και από σημαντικές κρατικές υπηρεσίες (π.χ. εκστρατείες ενημέρωσης σχετικά με τη δημόσια υγεία).

Αντίθετα, ο συνδυασμός χαμηλής εμπιστοσύνης για τις ειδήσεις με υψηλό ενδιαφέρον για την επικαιρότητα δεν συνιστά απαραίτητα πρόβλημα. Mάλιστα, μπορεί να υποδηλώνει ενημερωμένους πολίτες με καχυποψία απέναντι σε όποιες πηγές πληροφόρησης δεν θεωρούν αξιόπιστες. Παρομοίως, το χαμηλό ενδιαφέρον για τις ειδήσεις, όταν συνδυάζεται με υψηλή εμπιστοσύνη σε πηγές πληροφόρησης, σημαίνει ότι οι πολίτες γνωρίζουν σε ποιες πηγές να στραφούν, όταν θεωρήσουν πως χρειάζεται (π.χ. πριν ψηφίσουν ή όταν πρέπει να πάρουν αποφάσεις σχετικά με τον εμβολιασμό τους).

Επιχειρώντας μια κατάτμηση του ελληνικού δείγματος, με βάση τις απαντήσεις του στην έρευνά μας σχετικά με την εμπιστοσύνη στις ειδήσεις και το ενδιαφέρον για την επικαιρότητα, βλέπουμε πως περίπου οι μισοί/ές Έλληνες/ίδες (46%) έχουν ταυτόχρονα και χαμηλή εμπιστοσύνη στις ειδήσεις και χαμηλό ενδιαφέρον για την επικαιρότητα (Γράφημα 9). Το ποσοστό αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη και καταδεικνύει ένα σημαντικό πρόβλημα, το οποίο δεν έχει συζητηθεί επαρκώς στην Ελλάδα.


Αντώνης Καλογερόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Επικοινωνίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών (VUB) και ερευνητικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.