Αρθρογραφια |

Προκλήσεις και Ευκαιρίες στην ΕΕ – Τέσσερις Αναλύσεις

Η διαΝΕΟσις, σε συνεργασία με το ΕΛΙΑΜΕΠ, δημοσιεύει μια σειρά αναλύσεων για τις μελλοντικές ευρωπαϊκές προκλήσεις στην άμυνα, στην υποδοχή νέων μελών στην Ένωση, στην οικονομική διακυβέρνηση και στο μεταναστευτικό.

Θα ήταν ανακριβές αν κάποιος έλεγε ότι οι πρόσφατες ευρωπαϊκές εκλογές δεν απασχόλησαν τον δημόσιο διάλογο, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Όπως πιθανόν ήταν αναμενόμενο, τα πιο συχνά σχόλια εστίασαν στα νέα δεδομένα που ήρθαν ως συνέπεια της ψήφου: στη σημαντική αποχή, στην άνοδο κομμάτων με συγκεκριμένα, λαϊκίστικα χαρακτηριστικά, στην αλλαγή κάποιων ισορροπιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και στις εσωτερικές εξελίξεις σε κάθε χώρα ξεχωριστά. Ωστόσο, αυτή η δημόσια συζήτηση σπανίως γίνεται σε πλήρες πλαίσιο. Η νέα σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και, κυρίως, η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή όπως θα σχηματιστεί τους επόμενους μήνες και θα αντανακλά τα αποτελέσματα των εκλογών, θα διαχειριστούν μια σειρά από πολύ σημαντικά ζητήματα. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, θα χρειαστεί να το κάνουν, επιπλέον, με πολύ αποφασιστικό τρόπο.

Η διαΝΕΟσις, σε συνεργασία με το ΕΛΙΑΜΕΠ, δημοσιεύει μια σειρά τεσσάρων αναλύσεων ειδικών υπό τον τίτλο “Προκλήσεις και ευκαιρίες στον νέο πολιτικό κύκλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης”. Τα κείμενα αυτά εξηγούν αναλυτικά τα σημαντικά διακυβεύματα σε τέσσερις, πολύ κρίσιμους τομείς: στην άμυνα, στη διεύρυνση της Ένωσης προς νέες χώρες, στην οικονομική διακυβέρνηση και στο σύμφωνο σταθερότητας, καθώς και στις πολιτικές για το άσυλο και τη μετανάστευση.

ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΣΤΟΝ ΝΕΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΥΚΛΟ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (PDF)

Πρόκειται για "καυτά" πεδία άσκησης πολιτικής, τα οποία απαιτούν μια επείγουσα, ευρωπαϊκή απάντηση. Όπως γράφει ο ομότιμος καθηγητής στο ΕΚΠΑ, καθηγητής στη Sciences Po και πρόεδρος του ΔΣ του ΕΛΙΑΜΕΠ, Λουκάς Τσούκαλης στην εισαγωγή του, τονίζοντας την ανάγκη οι προκλήσεις αυτές να απασχολήσουν συλλογικά και τους πολίτες, "ένας ευρωπαϊκός δημόσιος χώρος, πολυεθνικός και πολύγλωσσος, δεν αποτελεί πλέον ουτοπία. Αντιθέτως, είναι η προϋπόθεση για να χτίσουμε όλοι μαζί το κοινό μας σπίτι στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με περισσότερες αποφάσεις στα ευρωπαϊκά συμβούλια που θα παίρνονται με πλειοψηφία".

Άμυνα

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε τα ζητήματα άμυνας, πλέον ως κοινό ευρωπαϊκό θέμα, στο προσκήνιο. Το αντίστοιχο κείμενο υπογράφουν ο καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του ευρωπαϊκού προγράμματος "Αριάν Κοντέλλη" του ΕΛΙΑΜΕΠ, Σπύρος Μπλαβούκος μαζί με τον βοηθό ερευνητή στο ΕΛΙΑΜΕΠ, Πάνο Πολίτη-Λάμπρου. Η ανάλυσή τους παρουσιάζει τις κοινές πρωτοβουλίες για την άμυνα πριν το 2022, με τις συνθήκες του Μάαστριχτ το 1993 και της Λισαβόνας το 2007, προτού αναλύσει την πρόσφατη διακήρυξη των Βερσαλλιών, μόλις δύο εβδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου, αλλά και το πώς αυτή έχει έκτοτε εξειδικευτεί.

Φυσικά, παρά τα βήματα, πολλές προκλήσεις παραμένουν. Αυτές κυρίως σχετίζονται με τη χρηματοδότηση των διάφορων πρωτοβουλιών, τη θεσμική οργάνωσή τους, αλλά και την πολιτική διαχείρισή τους. Και βεβαίως το πώς αυτές οι πρωτοβουλίες, μπορεί να εξελιχθούν σε μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας. Πού στέκεται, όμως, η Ελλάδα μέσα σε αυτό το τοπίο; "Οι εξελίξεις δημιουργούν ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα", υποστηρίζουν οι συγγραφείς. "Για πρώτη φορά, η ΕΕ επενδύει σθεναρά στην αμυντική βιομηχανία και συζητά για κοινή άμυνα. Δεδομένων των γεωπολιτικών συνθηκών που επικρατούν στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, η ενίσχυση της προοπτικής αυτής πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για τη χώρα μας, η οποία οφείλει να συνεχίσει να βρίσκεται στην πρωτοπορία των κρατών-μελών της ΕΕ στο πεδίο αυτό, χωρίς να παραμελεί τις εθνικές αποτρεπτικές στρατιωτικές δυνατότητες".

Διεύρυνση

Ο πόλεμος στην Ουκρανία υπήρξε ένα καταλυτικό γεγονός και για τη διεύρυνση της Ένωσης. Όπως και στις προηγούμενες φάσεις διεύρυνσης της ΕΕ, έτσι και σήμερα, οι αντίστοιχοι λόγοι και προβληματισμοί είναι τόσο πολιτικοί, όσο και οικονομικοί, κάτι που γίνεται εμφανές με μια ματιά στον κατάλογο των υποψηφίων προς ένταξη χωρών μετά το 2023, είτε έχουν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις είτε όχι: Ουκρανία, Μολδαβία, Γεωργία και Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Η ανάλυση, την οποία υπογράφουν ο αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Ιωάννης Αρμακόλας και η δημοσιογράφος Αλεξάνδρα Βουδούρη, αμφότεροι συνεργάτες του ΕΛΙΑΜΕΠ, αναδεικνύει και σχολιάζει τις προκλήσεις μιας πιθανής, νέας τέτοιας διεύρυνσης.

Πώς θα επηρεάσουν τους προϋπολογισμούς της Ένωσης; Ποιες χώρες πιθανόν να χάσουν ευρωπαϊκά κονδύλια εξαιτίας των νέων μελών; Πόσο εφικτό είναι οι υποψήφιες χώρες να προχωρήσουν άμεσα τις θεσμικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που απαιτεί η διαδικασία της ένταξης; "Η ΕΕ πρέπει να προσφέρει συγχρόνως έναν αξιόπιστο 'οδικό χάρτη' για τη βαθύτερη ένταξη των υποψήφιων χωρών τα επόμενα χρόνια, και σαφήνεια σχετικά με τη δική της πορεία για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις", σημειώνουν οι συγγραφείς. "Θα πρέπει να υπάρξει, άλλωστε, κοινή προσέγγιση που να συνδέει τις μεταρρυθμίσεις και τη διεύρυνση με σταδιακό τρόπο, καθώς και ένας μηχανισμός που θα 'μετράει' την αντίστοιχη πρόοδο".

Οικονομική διακυβέρνηση και Σύμφωνο Σταθερότητας

Η μεγάλη σημασία ενός λειτουργικού και αποτελεσματικού καθεστώτος ευρωπαϊκής, οικονομικής διακυβέρνησης έγινε γνωστή στην Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία της κρίσης, συχνά με οδυνηρό τρόπο. Αναδείχθηκε ευρύτερα όμως στην Ένωση, ειδικά μετά την εισαγωγή του ευρώ, ότι απαιτείται τουλάχιστον ένας βαθμός συντονισμού των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών για τη σταθερότητα του νέου νομίσματος. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) το οποίο εισήχθη το 1997 και βασίζεται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι το βασικό εργαλείο: καθορίζει όρια για το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος των κρατών-μελών. Φυσικά, δεν έμεινε αμετάβλητο από τη δεκαετία του 1990, ούτε τηρήθηκε ποτέ κατά γράμμα από όλες τις χώρες. Το 2008, το 2011 και το 2013 άλλαξε με την παγκόσμια κρίση και έπειτα με την κρίση του ευρώ. Το 2020 πάγωσε και άλλαξε πάλι με την κρίση της πανδημίας, ενώ από την άνοιξη του 2023 υπάρχει ένα νέο πλαίσιο.

Η ανάλυση από τον καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιώργο Οικονομίδη ανατρέχει στο παρελθόν των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων, αλλά επίσης αναλύει την πιο πρόσφατη επικαιροποίηση του ΣΣΑ. Σχολιάζοντας το πώς αυτό θα επηρεάσει την Ελλάδα, σημειώνει: "Στα θετικά της προτεινόμενης αναθεώρησης του ΣΣΑ όσον αφορά στην ελληνική οικονομία, θα μπορούσε να καταγραφεί το γεγονός της εξαίρεσης από τον νέο επιχειρησιακό δείκτη των τόκων εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, που αν και χαμηλοί προς τος παρόν για τη χώρα μας, αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά μετά το 2032. Τέλος, σημαντική θα είναι, εφόσον υλοποιηθεί, η εξαίρεση δαπανών για την άμυνα (καθώς η χώρα μας υπερβαίνει το μέσο όρο αντίστοιχων δαπανών της ΕΕ) ή η εξαίρεση άλλων επενδυτικών δαπανών, καθώς αυτό θα προσδώσει βαθμούς ευελιξίας σε ένα ιδιαίτερα σφικτό, όπως αναφέρθηκε, εθνικό δημοσιονομικό πλαίσιο."

Μετανάστευση

Πριν λίγες εβδομάδες, στις 14 Μαΐου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε ένα νέο πλαίσιο για τη διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, το Σύμφωνο για το Άσυλο και τη Μετανάστευση. Το νέο αυτό πλαίσιο, το οποίο αποτελείται από δέκα νομοθετικά κείμενα, ρυθμίζει τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, εξασφαλίζοντας τόσο τις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ με τον υπόλοιπο κόσμο, όσο και τις εσωτερικές ισορροπίες μεταξύ των κρατών-μελών.

Είναι γνωστό το πόσο φορτισμένο θέμα είναι το μεταναστευτικό και το προσφυγικό στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης -κάτι το οποίο επιβεβαίωσαν εκ νέου τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα. Στο διαφωτιστικό κείμενό της, η καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και γενική διευθύντρια του ΕΛΙΑΜΕΠ, Μαρία Γαβουνέλη, σχολιάζει τόσο τα βασικά αδιέξοδα του παρελθόντος στη διαχείριση της μετανάστευσης, όσο και τους κύριους πυλώνες του πρόσφατου Συμφώνου. Εξηγεί αναλυτικά τι προβλέπει αυτό για τη φύλαξη των συνόρων, για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου, για την αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών στη διαχείριση των ροών, αλλά και για την ένταξη των μεταναστών.

Βέβαια, και εδώ πολλές και πολύ σημαντικές προκλήσεις παραμένουν. "Η συζήτηση για τη μετανάστευση ως πρόκληση, πρόβλημα, φυσικό φαινόμενο, οικονομική ανάγκη, κοινωνική παράμετρο, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του πολιτικού λόγου και τελικά της πολιτικής αντιπαράθεσης, όχι μόνο στις αναπτυγμένες χώρες αλλά και στον Παγκόσμιο Νότο", υπογραμμίζει η συγγραφέας του κεφαλαίου. "Ως οι κατεξοχήν τόποι προορισμού προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, οι ευρωπαϊκές χώρες και επομένως, η Ευρωπαϊκή Ένωση, λειτουργούν ως εργαστήριο πολιτικού, κοινωνικού και τελικώς νομικού πειραματισμού. Το Σύμφωνο για το Άσυλο και τη Μετανάστευση είναι ακριβώς αυτό: ένα πείραμα. Είναι προφανές ότι οι προτεινόμενες προσεγγίσεις και η πιθανή λύση είναι τόσο δύσκολα ζητούμενα στη σύλληψη και στην εφαρμογή τους, όσο και το πραγματικό πρόβλημα που επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν. Είμαστε ακόμη στην αρχή της πολύπλοκης νομικής και πολιτικής διαχείρισης ενός φαινομένου, το οποίο συναρτάται απολύτως με την ανθρώπινη ιστορία".