Αρθρογραφια |

Μια Αποτίμηση των Συναισθημάτων των Ελλήνων και του Ελληνικού Πολιτικού Κέντρου

O Άγγελος Κίσσας, επισκέπτης ερευνητής στο London School Of Economics αναλύει την ταυτότητα του ελληνικού πολιτικού Κέντρου μέσα από τα ευρήματα του έκτου κύματος της έρευνας "Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες".

Η φετινή έρευνα της διαΝΕΟσις έρχεται να ξαναπιάσει το νήμα της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής χαρτογράφησης της σύγχρονης Ελλάδας από εκεί που το άφησε η τελευταία έρευνα του 2022, και να το προεκτείνει μέσα από μία σειρά διαχρονικών και καινούριων ερωτημάτων, οδεύοντας πλέον αισίως στην ολοκλήρωση της πρώτης δεκαετίας του εξαιρετικά ενδιαφέροντος εγχειρήματος "Τι πιστεύουν οι Έλληνες".

Πρόκειται ουσιαστικά για ένα εγχείρημα πλοήγησης σε αυτό που, εύστοχα, αποκάλεσε στην ανάλυσή του για την προηγούμενη έρευνα ο Παναγής Παναγιωτόπουλος "απειλητικό καινούριο κόσμο". Διότι μπορεί η χώρα μας να άφησε πίσω της την ευρωκρίση, τα μνημόνια και την πανδημία Covid-19, εισήλθε ωστόσο σε μία νέα φάση αυτού του απειλητικού κόσμου, όπου ο μαινόμενος πόλεμος στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή –μαζί με την κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα– πλέκουν ένα πυκνό δίχτυ γεωπολιτικών και οικονομικών προκλήσεων.

Παράλληλα, βιώνουμε τη ριζική αναδιάταξη του εγχώριου πολιτικού τοπίου που προκάλεσαν οι τρεις εκλογικές αναμετρήσεις του 2023, διαμορφώνοντας συνθήκες μονοκομματικής ηγεμονίας. Και αυτή η αναδιάταξη λαμβάνει χώρα εν αναμονή των ευρωπαϊκών εκλογών που έρχονται υπό τον φόβο ενίσχυσης της Ακροδεξιάς, και των αμερικανικών προεδρικών εκλογών που δεν είναι καθόλου απίθανο να ξαναφέρουν στο τιμόνι των ΗΠΑ τον Ντόναλντ Τραμπ. Όλα αυτά δοκιμάζουν τις αντοχές της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας, η οποία φέτος συμπληρώνει μισό αιώνα αδιάκοπης και σταθερής λειτουργίας στην Ελλάδα.

Τα πολλά και διαφορετικά ερωτήματα που θέτει η έρευνα της διαΝΕΟσις ακουμπούν ακριβώς σε αυτή την τομή της εθνικής εντοπιότητας με τη σύνθετη παγκοσμιότητα του απειλητικού κόσμου, πάνω στην οποία συγκροτείται το γνωσιακό-συναισθηματικό κράμα του "Τι πιστεύουν οι Έλληνες". Έχοντας πάντα στο μυαλό μας ότι τα ερευνητικά ερωτήματα, από τη φύση τους, οριοθετούν και προκαταλαμβάνουν το πλαίσιο κατανόησης του υπό διερεύνηση αντικειμένου– πόσω μάλλον όταν ζητούν από τον ερωτώμενο να διαλέξει ανάμεσα σε "προκατασκευασμένες" απαντήσεις–, οι προβληματισμοί που εγείρουν στον συνδυασμό τους, τα καθιστούν ένα χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο. Ιδιαίτερα δε στα χέρια του κοινωνικού επιστήμονα που προσπαθεί να κατανοήσει τις διαφορετικές πτυχές του παραπάνω κράματος.

Συγκεκριμένα, στην ανάλυση που ακολουθεί, θα επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε τη σύνδεση ανάμεσα στο "Τι πιστεύουν οι Έλληνες" ανάλογα με τον κοινωνικό και ιδεολογικοπολιτικό τους αυτοπροσδιορισμό, και το τι αισθάνονται οι Έλληνες, ή αλλιώς τη συναισθηματική κουλτούρα των Ελλήνων, συμβάλλοντας έτσι στην κριτική του ορθολογιστικού μύθου σχετικά με τη "σύγχυση" που προκαλεί η συναισθηματική παρεμβολή στη σκέψη και λήψη αποφάσεων. Στη συνέχεια, θα εστιάσουμε σε ένα ιδιαίτερο τμήμα αυτής της κουλτούρας, το οποίο, αφενός, προκαλεί το συστηματικό ενδιαφέρον των πολιτικών και εκλογικών αναλυτών στην Ελλάδα και διεθνώς. Αφετέρου, αποτελεί ένα χωνευτήρι αντιθετικών αξιών, πεποιθήσεων και στάσεων, αντιπροσωπευτικό των ευρύτερων αντιφάσεων της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό δεν είναι άλλο από το πολιτικό Κέντρο.

Στο σύνολό της, η ανάλυση αυτή έχει ως γνώμονα την κριτική ερμηνευτική ανάγνωση αρκετών από τα ερωτήματα της φετινής έρευνας, καθώς επίσης και τη συγκριτική ανάγνωσή τους σε σχέση με τις έρευνες προηγούμενων ετών. Χωρίς, βέβαια, να τα εξαντλεί και χωρίς να ισχυρίζεται ότι οι αναγνώσεις και οι ερμηνείες της απολαμβάνουν κάποιο εξηγητικό προνόμιο έναντι άλλων πιθανών αναγνώσεων και ερμηνειών.

Η συναισθηματική κουλτούρα των Ελλήνων: Από την ανασφάλεια στη σιγουριά και από την απογοήτευση στην υπερηφάνεια

Παρά τα σημαντικά βήματα προόδου που έχει κάνει η έρευνα γύρω από τη συναισθηματική νοημοσύνη και την κοινωνιολογία των συναισθημάτων, η διαπίστωση ότι τα συναισθήματα επηρεάζουν με ποικίλους τρόπους το πώς σκεφτόμαστε και δρούμε, αντιμετωπίζεται ακόμα και σήμερα με καχυποψία από τις αυστηρά ορθολογιστικές προσεγγίσεις, που επιμένουν να διαχωρίζουν πλήρως τις στάσεις και πεποιθήσεις από τα συναισθήματα. Το ερώτημα που αφορά στα συναισθήματα των Ελλήνων αποτελεί μία εξαιρετική προσθήκη από το 2020 στις έρευνες της διαΝΕΟσις, που μας παρακινεί να αναζητήσουμε και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε αυτή τη σύνδεση ανάμεσα στο "τι πιστεύουν οι Έλληνες" και στο "τι αισθάνονται οι Έλληνες".

Τα συναισθήματα αποτελούν μορφές έκφρασης του ανθρώπινου βιώματος, οι οποίες υπερβαίνουν το άτομο και εγγράφονται στον κανονιστικό πυρήνα της κοινωνικής, πολιτισμικής και ιδεολογικοπολιτικής συγκρότησης συλλογικών υποκειμένων· ή, όπως γράφει η Wahl-Jorgensen σε ένα πρόσφατο βιβλίο της που εξετάζει τη σχέση μεταξύ συναισθημάτων, ΜΜΕ και πολιτικής, "τα συναισθήματα κυκλοφορούν στον δημόσιο λόγο σε μοτίβα, τα οποία έχουν κοινωνικές και ιδεολογικές προεκτάσεις".1

Αυτά τα μοτίβα, εντός των οποίων η περιρρέουσα και ακαθόριστη συγκινησιακή φόρτιση της εμπειρίας αποκτά μία συγκεκριμένη, κοινωνικά και πολιτισμικά διαμεσολαβημένη μορφή συναισθηματικής έκφρασης, συνθέτουν στο σύνολό τους αυτό που αποκαλούμε "συναισθηματική κουλτούρα".2

Συναισθήματα, τάξη και ιδεολογία

Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι οι γυναίκες, όπως καταγράφεται στη φετινή έρευνα, νιώθουν μεγαλύτερη ανασφάλεια (περίπου 56% έναντι 43,6%) από τους άνδρες, και οι άνδρες περισσότερο θυμό από τις γυναίκες (32% έναντι 27,6%), αφενός δεν αποτελεί τυχαία παρατήρηση, καθώς και οι δύο προηγούμενες έρευνες (2020 και 2022) δίνουν παρόμοια εικόνα. Αφετέρου, θα ήταν προβληματικό να αποδοθεί μόνο σε τυχόν εγγενείς συναισθηματικές "ιδιαιτερότητες" του κάθε φύλου. Στο εξηγητικό πλαίσιο της συναισθηματικής κουλτούρας, όπου το ατομικό-προσωπικό-χαρακτηρολογικό συναρθρώνεται με το κοινωνικό-πολιτισμικό-πολιτικό, η κατανόηση της γυναικείας ανασφάλειας και του ανδρικού θυμού δεν μπορεί παρά να στραφεί και στις έμφυλες συναισθηματικές πρακτικές. Αυτές που συγκροτούν και αναπαράγουν "ανασφαλείς θηλυκότητες" και "θυμωμένες αρρενωπότητες", μέσα από τις οποίες βιώνουμε την καθημερινότητά μας, και κατ’ επέκταση νοηματοδοτούμε και εκφράζουμε αυτό που βιώνουμε, όταν ερωτόμαστε σχετικά σε μία έρευνα.

Η ύπαρξη και ο ρόλος της συναισθηματικής κουλτούρας στη ζωή των Ελλήνων γίνεται ακόμα πιο εμφανής μέσα από τη συστηματική συσχέτιση που καταγράφει η έρευνα της διαΝΕΟσις, ανάμεσα στα διάφορα συναισθήματα και τον αυτοπροσδιορισμό των ερωτώμενων σε σχέση με την κοινωνική τάξη και την ιδεολογική τους τοποθέτηση. Τέτοιες "σχετικές", υποκειμενικές συλλογικές ταυτίσεις, σε αντίθεση με τους "απόλυτους", αντικειμενικούς οικονομικούς παράγοντες, συνυφαίνονται σε ένα αρκετά ξεκάθαρο συναισθηματικό μοτίβο: όσο μετακινούμαστε από τη "μέση κατώτερη" προς την "ανώτερη/μέση ανώτερη" κοινωνική τάξη και από τα "αριστερά" προς τα "δεξιά" του πολιτικού φάσματος, τόσο τα θετικά συναισθήματα, όπως η αισιοδοξία, η σιγουριά και η αυτοπεποίθηση, ενδυναμώνονται και τόσο τα αρνητικά συναισθήματα, όπως η απογοήτευση, ο θυμός, η ντροπή και η ανασφάλεια, ξεθυμαίνουν.

Κάτι τέτοιο δεν ισχύει με το μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα, για παράδειγμα, εκτός εάν συγκρίνουμε μόνο τις ακραίες περιπτώσεις (κάτω από 1.000 και πάνω από 3.000 ευρώ). Ωστόσο, και εδώ τα αποτελέσματα δεν δείχνουν την ίδια δυναμική για όλα τα συναισθήματα (για παράδειγμα, υπερήφανο νιώθει το 13,2% στο κατώτερο εισοδηματικό κλιμάκιο και το 11,9% στο ανώτερο, ενώ, τόσο η ντροπή, όσο και ο θυμός κυμαίνονται σε επίπεδα διαφοράς της τάξης του 3% ανάμεσα στα δύο ακραία κλιμάκια). Στις ενδιάμεσες περιπτώσεις, παρατηρούμε, μεταξύ άλλων, την αισιοδοξία να κυμαίνεται στο ίδιο επίπεδο, περίπου 21%, για όσους έχουν μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα 1.000-1.500 ευρώ και 2.000-3.000 ευρώ, ενώ την ίδια στιγμή το ποσοστό ανασφάλειας είναι μεγαλύτερο στο δεύτερο παρά στο πρώτο κλιμάκιο (48,2% έναντι 55,7%), και περισσότερο αισιόδοξοι δηλώνουν εκείνοι που βρίσκονται στο μεσαίο κλιμάκιο των 1.500-2.000 ευρώ (περίπου 25%).

Η συναισθηματική κουλτούρα δεν καθορίζεται, να το πούμε σχηματικά, τόσο από την υλική-οικονομική ή βιολογική μας ύπαρξη, όσο υπερκαθορίζεται διαλεκτικά από την κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική μας συνύπαρξη. Αυτό σημαίνει ότι η ανάλυση των κοινωνικών και ιδεολογικών ταυτίσεων μπορεί να μας κατευθύνει στο να κατανοήσουμε το πώς αισθάνονται οι άνθρωποι. Σημαίνει όμως και αντίστροφα ότι, μέσα από την ανάλυση της συναισθηματικής κουλτούρας, μπορούμε να κατανοήσουμε το πώς οι άνθρωποι βιώνουν την όποια ταξικότητα και ιδεολογικότητά τους. Αυτό είναι ιδιαίτερα επιτακτικό σήμερα όπου οι συλλογικές ταυτότητες είναι σε μεγάλο βαθμό ρευστές, εύθραυστες και διαρκώς μεταβαλλόμενες.

Με άλλα λόγια, οι μεσο-ανώτερες κοινωνικές τάξεις και οι αυτοτοποθετούμενοι στην Κεντροδεξιά νιώθουν μεγαλύτερη αισιοδοξία, σιγουριά και αυτοπεποίθηση από τις μεσαίες/κατώτερες τάξεις και τους αυτοτοποθετούμενους στην Κεντροαριστερά, ακριβώς επειδή το ταξικό και ιδεολογικό συνανήκειν είναι σε μεγάλο βαθμό μια "αίσθηση". Η αίσθηση, εν προκειμένω, ότι επωφελούμαι με κάποιο τρόπο από την εκλογική κυριαρχία του πολιτικού μου χώρου και την εύνοια που αυτή συνεπάγεται για την κοινωνική μου τάξη. Πριν προχωρήσουμε στην ανατομία της κουλτούρας του Κέντρου, ενός πολιτικού χώρου για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος σήμερα, και στον οποίο αυτοτοποθετείται συστηματικά περίπου ένας στους πέντε ερωτώμενους, από την πρώτη κιόλας έρευνα της διαΝΕΟσις (2015) έως και σήμερα, αξίζει να αναδείξουμε κάποια γενικά κοινωνικά χαρακτηριστικά των συναισθημάτων που συμπεριλαμβάνονται διαχρονικά στις έρευνες της διαΝΕΟσις.

Εποπτεία του απειλητικού κόσμου και προδιάθεση κατά του αποτυχημένου κράτους

Με βάση τη θεωρία και την επιστημονική έρευνα στα πεδία της συναισθηματικής νοημοσύνης και της κοινωνιολογίας των συναισθημάτων, θα μπορούσαμε να ταξινομήσουμε τα συναισθήματα που διακατέχουν τους Έλληνες σε δύο κατηγορίες. Τα συναισθήματα "εποπτείας", τα οποία περιστρέφονται γύρω από το δίπολο ανασφάλεια/σιγουριά, και τα συναισθήματα "προδιάθεσης", τα οποία περιστρέφονται γύρω από το δίπολο απογοήτευση/υπερηφάνεια.3

Το κυρίαρχο συναίσθημα στην πρώτη κατηγορία είναι, με βάση τη φετινή έρευνα της διαΝΕΟσις, αναμφισβήτητα, η ανασφάλεια, με ποσοστό σχεδόν 50% στις συνολικές αναφορές, καταγράφοντας άνοδο από τις προηγούμενες μετρήσεις (περίπου 46% το 2022 και 38% το 2020). Πρόκειται για κάτι που δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει, δεδομένου ότι η ανασφάλεια αποτελεί την κατεξοχήν συναισθηματική ανταπόκριση στον απειλητικό κόσμο, του οποίου πλέον είμαστε μόνιμοι κάτοικοι.

Η ανασφάλεια χαρακτηρίζει μια κοινωνία, εν προκειμένω την ελληνική, που νιώθει τις σταθερές της να κλονίζονται από τις επάλληλες κρίσεις των τελευταίων ετών και την ωθεί σε μία διαρκή αναζήτηση και αξιολόγηση νέων πληροφοριών και δεδομένων (εποπτεία), προκειμένου να μπορέσει να κατανοήσει το μέγεθος της διακινδύνευσης.

Με βάση αυτή την παρατήρηση, θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε το γεγονός ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας, το δημογραφικό πρόβλημα και η κλιματική αλλαγή εξακολουθούν να καταγράφονται αμείωτα ως οι σημαντικότερες απειλές για το μέλλον των Ελλήνων στις τελευταίες έρευνες της διαΝΕΟσις, (και) ως αποτέλεσμα της άγνοιας ή εκτιμώμενης ανεπάρκειας και αναποτελεσματικότητας των σχετικών μέτρων που έχουν εξαγγελθεί για την αντιμετώπισή τους. Αυτό οδηγεί στη διατήρηση της ανασφάλειας γύρω από τα συγκεκριμένα ζητήματα. Το 64% δηλώνει, για παράδειγμα, ότι δεν γνωρίζει για το πρόγραμμα χρηματοδότησης που έχει εγκρίνει η ΕΕ για την αντιμετώπιση της μετά-covid ύφεσης.

Αντιθέτως, η υποχώρηση του βαθμού απειλής που συνιστά για τους Έλληνες η μετανάστευση –από το 25% το 2022 στο 17% το 2024– θα μπορούσε να πιστωθεί, ως ένα σημείο, στη μεγάλη πολιτική και επικοινωνιακή έμφαση που έχει δοθεί τα τελευταία δύο χρόνια στην αυστηρή προστασία των συνόρων. Το ίδιο το εύρημα της έρευνας, ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών ζητά ακόμα πιο αυστηρή πολιτική προστασίας στον τομέα αυτό, είναι δηλωτικό της υψηλής ιεράρχησης της "αυστηρότητας" στη δημόσια ατζέντα ως αδιαπραγμάτευτης αρχής, η οποία φαίνεται να έχει λειτουργήσει κατευναστικά ως προς στην ανασφάλεια γύρω από τη μετανάστευση.

Συνολικά, η ανασφάλεια βρίσκεται στο επίκεντρο της συναισθηματικής κουλτούρας των Ελλήνων, ενώ παράλληλα η σιγουριά, αν και στις παρυφές ακόμα (περίπου 10%), συγκεντρώνει διπλάσιες αναφορές σε σχέση με τις προηγούμενες μετρήσεις (5,3% το 2022 και 5,7% το 2020). Τέλος, η αισιοδοξία παραμένει σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με την τελευταία μέτρηση, υπολειπομένη σημαντικά σε σύγκριση με το 2020 (από 30% το 2020, έπεσε στο 19,2% το 2022, και τώρα βρίσκεται περίπου στο 22%).

Περνώντας στη δεύτερη κατηγορία συναισθημάτων –αυτά της προδιάθεσης–, το κυρίαρχο συναίσθημα είναι τώρα η απογοήτευση, η οποία εκτοξεύθηκε από το 27% το 2020 στο 45% το 2022, για να παραμείνει ουσιαστικά στάσιμη το 2024 (44%). Σε αντίθεση με την ανασφάλεια, η οποία λειτουργεί ως μηχανισμός εποπτείας για την "απειλούμενη κοινωνία", η απογοήτευση ενεργοποιεί κοινωνικά αντανακλαστικά και προδιαθέσεις απέναντι στο "αποτυχημένο κράτος", κάτι που φαίνεται και από το σταθερά υψηλό ποσοστό των ερωτώμενων που δηλώνουν ότι εμπιστεύονται λίγο έως καθόλου τους θεσμούς, ιδιαίτερα αυτούς της εκτελεστικής εξουσίας –πρωθυπουργός (50,4%), κυβέρνηση (52,2%), πολιτικά κόμματα (71,6%)– και τα ΜΜΕ (71,4%).

Το απογοητευμένο υποκείμενο δεν νιώθει την ανάγκη να εκτεθεί σε νέο πληροφοριακό περιεχόμενο από πηγές, τις οποίες αμφισβητεί, και βρίσκει καταφύγιο σε αυτά που ήδη αποδέχεται ως αξίες, νόρμες ή πρακτικές, και εμπιστεύεται. Η απογοήτευση μπορεί να διοχετευθεί, τόσο σε θυμό, που στην παρούσα έρευνα δηλώνει ότι αισθάνεται περίπου το 30%, όσο και σε ντροπή. Η ντροπή, αν και ελαφρώς αυξημένη από τις προηγούμενες μετρήσεις (περίπου 10% το 2020 και 13% το 2022), παραμένει σε σχετικά χαμηλό επίπεδο (17% το 2024).

Αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνιστά ένα θετικό εύρημα. Υπό την έννοια ότι, ο θυμός, από τη μία πλευρά, έχει αποτελέσει ιστορικά την κινητήριο δύναμη της Κοινωνίας των Πολιτών στη διεκδίκηση ατομικών δικαιωμάτων και στη δράση κατά των κοινωνικών διακρίσεων, όπως γνωρίζουμε από τη σχετική έρευνα (π.χ. ιστορικά για το φεμινιστικό κίνημα και το κίνημα των μαύρων στις ΗΠΑ, αλλά και πιο πρόσφατα για το κίνημα #MeToo και Black Lives Matter),4 μπορεί δηλαδή να έχει και μία δημιουργική προέκταση. Η ντροπή, από την άλλη πλευρά, εγκλωβίζει σε μία σπειροειδή γραμμή εσωστρέφειας και, ενίοτε, σε ένα καθεστώς καταπιεσμένης εκδικητικότητας που δεν οδηγεί πουθενά.

Στον αντίποδα των αρνητικών συναισθημάτων προδιάθεσης βρίσκεται η υπερηφάνεια, που εξακολουθεί να απαντάται σε ένα μικρό ποσοστό ερωτώμενων (περίπου 14% το 2020, 13,4% το 2022 και 12,4% το 2024). Ωστόσο, επειδή και η υπερηφάνεια έχει διττό χαρακτήρα –μπορεί δηλαδή να εκδηλωθεί ως συναίσθημα κατάκτησης ενός (κοινωνικού) στόχου μετά από πολλή προσπάθεια, αλλά και ως αίσθηση (εθνικής) ανωτερότητας–, είναι πιθανό η έλλειψή της να οφείλεται, για παράδειγμα, στο γεγονός ότι η αρνητική προδιάθεση σχετικά με το διεθνές κύρος της χώρας βαραίνει περισσότερο συναισθηματικά ως λόγος για μην είμαστε υπερήφανοι (ανωτερότητα) –περίπου το 57% μάλλον διαφωνεί ή διαφωνεί απόλυτα με την προοπτική η Ελλάδα να αυξήσει τη διεθνή επιρροή της στα επόμενα δέκα χρόνια. Περισσότερο δηλαδή από ό,τι βαραίνει η θετική προδιάθεση σχετικά με τη συμπεριληπτικότητα της κοινωνίας (κατάκτηση) ως λόγος για να είμαστε υπερήφανοι (περίπου το 63% μάλλον συμφωνεί ή συμφωνεί απόλυτα με την προοπτική οι πολίτες να είναι πιο ανεκτικοί στη διαφορετικότητα στα επόμενα δέκα χρόνια).

Συμπερασματικά, αυτό που καταδεικνύει η παραπάνω ανάλυση των συναισθημάτων που διακατέχουν τους Έλληνες σήμερα, με βάση την έρευνα της διαΝΕΟσις, είναι ότι η ελληνική συναισθηματική κουλτούρα πλάθεται μέσα από τη διαρκή και συχνά συγκρουσιακή αλληλεπίδραση δύο μεγάλων συναισθηματικών φασμάτων. Από τη μία πλευρά, είναι το φάσμα της εποπτείας του απειλητικού κόσμου, όπου η έντονη ανασφάλεια αναμετράται με μία μέτρια αισιοδοξία και χαμηλή σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Από την άλλη, είναι το φάσμα της προδιάθεσης απέναντι στο αποτυχημένο κράτος, όπου η βαθιά απογοήτευση συνοδεύεται από έναν συγκρατημένο θυμό και μία περιορισμένη ντροπή, η οποία ισοσκελίζεται από την εξίσου περιορισμένη υπερηφάνεια.

Η κουλτούρα του ελληνικού Κέντρου: Συνθέτοντας ιδεολογικές αντιφάσεις και αντιθέσεις

Σε όλα τα κύματα ερευνών του "Τι πιστεύουν οι Έλληνες", από το 2015 έως σήμερα, ένα ποσοστό σταθερά πάνω από το 50% (με μόνη εξαίρεση την προηγούμενη μέτρηση που βρέθηκε στο 48,5%) των ερωτώμενων δηλώνει ότι ανήκει πολιτικά στην ευρύτερη περιοχή του Κέντρου, από την Κεντροαριστερά έως την Κεντροδεξιά. Από αυτούς, το μεγαλύτερο ποσοστό, γύρω στο 22%, μεγαλύτερο και από κάθε άλλη αυτοτοποθέτηση, δηλώνει ότι ανήκει συγκεκριμένα στο Κέντρο, μία διακριτή περιοχή ανάμεσα στην Κεντροαριστερά και την Κεντροδεξιά.

Με βάση την πολιτική επιστήμη, το Κέντρο συγκεντρώνει περισσότερο τους κομματικά ανένταχτους και σχετικά "αποπολιτικοποιημένους" πολίτες. Αυτό επιβεβαιώνεται στην έρευνα της διαΝΕΟσις, όπου λιγότερο από το 40% των Κεντρώων δηλώνει ότι βρίσκεται κοντά σε κάποιο κόμμα, χωρίς μάλιστα να το στηρίζει ενεργά, σε αντίθεση με το 49% των Κεντροαριστερών και το 57% των Κεντροδεξιών. Την ίδια ώρα, το 24% δηλώνει ότι ψήφισε λευκό/άκυρο ή απείχε στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, σε αντίθεση με το μόλις 10% των Κεντροαριστερών και το 8% των Κεντροδεξιών. Ακόμα, γνωρίζουμε ότι το Κέντρο συναπαρτίζεται κυρίως από ανθρώπους που, σε όρους της πολιτικής θεωρίας, αυτοπροσδιορίζονται, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, ως φιλελεύθεροι ή/και σοσιαλδημοκράτες. Πρόκειται για κάτι που επίσης βλέπουμε να επιβεβαιώνεται εν μέρει στην έρευνα, όπου το 20% των Κεντρώων θεωρεί ότι του ταιριάζει περισσότερο ο φιλελευθερισμός ως ιδεολογικός χαρακτηρισμός, και το 31% η σοσιαλδημοκρατία (ακολουθεί ο σοσιαλισμός με 13% και όλες οι υπόλοιπες ιδεολογικές ταυτίσεις βρίσκονται κάτω από 10%, ενώ περίπου το 11%  δηλώνει αυθόρμητα ότι δεν το χαρακτηρίζει καμία από αυτές).

Εάν θέλουμε να κατανοήσουμε το ελληνικό Κέντρο, όπως και το πολιτικό Κέντρο κάθε άλλης χώρας, τα ερωτήματα που βασίζονται σε ορισμούς και αυτοπροσδιορισμούς με βάση την πολιτική θεωρία και επιστήμη, δεν αρκούν. Πέρα από την πανοραμική μορφολογία του Κέντρου, χρειαζόμαστε μία πιο ανάγλυφη χαρτογράφηση της κεντρώας κουλτούρας την οποία μας προσφέρει ως ένα βαθμό η έρευνα της διαΝΕΟσις, μέσα από μία σειρά ερωτημάτων που ανατέμνουν, αλλά και αναπόφευκτα διαμεσολαβούν-περιορίζουν το πολιτικό βίωμα των αυτοπροσδιοριζόμενων Κεντρώων. Από ερωτήματα σχετικά με τα δικαιώματα και τη σχέση με τη θρησκεία, μέχρι ερωτήματα που αφορούν στην οικονομία και την ποιότητα της δημοκρατίας.

Αξιοποιώντας την ανάλυση των απαντήσεων σε αυτά τα ερωτήματα, μπορούμε να πούμε ότι το ελληνικό Κέντρο αποτελεί ένα ιδεολογικοπολιτικό αμάλγαμα, το οποίο στέκεται διακριτά ανάμεσα στην Κεντροαριστερά και την Κεντροδεξιά. Χωρίς αυτό, ωστόσο, να σημαίνει ότι κρατά πάντοτε ίσες αποστάσεις και ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας, αναδεικνύοντας παράλληλα τον, συχνά, αντιφατικό χαρακτήρα αυτών των προσδοκιών.

Περισσότερη οικονομική ελευθερία αλλά όχι υποχώρηση του δημόσιου έναντι του ιδιωτικού

Το αίτημα των αυτοπροσδιοριζόμενων Κεντρώων για περισσότερη οικονομική ελευθερία αποτυπώνεται κυρίως στα ερωτήματα που αφορούν στη φορολογία και την αξιολόγηση μίας σειράς παραμέτρων για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ενώ το σύνολο των ερωτώμενων φαίνεται να είναι μοιρασμένο ανάμεσα στην ανάγκη για υψηλή φορολογία, συνοδευόμενη από ισχυρή κρατική μέριμνα (περίπου 43%), και την ανάγκη για χαμηλή φορολογία, ακόμα και αν αυτό σημαίνει λιγότερη κρατική μέριμνα (περίπου 46%), οι Κεντρώοι παίρνουν μία πιο ξεκάθαρη θέση υπέρ της δεύτερης ανάγκης (49% έναντι 39%).

Επίσης, οι Κεντρώοι, όπως και οι Κεντροδεξιοί, αξιολογούν τις φορολογικές ελαφρύνσεις και τα επενδυτικά κίνητρα σε επιχειρήσεις, ως σημαντικότερες παραμέτρους για την ανάπτυξη της οικονομίας από ό,τι την αύξηση των δημοσίων δαπανών (28% και 29%, έναντι 19%). Από την άλλη πλευρά, βέβαια, οφείλουμε να σημειώσουμε, ότι η θέση υπέρ της χαμηλής φορολογίας σε συνδυασμό με λιγότερη κρατική μέριμνα– αν και ήταν ξεκάθαρα πλειοψηφική πριν από δύο χρόνια, στην έρευνα του 2022, τόσο στο Κέντρο, όσο και στην Κεντροδεξιά (σε ποσοστό περίπου 60%), και συγκέντρωνε 45% θετικές γνώμες ακόμα και στην Κεντροαριστερά–, είναι πλέον οριακά πλειοψηφική μόνο στο Κέντρο (49%), οριακά μειοψηφική στην Κεντροδεξιά (45%) και ξεκάθαρα μειοψηφική στην Κεντροαριστερά (33%).

Στον βαθμό που έχει συντελεστεί όντως μία τέτοια μεταστροφή, καθώς με τα υπάρχοντα δεδομένα δεν μπορούμε ακόμα να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα, θα μπορούσε, με βάση τα όσα συζητήσαμε παραπάνω, να αποδοθεί στη μεγάλη ανασφάλεια που νιώθουν οι Έλληνες, η οποία δεν επιτρέπει τον οικονομικό εφησυχασμό εξαιτίας των όποιων φορολογικών ελαφρύνσεων. Αλλά και στην έντονη απογοήτευση για τις κρατικές επιδόσεις, η οποία δεν αφήνει άλλα περιθώρια για υποβάθμιση των υπηρεσιών κρατικής μέριμνας.

Η απογοήτευση και η ανασφάλεια, όπως επίσης παρατηρήσαμε παραπάνω, παρουσιάζουν ιδεολογικές διαφοροποιήσεις: είναι εντονότερες όσο μετακινούμαστε προς τα Αριστερά και μετριάζονται όσο πλησιάζουμε στην Κεντροδεξιά. Πιο συγκεκριμένα, οι διαφοροποιήσεις αυτές αναδεικνύουν το Κέντρο ως έναν χώρο στον οποίο το δημόσιο/κρατικό συνυπάρχει και διαπλέκεται με το ιδιωτικό, περισσότερο από ό,τι συμβαίνει στην Κεντροαριστερά και την Κεντροδεξιά.

Παρά την αρνητική προδιάθεση των Ελλήνων απέναντι στο αποτυχημένο κράτος, την οποία εκφράζει η γενικευμένη απογοήτευση, η πλειοψηφία των Κεντροαριστερών (60%) θα προτιμούσε την ιατρική περίθαλψη σε δημόσιο νοσοκομείο από ό,τι σε ιδιωτική κλινική, ενώ οι Κεντρώοι εμφανίζονται μοιρασμένοι ανάμεσα στη δημόσια (46%) και την ιδιωτική (53%) περίθαλψη. Το ίδιο και περισσότερο μοιρασμένοι εμφανίζονται οι Κεντρώοι στην επιλογή της ιδιωτικής έναντι της δημόσιας εκπαίδευσης για τα παιδιά τους, όπου το 49% δηλώνει ότι θα την επέλεγε ή μάλλον θα την επέλεγε, και το 51% ότι δεν θα την επέλεγε ή μάλλον δεν θα την επέλεγε (τα αντίστοιχα πλειοψηφικά ποσοστά είναι 62% όχι & μάλλον όχι για την Κεντροαριστερά, και 60% ναι & μάλλον ναι για την Κεντροδεξιά). Το ίδιο ισχύει και στις απόψεις τους για τις αποκρατικοποιήσεις: 47,4%  των Κεντρώων τις θεωρεί κάτι "καλό" και το 48% κάτι "κακό" (τα αντίστοιχα πλειοψηφικά ποσοστά είναι 60% "κακό" για την Κεντροαριστερά, και 70% "καλό" για την Κεντροδεξιά).

Παρόμοιες απαντήσεις παίρνουμε και στις ερωτήσεις που αφορούν στην ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, με το 58% των Κεντρώων να θεωρεί ότι "θα βοηθήσει" και "μάλλον θα βοηθήσει" στην αναβάθμιση των δημόσιων πανεπιστήμιων αλλά το 51% να θεωρεί ότι  "θα αποβεί" και "μάλλον θα αποβεί" σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων (τα αντίστοιχα ποσοστά στην Κεντροδεξιά αγγίζουν το 77% και το 40% και στην Κεντροαριστερά το 30% και το 81%).

Αυτή την εικόνα συνύπαρξης κρατικού και ιδιωτικού, την οποία το ελληνικό Κέντρο αφομοιώνει περισσότερο από την Κεντροδεξιά και ακόμα περισσότερο από την Κεντροαριστερά, συνοψίζει το ερώτημα που αφορά στην κρατική παρεμβατικότητα στον ιδιωτικό τομέα. Tο ευρύτερο κέντρο συμφωνεί ότι το κράτος δεν παρεμβαίνει αρκετά και αφήνει τον ιδιωτικό τομέα να δρα ασύδοτος, ωστόσο υπάρχει μία αισθητή διαφορά ανάμεσα στους Κεντρώους και τους Κεντροδεξιούς (58% και 50% αντίστοιχα) αλλά και μία μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους Κεντρώους και τους Κεντροαριστερούς (58% και 77% αντίστοιχα). Συμπεραίνοντας, μέχρι στιγμής, μπορούμε να πούμε ότι, στην κουλτούρα του ελληνικού Κέντρου, το φιλελεύθερο αίτημα για περισσότερη οικονομική ελευθερία συναντά και συναρτάται με το σοσιαλδημοκρατικό αίτημα για συνύπαρξη κρατικής εποπτείας/κοινωνικού κράτους και ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Η κοινωνική ελευθερία μεταξύ συντήρησης και προόδου

Εάν οι απαντήσεις στις σχετικές ερωτήσεις με το κράτος και την οικονομία καταγράφουν μία τυπική σύγκλιση μεταξύ του ελληνικού Κέντρου και ορισμένων θεωρητικών παραδοχών του σοσιαλ-φιλελευθερισμού, οι απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν κοινωνικές ελευθερίες, ανθρώπινα δικαιώματα και κράτος δικαίου αποκαλύπτουν τις αντιθετικές συνθέσεις που επίσης χαρακτηρίζουν τη φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία.

Σε ό,τι αφορά στον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, για παράδειγμα, οι Κεντρώοι, εκφράζοντας τη μέση ελληνική κοινή γνώμη, τάσσονται υπέρ, σε ποσοστό που αγγίζει το 60%, σαφώς μικρότερο από το αντίστοιχο ποσοστό των Κεντροαριστερών (72%) και πιο κοντά σε αυτό των Κεντροδεξιών (64%), αλλά και ελαφρώς αυξημένο από τον Δεκέμβριο του 2016 που βρισκόταν στο 55%. Ταυτόχρονα, το Κέντρο είναι η πρώτη ιδεολογική οικογένεια, καθώς διανύουμε το φάσμα από τα Αριστερά προς τα Δεξιά, που διαφωνεί με το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στην τεκνοθεσία/υιοθεσία, σε ποσοστό, το οποίο όμως είναι αισθητά μειωμένο από τον Δεκέμβριο του 2016 (από 73%, στο 64%) και μικρότερο από το αντίστοιχο ποσοστό στη Κεντροδεξιά (76%).

Ένα ερώτημα το οποίο διχάζει το ελληνικό Κέντρο, σε αντίθεση με τις άλλες ιδεολογικές οικογένειες, είναι αυτό για την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, όπου το 49% θεωρεί ότι προστατεύονται αρκετά ή πολύ και το 48% λίγο ή καθόλου. Η έλλειψη κανονιστικού περιεχομένου στο ερώτημα αυτό –δεν αφορά στο εάν "πρέπει" να προστατεύονται τα δικαιώματα– καθιστά την ερμηνεία του άμεσα συναρτώμενη με τη γενικότερη στάση των ερωτώμενων απέναντι στις μειονότητες. Εάν αυτή είναι "αρνητική", για παράδειγμα, είναι πιθανό όσοι πιστεύουν ότι προστατεύονται πολύ τα δικαιώματα των μειονοτήτων να εκφράζουν έτσι έναν θυμό για την, εκλαμβανόμενη ως προνομιακή, μεταχείρισή τους. Η έρευνα δεν μας παρέχει άλλα στοιχεία άμεσα σχετιζόμενα με τη στάση των Κεντρώων απέναντι στις μειονότητες. Η συνεκτίμηση ωστόσο των απαντήσεων σε ερωτήματα που αφορούν στη θέση των γυναικών και των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία, μπορεί να διαφωτίσει έμμεσα τη συναίρεση αντιφάσεων και αντιθέσεων στον αξιακό κώδικα του ελληνικού Κέντρου: δικαιώματα/ασφάλεια, πρόοδος/συντήρηση, εκσυγχρονισμός/παράδοση.

Η μεγάλη πλειοψηφία των Κεντρώων (όπως και του ευρύτερου Κέντρου) διαφωνεί έντονα με απόψεις που θέλουν τις γυναίκες να αποφεύγουν τις θέσεις ευθύνης και να μην είναι όσο αποδοτικές είναι στην εργασία τους οι άνδρες ή τους άνδρες να είναι πιο ικανοί στο να παίρνουν σημαντικές αποφάσεις. Ωστόσο, ταυτόχρονα, ένα σημαντικό 58% των ερωτώμενων συμφωνεί ή μάλλον συμφωνεί με τη συντηρητική-πατριαρχική αντίληψη ότι η γυναίκες πρέπει να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην οικογένεια παρά στην καριέρα.

Από την άλλη πλευρά, εξίσου σημαντικές πλειοψηφίες Κεντρώων σχηματίζονται γύρω από θέσεις που προκρίνουν ορισμένα δικαιώματα μεταναστών και προσφύγων, όπως για παράδειγμα τη σταδιακή και υπό προϋποθέσεις ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία (59%), τη γρήγορη χορήγηση ασύλου σε όσους το δικαιούνται (68%) και την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα (67%). Αλλά και γύρω από απόψεις που προτεραιοποιούν την εθνική τάξη και ασφάλεια έναντι των ατομικών δικαιωμάτων θέλοντας, για παράδειγμα, την άμεση απέλαση των μεταναστών (57%) ή την προσωρινή παραμονή τους σε κέντρα κράτησης και κατόπιν την προώθησή τους στις χώρες προέλευσης (73%).

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, ότι η κουλτούρα του ελληνικού Κέντρου εξακολουθεί να συνυφαίνεται μέσα από μία σχετική εγγύτητα με τη θρησκευτική πίστη (σε μία κλίμακα μέτρησης 1-10 του πόσο κοντά αισθάνονται στη θρησκεία οι ερωτώμενοι, το 60% περίπου τοποθετείται από 6-10, εκ των οποίων το 12%, το υψηλότερο στο ευρύτερο κέντρο, δηλώνει πολύ κοντά στη θρησκεία). Εντούτοις, η εγγύτητα αυτή είναι σαφώς περιορισμένη σε σχέση με πριν από μία πενταετία (στην έρευνα του 2018, το ποσοστό που τοποθετούνταν από 6-10, βρισκόταν στο 70%), ανοίγοντας πιθανώς το δρόμο προς τη βαθύτερη ενσωμάτωση με την κοσμική σοσιαλδημοκρατία.

Εάν οι απόψεις σχετικά με τη μετανάστευση και τη θρησκεία φέρνουν το ελληνικό Κέντρο πιο κοντά στην Κεντροδεξιά, οι απόψεις για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου στην Ελλάδα το μετατοπίζουν περισσότερο προς την Κεντροαριστερά. Το 50% των Κεντρώων και το 61% των Κεντροαριστερών θεωρεί ότι οι πολίτες απολαμβάνουν λίγο ή καθόλου τις ελευθερίες που χαρακτηρίζουν μία δημοκρατία, σε αντίθεση με το 69% των Κεντροδεξιών που θεωρούν ότι τις απολαμβάνουν αρκετά ή πολύ. Επιπλέον, το 71% των Κεντρώων και το 75% των Κεντροαριστερών θεωρούν ότι η ίση αντιμετώπιση από το δικαστικό σύστημα είναι κάτι που ισχύει λίγο έως καθόλου, ποσοστό, το οποίο πέφτει στο 57% στους Κεντροδεξιούς. Το δε 33% των Κεντρώων, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από το αντίστοιχο των Κεντροαριστερών (18%) και το μισό των Κεντροδεξιών (58%), βλέπει ισχυρή τη δημοκρατία σήμερα στην Ελλάδα, πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση.

Αυτό το τελευταίο ερώτημα μάς δίνει μία καλή αφορμή να αναλογιστούμε επίσης τις ιστορικές ζυμώσεις, μέσα από τις οποίες προέκυψε το μεταπολιτευτικό Κέντρο. Και, βέβαια, μέσα από τις οποίες καλλιεργήθηκαν οι προσδοκίες του για κοινωνικό εκδημοκρατισμό, όπως, για παράδειγμα, τα πολιτικά προτάγματα περί ηθικής δικαίωσης των αποκλεισμένων της προδικτατορικής περιόδου, της αναγκαστικής σύγκλισης με την ευρωπαϊκή θεσμική τάξη και της παράλληλης συντήρησης ενός εθνοκεντρικού αφηγήματος, βασισμένου στο αρχέγονο "δικαίωμα" των Ελλήνων επί του δυτικού κόσμου.5 Τέλος, εάν και πώς αυτές οι ιστορικές ζυμώσεις διαπλέκονται με τη σημερινή απογοήτευση απέναντι στο κράτος και τους δημοκρατικούς θεσμούς.

Για να συνοψίσουμε. Εάν η κουλτούρα του ελληνικού Κέντρου αντικατοπτρίζει ορισμένες ιστορικές ιδιομορφίες της ευρύτερης ελληνικής ιδεολογικοπολιτικής κουλτούρας, η τάση της να συνθέτει αντιθετικά ιδεολογικά θραύσματα από την Κεντροαριστερά και την Κεντροδεξιά –φλερτάροντας πότε με την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό και πότε με τη συντήρηση και την παράδοση–, μόνο ιδιομορφία δεν αποτελεί για τη φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία.

Ο περίφημος "Τρίτος Δρόμος", ο οποίος απέκτησε πολλούς οπαδούς στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι και τα τέλη της περασμένης δεκαετίας, δεν είναι τίποτα άλλο από μία υπερφιλόδοξη προσπάθεια να συγκεραστούν η φιλελεύθερη ανάγκη για μία ανοιχτή οικονομία και κοινωνία, με τη σοσιαλιστική απαίτηση για κρατική επαγρύπνηση και κοινωνική δικαιοσύνη, και με τη συντηρητική πίεση για σεβασμό στις παραδόσεις και την εθνική ταυτότητα. Μια προσπάθεια δηλαδή να συνδυαστούν μεταξύ τους εφαπτόμενα και μη σημεία της Κεντροαριστεράς με την Κεντροδεξιά, για να δώσουν λύση στα διαφορετικά αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η κάθε μία.[6]

Αντί επιλόγου: προβληματισμοί για μελλοντικές έρευνες

Ο στόχος της προηγηθείσας ανάλυσης ήταν να αναδείξει κάποιες πτυχές του "Τι πιστεύουν οι Έλληνες", μέσα από μία συνδυαστική και συγκριτική, κριτική ερμηνευτική ανάγνωση αρκετών από τα ερωτήματα που θέτει η ομώνυμη έρευνα της διαΝΕΟσις. Μία από αυτές τις πτυχές αφορά στη συναισθηματική μας κουλτούρα, δηλαδή στο πώς "νιώθουμε", όχι ως μεμονωμένα άτομα αλλά ως κοινωνικά υποκείμενα με ιδεολογικοπολιτική συγκρότηση. Και πώς εντέλει επενδύονται οι κοινωνικές και πολιτικές στάσεις, απόψεις και πεποιθήσεις μας με διαφορετικά συναισθήματα, είτε εποπτείας (κατά κύριο λόγο ανασφάλεια) είτε προδιάθεσης (κυρίως απογοήτευση). Η ανάλυσή μας εδώ βασίστηκε σε προεπιλεγμένα συναισθήματα της έρευνας, κάτι το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη αναφορικά με το πώς θα φιλτράρουμε τις ερμηνείες που δόθηκαν για το τι πιστεύουν/αισθάνονται οι Έλληνες. Είναι πιο φρόνιμο να τις δούμε ως θεωρητικά επεξεργασμένες υποθέσεις εργασίας, παρά ως συμπεράσματα προς γενίκευση, και ως βάση για να χτίσουμε σταδιακά ένα πιο ολοκληρωμένο ερμηνευτικό πλαίσιο, μέσα και από την προσθήκη άλλων συναισθηματικών αποχρώσεων των δύο φασμάτων.

Ενδεικτικά, θα είχε ενδιαφέρον να εξετάσουμε τη δυναμική του φόβου –ενός συναισθήματος εποπτείας του απειλητικού κόσμου, το οποίο υπερβαίνει την ανασφάλεια, ωθώντας το υποκείμενό του σε επιλογές αυτοσυντήρησης– σε σχέση με την αναζήτηση σταθερότητας που, φαίνεται, μέσα από την έρευνα της διαΝΕΟσις, να χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων σήμερα. Της πλειοψηφίας, για παράδειγμα, που προτιμά μία δουλειά με μέτριο μισθό αλλά σταθερότητα, από μία δουλειά με υψηλές αποδοχές, χωρίς όμως εργασιακή ασφάλεια. Όπως και του διπλάσιου ποσοστού που θέλει μισθωτή εργασία στον δημόσιο τομέα, σε σύγκριση με αυτό που προτιμά τη μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα.

Η άλλη πτυχή της ανάλυσης που προηγήθηκε, θα μπορούσε να συνοψιστεί ως μία δοκιμαστική χαρτογράφηση της κουλτούρας του ελληνικού πολιτικού Κέντρου. Εκείνου δηλαδή του ιδεολογικοπολιτικού εκκρεμούς μεταξύ Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς, το οποίο ανταποκρίνεται τυπικά στις προσδοκίες της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας για οικονομική ελευθερία, μέσα σε ένα πλαίσιο συνύπαρξης του ιδιωτικού με το δημόσιο. Και το οποίο, παράλληλα, αντικατοπτρίζει τις αντιθετικές συνθέσεις που αυτή επιχειρεί μεταξύ κοινωνικού εκσυγχρονισμού και εθνοκεντρικής παράδοσης.

Τα περισσότερα σχετικά ερωτήματα που εξετάσαμε μας επιτρέπουν μεν να καταγράψουμε τις συναιρέσεις που συντελούνται στην κεντρώα κουλτούρα, αλλά δεν μας παρέχουν περισσότερες πληροφορίες για το εάν αυτές βιώνονται από τους Έλληνες Κεντρώους ως αρμονικές ή συγκρουσιακές. Η σχετική πλειοψηφία που δεν προτιμά την ιδιωτική έναντι της δημόσιας εκπαίδευσης, μπορεί να το κάνει, για παράδειγμα, επειδή θεωρεί ότι η ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης είναι καλύτερη ή επειδή πιστεύει ότι είναι ίδια αλλά παρέχεται δωρεάν, ή και τα δύο.

Εδώ βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, οφείλουμε να πούμε ότι δύσκολα θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε τέτοιες πληροφορίες από μία αυστηρά ποσοτική μελέτη. Επομένως, δεν επισημαίνουμε την έλλειψή τους, τόσο ως περιορισμό της υφιστάμενης έρευνας, όσο ως ένα προβληματισμό που θα μπορούσε να αποτελέσει εφαλτήριο για άλλες μελέτες, μέσα από τη χρήση ποιοτικών μεθοδολογιών, περισσότερο κατάλληλων να εμβαθύνουν στην ανθρωπολογία του πολιτικού Κέντρου.

Μία τέτοια εμβάθυνση θα ήταν χρήσιμη και για ακόμα έναν λόγο. Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι το 15% περίπου των ερωτώμενων της έρευνας της διαΝΕΟσις δηλώνουν αυθόρμητα ότι δεν (αισθάνονται να) ανήκουν σε καμία από τις ιδεολογικές οικογένειες που συναντάμε στο φάσμα από την άκρα Αριστερά μέχρι την άκρα Δεξιά, καλό θα ήταν να αντιμετωπίσουμε με κάποια επιφύλαξη τις ιδεολογικές αυτό-τοποθετήσεις στο σύνολό τους. Ούτε το 15% είναι απαραίτητα ιδεολογικά άστεγο, ούτε το υπόλοιπο 85% είναι ιδεολογικά στεγανό. Και αυτό γιατί, απλούστατα, η ίδια η ιδεολογία, ως βιωμένη πρακτική και "αίσθηση", μετασχηματίζεται διαρκώς, αναπλαισιώνοντας σύμβολα, νοήματα, ιδέες και αξίες προερχόμενα από διαφορετικά και συχνά ασύμπτωτα πολιτικά ρεύματα.7

Στην προσπάθεια σύνθεσης αντιφάσεων, αντιθέσεων και ετεροτήτων, μια προσπάθεια, την οποία η κουλτούρα του Κέντρου συμπυκνώνει με τον πιο παραδειγματικό τρόπο, είναι θεωρητικά αναμενόμενο να παρατηρούμε την τάση επικράτησης γενικών συναινετικών αξιών, όπως η δικαιοσύνη, ο σεβασμός και η αξιοκρατία, έναντι των πιο ιδεολογικά χρωματισμένων, όπως η ισότητα και η αλληλεγγύη, που καταγράφεται στην έρευνα της διαΝΕΟσις. Θα είχε αρκετό ενδιαφέρον να διερευνήσουμε το εάν και κατά πόσο, αυτή η θεωρητική εξήγηση βρίσκει εμπειρική επαλήθευση, αποτελώντας σημάδι της ευρύτερης επιρροής της κεντρώας κουλτούρας, πέρα και πάνω από συμβατικούς αυτοπροσδιορισμούς και αυτoτοποθετήσεις.

* Ο Άγγελος Κίσσας είναι Επισκέπτης Ερευνητής στο London School of Economics and Political Science (LSE).


Παραπομπές

1. Wahl-Jorgensen, K. (2019). Emotions, media and politics. Cambridge: Polity Press.

2. Döveling, K., Harju, A.A. and Sommer, D. (2018). From mediatized emotion to digital affect cultures: New technologies and global flows of emotion. Social Media + Society, 4(1), σελ. 1–11.

3. Βλ. ενδεικτικά, Demertzis, N. (2020). The political sociology of emotions: Essays on trauma and ressentiment. London: Routledge· Marcus, G.E., Neuman, W.R. and MacKuen, M. (2000). Affective intelligence and political judgment. Chicago, IL: University of Chicago Press.

4. Βλ. ενδεικτικά Jackson Β., and Lamb, H. (2021). From anger to action: Inside the global movements for social justice, peace and a sustainable planet. London: Rowman and Littlefield· Wahl-Jorgensen, K. (2018). Media coverage of shifting emotional regimes: Donald Trump’s angry populism. Media, Culture & Society, 40(5), σελ. 766–778.

5. Για περισσότερα σχετικά με τις εγγενείς αντιφάσεις του ελληνικού πολιτικού κέντρου, βλ. τα άρθρα των Καραγιάννη, Γ., Σεβαστάκη, Ν., Σωτηρόπουλου, Δ.,  και Χατζή, Α. στο ειδικό αφιέρωμα "Ανατομία ενός πολιτικού χώρου: Το διακύβευμα του κέντρου" του περιοδικού ΒΟΥΛΗ επί του…περιστυλίου, 044 (2022), σελ. 4-10 και Βούλγαρης, Γ. (2008). Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης 1974-1990. Σταθερή δημοκρατία σημαδεμένη από τη μεταπολεμική ιστορία. Αθήνα: Θεμέλιο, 2008.

6. Giddens, A. (1998) The Third way: the renewal of social democracy. Cambridge: Polity Press.

7. Kissas, A.  (2017). Ideology in the age of mediatised politics: From "belief systems" to the re-contextualizing principle of discourse. Journal of Political Ideologies, 22(2), σελ. 197-215.