Αρθρογραφια |

Η Eπανεκκίνηση Της Eλληνικής Mεταποίησης: "Βιομηχανία 4.0" Και "Ελλάδα 2.0"

O Κώστας Αξαρλόγλου, Πρύτανης στο Alba Graduate Business School, παρουσιάζει τα βασικά μεγέθη της μεταποίησης στην Ελλάδα, τις ευκαιρίες για την επανεκκίνηση του τομέα και τη δυνατότητα συμβολής του στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Τις τελευταίες δεκαετίες η ελληνική οικονομία μετεξελίσσεται σε οικονομία των υπηρεσιών με σημαντική συρρίκνωση της συμμετοχής της μεταποίησης. Συγκεκριμένα, μόλις το 4% του πληθυσμού απασχολείται πλέον στη μεταποίηση, ενώ η συμμετοχή της μεταποίησης στην προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας αγγίζει το 11% περίπου. Πέραν της περιορισμένης συμμετοχής της μεταποίησης στην ελληνική οικονομία, ο συγκεκριμένος παραγωγικός ιστός είναι κατακερματισμένος σε μεγάλο αριθμό μικρών επιχειρήσεων που παρουσιάζουν χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας και χαμηλούς μισθούς.

Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τον Atlas of Economic Complexity, ο παραγωγικός ιστός της ελληνικής οικονομίας παρουσιάζει σχετικά μικρό βαθμό πολυπλοκότητας σε σχέση με το ΑΕΠ, στοιχείο που δείχνει σχετικά χαμηλή δυναμική οικονομικής ανάπτυξης στο μέλλον.1 Όμως, από το 2018 και μετέπειτα ο Atlas of Economic Complexity καταγράφει θετική ανάπτυξη των εξαγωγών με κύριους συντελεστές, μεταξύ άλλων, τον φαρμακευτικό κλάδο και τον κλάδο της πληροφορικής. Ταυτόχρονα, παρατηρείται σταδιακά ένας δομικός μετασχηματισμός της οικονομίας, με τη μεταφορά παραγωγικών πόρων και δραστηριότητας προς κλάδους της μεταποίησης με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία και παραγωγικότητα, όπως ηλεκτρονικά και machinery manufacturing. Τέλος, καταγράφονται σημαντικές ευκαιρίες ενδυνάμωσης και συμπλήρωσης του υφιστάμενου παραγωγικού ιστού της χώρας. 

Συνεπώς, φαίνεται ότι παρά τον συνολικά χαμηλό βαθμό πολυπλοκότητας και τα δομικά προβλήματα της ελληνικής μεταποίησης, η ύπαρξη επιχειρήσεων με υψηλά επίπεδα εξειδικευμένης τεχνογνωσίας προσφέρουν ικανό σημείο εκκίνησης που μπορεί να στηρίξει την επανεκκίνηση της μεταποίησης και της συνολικής παραγωγικής βάσης της χώρας οδηγώντας σε μια βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. 

Γιατί μεταποίηση στην Ελλάδα;

Η σημαντικότητα της μεταποίησης στην οικονομία μιας χώρας απεικονίζεται στη συνεισφορά της σε επιμέρους δείκτες της οικονομίας. Έτσι για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, ενώ η μεταποίηση αποτελεί το 11% του ΑΕΠ της οικονομίας, συνεισφέρει το 35% της αύξησης της παραγωγικότητας και το 60% των αμερικάνικων εξαγωγών. Επίσης, η μεταποίηση αποτελεί την ατμομηχανή της καινοτομίας στις ΗΠΑ, παράγοντας το 55% των πατεντών στη χώρα και συνεισφέροντας το 70% της συνολικής δαπάνης για Έρευνα και Ανάπτυξη.

Σε πρόσφατη μελέτη (Yong, 2020), αναλύεται η συνεισφορά της μεταποίησης σε σύνολο οικονομιών με διαφορετικά χαρακτηριστικά, όχι μόνο σχετικά με τη σημαντικότητά της στην οικονομική ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα και με την ανάπτυξη δεξιοτήτων της κοινωνίας (social capabilities) και τη σημαντική συμβολή της στην εκπλήρωση των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ (SDGs).

Συνολικά, στη μελέτη διαπιστώνεται η άμεση επίπτωση της μεταποίησης στην ανάπτυξη συγκεκριμένων από τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ (SDGs), όπως η μείωση της φτώχειας, η παιδεία, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, η τεχνολογική αναβάθμιση της οικονομίας, και η γενικότερη ανάπτυξη της οικονομίας. Επίσης, οι παρεμβάσεις πολιτικής για την ανάπτυξη της μεταποίησης είναι πολύ σημαντικές καθώς συντελούν στην ανάπτυξη δεξιοτήτων στη χώρα, πυροδοτώντας τεχνολογική καινοτομία και δημιουργώντας νέες αγορές και θεσμούς (βλ. Chang, 2002, Reinert, 2008, Cimoli et al., 2009, Stiglitz and Lin, 2013, Noman and Stiglitz, 2016, Andreoni and Chang, 2019). Τέλος, φαίνεται να μην υπάρχει συγκεκριμένο σύνολο παρεμβάσεων πολιτικής για την ανάπτυξη της μεταποίησης σε μια χώρα, μιας και η αποτελεσματικότητα τέτοιων παρεμβάσεων σχετίζεται με τις ιδιαιτερότητες της κάθε οικονομίας (Andreoni, Chang and Scazzieri, 2019).

Συνεπώς, η ανάπτυξη της μεταποίησης στην Ελλάδα θα μπορούσε να συνεισφέρει τα μέγιστα στην ελληνική οικονομία και την υλοποίηση των στόχων SDGs του ΟΗΕ. Βέβαια, παρά το γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες η μεταποίηση παρουσιάζει σημαντική υστέρηση, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ανάσχεση της υστέρησης αυτής, αναδεικνύοντας έτσι κάποιες προοπτικές ανάπτυξης. 

Η ανάπτυξη της ελληνικής μεταποίησης, για να είναι βιώσιμη, θα πρέπει να βασίζεται στο δίπτυχο:

  • Εξωστρέφεια και διεθνοποίηση.
  • Καινοτομία και εξειδίκευση.

Ταυτόχρονα, η στρατηγική ανάπτυξης της ελληνικής μεταποίησης θα μπορούσε να βασίζεται:

  1. Στη συμμετοχή της στα Διεθνή Δίκτυα Παραγωγής (ΔΔΠ), που γίνεται πλέον πιο εφικτή έτσι όπως αυτά μετεξελίσσονται από την επίδραση της σημαντικότητας της κυκλικής οικονομίας, του ψηφιακού μετασχηματισμού, της αειφορίας, και τις νέες τεχνολογίες όπως η ρομποτική.
  2. Στους μηχανισμούς και τις δομές που θα βοηθήσουν την ανάπτυξη της ελληνικής μεταποίησης (enablers) και σχετίζονται με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας "Ελλάδα 2.0".

Τα Διεθνή Δίκτυα Παραγωγής

Η διεθνοποίηση και η εξωστρέφεια της μεταποίησης στη χώρα αποτελεί τον βασικό άξονα για την ανάπτυξή της. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τον προσανατολισμό του παραγωγικού ιστού της μεταποίησης στη διεθνή αγορά και στα πλαίσια των Διεθνών Δικτύων Παραγωγής (Global Value Chain Networks, UNCTAD 2013) που αναπτύσσονται ακόμα και σε περιφερειακό επίπεδο (π.χ. ενεργειακά δίκτυα στη ΝΑ Μεσόγειο, θύλακες καινοτομίας στη Θεσσαλονίκη και Β. Ελλάδα, κλπ.).2

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες παρατηρούνται σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές στα ΔΔΠ που επιτείνονται από την ανατροπή που έχει επιφέρει στα δίκτυα αυτά η πανδημία της COVID-19. Ταυτόχρονα, τα ΔΔΠ μετεξελίσσονται στα πλαίσια των μεγάλων τάσεων στην παγκόσμια οικονομία (megatrends) όπως:

  1. Ψηφιακές τεχνολογίες, αυτοματισμός-ρομποτική.
  2. Αειφορία και κλιματική αλλαγή.
  3. Κυκλική οικονομία.

Το παραπάνω τρίπτυχο των megatrends σε συνδυασμό με την πανδημία της COVID-19 οδηγεί στην ανάπτυξη ΔΔΠ σε περιφερειακό επίπεδο (και όχι απαραίτητα παγκόσμιο) ώστε να αναπτυχθεί υψηλός βαθμός ευελιξίας και ανθεκτικότητας στις οποιεσδήποτε ανατροπές που προκύπτουν, είτε μέσω της τεχνολογίας, είτε μέσω των διαφορετικών πολιτικών μεταξύ των χωρών, είτε, τέλος, μέσω των σημαντικών αλλαγών και εξελίξεων στην παγκόσμια οικονομία.

Η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και η ψηφιοποίηση λειτουργιών και διαδικασιών στη μεταποίηση δεν αλλάζουν μόνο τη λειτουργία των επιχειρήσεων αλλά και τη δομή των ΔΔΠ, που πλέον βασίζονται σε οικοσυστήματα-δίκτυα ανεξάρτητων παραγωγών που αλληλεξαρτούνται άμεσα από τη συμμετοχή τους στα συγκεκριμένα δίκτυα. Οι τεχνολογίες αυτές σχετίζονται άμεσα με το διαδίκτυο, όπως το IoT (Internet of Things), το σύννεφο (cloud), οι ψηφιακές πλατφόρμες και τα ψηφιακά οικοσυστήματα, κλπ. 

Οι τεχνολογίες αυτές οδηγούν σε μεγαλύτερο βαθμό ενσωμάτωσης της παραγωγής στα ΔΔΠ, μείωση του κόστους συναλλαγών και ευκολότερη συμμετοχή και αποτελεσματικότερο συντονισμό της λειτουργίας των συνεργαζόμενων επιχειρήσεων από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. Ταυτόχρονα, η συγκέντρωση και ανάλυση δεδομένων (data analytics) βοηθούν στον καλύτερο προγραμματισμό και συντονισμό της παραγωγής στα πλαίσια των ΔΔΠ, και σε αποτελεσματικότερο συντονισμό και διαχείριση της παραγωγής ενός γεωγραφικά διασπαρμένου ΔΔΠ. Επίσης, η χρήση διαδικτυακών εμπορικών πλατφορμών (e-commerce) δημιουργεί εύκολη και άμεση πρόσβαση των παραγωγών σε πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα προϊόντα και ταυτόχρονα άμεση και γρήγορη πρόσβαση σε μεγάλες αγορές δυνητικών πελατών. Τέλος, οι συγκεκριμένες ψηφιακές τεχνολογίες αυξάνουν τον βαθμό υπεράκτιας παραγωγής (offshoring), καθιστώντας τα ΔΔΠ περισσότερο προσιτά σε επιχειρήσεις που εδρεύουν σε τρίτες χώρες και συνεπώς δίνεται η ευκαιρία σε αυτές τις εταιρείες να αναπτύξουν ενεργό ρόλο στα ΔΔΠ.    

Συμπερασματικά, οι νέες τεχνολογίες οδηγούν στην αλλαγή των οικονομικών των ΔΔΠ. Η ανάπτυξη και υιοθέτηση των τεχνολογιών αυτών στην παραγωγή, και κυρίως των ψηφιακών τεχνολογιών, έχουν οδηγήσει σε δραματική αύξηση του όγκου του διεθνούς εμπορίου σε υπηρεσίες, σε αύξηση της συμμετοχής ψηφιακών εταιρειών και εταιρειών τεχνολογίας στα ΔΔΠ, και τέλος στη δραματική αύξηση της σημαντικότητας των άυλων περιουσιακών στοιχείων (π.χ. brand name) των εταιρειών αυτών (Axarloglou, 2020).  

Τα ΔΔΠ αναπτύχθηκαν κυρίως για την εκμετάλλευση των διαφορών στο κόστος εργασίας μεταξύ διαφορετικών χωρών και τοποθεσιών. Η αυτοματοποίηση και η ρομποτική όμως θέτει εν αμφιβόλω τη συγκεκριμένη στρατηγική με δεδομένο ότι η αυτοματοποίηση κυρίως οδηγεί σε υποκατάσταση της εργασίας από τα ρομπότ. Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους εργασίας σε αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες και τις πολιτικές αβεβαιότητες οδηγεί στην επαναφορά τμήματος των υπεράκτιων δραστηριοτήτων στην έδρα των πολυεθνικών. Πάντως, η τάση μέχρι το 2030 είναι ότι η αυτοματοποίηση και η ρομποτική θα αυξήσουν σημαντικά τη διείσδυσή τους στους κλάδους της μεταποίησης και θα ενταθεί η τάση επαναφοράς τμήματος των παράκτιων δραστηριοτήτων των ΔΔΠ πίσω στην έδρα της επιχείρησης. Συνολικά, η αυτοματοποίηση της παραγωγής στη μεταποίηση αναμένεται να οδηγήσει στην αύξηση της προστιθέμενης αξίας στην παραγωγή και ταυτόχρονα στην αύξηση της παραγωγικότητας στη μεταποίηση.

Η παγκόσμια τάση για αειφόρο ανάπτυξη επηρεάζει και πρόκειται να επηρεάσει ακόμα περισσότερο τη δομή, οργάνωση και ανάπτυξη των ΔΔΠ. Η αυξανόμενη ανάγκη για έλεγχο του κοινωνικού και κλιματικού αποτυπώματος των επιχειρήσεων και της ευθυγράμμισής τους με τις ESG προτεραιότητες, και ταυτόχρονα η επιβολή κανόνων για θέματα αειφορίας από τα κράτη επηρεάζουν άμεσα τη δομή και λειτουργία των ΔΔΠ, μιας και οδηγούν σε μεταβολές στο κόστος μεταφοράς και στο συγκριτικό πλεονέκτημα χωρών ανάλογα με τη διαθεσιμότητα ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Ταυτόχρονα οι επιχειρήσεις δέχονται πίεση και από τους καταναλωτές που προτιμούν προϊόντα φιλικά προς το περιβάλλον (από ανακυκλωμένες πρώτες ύλες, κλπ.). Επίσης, οι κεφαλαιαγορές απαιτούν πλέον τον έλεγχο του περιβαλλοντικού και κοινωνικού αποτυπώματος των επιχειρήσεων ως συνθήκη για την άντληση κεφαλαίων και δανεισμού. Τέλος, η κλιματική αλλαγή οδηγεί σε έντονες εναλλαγές των καιρικών φαινομένων κατά τόπους με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία των ΔΔΠ που αναπτύσσονται σε πολλές χώρες. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις και τα ΔΔΠ αναλαμβάνουν στρατηγικές για την αύξηση της ανθεκτικότητας και ευελιξίας τους ώστε να μπορούν με αποτελεσματικότερο τρόπο να αντιμετωπίζουν τις διαταραχές που παρέρχονται από την κλιματική αλλαγή.

Η επιταγή και η αναγκαιότητα για αειφορία και καλύτερη διαχείριση των πόρων οδηγεί τις χώρες στην υιοθέτηση κανόνων λειτουργίας της οικονομίας και της μεταποίησης που συμβάλλουν σε αυτή τη διαχείριση, οδηγώντας τις επιχειρήσεις στην υιοθέτηση επιχειρηματικών μοντέλων και στρατηγικών συμβατών με τις επιταγές της κυκλικής οικονομίας (J. Frishammar and V. Parida, 2021). Η τεχνολογική εξέλιξη κάνει πλέον τεχνολογικά αλλά και οικονομικά εφικτές παραγωγικές διαδικασίες που λειτουργούν στα πλαίσια της κυκλικής οικονομίας με σημαντική μείωση των αποβλήτων, σημαντική εξοικονόμηση και ανακύκλωση πρώτων υλών και προϊόντων, και επαναχρησιμοποίηση κάποιων από αυτά.

Η επιχείρηση που υιοθετεί ένα κυκλικό μοντέλο λειτουργίας ενσωματώνει στη λειτουργία της περισσότερο τους πελάτες και τις συγκεκριμένες ανάγκες τους, συν-δημιουργεί αξία με τις συνεργαζόμενες εταιρείες, δίνει έμφαση στη δημιουργία αξίας μέσα από τη χρήση των προϊόντων (value-in-use) και όχι τόσο μέσα από τη συναλλαγή και την αγορά του προϊόντος (value in transaction), και τέλος δημιουργεί αξία με νέες και καινοτόμες υπηρεσίες που δίνουν έμφαση κυρίως στη χρήση του προϊόντος και όχι στην αγορά του προϊόντος.

Συγκεκριμένα, η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών (ψηφιακών και μη) και ταυτόχρονα η εμπειρία του διαδικτυακού "σύννεφου" (cloud) οδηγεί τους χρήστες βιομηχανικών προϊόντων να προτιμούν τη χρήση των προϊόντων αυτών όταν τη χρειάζονται (on demand), αντί για την αγορά των προϊόντων αυτών. Με τον τρόπο αυτό μετατρέπουν τα σταθερά έξοδα και το κόστος της αρχικής επένδυσης σε μεταβλητά έξοδα ανάλογα με τη χρήση των βιομηχανικών προϊόντων (cost variabilization). Ταυτόχρονα, οι χρήστες διαρκών βιομηχανικών προϊόντων σε βάθος χρόνου εκτιμούν ιδιαίτερα την εμπειρία τους με το προϊόν, όχι μόνο κατά τη χρήση του αλλά και στις υπόλοιπες φάσεις της συνολικής τους εμπειρίας που ξεκινά με τη διαπίστωση της ανάγκης αγοράς του προϊόντος, την έρευνα αγοράς για τον προμηθευτή του προϊόντος, τη διαδικασία και τους όρους επιλογής του προϊόντος, τη χρήση του προϊόντος, τη συντήρηση/επιδιόρθωση του προϊόντος, την τεχνική υποστήριξή του, την ανανέωση του προϊόντος και τη βελτίωσή (upgrade) του ή την απόφαση για αλλαγή παρόχου του προϊόντος. Οι πάροχοι του προϊόντος πρέπει να δώσουν έμφαση στη συνολική εμπειρία του χρήστη-πελάτη. Η δημιουργία και βελτίωση της εμπειρίας του πελάτη με το βιομηχανικό προϊόν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την ανάπτυξη του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της εταιρείας-παρόχου.

Οι εταιρείες, λοιπόν, αναπτύσσουν επιχειρηματικά μοντέλα στα πλαίσια οικοσυστημάτων (που αντιπροσωπεύουν πλέον ΔΔΠ) που βασίζονται στη συνεργασία με άλλες εταιρείες, ώστε να παράγουν και να προφέρουν αξία με βιώσιμο τρόπο. Ο σκοπός αυτών των μοντέλων και οικοσυστημάτων είναι να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τον κύκλο ζωής των προϊόντων και των ανταλλακτικών με κλιματικά, κοινωνικά και επιχειρηματικά/οικονομικά βιώσιμο τρόπο. Βέβαια, η μετάβαση από ένα παραδοσιακό-γραμμικό μοντέλο λειτουργίας-παραγωγής σε ένα κυκλικό μοντέλο στα πλαίσια της κυκλικής οικονομίας απαιτεί από την επιχείρηση σημαντική αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη δημιουργία και τη διανομή αξίας στην οικονομία. Ταυτόχρονα, το μοντέλο με το οποίο ο παραγωγός στη μεταποίηση εισπράττει τα έσοδά του επίσης μεταβάλλεται. Και ενώ παραδοσιακά τα έσοδα προέρχονταν από την πώληση του προϊόντος, στο κυκλικό μοντέλο προέρχονται από την ενοικίαση του προϊόντος και τις υπόλοιπες υπηρεσίες υποστήριξης της χρήσης του. Αυτό βέβαια απαιτεί από τις εταιρείες να αναπτύξουν νέες δεξιότητες για την παραγωγή αξίας που σχετίζονται περισσότερο με την ανάπτυξη υπηρεσιών σχετικών με τη χρήση των βιομηχανικών προϊόντων που πολλές φορές είναι αποτέλεσμα στρατηγικών συνεργασιών με άλλες εταιρείες στα πλαίσια του ΠΔΔ.

Το κυκλικό επιχειρηματικό μοντέλο, λοιπόν, έχει τη δυνατότητα να αναζωογονήσει κλάδους και επιχειρήσεις της μεταποίησης δίνοντάς τους την ευκαιρία να αναπτύξουν νέες συνεργασίες με εταιρείες και οικοσυστήματα στα πλαίσια των ΔΔΠ, ελαχιστοποιώντας την επιβάρυνση του περιβάλλοντος και διατηρώντας παράλληλα την οικονομική τους ευρωστία, επιτυγχάνοντας το τρίπτυχο των στόχων: περιβάλλον-κοινωνία-οικονομική ευρωστία.

Η συμμετοχή της ελληνικής μεταποίησης στα ΔΔΠ, και κυρίως στα περιφερειακά ΔΔΠ, απαιτεί όμως οριζόντιες παρεμβάσεις που θα δημιουργήσουν και ακόμα θα βελτιώσουν τις απαιτούμενες δομές και το περιβάλλον για να μπορέσει η ελληνική μεταποίηση να δράσει ανταγωνιστικά στα πλαίσια των περιφερειακών ΔΔΠ. Εδώ πλέον η μεγάλη ευκαιρία για τη μεταποίηση είναι το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας "Ελλάδα 2.0".

"Ελλάδα 2.0" και "Βιομηχανία 4.0"

Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας "Ελλάδα 2.0" αποτελεί ολοκληρωμένο σχέδιο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων για την αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας με άξονες την εξωστρέφεια-ανταγωνιστικότητα-καινοτομία. Το σχέδιο βασίζεται στην αρχική χρηματοδότηση €31,1 δισ. την περίοδο 2022-2026 (€18,3 δισ. με τη μορφή επιδοτήσεων και €12,7 δισ. με τη μορφή δανείων), με την προοπτική να κινητοποιηθούν επιπλέον επενδυτικοί πόροι συνολικού ύψους €58,8 δισ. Το σχέδιο απαρτίζεται από τέσσερις Πυλώνες (και επιμέρους 18 επιμέρους Άξονες):

  1. Πράσινη μετάβαση.
  2. Ψηφιακή μετάβαση.
  3. Απασχόληση, δεξιότητες και κοινωνική συνοχή.
  4. Ιδιωτικές επενδύσεις και μετασχηματισμός της οικονομίας.

Ο Πυλώνας για την πράσινη μετάβαση, που θα απορροφήσει περίπου το 37% των πόρων του Σχεδίου, δίνει έμφαση στον ενεργειακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, αφενός μεν προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και αφετέρου προς την ενεργειακά πιο αποτελεσματική λειτουργία της οικονομίας, την αποτελεσματικότερη χρήση των φυσικών πόρων και την προώθηση της κυκλικής οικονομίας.

Ο Πυλώνας για την ψηφιακή μετάβαση της οικονομίας, που θα απορροφήσει περίπου το 20% των πόρων του Σχεδίου, περιλαμβάνει επενδύσεις σε υποδομές (οπτικές ίνες, 5G, κλπ.), τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους και την προώθηση και υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις ώστε να έχουν τη δυνατότητα διασύνδεσης στα Δίκτυα Διεθνούς Παραγωγής (ΔΔΠ).

Ο Πυλώνας για την απασχόληση, τις δεξιότητες και κοινωνική συνοχή περιλαμβάνει δράσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, την επανένταξη ανέργων στην αγορά εργασίας, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, και τη μείωση των ανισοτήτων, της φτώχειας και του κοινωνικού και οικονομικού αποκλεισμού.

Τέλος, ο Πυλώνας για τις ιδιωτικές επενδύσεις και τον μετασχηματισμό της οικονομίας περιλαμβάνει επενδύσεις και δράσεις για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την προώθηση και υποστήριξη της έρευνας και καινοτομίας, τον εκσυγχρονισμό και βελτίωση της ανθεκτικότητας κύριων κλάδων της οικονομίας, όπως ο τουρισμό και η μεταποίηση, και τέλος τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την προώθηση ιδιωτικών επενδύσεων και εξαγωγών.

Συγκεκριμένα, στον Πυλώνα αυτόν στόχος των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων είναι:

  • Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που πρόκειται να επιτευχθεί μέσω της μείωσης του μέσου κόστους, αλλά κυρίως μέσω της παραγωγής προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας.
  • Η εξωστρέφεια των επιχειρήσεων είτε με την παραγωγή εμπορεύσιμων-εξαγώγιμων προϊόντων, είτε με τη συμμετοχή των επιχειρήσεων στα ΔΔΠ. Αυτό θα συντελέσει επίσης στην αύξηση του μεγέθους των επιχειρήσεων και της σχετιζόμενης με αυτό αύξησης της παραγωγικότητας και της καινοτομίας.
  • Η επιτάχυνση του προγράμματος μετασχηματισμού "Βιομηχανία 4.0", που αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την ανάπτυξη της "έξυπνης" παραγωγής στην Ελλάδα και την ανάπτυξη νέας γενιάς βιομηχανικών πάρκων.
  • Η προώθηση και στήριξη επενδύσεων για την ανάπτυξη νέων ή την αναβάθμιση υφιστάμενων γραμμών παραγωγής για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας με έμφαση στον προηγμένο και ψηφιακά ελεγχόμενο βιομηχανικό εξοπλισμό, τα συστήματα ελέγχου της παραγωγής και την ανάπτυξη των βιομηχανικών συνεργασιών για την ενίσχυση της παραγωγής και της συνεργασίας στα ΔΔΠ.
  • Η προώθηση σημαντικών διαρθρωτικών αλλαγών για τη μείωση της γραφειοκρατίας που σχετίζονται με τη λειτουργία των επιχειρήσεων και την απλούστευση των διαδικασιών για την προσέλκυση και υλοποίηση ξένων άμεσων επενδύσεων στη χώρα.

Ταυτόχρονα, το Πρόγραμμα "Ελλάδα 2.0", για τη δημιουργία των απαραίτητων πόρων και οργανωσιακών δεξιοτήτων, θεσμοθετεί σειρά δράσεων και σχετική χρηματοδότηση:

  • Για την αύξηση των πάγιων επενδύσεων στη χώρα και την κάλυψη του "επενδυτικού χάσματος", μιας και η σχετική δαπάνη στη χώρα μας αντιστοιχεί μόλις στο 10,1% του ΑΕΠ ενώ στην ΕΕ αντιστοιχεί στο 20,2% του ανάλογου ΑΕΠ.
  • Για την αύξηση των δαπανών σε Ε&Α, μιας και η χώρα μας δαπανά περίπου μόλις το 0,57% του ΑΕΠ σε Ε&Α σε σχέση με το 1,41% του αντίστοιχου ΑΕΠ για τις χώρες της ΕΕ, και τη βελτίωση των οργανωσιακών δεξιοτήτων για Ε&Α των επιχειρήσεων με τη διασύνδεσή τους στα ΔΔΠ.

Συμπερασματικά, ο δομικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια θέτει τη βάση για την επανεκκίνηση της ελληνικής μεταποίησης ("Βιομηχανία 4.0"). Ταυτόχρονα, οι μεγάλες αλλαγές που παρατηρούνται στην παγκόσμια οικονομία (megatrends) καθιστούν εφικτή τη συμμετοχή του παραγωγικού ιστού της μεταποίησης σε ΔΔΠ και συνεπώς την περεταίρω διεθνοποίησή του. Όμως, αυτό θα γίνει εφικτό με την υλοποίηση οριζόντιων δράσεων ενδυνάμωσης της ελληνικής οικονομίας στα πλαίσια του Εθνικού Σχέδιου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας "Ελλάδα 2.0". Συνεπώς, το Πρόγραμμα "Ελλάδα 2.0" και "Βιομηχανία 4.0" είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους.

Το παρακάτω σχήμα σχηματοποιεί τη συνολική προσέγγιση του άρθρου.

*Ο Κώστας Αξαρλόγλου είναι Πρύτανης στο Alba Graduate Business School, The American College of Greece.


Παραπομπές

1. Ο Δείκτης Οικονομικής Πολυπλοκότητας (Hidalgo and Hausmann, 2009) βασίζεται στην πολυπλοκότητα του παραγωγικού ιστού μιας οικονομίας. Η αυξημένη πολυπλοκότητα σχετίζεται με αυξημένη συσσωρευμένη γνώση στην οικονομία που με τη σειρά της αποτελεί σημαντικό προπομπό για τη μελλοντική μεγέθυνση της οικονομίας.

2. Τα Διεθνή Δίκτυα Παραγωγής (ΔΔΠ) αποτελούν δίκτυα (αλυσίδες) παραγωγής (αξίας), όπου τα διάφορα στάδια παραγωγής πραγματοποιούνται σε διάφορες χώρες και συνεπώς αποτελούν μια παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού που ασχολείται με την κυκλοφορία αυτών των υλικών και προϊόντων σε παγκόσμια βάση.


Βιβλιογραφία

Andreoni, A. and Chang, H.-J., (2019) "The Political Economy of Industrial Policy", Structural Change and Economic Dynamics, 48, pp. 136–50.

Andreoni, A., Chang, H.-J. and Scazzieri, R., (2019) "Industrial Policy in Context: Building Blocks for an Integrated and Comparative Political Economy Agenda", Structural Change and Economic Dynamics, 48, pp. 1–6.

Axarloglou, K., (2020) "Digitalization: Disrupting the Business Models of Multinationals", in Nikas Ch. (ed.), Economic Growth in the European Union, Springer.

Chang, H.-J., (2002) Kicking Away the Ladder—Development Strategy in Historical Perspective, London, Anthem Press.

Cimoli, M., Dosi, G., Stiglitz, J.E. (eds.), (2009) Industrial Policy and Development. The Political Economy of Capabilities Accumulation, Oxford University Press, Oxford. New York.

Frishammar, J. and V. Parida, (2021) "The Four Fatal Mistakes Holding Back Circular Business Models", MIT Sloan Management Review, Spring 2021.

Noman, A. and Stiglitz, J. (eds.), (2016) Efficiency, Finance and Varieties of Industrial Policy. New York: Columbia University Press.

Reinert, E.S., (2007) How Rich Countries Got Rich—and Why Poor Countries Stay Poor, Carroll & Graf, New York.

Stiglitz, J. and Lin, J.Y. (eds.), (2013) The Industrial Policy Revolution, I. Basingstoke: Palgrave Macmillan.

International Production Beyond the Pandemic, World Investment Report, UNCTAD 2020.

Yong, L., (2020) Industrialization as the Driver of Sustained Prosperity, UNIDO.