Αρθρογραφια |

Ο Πόλεμος Και Οι Κίνδυνοι Της Ελληνικής Οικονομίας

Πώς ο πόλεμος στην Ουκρανία επηρεάζει τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, και ποιοι είναι οι σημαντικότεροι κίνδυνοι που ελλοχεύουν;

Στις αρχές του Μαρτίου 2022 η διαΝΕΟσις δημοσίευσε μια έκθεση για την ελληνική οικονομία1 που είχε ως στόχο την παροχή μιας ολοκληρωμένης, ρεαλιστικής και συνεκτικής καταγραφής της ελληνικής οικονομίας, καθώς και των κινδύνων και των προοπτικών της. Καθώς ολοκληρωνόταν η συγγραφή της εν λόγω έκθεσης, οι ήδη μεγάλοι φόβοι για επικείμενο πόλεμο τελικά επιβεβαιώθηκαν. Η μεγάλη ρευστότητα των οικονομικών συνθηκών τις πρώτες ημέρες –και εξαιτίας– του πολέμου δεν επέτρεψε μια ευρύτερη καταγραφή των άμεσων επιπτώσεών του. Το παρόν άρθρο επιδιώκει να καλύψει αυτό το κενό στο μέτρο του εφικτού.

Την 21η Φεβρουαρίου 2022 η Κρατική Δούμα της Ρωσίας ψήφισε την επίσημη αναγνώριση των αποσχισθέντων επαρχιών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, στην περιοχή του Ντονμπάς της ανατολικής Ουκρανίας, ως ανεξάρτητα κράτη. Την ίδια μέρα, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν υπέγραψε διατάγματα αναγνώρισης της ανεξαρτησίας των εν λόγω αυτοαποκαλούμενων ως Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ και Λαϊκή Δημοκρατία του Λουγκάνσκ, σε συνδυασμό με συμφωνίες για την παροχή βοήθειας προς αυτές. Καθώς ο έλεγχος της διοικητικής επικράτειας των αναφερόμενων επαρχιών ανήκε μόνο κατά το 1/3 στις δυνάμεις των αυτονομιστών, οι συμφωνίες αυτές εκτιμήθηκε από τους περισσότερους διεθνείς αναλυτές ότι θα συνεπάγονταν την επίσημη ένοπλη εμπλοκή της Ρωσίας στον ουκρανικό εμφύλιο που μαινόταν στην περιοχή από το 2014. Αυτές οι εκτιμήσεις έρχονταν σε συμφωνία με τις προειδοποιήσεις των ΗΠΑ, οι οποίες έκαναν λόγο για τεράστια συγκέντρωση ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα Ρωσίας και Λευκορωσίας με την Ουκρανία, πολεμικές προετοιμασίες και επικείμενη επίθεση, ήδη από τον Νοέμβριο του 2021. Τρεις μέρες αργότερα, τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου, οι εκτιμήσεις και οι προειδοποιήσεις αυτές επιβεβαιώθηκαν με τον χειρότερο τρόπο. Όχι μόνο η Ρωσία έστελνε και επίσημα στρατεύματα στα μέτωπα του Ντονμπάς, για την "απελευθέρωση" του συνόλου της επικράτειας των αποσχισθέντων επαρχιών, αλλά ο Ρώσος πρόεδρος ανακοίνωσε στο διάγγελμά του την έναρξη μιας "ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης" που είχε ως επιπλέον στόχους την αποστρατικοποίηση και "αποναζιστοποίηση" της Ουκρανίας. Η εν λόγω "ειδική επιχείρηση" αποδείχθηκε στην πράξη ότι αφορούσε σε έναν γενικευμένο πόλεμο, με εφόρμηση του μεγαλύτερου μέρους των συγκεντρωμένων ρωσικών δυνάμεων για την κατ’ αρχάς κατάληψη του συνόλου της ανατολικής και νότιας Ουκρανίας και της πόλης του Κιέβου.

Οι πολεμικές ενέργειες της Ρωσίας, σε συνέχεια μάλιστα της παράνομης κατοχής και προσάρτησης της Κριμαίας το 2014, αντιμετωπίστηκαν από τη συντριπτική πλειονότητα της διεθνούς κοινότητας ως κατάφορη και απρόκλητη παραβίαση του διεθνούς δικαίου, με 141 χώρες σε σύνολο 193 χωρών να υπερψηφίζουν το ψήφισμα ES-11/1 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 2 Μαρτίου 2022, το οποίο καταδικάζει τη ρωσική επίθεση και απαιτεί την πλήρη απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων και την ανάκληση της ρωσικής αναγνώρισης των δύο ουκρανικών επαρχιών ως ανεξάρτητα κράτη.2 Ο "δυτικός κόσμος" ιδιαίτερα, είτε αυτός ο χαρακτηρισμός αφορά στα –περισσότερα– κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και –όλα τα κράτη– της ΕΕ, είτε αφορά σε ανένταχτα κράτη που έχουν μια "δυτικότροπη" νοοτροπία στην κοινωνία, στην πολιτική και στην οικονομία,3 πρωτοστάτησε στις αντιδράσεις ενάντια στις ενέργειες της Ρωσίας, επιβάλλοντας κυρώσεις διάφορων βαθμών εναντίον της. Το εύρος των κυρώσεων είναι πολύ μεγάλο, καθώς ανάλογα με την επιβάλλουσα χώρα/διεθνή οργανισμό μπορεί να περιλαμβάνει από την απαγόρευση της διέλευσης των ρωσικών αερογραμμών στους εναέριους χώρους και τους περιορισμούς εξαγωγών κρίσιμων τεχνολογιών προς τη Ρωσία έως τις πολύ αυστηρές οικονομικές κυρώσεις, το πάγωμα των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων στις χώρες αυτές και την αποβολή των μεγαλύτερων ρωσικών τραπεζών από το σύστημα SWIFT. Οι αναφερόμενες κυρώσεις αφορούν κυρίως στο ρωσικό κράτος, αλλά σε πολλές περιπτώσεις έχουν επιβληθεί κυρώσεις και κατά προσώπων: τους επικεφαλής της ρωσικής κυβέρνησης και διάφορους Ρώσους ιδιώτες που χαρακτηρίζονται ως "ολιγάρχες", δηλαδή έναν κύκλο δισεκατομμυριούχων που δημιούργησαν τον πλούτο τους ως ευνοούμενοι του καθεστώτος Πούτιν. Η ρωσική οικονομία έχει ήδη πληγεί σφόδρα από τις διεθνείς κυρώσεις, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των επιπτώσεών τους είναι στην πραγματικότητα πιο μακροπρόθεσμο και θα φανεί στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα (1-5 έτη) και ύστερα. Η επιβολή κυρώσεων, όμως, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, αποτελεί ένα "δίκοπο μαχαίρι", καθώς συνεπάγεται οικονομικό κόστος και για το κράτος που την πραγματοποιεί.

Ένα άλλο γεωπολιτικό αποτέλεσμα του πολέμου, με άγνωστες προς το παρόν ευρύτερες συνέπειες και περιπλοκές, είναι η εμπέδωση μιας πλήρους καχυποψίας του δυτικού κόσμου έναντι της Ρωσίας κατ’ αρχάς, αλλά και άλλων δυνάμεων με αναθεωρητικές τάσεις. Η καχυποψία αυτή έχει αφενός συσπειρωτικές επιδράσεις στον δυτικό κόσμο, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί νέα "σιδηρά παραπετάσματα" και διεθνή μπλοκ χωρών, ενισχύοντας τις απόψεις των διεθνολόγων που θεωρούν ότι έχουμε εισέλθει στην εποχή του, πιο πολύπλοκου και πολυπολικού, "δεύτερου Ψυχρού Πολέμου". Ως προς την εγκυρότητα αυτού του ισχυρισμού μπορούν να αποφανθούν μόνο οι μέλλοντες ιστορικοί, όμως μια τέτοια ενδεχόμενη εξέλιξη θα έχει σημαντικότατες επιδράσεις και στις οικονομικές εξελίξεις της παγκόσμιας οικονομίας. Μια νέα κούρσα εξοπλισμών θα ανταγωνιστεί στη χρήση των πόρων, και εντέλει θα παραγκωνίσει, τις παγκόσμιες προσπάθειες που γίνονται για τα μεγάλα διακυβεύματα της ανθρωπότητας, όπως είναι η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, η επίτευξη παγκόσμιας βιώσιμης ανάπτυξης, η αντιμετώπιση της παγκόσμιας φτώχειας, η θεραπεία του καρκίνου κ.ά. Επιπλέον, ένας γεωπολιτικός κατακερματισμός του κόσμου σε επιμέρους μπλοκ, με τεταμένες σχέσεις μεταξύ τους, θα περιορίσει ασφαλώς το διεθνές εμπόριο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διεθνή ευημερία και την παγκοσμιοποίηση.

Ποιες είναι όμως οι επιπτώσεις του πολέμου για την ελληνική οικονομία;

Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και η απαρχή αυτού που ίσως είναι ο δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος αποτελεί σαφώς μια νέα εστία κινδύνου για την ελληνική οικονομία, η οποία όμως δεν είναι εφικτό να αποτιμηθεί σε όλο της το εύρος και το μέγεθος ακόμα. Παρ’ όλα αυτά, ο πόλεμος υπεισέρχεται με εμφανή ή αναμενόμενο τρόπο ως παράγοντας που επηρεάζει τα γνωστά σημεία κινδύνου της ελληνικής οικονομίας: την ενεργειακή κρίση, την έκρηξη του πληθωρισμού και το μεγάλο δημόσιο χρέος.

Ας ξεκινήσουμε με την ενέργεια. Η έναρξη του πολέμου οδήγησε αρχικά σε μια δυσθεώρητη νέα αύξηση των τιμών όλων των ενεργειακών αγαθών. Ειδικότερα, το Αργό Πετρέλαιο (ΑΠ) από το ήδη πολύ υψηλό επίπεδο των $90,2 ανά βαρέλι (West Texas Intermediate)4 που συναλλασσόταν στις 18 Φεβρουαρίου 2022 (μια εργάσιμη ημέρα πριν την αναγνώριση από τη Ρωσία των επαρχιών του Ντονμπάς ως ανεξάρτητα κράτη), έφτασε στις 8 Μαρτίου 2022 να τιμολογείται στα $123,7 ανά βαρέλι, μια αύξηση 37,1% μέσα σε 18 ημέρες. Το δε Φυσικό Αέριο (ΦΑ) στις αγορές της Ευρώπης, κατά το ίδιο διάστημα, είχε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση, με τα συμβόλαια για τον Απρίλιο να αποτιμώνται στις 8 Μαρτίου στα €214,55 ανά MWh (Dutch TTF) από το ήδη πάρα πολύ υψηλό επίπεδο των €72,85 ανά MWh5 στις 18 Φεβρουαρίου, μια αύξηση που συνιστούσε έναν σχεδόν τριπλασιασμό της τιμής (x2,94) μέσα σε 18 ημέρες. Οι αυξήσεις αυτές, και ιδιαίτερα η μεταβολή του ΦΑ, είχαν ανάλογη επίπτωση πανευρωπαϊκά και στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας.6

Οι πρώτες μεταβολές στο κόστος της ενέργειας οφείλονται στη διαταραχή που επήλθε στην παγκόσμια προσφορά ενέργειας, κυρίως υπό τον φόβο επιβολής κυρώσεων και στα ρωσικά βασικά ενεργειακά αγαθά: ΑΠ και ΦΑ. Συγκεκριμένα, η προσφορά ενέργειας της Ρωσίας είχε σε μεγάλο βαθμό αποκοπεί από τη συνολική παγκόσμια προσφορά ενέργειας,7 καθώς οι διεθνείς αγορές απέφευγαν να συνάψουν συμβόλαια αγοράς ενέργειας από τη Ρωσία, ενώ όταν το έκαναν τα συμβόλαια αυτά προέβλεπαν πολύ χαμηλότερες τιμές από τις αγοραίες, πέραν της απαγόρευσης εισαγωγής ρωσικού ΑΠ από τις ΗΠΑ και την αντίστοιχη ανακοίνωση σταδιακού εκμηδενισμού της εισαγωγής ρωσικού ΑΠ και ΦΑ στο ΗΒ.8 Οι αγορές υπό του αρτίου (discount) ή ακόμα και η αποφυγή αγοράς ρωσικών ΑΠ και ΦΑ προέρχονταν αφενός από την προεξόφληση των διεθνών αγορών σε μη μηδενική πιθανότητα μιας ενδεχόμενης αδυναμίας υλοποίησης των συμβολαίων αγοράς, εξαιτίας της επιβολής ουσιαστικών κυρώσεων και στις εξαγωγές αυτών των αγαθών, και αφετέρου από τη διεθνή κατακραυγή και τη δημιουργία κακής δημόσιας εικόνας όσων προέβαιναν σε αυτές τις αγορές.9 Καθώς η ρωσική προσφορά ενέργειας δεν αποτελεί ένα ασήμαντο τμήμα της παγκόσμιας προσφοράς ενέργειας, η κατ’ αρχάς μερική αποκοπή της αλλά και ο κίνδυνος ολικής αποκοπής της στη συνέχεια ισοδυναμούσαν σε άμεση μείωση της παγκόσμιας συνολικής προσφοράς ενέργειας και σε κίνδυνο περαιτέρω μείωσής της, τα οποία οδήγησαν σε άμεση αύξηση των τιμών της ενέργειας. Ειδικά για την Ευρώπη, τα παραπάνω ενισχύονται επιπλέον από τον πολύ μικρό βαθμό διαφοροποίησης των πηγών της ενέργειάς της και τον κίνδυνο αντι-κυρώσεων από τη Ρωσία στις ευρωπαϊκές χώρες της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, με μείωση της παροχής ΦΑ προς αυτές. Σημειώνεται ότι, παρά τη διαχρονική ανησυχία της ΕΕ και του ΝΑΤΟ για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, ο πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκει την ήπειρο όχι μόνο ενεργειακά μη ασφαλή, αλλά ενεργειακά εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από ένα κράτος με το οποίο έρχεται γεωπολιτικά αντιμέτωπη.10

Η πορεία των τιμών της ενέργειας, στη συνέχεια, εμφάνισε πολύ μεγάλη μεταβλητότητα, καθώς μια αρχική σημαντική αποκλιμάκωσή τους ακολουθήθηκε από εκ νέου κλιμάκωση, ιδιαίτερα όσον αφορά στο ΑΠ. Αναλυτικότερα, η τιμή του ΑΠ παρουσίασε αρχικά μια απότομη επιστροφή σε πιο λογικά επίπεδα, με την τιμή του να φτάνει στις 16 Μαρτίου τα $93,6 το βαρέλι, η οποία όμως πολύ γρήγορα αντιστράφηκε και από τις 21 Μαρτίου κυμαίνεται μεταξύ $107 και $116. Το δε ΦΑ παρουσίασε μια απότομη αποκλιμάκωση έως τις 16 Μαρτίου γυρνώντας σε επίπεδα κοντά στα €100 ανά MWh για περίπου μία εβδομάδα, ενώ από τις 23 Μαρτίου εμφάνισε κι αυτό μια επάνοδο, η οποία όμως ήταν σαφώς ηπιότερη αυτής του ΑΠ, και εφεξής κυμαίνεται με μεγάλη μεταβλητότητα μεταξύ €101 και €117 ανά MWh.

Η φάση της αποκλιμάκωσης των τιμών στις διεθνείς αγορές ενέργειας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια διόρθωση της αρχικής υπεραντίδρασής τους, όμως στην πραγματικότητα οφειλόταν μόνο εν μέρει στην καλύτερη πληροφόρηση και την ακόλουθη ενημέρωση των προσδοκιών, ενώ σε αυτήν είχαν επιδράσει και μια σειρά από νέους παράγοντες που δεν ήταν υπαρκτοί ή γνωστοί κατά τη φάση της ανόδου. Κατ’ αρχάς, η αρχική αναστάτωση των διεθνών αγορών ενέργειας άρχισε να δίνει τη θέση της σε μια ανακατανομή του διεθνούς εμπορίου ενέργειας, με τις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας να έχουν αρχίσει να ανακατευθύνονται προς ασιατικές αγορές (Ινδία, Κίνα κ.ά) και τους ετέρους διεθνούς εξαγωγείς ενέργειας να ανακατευθύνουν τις εξαγωγές τους προς τον δυτικό κόσμο. Δεύτερον, οι αρχικές εκτιμήσεις για έναν σχετικά εύκολο και γρήγορο πόλεμο για τη Ρωσία αποδείχθηκαν τελικά λανθασμένες, με τις ουκρανικές δυνάμεις να προβάλουν σθεναρή αντίσταση και να καταφέρνουν να σταθεροποιήσουν το μεγαλύτερο μέρος των μετώπων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η προσδοκώμενη ανάγκη για πολιτική απάντηση του δυτικού κόσμου στην επιβολή τετελεσμένων από τη Ρωσία (ενδεχόμενες: νέες προσαρτήσεις εδαφών, ανεξαρτητοποιήσεις και άλλων επαρχιών, ομοσπονδιοποίηση της Ουκρανίας, επιβολή κυβέρνησης-μαριονέτας στην Ουκρανία, κ.ά.), η οποία δεν θα μπορούσε παρά να αποτελείται από περαιτέρω οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις, να υποκατασταθεί από την ανάγκη στρατιωτικής και οικονομικής υποστήριξης της ουκρανικής άμυνας. Επιπρόσθετα, καθώς οι ουκρανικές δυνάμεις επιδείκνυαν στην πράξη μια σχετικά αποτελεσματική αμυντική ικανότητα, κατέστησαν την ενίσχυσή τους από τον δυτικό κόσμο ως μια πολύ πιο αποδοτική μέθοδο "τιμωρίας" των ρωσικών επιθετικών ενεργειών, έναντι των οικονομικών κυρώσεων οι οποίες ενέχουν οικονομικές επιπτώσεις και για τα κράτη που τις επιβάλλουν. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το ενδεχόμενο επιβολής ευρωπαϊκών κυρώσεων στις ενεργειακές εξαγωγές της Ρωσίας όχι μόνο γινόταν σαφές ότι δεν έχει σημαντικές πιθανότητες, αλλά επιπλέον η ανάγκη τους απομακρύνεται τουλάχιστον χρονικά. Και τρίτον, υπήρξαν θετικά μηνύματα από αμφότερες τις πλευρές των αντιμαχόμενων για την εξέλιξη του συνεχιζόμενου παράλληλου διπλωματικού διαλόγου μεταξύ τους. Μπορεί ο εν λόγω διάλογος να μην έχει αποφέρει κανένα απτό αποτέλεσμα προς την κατεύθυνση της κατάπαυσης του πυρός, αλλά η ίδια η ύπαρξή του συνεπάγεται μη μηδενική πιθανότητα τερματισμού των εχθροπραξιών στο άμεσο μέλλον.

Όσον αφορά στην εκ νέου κλιμάκωση των τιμών της ενέργειας στη συνέχεια, αυτή προέκυψε μόνο κατά ένα μέρος εξαιτίας των εξελίξεων του πολέμου στην Ουκρανία, και συγκεκριμένα εξαιτίας του φόβου των αγορών ότι η κοινή σύνοδος ΝΑΤΟ και ΕΕ θα επέφερε εμπάργκο και της ΕΕ στο ΑΠ της Ρωσίας. Ο σημαντικότερος παράγοντας που οδήγησε στην άνοδο των τιμών του ΑΠ την εβδομάδα 21-25 Μαρτίου είχε να κάνει με τις βλάβες που υπέστη εξαιτίας κακοκαιρίας ο σημαντικός αγωγός που μεταφέρει καζαχικό ΑΠ από την Κασπία Θάλασσα προς τον Εύξεινο Πόντο μέσω Ρωσίας.11 Ταυτόχρονα με όλα τα παραπάνω, η μεγάλη μεταβλητότητα των τιμών της ενέργειας ενισχύεται από μια νέα έξαρση κρουσμάτων της πανδημίας COVID-19 στην Κίνα, η οποία υπενθύμισε στις διεθνείς αγορές τον κίνδυνο μια εκτεταμένη αναζωπύρωση της πανδημίας να επιφέρει μια νέα επιβράδυνση της διεθνούς οικονομικής δραστηριότητας και κατάρρευση της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας. Όλα δείχνουν πως η διάδοχη εξέλιξη στις διεθνείς τιμές της ενέργειας θα συνεχίσει να χαρακτηρίζεται από μεγάλη μεταβλητότητα και θα εξαρτάται άμεσα από τις εξελίξεις –ακόμα και ώρα προς ώρα– στο στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο του πολέμου, αλλά και από την πορεία της νέας έξαρσης του κορωνοϊού στην Κίνα.

Στο μέτωπο του πληθωρισμού, πρέπει να γίνει σαφές ότι ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος θα δημιουργήσει επιπρόσθετες, και μάλιστα σημαντικές, πληθωριστικές πιέσεις πέραν των έμμεσων επιδράσεων που θα υπάρξουν ασφαλώς στο επίπεδο των τιμών μέσω του "καναλιού" του κόστους της ενέργειας. Αυτό οφείλεται σε δύο επιμέρους σημαντικές κατηγορίες αγαθών: τα τρόφιμα και τα μέταλλα.

Αμφότερα τα αντιμαχόμενα κράτη αποτελούν τους μεγαλύτερους παραγωγούς δημητριακών στην Ευρώπη και δύο από τους μεγαλύτερους παραγωγούς δημητριακών του κόσμου,12 ενώ από κοινού παρέχουν το 29% των παγκόσμιων εξαγωγών σιτηρών. Επίσης, οι δύο αυτές χώρες αποτελούν τους δύο μεγαλύτερους παραγωγούς και εξαγωγείς ελαιούχων σπόρων και ηλιελαίου στον κόσμο, με από κοινού μερίδιο στην παγκόσμια παραγωγή ηλιελαίου που ξεπερνά το 58% και μερίδιο στις παγκόσμιες εξαγωγές περί το 77%.13 Για τους λόγους αυτούς δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός των δύο αυτών χωρών ως "ο σιτοβολώνας της Ευρώπης". Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεπάγεται μια τεράστια διαταραχή στην ουκρανική αγροτική παραγωγή, καθώς σημαντικές εγκαταστάσεις και εξοπλισμός υφίστανται ζημιές, το εργατικό δυναμικό είτε επιστρατεύεται είτε προσφεύγει σε ασφαλέστερες περιοχές, ενώ ταυτόχρονα η δυνατότητα της χώρας να εξάγει αγαθά διά της θαλάσσιας οδού έχει διακοπεί πλήρως. Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι, δεδομένης της σημασίας που έχει η αγροτική παραγωγή στην οικονομία της χώρας, η ουκρανική κυβέρνηση καταβάλει μεγάλες προσπάθειες ώστε η διαταραχή του κύκλου της σοδειάς να είναι η μικρότερη δυνατή, παρέχοντας παραδείγματος χάριν άδειες σποράς στους επίστρατους.14 Παρ’ όλα αυτά, είναι μάλλον αναπόφευκτο να υπάρξει σημαντική μείωση της επόμενης σοδειάς, που θα έχει επιπτώσεις και στη μεθεπόμενη κ.ο.κ.15

Παράλληλα, οι διεθνείς κυρώσεις κατά της Ρωσίας δεν αφορούν μεν άμεσα στα αγροτικά της προϊόντα, αλλά δημιουργούν ευρύτερες έμμεσες δυσχέρειες στην παραγωγή και εξαγωγή των ρωσικών αγροτικών προϊόντων. Συγκεκριμένα, ένα τμήμα και των ρωσικών αγροτικών εξαγωγών έχει αποκοπεί από τη διεθνή αγορά, όπως συνέβη και με την ενέργεια, καθώς οι μεγάλοι διεθνείς αγοραστές αγροτικών προϊόντων αποφεύγουν τις συναλλαγές για ρωσικά προϊόντα. Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικοί περιορισμοί στη χρήση συναλλάγματος από την ίδια την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, ενώ η πρόσβαση των Ρώσων αγροτών σε απαραίτητες εισαγωγές εξοπλισμού και λιπασμάτων έχει περιοριστεί σημαντικά, εξαιτίας είτε των κυρώσεων είτε της πολύ μειωμένης αγοραστικής αξίας του ρουβλιού. Οι κυρώσεις, επίσης, στις μεγαλύτερες ρωσικές τράπεζες έχουν ήδη επιδράσει –και θα έχουν σίγουρα ακόμα περισσότερες επιδράσεις– στον ρωσικό αγροτικό τομέα16 ενώ οι ιδρυτές δύο εκ των μεγαλύτερων ρωσικών εταιρειών στο ευρύτερο φάσμα της αγροτικής παραγωγής και αγροδιατροφής έχουν τεθεί σε καθεστώς προσωπικών κυρώσεων.17

Στις άμεσες επιπτώσεις του πολέμου στην εξαγωγική προσφορά δημητριακών και ελαιούχων σπόρων των εμπόλεμων χωρών θα πρέπει να προσθέσουμε μερικές έμμεσες επιπτώσεις που επηρεάζουν ήδη την παραγωγή των γεωργικών αγαθών –γενικότερα– και στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτές έχουν να κάνουν με το πολύ αυξημένο κόστος της ενέργειας για τους γεωργούς, αιτία όσων έχουν εξηγηθεί παραπάνω, αλλά και με το εξίσου αυξημένο κόστος των λιπασμάτων. Δεν είναι ευρέως γνωστό, αλλά μία από τις κυριότερες πρώτες ύλες για την παραγωγή των λιπασμάτων είναι το ΦΑ, με το οποίο παράγεται μαζικά η αμμωνία που εμπεριέχεται στα λιπάσματα. Μία άλλη από τις κύριες πρώτες ύλες των λιπασμάτων είναι το κάλιο, το οποίο εξορύσσεται κατά ένα μεγάλο μέρος στη Ρωσία και τη Λευκορωσία, οι οποίες κατέχουν από κοινού ένα μερίδιο της παγκόσμιας παραγωγής άνω του 32,3%.18 Η εισαγωγή καλίου από αμφότερες αυτές τις χώρες είναι πλέον αντικείμενο κυρώσεων στον δυτικό κόσμο εξαιτίας του πολέμου, με ακόλουθο τη σημαντική αύξηση της διεθνούς τιμής του. Κοινή συνέπεια των παραπάνω είναι η δριμεία αύξηση του κόστους των λιπασμάτων, τα οποία σήμερα έχουν περίπου τριπλάσιο κόστος σε σχέση με ό,τι ίσχυε ένα έτος πριν, ενώ το σύνολο της παγκόσμιας γεωργικής παραγωγής αντιμετωπίζει σημαντική αύξηση κόστους.

Οι τιμές των δημητριακών και των ελαιούχων σπόρων έχουν, λοιπόν, διπλή επιβάρυνση με αποτέλεσμα τις μεγάλες αυξήσεις στις διεθνείς αγορές, καθώς προεξοφλείται αφενός η δριμεία μείωση στο άμεσο μέλλον των εξαγωγών αυτών των αγαθών από τους μεγαλύτερους παγκόσμιους εξαγωγείς τους και αφετέρου η αύξηση στο κόστος παραγωγής τους και στον υπόλοιπο κόσμο. Ενδεικτικά, το μαλακό σιτάρι από το επίπεδο των €271,75 ανά τόνο19 που συναλλασσόταν στις 18 Φεβρουαρίου 2022 έφτασε στις 25 Μαρτίου να αποτιμάται στα €381,25 ανά τόνο, αυξημένο κατά 40,3% –μάλιστα, στις 7 Μαρτίου είχε προσωρινά καταγράψει το ιστορικό υψηλό των €450 ανά τόνο. Το καλαμπόκι, κατά το ίδιο διάστημα, είχε ελαφρύτερη αύξηση, με την τιμή του να φτάνει στις 25 Μαρτίου τα $7,54 ανά μόδιο, από τα $6,54 ανά μόδιο στις 18 Φεβρουαρίου, μια αύξηση κατά 15,3%. Η δε ελαιοκράμβη είχε στο ίδιο διάστημα μια αύξηση κατά 37,7%, από τα €703,75 στα €969,25 ανά τόνο. Θα πρέπει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι, όπως εξηγείται και στην έκθεση, οι αυξήσεις αυτές επιβλήθηκαν επί ήδη σημαντικά αυξημένων επιπέδων τιμών στα δημητριακά και τους ελαιούχους σπόρους, μετά από δύο έτη μεγάλων ανατιμήσεων.20 Οι μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των δημητριακών και των ελαιούχων σπόρων συνεπάγονται αντίστοιχα μεγάλες πιέσεις κόστους όχι μόνο για τα τρόφιμα φυτικής προέλευσης, αλλά για το σύνολο των τροφίμων, καθώς πολλά δημητριακά χρησιμοποιούνται και ως ζωοτροφή. Οι αναφερόμενες πιέσεις στο κόστος της παραγωγής τροφίμων λειτουργούν επιπρόσθετα στις απευθείας επιδράσεις από τις ανατιμήσεις της ενέργειας, με συνέπεια τη δημιουργία ενός "εκρηκτικού" μείγματος για το επίπεδο των τιμών του βασικότερου αγαθού για τον άνθρωπο, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.

Πέραν της επίδρασης του πολέμου στις τιμές των τροφίμων, μια άλλη κύρια ροή πληθωριστικών πιέσεων από τον πόλεμο προκύπτει από τις επιπτώσεις του στις διεθνείς αγορές διαφόρων από τα πλέον βασικά μέταλλα. Η μεγάλη έκταση της Ρωσίας κληροδοτεί τη ρωσική οικονομία με έναν ιδιαίτερα ισχυρό πρωτογενή τομέα, όχι μόνο ως προς τα γεωργικά προϊόντα, αλλά και ως προς τις εξορυκτικές δραστηριότητες. Αποτέλεσε μάλιστα μία από τις κυριότερες προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης η ανάπτυξη του κλάδου της εξόρυξης, στην προσπάθεια επίτευξης της απαραίτητης αυτάρκειας σε μια σειρά από κρίσιμα ορυκτά και μέταλλα. Ως αποτέλεσμα, η Ρωσία αποτελεί σήμερα μια από τις μεγαλύτερες παραγωγούς και εξαγωγείς ορυκτών και μετάλλων στον κόσμο, με την παγκοσμιοποιημένη διεθνή οικονομία να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές αυτές για την κάλυψη των αναγκών της. Ήδη την περίοδο πριν από τον πόλεμο, καθώς γίνονταν γνωστές οι πολεμικές προετοιμασίες της Ρωσίας και η πιθανότητα του πολέμου αυξανόταν, κάποια από τα βασικότερα μέταλλα που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία, όπως το αλουμίνιο, το νικέλιο και ο χάλυβας, είχαν σημαντικές αυξήσεις των τιμών τους, οι οποίες ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο με το ξέσπασμα του πολέμου.

Ενδεικτικά, το αλουμίνιο, στο οποίο η Ρωσία είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός χώρα στον κόσμο παράγοντας το 5,6% της παγκόσμιας παραγωγής,21 είχε από τις αρχές Φεβρουαρίου του 2022 ήδη σημειώσει το υψηλότερο επίπεδο τιμής μετά το 2008 ($3.183,5 ανά τόνο στις 8 Φεβρουαρίου, 12% υψηλότερα από την αρχή του έτους) και έφτασε στις 4 Μαρτίου να συναλλάσσεται στα $3.849 ανά τόνο (27,3% υψηλότερο από την αρχή του έτους), η οποία τιμή είναι η υψηλότερη όλων των εποχών. Η τιμή του νικελίου, στο οποίο επίσης η Ρωσία αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη παραγωγό του κόσμου με μερίδιο 10% στην παγκόσμια παραγωγή,22 κυμαινόταν ήδη τις τρεις πρώτες εβδομάδες του Φεβρουαρίου περί τα $23.700 ανά τόνο (13,6% υψηλότερα από την αρχή του έτους) και μετά την έναρξη του πολέμου εκτοξεύθηκε στο υψηλότερο επίπεδό της μετά το 2007, στα $48.241 ανά τόνο (στις 10 Μαρτίου -υπερδιπλασιασμός της τιμής του μέσα στις δύο πρώτες εβδομάδες του πολέμου), για να καταλήξει να ανταλλάσσεται στις 25 Μαρτίου στα $35.550 ανά τόνο (71,5% υψηλότερα από την αρχή του έτους). Παρόμοια συμπεριφορά τιμών είχαν και τα διάφορα είδη σιδηρούχων μετάλλων, όπως ο χάλυβας (Ρωσία: η πέμπτη μεγαλύτερη παραγωγός, με μερίδιο 3,8%), ενώ σημαντικές διαταραχές εμφάνισαν πολλά ακόμα βασικά μέταλλα, όπως ο χαλκός (έβδομη μεγαλύτερη παραγωγός, με μερίδιο 5%), το τιτάνιο (τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός, με μερίδιο 15,7%), το κοβάλτιο (δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγός, με μερίδιο 5,1%), ο ψευδάργυρος (2% μερίδιο παραγωγής) και το παλλάδιο23 (η μεγαλύτερη παραγωγός στον κόσμο, με μερίδιο σχεδόν 41%).

Αιτία των ανατιμήσεων και διαταραχών στις τιμές των μετάλλων αποτελεί ασφαλώς η επιβολή σημαντικών κυρώσεων από την ΕΕ, τις ΗΠΑ και διάφορες ακόμα χώρες. Συγκεκριμένα, η ΕΕ έχει επιβάλει απαγόρευση εισαγωγών συγκεκριμένων μορφών χάλυβα (προϊόντα έλασης) από τη Ρωσία, στα πλαίσια του υφιστάμενου καθεστώτος προστασίας του χάλυβα. Δεύτερον, οι ΗΠΑ, η ΕΕ, ο Καναδάς και η Ιαπωνία έχουν αφαιρέσει τη Ρωσία από τη λίστα των χωρών με τον χαρακτηρισμό του "Πλέον Ευνοημένου Κράτους" ("Most Favored Nation", MFN), κάνοντας χρήση ειδικών εξαιρέσεων στις διατάξεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) που υποχρεώνουν κάθε κράτος-μέλος του να διατηρεί τον χαρακτηρισμό MFN σε όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη του.24 Αυτό συνεπάγεται ότι τα κράτη αυτά παύουν να υποχρεούνται να αντιμετωπίζουν το διεθνές εμπόριο με τη Ρωσία με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζουν το διεθνές εμπόριο με κάθε άλλο μέλος του ΠΟΕ και συνεπώς μπορούν να ορίσουν οποιαδήποτε διάκριση στην εμπορική τους πολιτική θεωρούν αναγκαία (δασμοί, απαγορεύσεις, ποσοστώσεις κτλ). Τρίτον, το Χρηματιστήριο του Λονδίνου έχει αναστείλει τις συναλλαγές των παγκόσμιων αποδείξεων αποθετηρίου (Global Repository Receipts, GDR)25 βασικών ρωσικών εταιρειών στον κλάδο της εξόρυξης και μεταλλουργίας, ενώ διάφορες διεθνείς συμπράξεις με ρωσικούς κολοσσούς των κλάδου αυτών έχουν πρακτικά διαλυθεί.26 Τέλος, οι ιδρυτές/ιδιοκτήτες μερικών από τις μεγαλύτερες ρωσικές εταιρείες των κλάδων της εξόρυξης και μεταλλουργίας έχουν τεθεί σε καθεστώς προσωπικών κυρώσεων.27

Καθώς, λοιπόν, τα μέταλλα αυτά αποτελούν σημαντικές πρώτες ύλες για το σύνολο της παγκόσμιας μεταλλουργίας και το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας βιομηχανίας και των κατασκευών, γίνεται σαφές ότι τα προβλήματα επάρκειάς τους και η αύξηση στο κόστος τους πρόκειται να επιφέρουν διπλή διαταραχή στους κλάδους αυτούς. Αφενός, η παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα δεν έχει συνέλθει ακόμα από τις διαταράξεις που προέκυψαν εξαιτίας της πανδημίας, με τις καθυστερήσεις των μεταφορών και τις ελλείψεις των πρώτων υλών να είναι εμφανείς διεθνώς στην πλειονότητα των κλάδων του δευτερογενούς τομέα. Οι περαιτέρω διαταραχές στη διεθνή προσφορά των κυριότερων χρησιμοποιούμενων μετάλλων πρόκειται να επιδεινώσει σημαντικά το μεγάλο αυτό πρόβλημα της συνολικής προσφοράς παγκοσμίως. Ως αποτέλεσμα, η συνολική προσφορά θα γίνει ακόμα δυσκολότερο να ανταποκριθεί στην αυξημένη, μετά την πανδημία, συνολική ζήτηση, με συνέπεια οι πιέσεις στο επίπεδο των τιμών να γίνουν ακόμα μεγαλύτερες. Αφετέρου, δε, η αύξηση του κόστους σε μια σειρά από τις πλέον βασικές πρώτες ύλες για τους αναφερόμενους κλάδους, σε συνδυασμό μάλιστα με την αύξηση του κόστους της ενέργειας και το γεγονός ότι οι κλάδοι αυτοί είναι υψηλής έντασης ενέργειας, δεν μπορεί παρά να αντικατοπτριστεί σε επιπλέον αύξηση των τιμών στα προϊόντα τους. Η κοινή απόρροια των παραπάνω είναι μια σημαντική, επιπρόσθετη της ήδη υπάρχουσας, επιβάρυνση στις τιμές των περισσότερων τελικών βιομηχανικών αγαθών καθαρά εξαιτίας του πολέμου, στην οποία αν συνυπολογίσουμε την επιβάρυνση των τιμών όλων των τροφίμων, επίσης καθαρά εξαιτίας του πολέμου, καταλήγουμε σε ένα νέο τσουνάμι εισαγόμενου πληθωρισμού που πρόκειται να κατακλύσει την παγκόσμια οικονομία τους προσεχείς μήνες.

Τέλος, όσον αφορά στο ζήτημα του δημόσιου χρέους, μπορεί ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος να μην έχει κάποια άμεση συσχέτιση με το ελληνικό δημόσιο χρέος, υπάρχουν όμως έμμεσες επιδράσεις που είναι πολύ πιθανό να επηρεάσουν το κόστος με το οποίο δανείζεται το ελληνικό δημόσιο. Η ρωσική επίθεση ανέδειξε το έλλειμμα ασφαλείας των ευρωπαϊκών χωρών οι οποίες, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, είχαν "ξεχάσει" την ανάγκη για διατήρηση ενός επιπέδου αξιόμαχου στις ένοπλες δυνάμεις τους μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, μειώνοντας στο ελάχιστο τις δαπάνες εξοπλισμού και ανάπτυξης νέων οπλικών συστημάτων, όπως επίσης και το στρατιωτικό τους προσωπικό. Η προσφυγή, λοιπόν, σε μια καθαρή επίδειξη "σκληρής δύναμης" για την επίλυση μιας διακρατικής διαφωνίας στο "κατώφλι" της Ευρώπης έχει αφυπνίσει τις –πρακτικά αφοπλισμένες– ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες με πρωτοστάτη τη Γερμανία28 προχωρούν σε άμεσο επανεξοπλισμό και αύξηση των αμυντικών τους δαπανών. Η Ελλάδα δεν περιλαμβάνεται σε αυτές τις χώρες, καθώς εξαιτίας των δικών της γεωπολιτικών συνθηκών διατηρεί διαχρονικά, έστω και με τους αυστηρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς που υπάρχουν από την αρχή της οικονομικής κρίσης, σημαντικό αμυντικό προϋπολογισμό και ισχυρές ένοπλες δυνάμεις. Επομένως, η χώρα μας δεν καλείται να προβεί σε άμεση αύξηση των αμυντικών της δαπανών, τουλάχιστον όχι πέραν αυτού που ήδη προγραμμάτιζε. Όμως, η σημαντική προσεχής αύξηση των αμυντικών δαπανών στις περισσότερες χώρες της ΕΕ συνεπάγεται μια γενικευμένη δημοσιονομική επέκταση που ασφαλώς θα αυξήσει τα επίπεδα δημόσιου χρέους στην ΕΕ.

Οι αυξημένες ανάγκες για αμυντικές δαπάνες στην ΕΕ έρχονται σε συνδυασμό με τις λοιπές επιδράσεις του πολέμου στα ζητήματα της ενεργειακής κρίσης και της έκρηξης του πληθωρισμού ως επιπλέον στοιχεία μιας σειράς από παράγοντες που επηρεάζουν αυξητικά τον συστημικό κίνδυνο του δημόσιου χρέους στην ΕΕ και την Ευρωζώνη. Τα δύο πρώτα έτη της πανδημίας οδήγησαν τις ευρωπαϊκές οικονομίες σε ταυτόχρονα σημαντική οικονομική συρρίκνωση και αύξηση του δημόσιου χρέους· η δυσθεώρητη αύξηση των τιμών της ενέργειας στο δεύτερο μισό του 2021 περιορίζει τις αναπτυξιακές δυνατότητες όλων των οικονομιών της ΕΕ· η έκρηξη του πληθωρισμού δημιουργεί πιέσεις στην ΕΚΤ όχι μόνο να μετριάσει τη σημαντικά επεκτατική νομισματική πολιτική που ασκεί, αλλά να ασκήσει ενδεχομένως και περιοριστική νομισματική πολιτική στο άμεσο μέλλον,29 ενδεχόμενο που αν πραγματοποιηθεί θα επιβραδύνει περαιτέρω τις οικονομίες της Ευρωζώνης· και πλέον, εξαιτίας του πολέμου, έχουμε επιπρόσθετα πολύ ισχυρότερες κρίσεις σε ενέργεια και πληθωρισμό και επιπλέον αύξηση του δημόσιου χρέους. Η σύνθεση όλων αυτών των παραγόντων, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό αλληλοενισχύονται, έχει ως αναπόφευκτες κοινές συνισταμένες την επιβράδυνση της οικονομικής ανάκαμψης και την αύξηση του δημόσιου χρέους σε ΕΕ και Ευρωζώνη. Αυτές, σε συνδυασμό ασφαλώς με την αύξηση του γεωπολιτικού κινδύνου στην Ευρώπη, επαυξάνουν τον συστημικό κίνδυνο του δημόσιου χρέους σε ΕΕ και Ευρωζώνη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κόστος δανεισμού των επιμέρους χωρών τους. Η Ελλάδα είναι η πλέον ευάλωτη χώρα της Ευρωζώνης όσον αφορά στη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους της και διατηρεί τις χειρότερες πιστοληπτικές αξιολογήσεις μεταξύ των χωρών του ευρώ, που συνεχίζουν να την κατατάσσουν σε μη επενδυτική βαθμίδα. Συνεπώς, η χώρα μας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη ως προς τις ενδεχόμενες κρίσεις εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών προς το δημόσιο χρέος σε ευρώ.

Εν κατακλείδι, καθώς η Ελλάδα αφήνει πίσω της την ύφεση που προκάλεσε η πανδημία και έρχεται αντιμέτωπη και πάλι με τα πραγματικά και θεμελιώδη προβλήματα που εξ αρχής επέφεραν την οικονομική κρίση, καλείται να αντιμετωπίσει 3+1 επιπλέον εστίες κινδύνου: την ενεργειακή κρίση, την έκρηξη του πληθωρισμού, το μεγάλο δημόσιο χρέος της και επιπλέον τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, ο οποίος ενισχύει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις τρεις πρώτες εστίες κινδύνου. Στο δυσμενές αυτό πλαίσιο, έχει την ευχέρεια να χρησιμοποιήσει σημαντικούς ευρωπαϊκούς πόρους, όμως δεδομένου ότι οι νέες αυτές προκλήσεις έχουν πανευρωπαϊκό χαρακτήρα, θα χρειαστεί να εργαστεί εντατικά και να συμμετάσχει ενεργά στον προσδιορισμό του νέου ευρωπαϊκού πλαισίου30, που θα αποτελέσει τον "κυματοθραύστη" πίσω από τον οποίο η ΕΕ θα αποτελεί έναν πραγματικά απάνεμο καλό λιμένα για τα κράτη-μέλη της.

 


Παραπομπές

1. Μακαντάση, Φ. & Βαλεντής, Η. (2022, Μάρτιος). Outlook της Ελληνικής Οικονομίας: Η πραγματική της κατάσταση, οι κίνδυνοι και οι προοπτικές. διαΝΕΟσις. Η έκθεση αυτή είναι διαθέσιμη εδώ.

2. Το εν λόγω ψήφισμα υποστηρίχθηκε από 96 κράτη, υπερψηφίστηκε από 141 κράτη, καταψηφίστηκε από μόλις 5 κράτη, ενώ 35 παρόντα κράτη απείχαν από την ψηφοφορία και 12 κράτη ήταν απόντα. Βλέπε το επίσημο έγγραφο του ψηφίσματος εδώ.

3. Αναφερόμαστε όχι μόνο σε χώρες συμμάχους του ΝΑΤΟ, όπως η Αυστραλία, η Ν. Ζηλανδία, η Ιαπωνία και η Ν. Κορέα, αλλά και σε παραδοσιακά ουδέτερες χώρες, όπως η Σουηδία, η Φινλανδία και η Ελβετία.

4. Η τιμή αυτή ήταν κατά 70,3% υψηλότερη της τιμής του ΑΠ προ πανδημίας (πενταετής μέσος όρος προ πανδημίας: $52,96 ανά βαρέλι).

5. Η τιμή αυτή ήταν υπερτετραπλάσια (x4,22) της τιμής του ΦΑ προ της πανδημίας (πενταετής μέσος όρος προ πανδημίας: €17,25 ανά MWh).

6. Η παράθεση ημερήσιων τιμών για το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας δεν προσφέρει πραγματική πληροφόρηση, εξαιτίας της πολύ μεγάλης εγγενούς μεταβλητότητας που παρουσιάζει, καθώς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τοπικές μετεωρολογικές συνθήκες που επηρεάζουν τη ζήτηση (για θέρμανση/ψύξη) και την προσφορά (αιολικά και φωτοβολταϊκά). Υπενθυμίζουμε όμως ένα ενδεικτικό εύρημα της έκθεσης, ότι η μέση ευρωπαϊκή αύξηση του κόστους στην ηλεκτρική ενέργεια το 2021 αναλογούσε στο 60% της αύξησης του κόστους του ΦΑ, ενώ για την Ελλάδα η αντίστοιχη αναλογία ήταν στο 80%.

7. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της κυβέρνησης του ΗΒ, το 70% των εξαγωγών ρωσικού ΑΠ αντιμετώπιζε δυσκολία εύρεσης αγοραστή. Βλέπε σχετική ανακοίνωση (8/3/2022) εδώ.

8. Αμφότερες αυτές οι κυρώσεις στα ρωσικά ενεργειακά αγαθά έχουν μάλλον συμβολικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι εισαγωγές ρωσικών ΑΠ και ΦΑ στις ΗΠΑ και στο ΗΒ ήταν πολύ μικρής και πρακτικά ασήμαντης αξίας. Σημειώνεται ότι οι χώρες αυτές είναι αμφότερες παραγωγοί ΑΠ και ΦΑ.

9. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού είναι η διαβόητη αγορά ρωσικού ΑΠ από τη Shell στις 7 Μαρτίου 2022. Η αγορά αυτή πραγματοποιήθηκε με σημαντική έκπτωση $28,5 έναντι της τρέχουσας αγοραίας τιμής. Παρ’ όλα αυτά ο ολλανδικός ενεργειακός κολοσσός εξαναγκάστηκε από τις μεγάλες αντιδράσεις να ανακοινώσει μια μέρα μετά ότι θα απέχει από τη σύναψη νέων συμβολαίων για ρωσικά ενεργειακά αγαθά εφεξής και ότι θα κατευθύνει τα κέρδη από τη συγκεκριμένη αγορά σε ανθρωπιστικούς σκοπούς στην Ουκρανία. Βλέπε την εν λόγω ανακοίνωση εδώ.

10. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ΕΕ εισάγει το 90% των αναγκών της σε ΦΑ, με σχεδόν το ήμισυ (45%) αυτών των εισαγωγών να προέρχεται από τη Ρωσία. Βλέπε σχετική ανακοίνωση εδώ.

11. Πρόκειται για τον αγωγό CPC ("Caspian Pipeline Consortium"), ο οποίος μεταφέρει προς τη θαλάσσια οδό τα 2/3 των εξαγωγών ΑΠ του Καζακστάν, ήτοι 1,4 εκατ. βαρέλια ΑΠ την ημέρα, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 2,3% της παγκόσμιας θαλάσσιας μεταφοράς ΑΠ. Σημειώνεται ότι το ΑΠ που προέρχεται από τον αγωγό αυτόν έχει εξαιρεθεί ρητά από τις κυρώσεις των ΗΠΑ και του ΗΒ.

12. Η Ρωσία ήταν το 2018 η πέμπτη μεγαλύτερη παραγωγός δημητριακών στον κόσμο, με παραγωγή σχεδόν 110 εκατ. τόνων (3,7% της παγκόσμιας παραγωγής), ενώ η Ουκρανία ήταν η όγδοη μεγαλύτερη παραγωγός δημητριακών στον κόσμο, με παραγωγή περίπου 69 εκατ. τόνων (2,3% της παγκόσμιας παραγωγής).

13. Η Ουκρανία ήταν το 2021 η μεγαλύτερη παραγωγός ηλιέλαιου στον κόσμο, με παραγωγή 64,5 δισ. τόνους (30,6% της παγκόσμιας παραγωγής), με τη Ρωσία να είναι η δεύτερη μεγαλύτερη, με παραγωγή 58,2 δισ. τόνου (27,6% της παγκόσμιας παραγωγής). Όσον αφορά τα επιμέρους μερίδια των παγκόσμιων εξαγωγών, η Ουκρανία κατείχε το 48% ενώ η Ρωσία το 29%, στις δύο τελευταίες σοδειές (2019-20 και 2020-21).

14. Βλέπε, ενδεικτικά, σχετικό ρεπορτάζ του Reuters εδώ.

15. Υπάρχουν διάφορες εκτιμήσεις για το ύψος των απωλειών στην επόμενη ουκρανική σοδειά, όμως η μεταβλητότητά τους λόγω των εξελίξεων στο στρατιωτικό επίπεδο είναι προς το παρόν πολύ μεγάλη.

16. Ενδεικτικά, η VTB, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ρωσίας και μία εκ των τραπεζών που ετέθησαν σε καθεστώς κυρώσεων από τη Δύση, αναγκάστηκε να παραχωρήσει το πλειοψηφικό πακέτο της Demetra-Holding, της μεγαλύτερης ρωσικής εταιρείας στον κλάδο των σιτηρών, η οποία ελέγχει περισσότερο από το 25% των ρωσικών εξαγωγών σιτηρών.

17. Πρόκειται για τον Vadim Moshkovich, ιδρυτή της Rusagro η οποία είναι μία από τις μεγαλύτερες ρωσικές εταιρείες στον κλάδο της αγροδιατροφής, και τον Andrei Melnichenko, ιδρυτή της Eurochem η οποία είναι η μεγαλύτερη ρωσική εταιρεία παραγωγής λιπασμάτων.

18. Η Ρωσία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγός καλίου, με ετήσια εξόρυξη 7,2 εκατ. τόνων ισοδύναμου οξειδίου του καλίου (K2O) και παγκόσμιο μερίδιο 17,1%. Η Λευκορωσία είναι τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός, με ετήσια εξόρυξη 6,4 εκατ. τόνων ισοδύναμου K2O και παγκόσμιο μερίδιο 15,2%.

19. Δεδομένα τιμών από το Markets Insider του Business Insider.

20. Ειδικότερα όσον αφορά στα αναφερόμενα αγαθά:

  • η διεθνής τιμή του μαλακού σιταριού ήταν ήδη αυξημένη προ του πολέμου κατά σχεδόν 47% έναντι της μέσης τιμής του για το 2019,
  • η διεθνής τιμή του καλαμποκιού ήταν αντίστοιχα ήδη αυξημένη κατά παραπάνω από 69% έναντι της μέσης τιμής του για το 2019 και
  • η διεθνής τιμή της ελαιοκράμβης ήταν αντίστοιχα ήδη αυξημένη κατά 85,5% έναντι της μέσης τιμής της για το 2019.

21. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γεωλογικού Ινστιτούτου των ΗΠΑ (US Geological Survey, USGS), η Ρωσία το 2019 παρήγαγε περίπου 3,6 εκατ. τόνους αλουμινίου, έναντι περίπου 64 εκατ. τόνων παγκόσμιας παραγωγής.

22. Σύμφωνα με τα στοιχεία του USGS, η Ρωσία το 2019 παρήγαγε περίπου 270 χιλ. τόνους νικελίου, έναντι περίπου 2,7 εκατ. τόνων παγκόσμιας παραγωγής.

23. Το παλλάδιο θεωρείται μεν πολύτιμο μέταλλο αλλά έχει ευρύτατη χρήση στη βιομηχανία, καθώς αποτελεί το κύριο μέταλλο για την κατασκευή των καταλυτών στα οχήματα και έχει πολλές ακόμα χρήσεις στη βιομηχανία των ηλεκτρονικών.

24. Συγκεκριμένα, το άρθρο 21 της "Συμφωνίας του Μαρακές" του 1994, που αποτελεί την ιδρυτική πράξη του ΠΟΕ, περιλαμβάνει εξαιρέσεις στους γενικούς κανόνες του ΠΟΕ οι οποίες έχουν να κάνουν με "την προστασία των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας" ενός κράτους-μέλους, ιδίως "σε καιρό πολέμου ή άλλης έκτακτης ανάγκης στις διεθνείς σχέσεις". Βάσει αυτών των εξαιρέσεων η Ρωσία δικαιολόγησε το 2019 τις κυρώσεις που επέβαλε στην Ουκρανία, με το δικαίωμά της να προβεί στις εν λόγω κυρώσεις να κρίνεται θετικά από κριτική επιτροπή του ΠΟΕ. Η Ρωσία διατηρεί σήμερα το δικαίωμα να ασκήσει έφεση σε αυτές τις κυρώσεις, αλλά δεν υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες η έφεσή της να γίνει δεκτή.

25. Το GDR είναι ένας τύπος τραπεζικού πιστοποιητικού που αντιπροσωπεύει μετοχές σε μια ξένη εταιρεία, οι οποίες ανήκουν σε ένα ξένο υποκατάστημα της εν λόγω διεθνούς τράπεζας. Μέσω της συναλλαγής των GDR σε ένα χρηματιστήριο, στο οποίο εμφανίζονται ως εγχώριοι τίτλοι, επιτυγχάνεται η συναλλαγή των υποκείμενων ξένων μετοχών· και με τον τρόπο αυτό καθίσταται εφικτή η συναλλαγή κάποιων μετοχών σε παραπάνω από ένα διεθνή χρηματιστήρια.

26. Βλέπε ενδεικτικά τη σύμπραξη της καναδικής Rio Tinto με τη ρωσική Rusal στην ιδιοκτησία του εργοστασίου επεξεργασίας αλουμινίου Queenland Alumina.

27. Πρόκειται για τον Oleg Deripaska, ιδρυτή της Rusal, τον Roman Abramovich, μεγαλομέτοχο των Evraz και Nornickel, τον Alisher Usmanov, ιδρυτή της Metalloinvest, και τον Alexei Mordashov, πρόεδρο του ΔΣ της Severastal.

28. Ο καγκελάριος της Γερμανίας Ολαφ Σολτς ανακοίνωσε σε μια ιστορική του ομιλία στις 27 Φεβρουαρίου την απόφασή του για άμεσο επανεξοπλισμό της χώρας του με ένα πρόγραμμα-"μαμούθ", ύψους €100 δισ., την εφεξής διατήρηση του αμυντικού προϋπολογισμού σε επίπεδα άνω του 2% –σε συμφωνία με τις συμμαχικές υποχρεώσεις που η Γερμανία μέχρι σήμερα αγνοούσε, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ– και τη συμμετοχή της χώρας του σε μεγάλα διεθνή προγράμματα ανάπτυξης αμυντικών συστημάτων.

29. Υπενθυμίζουμε ότι, βάσει της απόφασης του ΔΣ της ΕΚΤ στις 10 Μαρτίου 2022, η κεντρική τράπεζα του ευρώ διατήρησε μηδενικό το κύριο βασικό επιτόκιο (Main Refinancing Operations, MRO) και επιβράδυνε ελαφρώς το πρόγραμμα μαζικών αγορών χρεογράφων (PSPP), παρά τις προσδοκίες για σημαντικά μεγαλύτερο περιορισμό της νομισματικής πολιτικής, επικαλούμενη τους φόβους για επιβράδυνση των οικονομιών της Ευρωζώνης εξαιτίας του πολέμου. Η ΕΚΤ εξετάζει τον ενδεχόμενο τερματισμό του PSPP τον Μάιο, ενώ διευκρινίζει ότι οι αλλαγές στα βασικά της επιτόκια θα γίνουν μόνο μετά το τέλος του PSPP και θα είναι σταδιακές.

30. Για τα βασικά σημεία συζήτησης του δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ βλ. εδώ την έκθεση των Παγουλάτου Γ. & Δ. Τσίγγου για λογαριασμό της διαΝΕΟσις.