Υπάρχουν δύο αντιλήψεις ευρύτατα διαδεδομένες στον δημόσιο διάλογο: πρώτον, ότι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, γενικά, "δεν γίνονται". Ότι σπανίζουν, ότι το πολιτικό σύστημα δεν τις θέλει, ότι πολλά μικρά και μεγάλα συμφέροντα τις πολεμάνε και ότι τελικά ποτέ, τίποτε δεν προχωρά. Δεύτερον, ότι κι αυτές που γίνονται είναι συνήθως αποτέλεσμα της πολιτικής βούλησης και του πολιτικού θάρρους κάποιου μεμονωμένου, φωτισμένου πολιτικού προσώπου ή ενός συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Όπως περιγράφεται γλαφυρά στις σελίδες του "10 Μεταρρυθμίσεις Που Άλλαξαν Την Ελλάδα", τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Πρώτα απ’ όλα, στα 200 χρόνια που μεσολάβησαν από την έναρξη της Επανάστασης μεταρρυθμίσεις έγιναν, και δεν ήταν λίγες. Όλες οι σημαντικές αλλαγές που μετέτρεψαν μια φτωχή επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ένα επιτυχημένο και σύγχρονο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχεδόν ποτέ δεν υλοποιούνταν χάρη μόνο στην καπατσοσύνη και το θάρρος φωτισμένων ανθρώπων ή μεμονωμένων πολιτικών δυνάμεων.
Το θέμα αυτού του βιβλίου δεν ήταν να επιλεγούν οι 10 "σημαντικότερες" μεταρρυθμίσεις στα 200 χρόνια της ιστορίας της Ελλάδας, ούτε απλά μια ιστορική καταγραφή σημαντικών πολιτικών γεγονότων. Γι’ αυτό ζητήθηκε από τους δέκα συγγραφείς, η καθεμία και ο καθένας εκ των οποίων γνωρίζουν πολύ καλά τη μεταρρύθμιση για την οποία γράφουν, αλλά και το πολιτικό και ιστορικό της πλαίσιο (πολλοί έχουν γράψει ή διδάξει για το θέμα τους), να μην αρκεστούν στην εξιστόρηση και την αξιολόγηση της κάθε μεταρρύθμισης, το πότε έγινε και το γιατί είναι σημαντική, αλλά να αναλύσουν και την πολιτική της ιστορία. Ποιος την εισηγήθηκε; Ποιοι αντιδρούσαν; Πώς πέρασε τελικά από το πολιτικό μας σύστημα; Ποια ήταν τα εμπόδια που αντιμετώπισε και πώς ξεπεράστηκαν; Τι έλεγε ο λαός πριν περάσει, και πώς την υποδέχτηκε μετά; Ο στόχος είναι στο τέλος της ανάγνωσης των δέκα κεφαλαίων του βιβλίου να έχετε βγάλει κάποια συμπεράσματα για τον τρόπο λειτουργίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος διαχρονικά και, ίσως, να έχετε βρει μία ή περισσότερες απαντήσεις στο ερώτημα "πώς περνάνε οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα;"
Εδώ αξίζει να σας πω ότι η επιλογή των δέκα μεταρρυθμίσεων για τις οποίες θα διαβάσετε έγινε με κάποια βασικά κριτήρια: όλες είναι σημαντικές (αν και όχι απαραίτητα "οι σημαντικότερες") επειδή άλλαξαν κάτι κομβικό και κρίσιμο στην πολιτική, κοινωνική ή οικονομική ζωή του τόπου. Επιπλέον, είναι μεταρρυθμίσεις που πέρασαν σε συνθήκες περισσότερο ή λιγότερο εύρυθμης δημοκρατικής κανονικότητας.1 Συγκεκριμένα, ο Ξενοφών Κοντιάδης γράφει για το Σύνταγμα της Τροιζήνας που ψηφίστηκε στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση το 1827, το πρώτο που κατοχύρωνε ρητά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η Λύντια Τρίχα γράφει για την αρχή της δεδηλωμένης, ίσως τη βασικότερη αρχή του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος, που υπαγορεύει ότι η κυβέρνηση πρέπει να έχει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Αυτή καθιερώθηκε το 1875. Η Κατερίνα Γαρδίκα γράφει για την καταπολέμηση της ελονοσίας, την πιο εκτεταμένη και διαδεδομένη αρρώστια που έπληττε τον ελληνικό πληθυσμό ολόκληρο τον 19ο και μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα –και συγκεκριμένα για μια σημαντική παρέμβαση που ξεκίνησε το 1905 και δεν προήλθε από το κράτος ή από κάποιο ξένο παράγοντα, αλλά από αυτό που σήμερα αποκαλούμε "κοινωνία των πολιτών". Ο Σπύρος Βλαχόπουλος γράφει για τη συνταγματική κατοχύρωση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων που, μετά από πολλές περιπέτειες, πέρασε το 1911. Η Ιωάννα Σαπφώ Πεπελάση γράφει για τη θεσμική κατοχύρωση του θεσμού της Ανώνυμης Εταιρείας που, επίσης μετά από πολλές δεκαετίες προσπαθειών, πέρασε το 1920. Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος γράφει για την υποδοχή και την αποκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1920, κυρίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Θωμάς Μαλούτας γράφει για την αντιπαροχή, ένα μέτρο που είχε σημαντικές συνέπειες στην κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των πόλεων την εποχή ακριβώς που μεγάλωναν ραγδαία, αλλά και σημαντικές κοινωνικές συνέπειες. Ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου γράφει για την ίδρυση των αγροτικών ιατρείων, που άλλαξε για πάντα τις συνθήκες ζωής στην ελληνική επαρχία. Η Μάρω Κακριδή-Φερράρι γράφει για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους το 1976. Και, τέλος, η Καλλιόπη Σπανού γράφει για την πιο πρόσφατη από τις μεταρρυθμίσεις αυτού του βιβλίου, τη δημιουργία του ΑΣΕΠ το 1994.
Είναι μεταρρυθμίσεις πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, απλωμένες σε μια χρονική περίοδο σχεδόν 170 χρόνων, που πέρασαν σε διαφορετικές εποχές, ήταν προϊόντα διαφορετικών συνθηκών και πολιτικών διεργασιών και αποτελέσματα διαφορετικών κοινωνικών προταγμάτων. Κι όμως, διαβάζοντάς τες όλες, τη μία μετά την άλλη, κάποια κοινά χαρακτηριστικά γίνονται εύκολα ευδιάκριτα.
Για παράδειγμα, από ό,τι φαίνεται, οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις πάντα εκπορεύονται από ποικίλες και, ενίοτε, ετερόκλητες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Ποτέ δεν είναι έμπνευση ή όραμα ενός ή λίγων, και πάντα προϋπάρχουν ως ζητούμενο ενός μέρους, τουλάχιστον, της κοινωνίας για πολύ καιρό. Ακόμα, ένας πολύ σημαντικός και παραγνωρισμένος απαραίτητος παράγοντας είναι η τύχη. Η συγκυρία. Και, επιπλέον, οι μεταρρυθμίσεις σπάνια είναι "καθαρές". Ακόμα και οι πιο εμβληματικές θεσμικές αλλαγές χρειάζονται χρόνο στη συνέχεια για να ωριμάσουν και για να έχουν απτό αποτέλεσμα στην κοινωνία.
Ένα καλό παράδειγμα που συμπυκνώνει όλα αυτά τα συμπεράσματα είναι η πρώτη μεταρρύθμιση του βιβλίου: το Σύνταγμα της Τροιζήνας. Ήταν ένα πρωτοποριακό, φιλελεύθερο κείμενο, που αποτέλεσε μπούσουλα και έμπνευση για τα επόμενα και, ουσιαστικά, υπαγόρευσε τον πολιτικό πολιτισμό του νέου κράτους που διαμορφωνόταν εκείνη την εποχή. Το Σύνταγμα αυτό, όμως, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Λίγους μήνες μετά την ψήφισή του, ο νέος Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας ζήτησε από τη Βουλή να αναστείλει την ισχύ του, ώστε να κυβερνήσει ανεμπόδιστος –και η Βουλή το δέχτηκε και αυτοδιαλύθηκε. Οι δημοκρατικές βάσεις που είχαν μπει με την ψήφισή του θα έπρεπε να περιμένουν σχεδόν σαράντα χρόνια για να τεθούν, τελικά, σε ισχύ. Αλλά η αρχή είχε γίνει. Το μέτρο για το τι θα πρέπει να είναι το ελληνικό κράτος και πώς θα πρέπει να λειτουργεί είχε τεθεί. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι το κείμενο αυτό είχε εγκριθεί από μια ολομέλεια ανθρώπων που αλληλομισιούνταν. Οι εκπρόσωποι των ομάδων που είχαν πολεμήσει λυσσαλέα μεταξύ τους σε αλλεπάληλλες αιματηρές εμφύλιες συρράξεις τα προηγούμενα χρόνια, συγκεντρώθηκαν κάτω από τις λεμονιές, συζήτησαν, τσακώθηκαν και, τελικά, κατόρθωσαν να ξεθάψουν το κοινό τους συμφέρον, να συμφωνήσουν σε μια κρίσιμη αναγκαιότητα για το νέο κράτος και να υπερψηφίσουν ένα από τα πιο μοντέρνα Συντάγματα της εποχής εκείνης. Η συναρπαστική αυτή ιστορία βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου.
Αντίστοιχο όμως είναι και το παράδειγμα της τελευταίας μεταρρύθμισης του βιβλίου, που πέρασε 167 χρόνια μετά. Το ΑΣΕΠ πέρασε το 1994 με έναν νόμο γεμάτο αντιφάσεις, που περιλάμβανε και άρθρα διαποτισμένα από τη φιλοσοφία του πελατειακού κράτους και ο οποίος, την πρώτη δεκαετία μετά την ψήφισή του, υπέστη 50 νομοθετικές τροποποιήσεις. Δεν ήταν πρωτότυπη ιδέα (είχε προηγηθεί το ΑΣΔΥ), ο πρωτεργάτης του νόμου δεν ήταν αυτός που τη συνέλαβε (υπήρχε στο προεκλογικό πρόγραμμα του κόμματος, που είχαν γράψει άλλοι) και, όσο περίεργο κι αν φαίνεται, ανταποκρινόταν σε μια αληθινή, πάγια και επιτακτική ανάγκη της κοινωνίας: την αξιοκρατία και την αποτελεσματικότητα στη δημόσια διοίκηση. Κι αν και ένα μέρος του πολιτικού προσωπικού την πολέμησε λυσσαλέα (ένα μέρος του την πολεμά ακόμα), ένα άλλο μέρος, που αφουγκραζόταν την κοινωνία και αντιλαμβανόταν τις ανάγκες της εποχής, κατόρθωσε να ξεθάψει την πολιτική βούληση κάτω από το πρόσκαιρο πολιτικό συμφέρον, και να την περάσει. Ήταν ένας νόμος "που εμφανίστηκε τότε ως 'κεραυνός εν αιθρία'", γράφει η Καλλιόπη Σπανού, και "απαντούσε σε υπόγεια ρεύματα που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία και την πολιτική και κάποια στιγμή βρίσκουν τη θεσμική διέξοδο σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις".
Παρόμοια συμπεράσματα βρίσκουμε και στις ιστορίες άλλων μεταρρυθμίσεων. Η "αρχή της δεδηλωμένης", το ότι δηλαδή η Βουλή πρέπει να δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, δεν ήταν προσωπική επινόηση του Χαρίλαου Τρικούπη. Προϋπήρχε ως πάγιο αίτημα της κοινωνίας σε μια πολιτική συγκυρία κατά την οποία ο βασιλιάς διόριζε όποιον ήθελε πρωθυπουργό, ανεξαρτήτως αν το κόμμα του είχε πλειοψηφία στη Βουλή, και σε μια εποχή που μέσα σε είκοσι μήνες σχηματίστηκαν πέντε διαφορετικές κυβερνήσεις. Ποιος όμως ήταν ο μηχανισμός που μετατρέπει ένα τέτοιο λαϊκό αίτημα σε πολιτική πράξη; Αρκεί η πρωτοβουλία ενός ανθρώπου ή ενός πολιτικού χώρου; Από ό,τι αποδείχτηκε, όχι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, φαίνεται γλαφυρά η σημασία της συγκυρίας και της τύχης. Αν οι αρχές δεν είχαν συλλάβει τον Χαρίλαο Τρικούπη επειδή έγραψε ένα πολυσυζητημένο άρθρο με τίτλο "Τις πταίει;" (στο οποίο υπογράμμιζε, εμμέσως πλην σαφώς, ότι για την ακυβερνησία ο βασιλιάς είναι που "πταίει"), κατοχυρώνοντάς τον ως δυναμικό και άφθαρτο πολιτικό ηγέτη στα μάτια των ψηφοφόρων, αν δεν μεσολαβούσε μια υπερβολικά ακραία (ακόμα και για τα δεδομένα της εποχής) συνταγματική εκτροπή που θα ανάγκαζε τον βασιλιά να αναζητήσει κάποιον όντως νέο και άφθαρτο για να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, ίσως η μεταρρύθμιση να μην γινόταν έτσι και ίσως να μην γινόταν τότε.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει η συγκυρία, οι ευκαιρίες, οι κατάλληλοι άνθρωποι και η τύχη να ευθυγραμμιστούν για να περάσει μια μεταρρύθμιση, η οποία βεβαίως θα πρέπει να έχει την υποστήριξη τουλάχιστον ενός μέρους του λαού. Η επέκταση των υπηρεσιών δημόσιας υγείας ήταν ένα διαρκές αίτημα για πολλές δεκαετίες, το οποίο ωρίμασε μεταπολεμικά –όταν προέκυψε και η οικονομική δυνατότητα να αλλάξει κάτι– αλλά, και πάλι, δεν έγινε αμέσως. Η μεταρρύθμιση που παρουσιάζεται στο όγδοο κεφάλαιο δεν "ίδρυσε" τα αγροτικά ιατρεία –αυτά είχαν ιδρυθεί από προηγούμενη νομοθετική παρέμβαση. Αλλά ήταν αυτή που σχεδίασε τον θεσμό σωστά, χάρη στην ευνοϊκή συγκυρία, τους κατάλληλους ανθρώπους και την τύχη.
Κάποιες φορές, μάλιστα, η συγκυρία, οι ευκαιρίες, οι άνθρωποι και η τύχη καθυστερούν πάρα πολύ να ευθυγραμμιστούν για να απαντήσουν στις ανάγκες της κοινωνίας. Η "αρχή της δεδηλωμένης" μπορεί άτυπα να υιοθετήθηκε το 1875, αλλά για να κατοχυρωθεί συνταγματικά θα έπρεπε να περάσουν άλλα 50 χρόνια. Για να φτάσουμε από τον πρώτο "Εμπορικό Νόμο" του 1835 στον "Νόμο περί ΑΕ", που εδραίωνε τον θεσμό της Ανώνυμης Εταιρείας στην Ελλάδα, χρειάστηκε να μεσολαβήσουν πολυάριθμες αποτυχημένες προσπάθειες και συνολικά 85 χρόνια –και αυτή είναι μια συναρπαστική ιστορία που περιγράφεται στο πέμπτο κεφάλαιο. Αλλά και η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων ήταν επίσης πάγιο αίτημα μέρους του πολιτικού συστήματος, που αναγνώριζε ότι η πελατειακή λειτουργία του κράτους ήταν καταστροφική για τη δημόσια διοίκηση από τον προπροηγούμενο αιώνα κιόλας. Μέχρι να κατοχυρωθεί συνταγματικά είχαν προηγηθεί νομοθετικές ρυθμίσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, ξεκινώντας τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα. "Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις εντάσσονται σε μια γενικότερη διαδρομή στο πέρασμα του χρόνου", γράφει ο Σπύρος Βλαχόπουλος, "το πότε όμως θα εκδηλωθούν εξαρτάται από το πότε θα υπάρξει η κατάλληλη ιστορική και πολιτική συγκυρία".
Υπάρχουν, όμως, κι άλλα διδάγματα που προκύπτουν από τη μελέτη αυτών των ιστοριών. Κάποια από τα πιο χρήσιμα προκύπτουν από τον τρόπο με τον οποίο η χώρα και το πολιτικό σύστημα αντέδρασε απέναντι σε υγειονομικές κρίσεις ή έκτακτες ανάγκες. Το παράδειγμα της υποδοχής και ενσωμάτωσης ενός εκατομμυρίου και παραπάνω προσφύγων τη δεκαετία του 1920, όταν η τεχνοκρατική επάρκεια του ελληνικού κράτους –μέσω δομών που σχηματίστηκαν ειδικά γι’ αυτή την ανάγκη–, αποδείχτηκε απαραίτητη για να λειτουργήσει αποτελεσματικά η διεθνής ανθρωπιστική βοήθεια είναι χαρακτηριστικό. Επιπλέον, η καταπολέμηση της ελονοσίας στην Ελλάδα ήταν μια άλλη τεράστια προσπάθεια που κράτησε δεκαετίες και έλυσε ένα πρόβλημα που σήμερα είναι ξεχασμένο, αλλά που στο μεγαλύτερο διάστημα της ύπαρξης του ελληνικού κράτους αποτελούσε έναν μεγάλο και διαρκή κίνδυνο για τη ζωή και την ευημερία του ελληνικού λαού. Σήμερα, λίγοι ξέρουν ότι οι βάσεις για την αντιμετώπιση της ελονοσίας μπήκαν σε μια εποχή που Υπουργείο Υγείας δεν υπήρχε. Χάρη στη δράση μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης στις αρχές του 20ού αιώνα, συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά αξιόπιστα δεδομένα για τη διασπορά της ασθένειας ανά την επικράτεια, τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποίησαν και αξιοποίησαν δύο άλλοι παράγοντες που συνήθως παίζουν κρίσιμο ρόλο στην αντιμετώπιση κρίσεων (οι ξένες οργανώσεις και οι δομές του κράτους) για να λύσουν το πρόβλημα. Παρεμπιπτόντως, αξίζει να αναφέρουμε ότι η κοινωνία των πολιτών έπαιξε εξαιρετικά σημαντικό ρόλο και στην υποστήριξη της δημοτικής γλώσσας, άλλη μια μεταρρύθμιση που ήταν πάγιο αίτημα μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού, που όμως συνάντησε λυσσαλέες αντιδράσεις και χρειάστηκε πολλές δεκαετίες –και να αντέξει πολλές και πολλών ειδών κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις– για να βρεθεί ο κατάλληλος συνδυασμός ανθρώπων, συγκυρίας και ωριμότητας του πολιτικού συστήματος για να περάσει.
Οι παράγοντες που οδήγησαν στο να περάσουν οι περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις αυτού του βιβλίου είναι πολλοί και αλληλοσυμπληρούμενοι, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που αξιοποίησαν τη συγκυρία και την τύχη, αφουγκράστηκαν το λαϊκό αίτημα, κινητοποίησαν τις πολιτικές δυνάμεις, πυροδότησαν τις απαραίτητες συναινέσεις ή, έστω, έπαιξαν έναν χρήσιμο ρόλο στην υλοποίησή τους. Κανένας ποτέ δεν πέρασε μια μεταρρύθμιση μόνος του, αλλά υπήρξαν άνθρωποι που λειτούργησαν ως καταλύτες. Σε αυτό το βιβλίο θα διαβάσετε πολλά γνωστά τέτοια ονόματα, από αυτά που θα περίμενε οποιοσδήποτε να αναφέρονται σε ένα κείμενο για μεταρρυθμίσεις, όπως "Βενιζέλος", "Τρικούπης" ή "Καραμανλής". Αλλά θα διαβάσετε και ονόματα λιγότερο γνωστά, όπως "Κατσαφάδος", "Καρδαμάτης" ή "Τριανταφυλλίδης", που έπαιξαν εξίσου κρίσιμο ρόλο στην κινητοποίηση της κοινής γνώμης, την κατοχύρωση των λαϊκών αιτημάτων ή την ίδια την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Υπάρχει, βεβαίως, και τουλάχιστον μία μεταρρύθμιση της οποίας η πατρότητα δεν μπορεί να αποδοθεί σε κανέναν απολύτως: η διάσημη αντιπαροχή, η μοναδική από τις δέκα του βιβλίου η οποία έχει αστερίσκο στη χρονολογία που της αποδόθηκε, καθώς δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος νόμος ή μία μοναδική απόφαση που την κατοχύρωσε στην Ελλάδα. Η ιστορία της, την οποία μπορείτε να διαβάσετε στο έβδομο κεφάλαιο, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, καταρρίπτει πολλούς μύθους για τον κοινωνικό της ρόλο και περιγράφει μια εξαιρετικά σημαντική αλλαγή που εφαρμόστηκε, πρακτικά "από τα κάτω", με το πολιτικό σύστημα να ακολουθεί και να εξυπηρετεί νομοθετικά (σταδιακά, αργά αργά) μια πρακτική που εξυπηρετούσε μια τεράστια ανάγκη της κοινωνίας της εποχής.
Κι αυτό είναι ένα άλλο, εξαιρετικά σημαντικό συμπέρασμα αυτού του βιβλίου. Σε αυτή τη χώρα, από ό,τι φαίνεται, μεταρρυθμίσεις χωρίς τον λαό δεν περνάνε. Όπως μπορείτε να διαβάσετε στο βιβλίο, ο ρόλος της κοινωνίας και των ίδιων των πολιτών στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν καίριος και κρίσιμος –ακόμα κι αν σε κάποιες από αυτές ήταν έμμεσος. Και το να μετατραπεί η λαϊκή πρωτοβουλία και η λαϊκή βούληση σε πολιτική πράξη είναι πάντα μια διαδικασία πολύχρονη, θολή και περίπλοκη. Όπως το γράφει γλαφυρά κι ο Δημήτρης Παπούλιας σε πρόσφατο βιβλίο του,2 στην Ελλάδα "οι μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται. Συντελούνται".
Οι "10 Μεταρρυθμίσεις Που Άλλαξαν Την Ελλάδα" κυκλοφορούν σε όλα τα καλά βιβλιοπωλεία και στο e-shop της διαΝΕΟσις στην ειδική τιμή των 9 ευρώ.
μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο εδώ
1. Δεν περιλαμβάνουμε αλλαγές που πέρασαν σε διαλείμματα απολυταρχισμού ή σε συνθήκες ξένης επιτροπείας –και η χώρα μας έχει περάσει κάμποσες τέτοιες περιόδους–, καθότι εκείνες μάλλον δεν έχουν να μας προσφέρουν χρήσιμα μαθήματα για το μέλλον.
2. Δημήτρης Β. Παπούλιας (2019), Πώς συντελούνται οι μεταρρυθμίσεις, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.