Το Σάββατο 15/5 πραγματοποιήθηκε η διαδικτυακή συζήτηση που διοργάνωσαν η διαΝΕΟσις και το ΕΛΙΑΜΕΠ στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών. Κατά τη διάρκειά της παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά τα ευρήματα μια δημοσκοπικής έρευνας για τις απόψεις των Ελλήνων και των Τούρκων για τις σχέσεις των δύο χωρών.
Πιο συγκεκριμένα, το πρόγραμμα Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ σχεδίασε μια έρευνα κοινής γνώμης που καταγράφει τις στάσεις και τις απόψεις των πολιτών για τα ελληνοτουρκικά θέματα και τις σχέσεις των δύο χωρών, η οποία έτρεξε ταυτόχρονα σε Ελλάδα και Τουρκία. Έλληνες και Τούρκοι την ίδια χρονική περίοδο, απάντησαν στις ίδιες ερωτήσεις, για το πώς βλέπουν οι μεν τους δε, πόσα ξέρουν οι μεν για τους δε, πού συμφωνούν και πού διαφωνούν στα θέματα των διμερών σχέσεων, πόσο μοιάζουν, πόσο διαφέρουν. Με τη στήριξη της διαΝΕΟσις, η έρευνα αυτή έτρεξε από την εταιρεία ερευνών MRB στην Ελλάδα και στην Τουρκία από τον ερευνητικό οργανισμό KONDA με την επιστημονική υποστήριξη του Istanbul Policy Center (IPC). Στη συζήτηση την οποία συντόνισε ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος, Διευθυντής Περιεχομένου της διαΝΕΟσις, συμμετείχαν οι: Γιώργος Παγουλάτος, Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και Γενικός Διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ, Δημήτρης Α. Μαύρος, Διευθύνων Σύμβουλος MRB Hellas, Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης, Αν. Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Μπίλκεντ - Επικεφαλής Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ, Όγια Γεγέν, Επίκ. Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Σαμπαντζί και Εβρέν Μπαλτά, Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Όζγεγιν και Senior Scholar στο Istanbul Policy Center.
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Μαύρο, στην ερώτηση αν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο χωρών, τα ποσοστά αυτών που συμφωνούν αγγίζουν το 75% στην Ελλάδα και το 60,2% στην Τουρκία, ενώ αρχίζει να διαφαίνεται μια ηπιότερη συμπεριφορά από την πλευρά των Τούρκων. Επίσης, σύμφωνα με το όσα ανέφερε ο κος. Μαύρος το 59,9% των Ελλήνων και το 53% των Τούρκων θεωρούν ότι οι δύο λαοί πρέπει να βρουν τις λύσεις εκείνες ώστε να συνυπάρχουν ειρηνικά. Στη συνέχεια, ανέδειξε κάποια επιπλέον ενδιαφέροντα ευρήματα όπως ότι στην ερώτηση σχετικά με το ποια από τις δύο χώρες θα ωφεληθεί από έναν διάλογο, στα μάτια και των δύο λαών περισσότερο ωφελημένη θα είναι η Τουρκία. Αναφορικά με θέματα κουλτούρας για τα οποία ερωτήθηκαν οι δύο λαοί, το 85% των Τούρκων δηλώνει ότι δεν έχει συναντήσει κάποιον Έλληνα ενώ το 47% των Ελλήνων δηλώνει ότι έχει συναντήσει κάποιον Τούρκο, ενώ ένα περίπου 11% και των δύο λαών δηλώνει ότι "είμαστε πολύ κοντά". 84% των Ελλήνων και 81% των Τούρκων δηλώνουν υπερήφανοι που είναι Έλληνες και Τούρκοι αντίστοιχα, ενώ το 61% περίπου των Ελλήνων θα μπορούσε να έχει έναν φίλο από τη Τουρκία και το 74% των Τούρκων δηλώνουν ότι θα μπορούσαν να έχουν έναν φίλο Έλληνα. Σύμφωνα με τον κο. Μαύρο, και οι δύο λαοί σε ποσοστό 60% περίπου θεωρούν ως το σημαντικότερο μεταξύ τους πρόβλημα αυτό των θαλασσίων διαφορών, το οποίο η πλειοψηφία των Ελλήνων θεωρεί ότι πρέπει να επιλυθεί μέσω της Ε.Ε. και της Χάγης ενώ η πλειοψηφία των Τούρκων μέσω της ενίσχυσης του διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών. Σημαντικό εύρημα σύμφωνα με τον κο. Μαύρο είναι ότι τα πολεμικά μέσα δεν αποτελούν ιδανική λύση για κανέναν από τους δύο λαούς.
Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης με τη σειρά του επεσήμανε την κρισιμότητα της συγκυρίας κατά την οποία διεξήχθη αυτή η έρευνα. Όπως υπογράμμισε, «είναι η πρώτη φορά που διεξάγεται μία τόσο εμπεριστατωμένη έρευνα για τις στάσεις των δύο λαών». Ο κος. Γρηγοριάδης αναφέρθηκε στις συγκλίσεις και στις αποκλίσεις των δύο κοινών γνωμών. Σημείωσε πως τα προβλήματα είναι υπαρκτά, και πως και οι δύο πλευρές συμφωνούν στην ειρηνική επίλυση των διαφορών αυτών. Συνέχισε επισημαίνοντας πως, ενώ το κυπριακό πρόβλημα δεν εμφανίζεται ψηλά, υπάρχει μια θετική στάση στην κατεύθυνση επίλυσής του, ενώ υπάρχει μια ενδιαφέρουσα απόκλιση μεταξύ των δύο κοινών γνωμών όσον αφορά τις γνώσεις και τη συζήτηση που γίνεται στη μία χώρα για την άλλη. Συνέχισε προσθέτοντας ότι, όπως φαίνεται, η Τουρκία είναι πολύ πιο παρούσα στον ελληνικό δημόσιο διάλογο και στην ελληνική δημόσια σφαίρα, σε σχέση με την παρουσία της Ελλάδας στην αντίστοιχη τουρκική. Αυτό οφείλεται σύμφωνα με τον κο. Γρηγοριάδη εκτός από την ενημέρωση και τα ΜΜΕ και στις παραστάσεις που προέρχονται από το οικογενειακό, κοινωνικό και φιλικό περιβάλλον. Κλείνοντας τόνισε πως τα αποτελέσματα διαφοροποιούνται πολύ με βάση την ηλικία και την πολιτική τοποθέτηση των ερωτωμένων. Για παράδειγμα οι δεξιοί και ακροδεξιοί σε Ελλάδα και Τουρκία είναι πιο δύσπιστοι, πιο φοβικοί και πιο καχύποπτοι ως προς τη στάση τους απέναντι στη γείτονα χώρα ενώ όταν μετακινούμαστε προς το κέντρο και την αριστερά, τα αποτελέσματα μεταβάλλονται ουσιαστικά. Μια αντίστοιχη τάση εμφανίζεται με βάση τις ηλικίες καθώς οι νεότερες γενιές τείνουν να είναι πιο μετριοπαθείς και λιγότερο φοβικές στις προσεγγίσεις τους προς τη γείτονα χώρα.
Η Εβρέν Μπαλτά και η Όγια Γεγέν παρουσίασαν στη συζήτηση κάποια από τα ενδιαφέροντα ευρήματα της δημοσκοπικής έρευνας στην τουρκική πλευρά. Σύμφωνα με την Εβρέν Μπαλτά, η τουρκική κοινή γνώμη φαίνεται να γνωρίζει λιγότερα για την Ελλάδα αλλά και να είναι πιο «ανοιχτή» απέναντί της, ενώ τόνισε και η ίδια κατά την τοποθέτησή της τη μεγάλη διαφορά απόψεων μεταξύ των γενεών, με τις αρνητικές απόψεις να μην εμφανίζονται τόσο έντονα στις νεότερες. Αναφέρθηκε επίσης στις μεγάλες διαφορές που εμφανίζονται μεταξύ των υποστηρικτών της κυβέρνησης και των υποστηρικτών της αντιπολίτευσης. Κατέληξε ότι οι στάσεις απέναντι στην Ελλάδα φαίνονται να εξαρτώνται πολύ από την πολιτική τοποθέτηση των πολιτών, ενώ η τουρκική κοινή γνώμη εμφανίζεται πιο πολωμένη, τονίζοντας ότι το κενό ανάμεσα στους πόλους αυτούς είναι πολύ πιο μεγάλο απ’ ό,τι στην ελληνική κοινή γνώμη. Κλείνοντας σημείωσε πως η τουρκική κοινή γνώμη στο σύνολό της είναι υπέρ των διαπραγματεύσεων, του διαλόγου και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.
Η Όγια Γεγέν ανέφερε πως στην τουρκική κοινή γνώμη η Τουρκία θεωρείται μια ισχυρή δύναμη σε περιφερειακό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Ωστόσο, όπως είπε, αν δούμε προσεκτικότερα την πολιτική τοποθέτηση των ερωτηθέντων θα παρατηρήσουμε ότι αυτή είναι η κύρια άποψη των υποστηρικτών της κυβέρνησης ενώ αυτή υποχωρεί στην περίπτωση των υποστηρικτών της αντιπολίτευσης, οι οποίοι δεν υποστηρίζουν την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Σύμφωνα με την Όγια Γεγέν, η στάση της τουρκικής κοινής γνώμης απέναντι στην ΕΕ επίσης διαφοροποιείται κατά πολύ σε σχέση με την πολιτική τοποθέτηση των ερωτωμένων, ενώ στην τουρκική γνώμη φαίνεται να επικρατεί η άποψη ότι η διεθνής κοινότητα, η ΕΕ, οι ΗΠΑ, θα είναι υπέρ της Ελλάδας στην περίπτωση μιας σύγκρουσης. Συνέχισε με την δυσπιστία απέναντι στη Ρωσία, η οποία φαίνεται να είναι μικρότερη σε σχέση με τις άλλες δυνάμεις αλλά και πάλι δεν θεωρείται ότι θα είναι ένα δίκαιος διαμεσολαβητής. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας που ανέφερε η κα. Γεγέν, η ιδανικότερη λύση για την επίλυση των διαφορών είναι η ενδυνάμωση των διμερών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Τέλος, ο Γιώργος Παγουλάτος με τη σειρά του δήλωσε πως η συγκεκριμένη έρευνα αποτελεί μια άσκηση αυτογνωσίας ώστε να καταλάβουμε πώς βλέπει η μία κοινωνία την άλλη, ενώ μέσα από αυτή αναδεικνύονται τόσο διαφορές όσο και συγκλίσεις. Ως το πιο θετικό στοιχείο των ευρημάτων σημείωσε τον κοινό παρονομαστή ότι οι δύο κοινωνίες έχουν την κοινή αντίληψη ότι είναι γείτονες, ότι καλούνται να συμβιώσουν και ότι πρέπει να συνομιλούν, ενώ παρατηρείται μια θετική προδιάθεση ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών. Όπως επίσης σημείωσε, υπάρχει κοινή καχυποψία, η οποία είναι μεγαλύτερη στην περίπτωση της Ελλάδας. Σύμφωνα με τον κο. Παγουλάτο, η δυσπιστία της Ελλάδας προς την Ε.Ε. είναι λίγο υπερβολική. συμπληρώνοντας πως ενώ στην Τουρκία, υπάρχει θετική αποδοχή της ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας στην ΕΕ, η ελληνική κοινή γνώμη δεν φαίνεται υποστηρικτική ως προς αυτό. Αυτό, σύμφωνα με τον κο. Παγουλάτο υποδηλώνει ότι η ΕΕ και η Ελλάδα πρέπει να αναζητήσουν άλλες μορφές ευρωτουρκικών σχέσεων. Υπογράμμισε επίσης, ότι βάσει των ευρημάτων, η ιστορία φαίνεται να βαραίνει καθοριστικά τόσο στην αυτοεικόνα των δύο κοινωνιών, όσο και στην εικόνα που έχει η μία για την άλλη. Η Τουρκία φαίνεται να έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση για την ανωτερότητα του πολιτισμού της, ενώ η Ελλάδα ως μια δυτική, πιο σύγχρονη κοινωνία φαίνεται πιο συγκρατημένη ως προς τον απόλυτο τρόπο με τον οποίο βλέπει τον πολιτισμό της. Κλείνοντας την τοποθέτησή του, σημείωσε πως οι νεότερες γενιές φαίνεται να διάκεινται ευμενέστερα, ενώ το παρελθόν και η συγκυρία φαίνεται να επηρεάζουν σημαντικά τις θέσεις των ερωτώμενων. Όπως χαρακτηριστικά είπε «Θα είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τα αποτελέσματα με το επόμενο κύμα έρευνας. Η εξωτερική πολιτική είναι μια άσκηση ρεαλισμού και η εσωτερική πρόσληψή της παίζει κυρίαρχο ρόλο. Με την έρευνα αυτή έγινε ένα σημαντικό βήμα στο πώς αντιλαμβανόμαστε ρεαλιστικά τον εαυτό μας, στο πώς αντιλαμβανόμαστε ρεαλιστικά τον άλλον και στο πώς καταλαβαίνουμε ότι ο άλλος αντιλαμβάνεται εμάς και αυτή είναι μια σημαντική παρακαταθήκη για το μέλλον».
Μπορείτε να παρακολουθήσετε ολόκληρη τη συζήτηση εδώ.