Προκειμένου να αποφύγουμε τις χειρότερες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, μέχρι το 2050 οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου πρέπει να προσεγγίσουν το μηδέν. Η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί τον βαθύ μετασχηματισμό του διεθνούς ενεργειακού συστήματος -το οποίο όταν δημιουργήθηκε, πριν δυο αιώνες, βασίστηκε στον άνθρακα, έπειτα στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο- και την αντικατάστασή του από πηγές ενέργειας που είναι είτε ανανεώσιμες είτε έχουν χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας, ο οποίος ιδρύθηκε στον απόηχο της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης και επί δεκαετίες πραγματοποιεί προβλέψεις για την ενέργεια παγκοσμίως, την περασμένη εβδομάδα δημοσίευσε μια μελέτη σχετικά με το πώς μπορεί να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος μέχρι το 2050. Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε μερικά από όσα περιέχει η μελέτη -και τι σημαίνουν για την Ελλάδα.
Αναλύοντας το σενάριο του ΔΟΕ
Το σενάριο του ΔΟΕ αποτελεί ένα σενάριο "καθαρού μηδέν". Σύμφωνα με αυτό, το 2050 θα γίνονται ακόμη κάποιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (αν και πολύ λιγότερες από σήμερα), όμως κι αυτά τα αέρια θα απορροφούνται ή θα απομονώνονται μέσα από βιομηχανικές και φυσικές διαδικασίες. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή υπάρχουν κάποιες δραστηριότητες οι οποίες δεν γίνεται να απαλλαγούν πλήρως από τον άνθρακα και στις οποίες τα ορυκτά καύσιμα θα συνεχίσουν να παίζουν κάποιο ρόλο το 2050 -θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να αντισταθμίσουμε αυτές τις εκπομπές.
διαβάστε ακόμα
Ο Τομέας Της Ενέργειας Στην Ελλάδα
Το συγκεκριμένο σενάριο που περιγράφεται στην έκθεση υποθέτει συνεχή πληθυσμιακή και οικονομική μεγέθυνση. Σύμφωνα με την πρόβλεψη, το 2050 ο παγκόσμιος πληθυσμός φτάνει τα 9,7 δισ. και το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα υπερδιπλασιάζεται. Η παγκόσμια παραγωγή χάλυβα και χημικών υπερβαίνει τη σημερινή, ενώ το τσιμέντο παραμένει στα ίδια επίπεδα. Η κίνηση των αυτοκινήτων, των φορτηγών, των αεροπλάνων και των πλοίων αυξάνεται σημαντικά και περίπου δύο δισ. αυτοκίνητα κυκλοφορούν στους δρόμους. Η ωφέλιμη επιφάνεια των κατοικιών διευρύνεται κατά 80% παγκοσμίως. Όπως περιγράφει η μελέτη, η απαλλαγή από τον άνθρακα δεν θα έρθει με μια επιστροφή στην προ-βιομηχανική εποχή. Αντίθετα, το σενάριο περιγράφει μια μετα-βιομηχανική οικονομία.
Για να γίνει αυτό, το σύστημα της ενέργειας πρέπει να αλλάξει με γρήγορο ρυθμό. Το 2020, το 79% των διεθνών ενεργειακών αναγκών καλύφθηκαν από το πετρέλαιο, τον άνθρακα και το φυσικό αέριο, ένα ποσοστό που παραμένει στα ίδια επίπεδα εδώ και 30 χρόνια. Σύμφωνα με το σενάριο, μέχρι το 2050 το σύστημα γίνεται περισσότερο διαφοροποιημένο. Το 20% των παγκόσμιων αναγκών καλύπτεται από την ηλιακή ενέργεια, το 16% από την αιολική ενέργεια και ακόμη 20% από σύγχρονη βιοενέργεια. Το 11% καλύπτεται από ατομική ενέργεια, ποσοστό διπλάσιο από το αντίστοιχο σημερινό. Τα υδροηλεκτρικά, η ηλιακή και η αιολική ενέργεια καλύπτουν περίπου το 80% των αναγκών ηλεκτροδότησης. Το σύστημα εξισορροπεί τις αλλαγές μέσω μπαταριών, υδρογόνου και μηχανισμών ανταπόκρισης στη ζήτηση, συστήματα που επιτρέπουν τη συνεχόμενη κατανάλωση ενέργειας, χωρίς blackouts, παρά τη διακοπτόμενη προσφορά. Πρόκειται για ένα σύστημα πολύ πιο περίπλοκο και "έξυπνο" από το σημερινό.
Τα ορυκτά καύσιμα σταδιακά εγκαταλείπονται. Από το 2020 μέχρι το 2050, η ζήτηση για άνθρακα μειώνεται κατά 90%, για πετρέλαιο κατά 75% και για φυσικό αέριο κατά 55%. Σύμφωνα με το σενάριο, τα ορυκτά καύσιμα καλύπτουν το 23% των ενεργειακών αναγκών μας, όμως η χρήση τους συνοδεύεται από τεχνολογίες που απομονώνουν το διοξείδιο του άνθρακα που εκλύουν και το αποθηκεύουν κάτω από το έδαφος. Οι επενδύσεις στα πετρελαιοειδή και στο φυσικό αέριο μειώνονται δραματικά, ενώ οι επενδύσεις σε νέα έργα σταματούν. Τα έσοδα των μεγάλων πετρελαιοπαραγωγικών χωρών από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου μειώνονται κατά τα δύο τρίτα, δημιουργώντας πιεστικές μακροοικονομικές συνθήκες. Τα έσοδα από τους φόρους πετρελαίου και φυσικού αερίου μειώνονται κατά 90%, πράγμα που σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να βρουν εναλλακτικές πηγές εσόδων. Η δημοσιονομική πρόκληση είναι παγκόσμια.
Tο σύστημα παραμένει σε μεγάλο βαθμό βιομηχανοποιημένο και εξορυκτικό. Η ζήτηση για κρίσιμης σημασίας ορυκτά όπως ο χαλκός, το λίθιο, το νίκελ, το μαγγάνιο κ.ά. επταπλασιάζεται. Μέχρι το 2050, η αξία αυτών των ορυκτών ξεπερνάει τα 400 δισ. (σε δολάρια του 2019), περίπου δηλαδή στα επίπεδα της αξίας όλου του άνθρακα που εξορύσσεται παγκοσμίως σήμερα. Συμφωνα με το ίδιο σενάριο, τα βιομηχανικά συστήματα επίσης προσαρμόζονται ώστε να παράγουν νέα αυτοκίνητα, ηλιακά πάνελ και ανεμογεννήτριες, καθώς και να παράγουν υδρογόνο με το οποίο θα καλύπτεται περίπου το 6% της παγκόσμιας ζήτησης για ενέργεια. Για την απομόνωση και την αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα θα χρειαστεί επίσης η ανάπτυξη ενός μεγάλου βιομηχανικού συστήματος: μέχρι το 2050, 7,6 δισ. τόνοι διοξειδίου του άνθρακα θα πρέπει να αποθηκεύονται. Για τη σύγκριση, από τα 34 δισ. τόνους CO2 που εκλύθηκαν στην ατμόσφαιρα το 2020, μόλις τα 40 εκατομμύρια αποθηκεύτηκαν. Από τα 40 εκατ. μέχρι τα 7,6 δισ. η απόσταση είναι μεγάλη.
Σύμφωνα με την έκθεση, δε, στον δρόμο για το "καθαρό μηδέν" μέχρι το 2050 ο ρυθμός της αλλαγής ποικίλει. Για τις ανεπτυγμένες οικονομίες -ανάμεσά τους και για την Ελλάδα- το σενάριο προβλέπει την επίτευξη του στόχου των μηδενικών εκπομπών πέντε χρόνια νωρίτερα, το 2045. Όμως και η προσαρμογή των επιμέρους τομέων θα διαφέρει: ο τομέας της ηλεκτροδότησης θα είναι ο πρώτος που θα απαλλαγεί από τον άνθρακα, φτάνοντας στην ουδετερότητα το 2040. Άλλοι τομείς -τα κτήρια, οι μεταφορές, η βιομηχανία- κινούνται με πιο αργό ρυθμό, αφού η αλλαγή τους είναι πιο δύσκολη. Όμως όλοι φτάνουν στο "καθαρό μηδέν" μέχρι το 2050.
Οι επενδύσεις που χρειάζονται για να πραγματοποιηθεί ο μετασχηματισμός είναι τεράστιες. Μέχρι το 2030 οι συνολικές ετήσιες επενδύσεις στο σύστημα ενέργειας ανέρχονται στα 5 τρισ. δολάρια, από περίπου 2 τρισ. που ήταν το 2019. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσού δαπανάται για την επέκταση του δικτύου ηλεκτροδότησης, για την αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα, για τη δημιουργία σταθμών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων και για να φτιαχτούν τα εργοστάσια που θα παράγουν τις μπαταρίες όλων αυτών των οχημάτων. Η ώθηση από αυτές τις επενδύσεις είναι τόσο μεγάλη που μεγεθύνει ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία, κατά 4% μέχρι το 2030. Δημιουργούνται 30 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας, αλλά και χάνονται 5 εκατομμύρια -όμως οι θέσεις αυτές αφορούν διαφορετικούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, και διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές.
Μέχρι το 2030 η ικανότητά μας να μειώσουμε τις εκπομπές εξαρτάται από τις τεχνολογίες που ήδη χρησιμοποιούμε ευρέως, ειδικά την ηλιακή και την αιολική ενέργεια, καθώς και τα ηλεκτρικά οχήματα. Ο ΔΟΕ προβλέπει επίσης αλλαγές στη συμπεριφορά μας, οι οποίες θα απαιτήσουν αντίστοιχα μέτρα πολιτικής. Η ενθάρρυνση της μετακίνησης με τα πόδια, με ποδήλατο ή με μέσα μαζικής μεταφοράς και η μείωση των πτήσεων μεγάλων αποστάσεων, σύμφωνα με το σενάριο, συνεισφέρουν κατά 4% στη συνολική μείωση των εκπομπών. Τα χαμηλότερα όρια ταχύτητας στους δρόμους και ο κλιματισμός των χώρων παίζουν επίσης ρόλο, όπως επίσης η ανακύκλωση και η αποδοτική χρήση των υλικών. Το να πετύχουμε τον ίδιο στόχο -την κίνηση, τη θέρμανση ή την ψύξη- ξοδεύοντας λιγότερη ενέργεια έχει πια τεράστια σημασία.
διαβάστε ακόμα
Δίκαιη Μετάβαση Στη Μεταλιγνιτική Εποχή
Τέλος, το σενάριο περιγράφει ένα σύστημα στο οποίο η ενέργεια είναι οικονομικά προσιτή και η πρόσβαση σε σύγχρονες υπηρεσίες ενέργειας είναι οικουμενική. Το κόστος της ενέργειας για ένα νοικοκυριό στον ανεπτυγμένο κόσμο μειώνεται με τον χρόνο, τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς όρους. Στις αναδυόμενες οικονομίες αυξάνεται, όμως όσο αυξάνονται τα εισοδήματα, το βάρος παραμένει πρακτικά περίπου ίδιο. Περίπου 800 εκατ. άνθρωποι αποκτούν πρόσβαση σε ηλεκτροδότηση και 2,6 δισ. σε "καθαρές" λύσεις για το μαγείρεμα (clean cooking fuels). Οι αλλαγές αυτές παρουσιάζουν τεράστια οφέλη για την υγεία: η μειωμένη ατμοσφαιρική ρύπανση του 2050 οδηγεί σε 2 εκατ. λιγότερους θανάτους, συγκριτικά με το 2020.
Μαθήματα για την Ελλάδα
Όλα όσα περιγράφονται παραπάνω αποτελούν ένα σενάριο και όχι μια πρόβλεψη. Πρόκειται για μια άσκηση προκειμένου να βρεθούν τρόποι να επιτευχθεί ένας συγκεκριμένος στόχος και όχι για μια προβολή του τι είναι πιθανό να συμβεί. Όμως το σενάριο αυτό σκιαγραφεί τις παραμέτρους που θα καθορίσουν την επιτυχία, καθώς και τα όσα πρέπει να κάνουν οι χώρες από τώρα και μέχρι το 2050 για να ανταποκριθούν σε αυτή την παγκόσμια πρόκληση. Υπάρχουν κάποια ξεκάθαρα μαθήματα και για την Ελλάδα.
Πολλές διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν εκφράσει την ελπίδα η χώρα να γίνει ένας από τους βασικούς παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου. Μια τέτοια προοπτική ανέκαθεν έμοιαζε μακρινή, όμως παλαιότερα φαινόταν να αξίζει τον κόπο. Είναι πλέον μια ακόμη λιγότερο πιθανή -αλλά και λιγότερο συνετή- προοπτική σε έναν κόσμο που κινείται προς το "καθαρό μηδέν". Η εξωτερική πολιτική της χώρας πρέπει επίσης να προσαρμοστεί σε αυτή την πραγματικότητα. Η Ελλάδα φιλοδοξούσε να γίνει ένας διάδρομος για το φυσικό αέριο προς τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και με αυτό τον τρόπο να αναβαθμίσει τη γεωπολιτική της θέση. Σε κάποιο βαθμό, αυτό έχει ήδη συμβεί. Όμως αυτή η εποχή τελειώνει σιγά σιγά. Είναι δύσκολο κάποιος να φανταστεί μεγαλεπήβολα σχέδια, όπως ο αγωγός East Med, να πραγματοποιούνται. Η χώρα θα χρειαστεί ένα δόγμα εξωτερικής ενεργειακής πολιτικής που να είναι σε συμφωνία με έναν κόσμο χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Στο εσωτερικό της χώρας (όπως παντού στον κόσμο) η ενεργειακή μετάβαση θα πρέπει να επιταχυνθεί. Η Ελλάδα έχει καταφέρει να αξιοποιήσει την αιολική και την ηλιακή ενέργεια και πλέον έχει κατά κεφαλήν παραγωγή από τις υψηλότερες στον κόσμο. Όμως σε άλλους τομείς η πρόοδος είναι αργή. Το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου συνέβη εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε στη χώρα την προηγούμενη δεκαετία. Θα χρειαστούν μεγάλα προγράμματα θερμομόνωσης των κτηρίων και νέα συστήματα θέρμανσης, νέες επιλογές μετακίνησης -ανάμεσά τους και μείωση της χρήσης των ΙΧ- καθώς και νέες πρακτικές από τη βιομηχανική βάση της χώρας. Η πρόοδος είναι υπερβολικά αργή σε όλους τους παραπάνω τομείς.
Πρόκειται, ασφαλώς, για μια παγκόσμια πρόκληση και η πρόοδος είναι αργή και σε άλλους τόπους. Το καθήκον της Ελλάδας όμως είναι να παραμείνει στην αιχμή, να δοκιμάζει νέες τεχνολογίες όταν αυτές γίνονται διαθέσιμες και να τις υιοθετήσει ευρέως όταν η αγορά της επιτρέπει να το κάνει. Η Ελλάδα έχει επίσης μια ευκαιρία να ενταχθεί στις εφοδιαστικές αλυσίδες που θα κατασκευάσουν όλα αυτά τα νέα προϊόντα.
Τελικά, η απαλλαγή από τον άνθρακα αποτελεί τόσο πολιτική όσο και τεχνολογική πρόκληση. Ο πειραματισμός, η ευελιξία καθώς και η στενή συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αποτελούν τα συστατικά της επιτυχίας. Όμως αυτός ο ενάρετος κύκλος πρέπει να είναι και ρεαλιστικός: είναι εύκολο να αραδιάζεις αστρονομικούς αριθμούς επενδύσεων ή να κάνεις φιλόδοξα σχέδια και τελικά να μην κάνεις τίποτα. Η επιτυχία θα πρέπει να μετρηθεί με το ποσοστό της μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, με τα ευρώ που επενδύθηκαν και απέδωσαν και με τις θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν. Ο ΔΟΕ μάς δείχνει τι είναι απαραίτητο, τι είναι εφικτό και πώς μπορεί να γίνει. Το επόμενο βήμα είναι ο φιλόδοξος σχεδιασμός, αλλά και η γρήγορη δράση.
*Ο Νίκος Τσάφος είναι Ιnterim Director και Senior Fellow στο πρόγραμμα Energy Security and Climate Change του Center for Strategic and International Studies στην Ουάσινγκτον.