Η απόφαση του Eurogroup της 9ης Απριλίου για το πακέτο 540 δισ. ευρώ φαινομενικά κινήθηκε στα όρια των εφικτών συμβιβασμών Βορρά-Νότου. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος επικράτησε με τις αρχικές του θέσεις, αμφότεροι δέχτηκαν ένα μέρος από τους φόβους της αντίπαλης πρότασης, και τελικά ο καθένας προσδοκά ότι οι εξελίξεις θα τους δώσουν περισσότερα επιχειρήματα για να επανέλθουν. Στην πορεία όμως θα φανεί ότι η ζυγαριά γέρνει πλέον υπέρ του Νότου και ντε φάκτο άνοιξε ο δρόμος για μια μελλοντική έκδοση ευρω-ομολόγων. Αυτό –κατά την άποψη μου- υποδηλώνουν μια σειρά από δεδομένα, όπως τα εξής:
Πρώτον, η υιοθέτηση της γαλλικής πρότασης για σύσταση χωριστού ταμείου αλληλεγγύης για την ανόρθωση της οικονομίας μετά το πέρας της πανδημίας. Προφανώς, οι πιστώσεις που θα διατεθούν στις πληγείσες χώρες δεν είναι νοητό να επιβαρύνουν τα εθνικά χρέη εκάστης γιατί έτσι θα τις οδηγήσουν σε νέο αδιέξοδο, άρα θα προέλθει από κάποια κοινά κονδύλια της ΕΕ. Σε πρώτη φάση θα εγκριθεί ένα μικρό ποσό της τάξεως των 22 δισ. ευρώ, η χρηματοδότηση του οποίου μπορεί να γίνει από τα μελλοντικά περιθώρια του κοινοτικού προϋπολογισμού ή με μικρές αυξήσεις των ιδίων πόρων. Επειδή, όμως, τελικά θα χρειαστεί να καλύψει ανάγκες σε μια πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, θα απαιτηθεί μια από κοινού έκδοση ομολόγου για να το υποστηρίξει μακροπρόθεσμα. Καθόλου τυχαία, έσπευσε και ο τέως πρόεδρος της ΕΕ, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, να υπογραμμίσει σε παρόμοιο πνεύμα ότι ναι μεν η έκδοση ευρωομολόγων για την αντιμετώπιση της πανδημίας θα ήταν τώρα χρονοβόρα γιατί χρειάζεται νέες διαδικασίες, αλλά κάθε άλλο παρά πρέπει να αποκλείεται στο εγγύς μέλλον.
Ο δεύτερος και κρίσιμος λόγος είναι ότι στην επιμονή του Νότου για ένα αποφασιστικό πακέτο παρέμβασης στην πανδημία, βρέθηκε απρόσμενη σύμμαχος η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επισημαίνοντας ότι οι ανάγκες είναι πολλαπλάσιες από ό,τι προβλέπει η απόφαση του Eurogroup. Με τη δήλωσή της η ΕΚΤ ουσιαστικά νομιμοποίησε μια εκτεταμένη προοπτική χρηματοδότησης, αναιρώντας τις προφάσεις όσων αντιδρούσαν επειδή θα οδηγούσε σε νέες πιέσεις και κρίσεις την ευρωζώνη.
Η δήλωση αυτή δεν έγινε για να βελτιώσει τη δημόσια εικόνα της ΕΚΤ, αλλά για να προσδώσει αξιοπιστία σε ενέργειες που αργά ή γρήγορα θα χρειαστούν αν καταπιαστούμε σοβαρά με την ανόρθωση της ευρωζώνης από την πανδημία και την ανασυγκρότηση της. Επισφραγίζει έτσι μια μονιμότερη στροφή της ΕΚΤ σε επιλογές προώθησης της ανάπτυξης, πράγμα που δείχνει ότι σταδιακά αφήνει πίσω την αντιπληθωριστική εμμονή της και δίνει τις ευλογίες της σε μια πιο επιθετική οικονομική πολιτική στο μέλλον. Μια τέτοια κίνηση δεν ήταν ούτε αυτονόητη, ούτε συνηθισμένη. Απεναντίας ήταν διαμετρικά αντίθετη με τα δόγματα που κυριάρχησαν τόσο στα πρώτα χρόνια της ευρωζώνης, όσο και στην κρίση του 2008. Ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή στις εξελίξεις αφενός για να δούμε τις ρίζες του διπολισμού Βορρά-Νότου, αφετέρου να αντιληφθούμε το ιστορικό κενό που επιχειρεί να καλύψει ο αναθεωρητισμός της ΕΚΤ και γιατί τα ευρωομόλογα είναι μονόδρομος για να το πετύχει:
Όταν πρωτοξεκίνησε το ευρώ, η μεγαλύτερη ανησυχία της ΕΚΤ ήταν μήπως κινδυνεύει να ξεφύγει ο πληθωρισμός αν τα δημοσιονομικά ελλείμματα πάνε μερικά δεκαδικά παραπάνω από το όριο του Συμφώνου Σταθερότητας. Με την εμμονή αυτή, η ευρωζώνη την πρώτη δεκαετία πέτυχε μεν να μειώσει τα επιτόκια δανεισμού σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα για όλους, όμως η ευκαιρία να χρηματοδοτηθούν εκτεταμένες και σύγχρονες υποδομές για την τεχνολογική αναβάθμιση και τη δικτύωση των οικονομιών της χάθηκε και η ανάπτυξη επαφέθηκε στην ελεύθερη κίνηση επενδυτικών κεφαλαίων ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης. Οι ροές επενδύσεων πράγματι αυξήθηκαν για όλους, αλλά με δοσολογία και σύνθεση πολύ διαφορετική για κάθε κατηγορία χωρών. Στις βόρειες χώρες πήγαν κυρίως επενδύσεις στη μεταποίηση και την ενέργεια, στις νότιες έγιναν κυρίως υπηρεσίες, κατοικίες και τουρισμός. Εμφανίστηκε έτσι ένα διογκούμενο χάσμα ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο, με τα ισοζύγια πληρωμών θετικά για τους μεν και έντονα αρνητικά για τους άλλους. Κανείς όμως τότε δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα γιατί αθροιστικά το εξωτερικό ισοζύγιο της ευρωζώνης ήταν οριακά θετικό και η ΕΚΤ ήταν κατευχαριστημένη με τον εαυτό της που κρατούσε το ευρώ σε μια ισοτιμία χωρίς εξωτερικές πιέσεις.
Πιέσεις στο σύνολο της ευρωζώνης όντως δεν υπήρχαν, όμως ήταν έντονες σε κάθε χώρα του Νότου χωριστά. Για αυτόν τον λόγο όταν, δέκα χρόνια μετά, άρχισαν να χρεοκοπούν οι τράπεζες στις ΗΠΑ, οι χώρες του Νότου με τα μεγάλα ελλείμματα ισοζυγίου δεν μπορούσαν πλέον να δανειστούν από τις διεθνείς αγορές και μία-μία αναζητούσε επείγουσα στήριξη από την ΕΚΤ. Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος και σε κάποιο βαθμό η Ισπανία μπήκαν στα Μνημόνια κατά σειρά προτεραιότητας ανάλογα με το εξωτερικό έλλειμμα που είχαν. (Μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και χρέος είχε μόνο η Ελλάδα, αλλά είναι ενδιαφέρον ότι άλλες χώρες -όπως το Βέλγιο και η Ιταλία- με παρόμοια υπερχρέωση αλλά ισορροπημένες εξωτερικά δεν γνώρισαν κρίση παρόμοιας έκτασης). Όμως παρά την κρίση του 2010 λόγω της πιστωτικής ασφυξίας, η ΕΚΤ όχι μόνο δεν ευδόκησε τότε να τροφοδοτήσει με επαρκή ρευστότητα τις χώρες του Νότου αλλά επιζητούσε τον παραδειγματισμό τους με εμπροσθοβαρή λιτότητα προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερη ύφεση και διευρύνοντας ακόμα περισσότερο το χάσμα τους με τον Βορρά.
Ευτυχώς η κατάσταση άλλαξε επί προεδρίας Ντράγκι με την ανεπιφύλακτη ποσοτική χαλάρωση και τη χωρίς όρια διευκόλυνση στις αγορές εθνικών ομολόγων. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ιδρύθηκαν από την ΕΕ νέοι θεσμοί παρέμβασης σε περιόδους κρίσεων, τέθηκαν οι βάσεις για την προστασία των τραπεζικών καταθέσεων και διαμορφώθηκαν κάποιοι κανόνες παρακολούθησης και εξισορρόπησης των εξωτερικών ελλειμμάτων και πλεονασμάτων, για να αποφευχθεί ένα νέο χάσμα.
Δεν έφτασε, όμως, η αλλαγή προτεραιοτήτων της ΕΚΤ να μεταμορφώσει επαρκώς την ευρωζώνη, γιατί οι περισσότερες κυβερνήσεις του Βορρά (και κυρίως η σκληροπυρηνική Χανσεατική Ένωση που δημιουργήθηκε) ήταν έντονα αντίθετες με κάθε είδους δημοσιονομική επέκταση, όχι μόνο ως συνδρομή στις χώρες της περιφέρειας αλλά ακόμα και στις δικές τους οικονομίες οι περισσότερες των οποίων υστερούν ακόμα σε υποδομές και επενδύσεις νέων τεχνολογιών παραγωγής. Καθόλου τυχαία, τα τελευταία δύο χρόνια η ευρωζώνη ξαναβρέθηκε να έχει αναιμική ανάπτυξη και έβλεπε τα τρένα των υπερχαμηλών επιτοκίων να περνούν άδεια.
Στην κατάσταση αυτή ήταν πάλι η ΕΚΤ που επιχείρησε να θέσει τις σωστές προτεραιότητες στην οικονομική πολιτική. Λίγο πριν από την αποχώρησή του το περασμένο φθινόπωρο, ο Ντράγκι προειδοποίησε από την Αθήνα ότι η ευρωζώνη την εποχή αυτή χρειάζεται όχι μέτρα για τον πληθωρισμό, αλλά πολιτικές που αυξάνουν το ΑΕΠ, γιατί μόνο με την επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας μπορεί τώρα να βρεθούν δουλειές και μελλοντικά να μειωθεί η επίπτωση του χρέους στις χώρες του Νότου. Παίρνοντας τη σκυτάλη η Κριστίν Λαγκάρντ διακήρυξε στην πρώτη της δημόσια παρέμβαση τον Νοέμβριο 2019 ότι μόνο όταν συνδυάζεται με άλλες πολιτικές που στηρίζουν την ανάπτυξη μπορεί «η νομισματική πολιτική να επιτύχει τους στόχους της ταχύτερα και με λιγότερες παρενέργειες». ΄Ηταν τόσο ένθερμη η επίκληση στην ανάγκη νέων και εκτεταμένων δημοσίων επενδύσεων, που όμοιά της δεν πρέπει να έχει καταγραφεί σε όλη την ιστορία των κεντρικών τραπεζών. Πρακτικά όμως η κορυφαία αυτή σύσταση δεν πρόλαβε να μετουσιωθεί σε πράξη από καμία κυβέρνηση της ευρωζώνης, πέραν από την ευρεία (αλλά άσφαιρη) ρητορική για την ανάγκη αύξησης του κοινοτικού προϋπολογισμού όταν εγκρινόταν από το Ευρωκοινοβούλιο τους προηγούμενους μήνες.
Η επέλαση της πανδημίας ανέδειξε όμως το ζήτημα μιας παρέμβασης μεγάλης κλίμακας στην ευρωζώνη και ξανάφερε στο προσκήνιο την αναπτυξιακή παρότρυνση της ΕΚΤ. Αν και απέφυγε προσεκτικά να αναφέρει την «απαγορευμένη» λέξη για ευρωομόλογα, η ΕΚΤ τόνισε εξαρχής ότι απαιτείται χρηματοδοτική δύναμη πυρός άνω του 1,5 τρισ. ευρώ, δηλαδή τριπλάσια από αυτήν που εγκρίθηκε. Μόνο σε αυτό το επίπεδο θα γινόταν συγκρίσιμη (αν και πάλι αναλογικά υποδεέστερη) των αντίστοιχων παρεμβάσεων που εξαγγέλθηκαν στις ΗΠΑ και την Βρετανία. Επειδή όμως τέτοια ποσά δεν υπάρχουν ούτε στα αποθεματικά του ESM, ούτε στις εγγυήσεις που μπορούν να δοθούν από άλλους πιστωτικούς οργανισμούς της ΕΕ, η μόνη εκδοχή που απομένει να την υλοποιήσει –όταν αργά ή γρήγορα έλθει η στιγμή– θα ήταν μία μαζική έκδοση ευρωομολόγων.
Αυτό πρέπει να είναι το σχέδιο πλεύσης της ευρωζώνης τα επόμενα χρόνια, χωρίς γεωγραφικές εμμονές και ηθικοπλαστικά απομεινάρια που επιβιώνουν από την εποχή της αποτυχημένης διαχείρισης της κρίσης χρέους πριν από δέκα χρόνια. Οι διαφωνίες αυτές δεν έχουν πλέον ούτε πολιτικό μέλλον ούτε ηθική αξία. Εξίσου ανεδαφικές είναι οι απειλές του τύπου «αν δεν μας τα δώσετε θα φύγουμε». Και οι δύο πλευρές, επικαλούνται τις οργισμένες μειοψηφίες που τάχα θα στραφούν εναντίον της ενωμένης Ευρώπης αν τολμήσει να υιοθετήσει το ευρωομόλογο οι μεν ή αν επιμένει να το αρνείται οι δε. Αγνοούν όμως και οι δύο τις μεγάλες πλειοψηφίες του Βορρά και του Νότου που θα ήθελαν την ενδυνάμωση της ΕΕ, απλούστατα γιατί ξέρουν ότι κάθε εναλλακτική χωρίς αυτήν θα ήταν χειρότερη.
Σήμερα, και αφού πλήρωσε ακριβά τις τυχοδιωκτικές πολιτικές όσων ήθελαν να προκαλέσουν υπαρξιακό ρήγμα στο ευρώ, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών σε κάθε χώρα του Νότου ξέρει ότι τίποτα καλύτερο δεν θα μπορούσε να καταφέρει αν ήταν μόνη της, γιατί απλούστατα αν εξέδιδε δικά της ομόλογα δεν θα τα ήθελε κανείς και αν έκοβε δικό της χρήμα θα το απαξίωνε πολύ σύντομα ο πληθωρισμός. Και η μεγάλη πλειοψηφία του Βορρά, αφού πλήρωσε με τη δική της χαμηλή ανάπτυξη την ιταμή απαξίωση και τη βαθειά ύφεση των χωρών του Νότου, ξέρει πλέον ότι χωρίς αυτές όχι μόνο δεν θα υπήρχαν ανοιχτές και πρόθυμες αγορές για τα προϊόντα του, αλλά κυρίως δεν θα είχε ούτε κλάσμα της πρόσβασης στην παγκόσμια οικονομία ή της όποιας επιρροής έχει με χίλια βάσανα αποκτήσει στη διεθνή γεωπολιτική. Ακόμα περισσότερο γιατί η βόρεια και η νότια οργή που παράγεται σήμερα εναντίον της ΕΕ επειδή ίσως βγουν ή επειδή δεν βγαίνουν τα ευρωομόλογα αντιστοίχως, αύριο θα είναι πρόθυμες να συνασπιστούν σε μια από κοινού απειλή εναντίον των δημοκρατικών αξιών και θεσμών στις ευρωπαϊκές χώρες. Όπως μας διδάσκει η Ιστορία, η ζημιά από μια τέτοια πολιτική πανδημία θα είναι πολύ μεγαλύτερη.
Για να καταστεί όμως εφικτή η έκδοση ευρωομολόγων στην απαιτούμενη κλίμακα, χρειάζεται να ξεκαθαριστούν οι κανόνες διάθεσης στα κράτη-μέλη και επίσης ο στόχος που θα έχουν. Κάμποσοι μέχρι τώρα θεωρούν ότι τα ευρωομόλογα θα είναι άλλη μια συνηθισμένη έκδοση στις αγορές την οποία θα αναλαμβάνουν αναλογικά οι 19 χώρες της ευρωζώνης (ή και όλης της ΕΕ), αντί για κάθε μία χωριστά. Μετά όμως τα ποσά που λαμβάνει κάθε χώρα θα τα εγγράφει στο δικό της εθνικό χρέος. Η εκδοχή αυτή ωφελεί τις χώρες του Νότου μόνο κατά την έκταση που η από κοινού έκδοση μετριάζει κάπως το κόστος δανεισμού που διαφορετικά θα είχαν οι επιμέρους εκδόσεις κάθε κράτους. Στην περίοδο της κρίσης χρέους κάτι τέτοιο θα ήταν από μόνο του σημαντικό γιατί πολλές χώρες του Νότου είχαν απαγορευτικό κόστος δανεισμού και θα έβρισκαν διέξοδο με την από κοινού έκδοση. Όμως στη σημερινή συγκυρία των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίων το όφελος αυτό είναι δευτερεύον. Επιπλέον, οι δυσκολίες που θα έχουν οι λαμβάνουσες χώρες από την αύξηση του χρέους τους θα δικαιώσει τους σημερινούς επικριτές της υιοθέτησης τους.
Ένα ευρωομόλογο για να είναι αντάξιο του ονόματος του δεν θα πρέπει να προσμετρείται στα εθνικά χρέη, αλλά να αποτελεί νέο καθολικό χρέος της ευρωζώνης που θα καταγράφεται σε χωριστό λογαριασμό, όπως είναι για παράδειγμα το ομοσπονδιακό χρέος των ΗΠΑ σε σχέση με κάθε πολιτεία. Θα αντιτείνει κάποιος ότι στις ΗΠΑ, υπάρχει πάντα η FED που μπορεί να το αποπληρώσει κόβοντας χρήμα, ενώ τέτοια δυνατότητα απαγορεύεται να υπάρχει στην ευρωζώνη. Σωστό μεν, αλλά δεν είναι η μόνη δυνατότητα. Το ευρωομόλογο μπορεί να εξοφλείται από τον Κοινοτικό Προϋπολογισμό, αφού βεβαίως ο τελευταίος αυξηθεί επαρκώς είτε εξ ιδίων πόρων είτε από έναν νέο υπερεθνικό φόρο που μπορεί να θεσπιστεί επί τούτου στο πλαίσιο της νέας οικονομικής διακυβέρνησης. Εννοείται ότι η μαζική στήριξη του ευρωομολόγου από το πρόγραμμα διευκόλυνσης της ΕΚΤ θα κάνει την αξιοπιστία του ακόμα ισχυρότερη και την αποπληρωμή του πιο εύκολη. Μια πιο φιλόδοξη παραλλαγή είναι η έκδοση να γίνει με μεγάλη ή απεριόριστη διάρκεια, όπως οι διηνεκείς ομολογίες (consols), που δεν θα χρειαστεί ποτέ να αποπληρωθούν και η εξυπηρέτηση τους θα γίνεται άνετα από τον κοινοτικό προϋπολογισμό.
Εξίσου σημαντική είναι και η στόχευση που θα έχει η χρηματοδότηση με ευρωομόλογα. Αν οι ανάγκες της τρέχουσας ύφεσης καλυφθούν σε μεγάλο βαθμό από το πρόσφατο πακέτο των 540 δισ. ευρώ, τα ευρωομόλογα πρέπει να στηρίξουν ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα ανόρθωσης της οικονομίας, αλλά και αναγέννησης της ευρωπαϊκής κοινωνίας όπως τόνισαν πολλοί οικονομολόγοι σε μια πρόσφατη έκκληση για να εκδοθούν τα European Renaissance Bonds (ERB). Το Ταμείο Ανόρθωσης θα είναι το όχημα για όσα δεν έγιναν τα προηγούμενα χρόνια στον τομέα των επενδύσεων στην παραγωγή ώστε η κάθε οικονομία να αντέχει καλύτερα στις διαδοχικές κρίσεις, όπως επίσης στον τομέα της εκπαίδευσης και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ώστε το οικονομικό μοντέλο να γίνει περισσότερο αποδοτικό, ασφαλές και βιώσιμο. Συν οι προκλήσεις που βγήκαν στην επιφάνεια με την πανδημία, όπως για παράδειγμα να επιταχυνθεί ο ψηφιακός μετασχηματισμός για μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στις δημόσιες πρωτοβουλίες, καθώς επίσης να βελτιωθεί ριζικά το σύστημα δημόσιας υγείας με πρόσθετο ανθρώπινο δυναμικό αλλά και νέα μεγάλα προγράμματα στην έρευνα και τεχνολογία, την έλλειψη των οποίων φανέρωσε η πρόσφατη παραίτηση του αρμόδιου Διευθυντή της ΕΕ. Αυτά όμως θα μας απασχολήσουν σε επόμενα άρθρα.
Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.