Είναι πόλεμος, όπως συχνά λέγεται. Και όπως με τον προηγούμενο, μεγάλο, παγκόσμιο πόλεμο, ο μεταπολεμικός σχεδιασμός δεν αναμένει το τέλος του πολέμου για να ξεκινήσει. Οι συζητήσεις για την ανίχνευση των διαρκέστερων συνεπειών και την ανασυγκρότηση των οικονομιών μετά την άμεση υγειονομική κρίση διεξάγονται ήδη. Πώς θα μοιάζει η Ευρώπη μετά, και η Ελλάδα μέσα σε αυτήν;
διαβάστε ακόμα
Η Επόμενη Ευρώπη - 20 Κείμενα Για Το Μέλλον Της ΕΕ Και Για Τη Θέση Της Ελλάδας Σε Αυτή
Η πανδημία προκαλεί παγκόσμια οικονομική συρρίκνωση -οι εκτιμήσεις τη συγκρίνουν με τη Μεγάλη Ύφεση του ’30, χειρότερη από την κρίση του 2008. Η ανεργία καλπάζει ξανά. Οι ευρωπαϊκές χώρες και η Ελλάδα μεταξύ αυτών έχουν λάβει ισχυρά μέτρα προστασίας της απασχόλησης (στα εθνικά μέτρα προστέθηκε και το πρόγραμμα SURE της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), που αναμένεται να μετριάσουν την αύξηση της ανεργίας, σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Όμως η ελληνική οικονομία θα πληγεί βαρύτερα, λόγω της θέσης του τουρισμού και συνδεόμενων κλάδων.
Πλήθος επιχειρήσεων θα έχουν καταρρεύσει ή θα χρειάζονται κρατική ενίσχυση για να διασωθούν. Ήδη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κάμψει τους σχετικούς κανόνες προστασίας του ανταγωνισμού. Πολλές επιχειρήσεις θα χρειαστούν όχι απλώς αναβολή φορολογικών υποχρεώσεων, όχι απλώς δάνεια με κρατική εγγύηση, αλλά επιδοτήσεις και άμεσες κεφαλαιακές ενισχύσεις. Η μεταφορά χρεών του ιδιωτικού τομέα στο δημόσιο θα αυξήσει το δημόσιο χρέος σε επίπεδα που για ορισμένες χώρες του Νότου θα κριθούν ως μη βιώσιμα. Καθώς το ελληνικό δημόσιο χρέος βρίσκεται κυρίως στα χέρια του «επίσημου» τομέα, δηλαδή των θεσμών της Ε.Ε., είμαστε έξω από την πρώτη γραμμή του πυρός, παρότι θα βγούμε με χρέος διπλάσιο του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. Η «βιωσιμότητα» του ελληνικού χρέους (δηλαδή το αν θα μπορεί να εξυπηρετείται) θα εξασφαλιστεί με περαιτέρω διευθετήσεις ωριμάνσεων, επιτοκίων και περιόδου χάριτος. Όμως, καθώς θα έχουμε ένα πολύ μεγάλο πρωτογενές έλλειμμα το 2020, κρίσιμης σημασίας θα είναι οι στόχοι δημοσιονομικής προσαρμογής που θα συμφωνηθούν με την Ευρωζώνη να είναι ήπιοι, σταδιακοί και επιμεριζόμενοι σε βάθος χρόνου. Πρέπει πάση θυσία να αποτραπεί ένας νέος φαύλος κύκλος λιτότητας-ύφεσης για την Ελλάδα και για τις άλλες χώρες του Νότου που μπήκαν στην κρίση οικονομικά και δημοσιονομικά ήδη εξασθενημένες. Μεταξύ άλλων επίσης, οι δημόσιες αρχές σε όλη την Ευρώπη θα πρέπει να ενισχύσουν τραπεζικά συστήματα τα οποία θα βρίσκονται υπό πίεση υπό το βάρος των νέων κόκκινων δανείων.
διαβάστε ακόμα
Μετά Τους Καβγάδες: Οι Χρησμοί Της ΕΚΤ Και Στο Βάθος Ευρωομόλογα
Από το ξεκίνημα της πανδημίας, η Ε.Ε. ενεργοποίησε αρκετά σημαντικά εργαλεία σε μια προσπάθεια κοινής αντιμετώπισης της κρίσης. Ρήτρα διαφυγής από τους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας, πόρους από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και πρόγραμμα ασφάλισης εργασίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενεργοποίηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για δάνεια στις επιχειρήσεις και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας με ηπιότερους όρους για χρηματοδοτική στήριξη των κυβερνήσεων. Όλα αυτά είναι σημαντικά, αλλά διάχυτη είναι η αίσθηση, ιδίως στις χώρες του Νότου που μπαίνουν στην κρίση δημοσιονομικά επιβαρυμένες, ότι θα χρειαστούν πολύ περισσότερα. Η συζήτηση για το κορωνο-ευρωομόλογο, που έχει δώσει τη θέση της στον σχεδιασμό ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (European Recovery Fund), δεν αφορά τόσο το κόστος αντιμετώπισης της παρούσας υγειονομικής κρίσης, όσο το κόστος ανασυγκρότησης την επόμενη μέρα. Όπως και στην προηγούμενη κρίση, ένα «Ευρωπαϊκό Σχέδιο Μάρσαλ» θέτει τον συμβολικό πήχη της φιλοδοξίας, αν και περισσότερο ως άθροισμα εθνικών προγραμμάτων δημοσιονομικής τόνωσης. Όμως η έκδοση κοινού ομολόγου για τη χρηματοδότηση ενός μαζικού επενδυτικού προγράμματος ευρωπαϊκής ανοικοδόμησης, υπό το Ταμείο Ανάκαμψης, θα είναι καθοριστικής σημασίας.
Το τεράστιο χρέος θα κρατά τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών σε μηδενικά επίπεδα για πολύ καιρό. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), με τα εργαλεία που διαθέτει, έχει ήδη προσφέρει αποφασιστική αντιμετώπιση της κρίσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενεργοποιώντας ένα γιγαντιαίο νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (ΡΕΡΡ), το οποίο μαζί με το προϋπάρχον (APP), αθροίζεται σε 1,9 τρισ. ευρώ, που ισοδυναμεί με 15% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Ο ρόλος της ΕΚΤ θα αναβαθμιστεί ακόμα περισσότερο σε σημασία. Στη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης η ΕΚΤ λειτούργησε ως τελικός εγγυητής, τελικό οχυρό (backstop) ενότητας και ακεραιότητας του ευρώ, παρέχοντας οξυγόνο ρευστότητας στις κυβερνήσεις και τα τραπεζικά συστήματα. Μετά την κρίση θα πρέπει να διευκολύνει την (ανα)χρηματοδότηση του μεγάλου δημόσιου χρέους των κυβερνήσεων (αλλά και των τίτλων που θα εκδώσουν ευρωπαϊκά όργανα) στα όρια της συνταγματικής της εντολής, λειτουργώντας πειστικά ως αγοραστής τελευταίας προσφυγής, μετατρέποντάς το χρέος εάν χρειαστεί σε οιονεί διηνεκές (perpetual), και λειτουργώντας επίσης ως δύναμη ευρωπαϊκής ομοσπονδοποίησης. Ένας τέτοιος ρόλος είναι αναγκαίος, ιδίως ενόψει της απροθυμίας των πλουσιότερων κρατών-μελών να δεχτούν τον δημοσιονομικό επιμερισμό κινδύνων και αμοιβαιοποίηση μελλοντικών χρεών, μέσω σχημάτων τύπου ευρωομολόγου. Ορισμένοι μιλούν ήδη για ECBoJ (προσθέτοντας τα αρχικά της Bank of Japan) παραπέμποντας στην παρατεταμένη νομισματική χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους (υπερδιπλάσιο του ΑΕΠ) που επιτελεί εδώ και δύο δεκαετίες η Τράπεζα της Ιαπωνίας. Είναι βέβαιο ότι η ΕΚΤ θα κληθεί ξανά να σώσει την Ευρωζώνη ελαφρύνοντας το βουνό χρέους της επόμενης μέρας, χρηματοδοτώντας μεγάλα αναπτυξιακά προγράμματα μέσα από την αγορά τίτλων όπως της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ενώ δεν αποκλείεται καθόλου η επιστράτευση εργαλείων αναδιάρθρωσης χρέους (restructuring & reprofiling) και χρηματοπιστωτικού παρεμβατισμού (financial repression), δηλαδή στοχευμένης φορολόγησης του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Την επόμενη μέρα, θα πρέπει να αναζητηθούν νέες ισορροπίες μεταξύ διαφορετικών πηγών φορολογικών εσόδων. Ελπίζεται όχι με περαιτέρω επιβάρυνση της εργασίας, των επιχειρηματικών κερδών (ιδίως των επανεπενδυόμενων) και των ασφαλιστικών εισφορών που δεν θα πρέπει να φορτωθούν νέα βάρη. Η συζήτηση στην Ευρώπη και διεθνώς (ιδίως εάν επικρατήσει Δημοκρατικός Πρόεδρος στις ΗΠΑ) θα μετατεθεί σε μεγαλύτερη φορολόγηση της μεγάλης περιουσίας, των περιβαλλοντικών ρύπων, των μονοπωλιακής ισχύος τεχνολογικών κολοσσών, και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του βλαπτικού φορολογικού ανταγωνισμού, προκειμένου να μην στραγγαλιστούν οι παραγωγικοί συντελεστές του ιδιωτικού τομέα που θα πρέπει να οδηγήσουν την επιστροφή στην οικονομική ανάπτυξη.
Η διαχείριση της κρίσης δρομολόγησε ήδη ορισμένες προσαρμογές που θα έχουν διαρκέστερο χαρακτήρα. Η νέα έμφαση στους κανόνες της υγιεινής, η ενίσχυση της δημόσιας υγείας, των ανθρώπων της και των υποδομών της, αναδείχθηκαν ως προτεραιότητες με διάρκεια. Αποτελούμε τη γενιά που έζησε και μια παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση (στην Ελλάδα μια μεγάλη ύφεση) και τη μεγαλύτερη παγκόσμια πανδημία μετά το 1918. Είναι σαφές ότι αυτό διαμορφώνει στάσεις και πεποιθήσεις, κεντρικός άξονας των οποίων είναι η ρεαλιστική συνειδητοποίηση του ζωτικού ρόλου του κράτους και της καλής διακυβέρνησης στην αντιμετώπιση των κρίσεων, και η εξαέρωση της θεολογικής σχεδόν εξιδανίκευσης των αυτορρυθμιζόμενων αγορών. Το αίτημα για κυβερνητική ποιότητα και διαχειριστική αποτελεσματικότητα θα επιστρέψει, ιδίως σε κοινωνίες που φλέρταραν με τον λαϊκισμό. Η Ελλάδα πέρασε ως τώρα μετ’ επαίνων το τεστ της καλής διακυβέρνησης στην κρίση της ασθένειας Covid-19. Η ανάγκη επίσης για ένα αποτελεσματικό κοινωνικό δίχτυ ασφάλειας αναδεικνύεται εντονότερα σε κοινωνίες που είχαν υποτιμήσει τη σημασία του. Για παράδειγμα, το επιχείρημα για ένα δημόσιο σύστημα υγείας στις ΗΠΑ είναι σήμερα ισχυρότερο παρά ποτέ, καθώς αποκαλύφθηκε η κρατική αποτυχία, στα χέρια μιας ασυνάρτητης ομοσπονδιακής εκτελεστικής εξουσίας, να προστατεύσει επαρκώς τους Αμερικανούς πολίτες. Για την Ευρώπη αντίστοιχα, η θεσμοθέτηση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος μετά την εμπειρία της κρίσης θα βρει νέους υποστηρικτές.
Ανάμεσα στις θετικότερες παρενέργειες του υποχρεωτικού εγκλεισμού, η συνήθεια της τηλεργασίας, στην οποία υποχρεωτικά μάθαμε, ήρθε για να μείνει. Αυτό είναι καλό για τη μελλοντική ποιότητα ζωής μας, για τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας και σωτήριο για το περιβάλλον. Πλήθος επιχειρήσεων πλέον θα μπορούν να βελτιώνουν τη λειτουργία τους και την καθημερινότητα των εργαζομένων τους επιτελώντας μεγάλο μέρος των εργασιών τους από απόσταση, αποφορτίζοντας τις οδικές (και αεροπορικές) μεταφορές, με ευεργετικές συνέπειες για το περιβάλλον. Μια νέα ώθηση στην πράσινη ανάπτυξη θα προκύψει από αυτή τη συγκυρία, παρά τις πιέσεις στις δημόσιες δαπάνες. Οι ευρύτερες ωφέλειες από τις νέες τεχνολογίες επέρχονται όχι από την εργαστηριακή εισαγωγή τους αλλά από την ευρεία υιοθέτηση και διασπορά τους στην οικονομία και την κοινωνία. Αυτές οι επωφελείς «εξωτερικότητες δικτύου» διαχέονται πλέον χάρη στην ευρεία χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών από το κράτος, τις επιχειρήσεις, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, τους καταναλωτές και πολίτες κατά την περίοδο των περιοριστικών μέτρων του κορωνοϊού. Αυτό μεταξύ άλλων δίνει μεγάλη ώθηση εξωστρέφειας και παραγωγικότητας στην εκπαίδευση. Τα σχολεία και κυρίως τα πανεπιστήμια θα κρατήσουν έστω και επικουρικά το κεκτημένο της τηλεκπαίδευσης και των τηλεδιασκέψεων. Η από απόσταση διδασκαλία, οι διαδικτυακές διαλέξεις και τα webinars διεθνοποιούν την ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα, καθιστούν το περιεχόμενο της άμεσα συγκρίσιμο και ανταγωνιστικό προς ομοειδείς φορείς του εξωτερικού, επιταχύνοντας τον εκσυγχρονισμό, την αναβάθμιση και τη διεθνοποίηση των πανεπιστημιακών σπουδών.
Κάθε μεγάλη κρίση επιταχύνει ανακατατάξεις στους τομείς της απασχόλησης. Μετά την κρίση οι οικονομίες θα βρεθούν με νέες διευρυμένες ανισότητες. Αυτή τη φορά είναι το χάσμα ανάμεσα στους εργαζόμενους στους τομείς «γνώσης» (knowledge workers) που μπόρεσαν να μεταφέρουν το αντικείμενο της δουλειάς τους στην τηλεργασία, και τους ανθρώπους που η δουλειά τους απαιτεί φυσική εγγύτητα και επαφή, από σερβιτόρους και εργαζόμενους στην τουριστική βιομηχανία μέχρι φυσιοθεραπευτές. Ορισμένες από τις θέσεις εργασίας που χάθηκαν από την κρίση συνδέονται με αλλαγές διαρκέστερου χαρακτήρα, ιδίως εκείνες που αφορούν τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Οι απώλειες θέσεων εργασίας στους τομείς αυτούς (π.χ. δουλειές που μπορούν να υποκατασταθούν χάρη στις ψηφιακές τεχνολογίες) επιταχύνθηκαν. Νέες ευκαιρίες ανοίγονται σε αντικείμενα όπως η παραγωγή λογισμικού για απομακρυσμένη εργασία, η διαχείριση υπηρεσιών διαμοιρασμού και διαχείρισης δεδομένων στο νέφος, η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού χρήματος, η επέκταση της ηλεκτρονικής υπογραφής, κλπ. Μαζί με τα δίκτυα ψηφιακών και ενεργειακών υποδομών, αυτοί θα είναι μεταξύ των κύριων τομέων στους οποίους θα κατευθυνθούν οι επενδυτικοί πόροι της μετά-την-κρίση ανοικοδόμησης, εθνικοί και ευρωπαϊκοί, παράγοντας νέες συνέργειες δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Παρόμοια θα είναι και η ώθηση στην ανάπτυξη της «ψηφιακής υγείας», της βιογενετικής, της τεχνητής νοημοσύνης και των big data για την ιατροφαρμακευτική έρευνα.
Η πανδημία ως εξωτερική απειλή τροφοδότησε αμυντικές αντιδράσεις οχύρωσης πίσω από εθνικά σύνορα, αντανακλαστικά προστατευτισμού. Η επιδίωξη της εθνικής (και ευρωπαϊκής) αυτάρκειας σε βασικά νοσοκομειακά και άλλα αναγκαία αγαθά ενθαρρύνει τάσεις επαναπατρισμού της παραγωγής και περιφερειοποίησης των εμπορικών ροών, ιδίως με απομάκρυνση από την Κίνα. Ήδη, ως αποτέλεσμα της εμπορικής επιθετικότητας Τραμπ εναντίον της Κίνας αλλά και της Ευρώπης, η τάση παγκοσμιοποίησης των προηγούμενων δεκαετιών, που είχε ήδη ανακοπεί με την παγκόσμια κρίση του 2008, είχε αντιστραφεί. Είχαν ήδη προηγηθεί του κορωνοϊού, οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας: ο τεχνολογικός ανταγωνισμός (με όρους διεθνούς ασφάλειας) ΗΠΑ και Ε.Ε. με την Κίνα στους τομείς της «4ης βιομηχανικής επανάστασης», τεχνητής νοημοσύνης, μεγάλων δεδομένων, 5G, η τάση απεξάρτησης από την κινεζική τεχνολογία στους τομείς αυτούς, η πρόσφατη Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, η προσπάθεια μείωσης των ρύπων που παράγουν οι παγκόσμιες εμπορικές ναυτιλιακές μεταφορές, η προοπτική υποκατάστασης της εισαγωγής αγαθών από τοπική ή περιφερειακή παραγωγή, οι τάσεις διάρρηξης των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω. Όλα αυτά ήταν δεδομένα πριν από την έλευση της Covid-19, τα οποία η πανδημία απλώς επέτεινε. Η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί, με ταχύτερο ή βραδύτερο ρυθμό αλλά πάντως προς την ίδια κατεύθυνση.
Όμως, από την άλλη πλευρά, η κρίση κατέδειξε πανηγυρικά πόσο αναγκαίος είναι ο διεθνής και υπερεθνικός συντονισμός. Η πανδημία συνένωσε την ανθρωπότητα σε μια κοινή αδυναμία, και οι παράλληλες προσπάθειες αντιμετώπισής της ανέδειξαν τη σημασία των διεθνικών επιστημονικών κοινοτήτων και διεθνών οργανισμών όπως ο ΠΟΥ. Εξίσου σημαντική είναι η διεθνής συνεργασία για την ανοιχτή και συνεχόμενη λειτουργία των αναγκαίων διεθνών παραγωγικών και εφοδιαστικών αλυσίδων για την κυκλοφορία τροφίμων, φαρμάκων και υγειονομικού υλικού. Η Ευρώπη εκεί, μετά τις αρχικές αστοχίες, έδειξε την υπεροχή των κοινών θεσμών και της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, επαναπατρίζοντας Ευρωπαίους πολίτες από το εξωτερικό, μεταφέροντας μάσκες, αναπνευστήρες και φάρμακα μεταξύ κρατών, και αντλώντας από το πρώτο κοινό ευρωπαϊκό απόθεμα υγειονομικού εξοπλισμού. Παρά τις άφθονες αιτιάσεις, ο ευρωπαϊκός συντονισμός σε μια ατελή Ευρωπαϊκή Ένωση εθνικών κρατών ήταν πιθανόν αποτελεσματικότερος από ό,τι μεταξύ των ομόσπονδων πολιτειών στις ΗΠΑ.
Όπως συχνά έχει γραφτεί, είναι η πρώτη παγκόσμια κρίση στην οποία οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν έχουν ηγετικό ρόλο αλλά (υπό τον συγκεκριμένο Πρόεδρο) είναι διεθνώς απούσες, αν όχι ευθέως υπονομευτικές των διεθνών θεσμών και της διεθνούς συνεργασίας. Tο κενό έσπευσε βέβαια να καλύψει η Κίνα, ένα καθεστώς αποτελεσματικό όσο και απολυταρχικό. Η κρίση χτυπάει ένα ακόμα καμπανάκι για την ανάγκη βαθύτερης ενοποίησης και γεωπολιτικής ενηλικίωσης της Ευρώπης. Υπό διακύβευση δεν είναι μόνο τα κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα στον κόσμο, και η προστασία ενός διεθνούς συστήματος πολυμερών θεσμών και κανόνων που λειτούργησε επωφελώς υπέρ της Ευρώπης. Υπό διακύβευση είναι ίσως ακόμα περισσότερο, η υπεράσπιση της «δυτικού τύπου» φιλελεύθερης δημοκρατίας, σε μια εποχή που η Δύση, ως φθίνον γεωπολιτικό υποκείμενο διατλαντικής συνεργασίας, αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη πρόκληση ολόκληρης της μεταπολεμικής περιόδου.
O Γιώργος Παγουλάτος είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ και μέλος του advisory board της διαΝΕΟσις.
διαβάστε ακόμα
Εκτιμήσεις Και Προσδοκίες: Η Ελληνική Οικονομία Μετά Την Πανδημία
διαβάστε ακόμα
Δικαιώματα Kαι Πανδημία
διαβάστε ακόμα
Ξεφεύγοντας Από Την Πεπατημένη