Αρθρογραφια |

Εκτιμήσεις Και Προσδοκίες: Η Ελληνική Οικονομία Μετά Την Πανδημία

Μια κριτική καταγραφή των υφιστάμενων εκτιμήσεων για την πορεία της ελληνικής οικονομίας εν μέσω της επιδημιολογικής κρίσης και των μέτρων που έχουν ληφθεί από τις ελληνικές αρχές.

Λίγους μήνες πριν, στη μεγάλη δημοσκοπική έρευνα της διαΝΕΟσις "Τι πιστεύουν οι Έλληνες", οι Έλληνες δήλωναν πως τα κυρίαρχα συναισθήματα που τους διακατέχουν είναι η ανασφάλεια και η αισιοδοξία. Πιθανότατα, στο μεγάλο τοπίο η πορεία της ελληνικής οικονομίας παρακινούσε προς αισιόδοξες θεωρήσεις, ενώ η προσφυγική κρίση σε συνδυασμό με τον εξ ανατολών ασταθή γείτονα της Ελλάδας πυροδοτούσαν το αίσθημα ανασφάλειας. Λίγους μήνες μετά ένα εξωγενές και συμμετρικό σοκ ήρθε να ανατρέψει όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας.

H Ελλάδα έχοντας ζήσει μια βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση, και έχοντας μόλις βγει από την εντατική φαίνεται να κινδυνεύει πάλι να επιστρέψει σε αυτήν, καθώς βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα οικονομική κρίση, της οποίας το βάθος και η διάρκεια εξαρτώνται εν πολλοίς από την επιδημιολογική πορεία που θα έχει ο νέος κορωνοϊός διεθνώς. Ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά αν συνέβαινε όλο αυτό σε μια από τις παλιές καλές εποχές, των παχιών αγελάδων, με την επίπλαστη –δανεική– ευμάρεια. Όμως τι μπορούμε να κάνουμε υπό τις νέες και δυναμικά εξελισσόμενες συνθήκες;

Βασική προτεραιότητα είναι η προστασία της ανθρώπινης ζωής, κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό. Καθόσον όμως φαίνεται ότι έχουμε κάνει flatten (εξομαλύνει) την καμπύλη κρουσμάτων του κορωνοϊού (βλ. Διάγραμμα 1), για να χρησιμοποιήσουμε μια προσφιλή έκφραση των επιδημιολόγων, τι γίνεται με τις άλλες καμπύλες, αυτές που εξετάζουν οι οικονομολόγοι; Έχουμε κάποια ρεαλιστική εκτίμηση των οικονομικών συνεπειών της επιδημιολογικής κρίσης για την χώρα μας ή και κάποια εκτίμηση για το πότε θα εξέλθουμε από αυτή με έναν υγιή και βιώσιμο τρόπο;

Πώς πήγαινε η Ελλάδα πριν από την επιδημιολογική κρίση; 

Η Ελλάδα βρισκόταν σε τροχιά ανάπτυξης. Το 2019 συνέχισε να καταγράφει θετικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, ήτοι 2%, σε αντιδιαστολή με την ευρωζώνη όπου ο ρυθμός επιβραδύνθηκε από 1,9% το 2018 σε 1,2% το 2019. Σε αυτήν τη θετική αναπτυξιακή τροχιά συνηγορούσαν και όλες οι επίσημες προβλέψεις ξένων και εγχώριων πηγών για το 2020. Ύστερα από μια δεκαετή χρηματοοικονομική κρίση η Ελλάδα ατένιζε τη νέα δεκαετία με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, της τάξης του 2,1%-2,8% του ΑΕΠ. Το οικονομικό κλίμα και η καταναλωτική εμπιστοσύνη είχαν ενισχυθεί θεαματικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης οικονομικού κλίματος τον Δεκέμβριο του 2019 (109,5) ήταν αντίστοιχος των προ κρίσης επιπέδων και πιο συγκεκριμένα του Νοεμβρίου του 2007. Οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια βελτίωσαν τη δημοσιονομική της εικόνα, ενώ τα περίφημα πρωτογενή πλεονάσματα της Γενικής Κυβέρνησης υπερέβαιναν τον δημοσιονομικό στόχο του 3,5% ΑΕΠ (4,16% ΑΕΠ για το 2018 και περίπου στο 4% είναι η εκτίμηση για το 2019). Σίγουρα δεν πρέπει να εφησυχάζουμε και να παραγνωρίζουμε το τεράστιο δημόσιο χρέος της χώρας, ωστόσο ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ φαινόταν να μειώνεται εξαιτίας τόσο του προσδοκώμενου ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας όσο και των πρωτογενών πλεονασμάτων σε συνδυασμό με τη μείωση των επιτοκίων. Η εξωστρέφεια της χώρας ενισχύονταν τα τελευταία χρόνια με τις εξαγωγές των αγαθών και υπηρεσιών (χωρίς τα πετρελαιοειδή) να αυξάνονται και μάλιστα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον με κυρίαρχο τον εμπορικό προστατευτισμό και με έντονη αβεβαιότητα. Επίσης, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων αποκλιμακώθηκαν, η εμπιστοσύνη στο ελληνικό τραπεζικό είχε ξεκινήσει να αποκαθίσταται με την άρση των capital controls και οι επενδύσεις εκτιμούνταν ότι θα κινηθούν σε διψήφια νούμερα για το 2020. Τέλος, αναφορικά με την αγορά εργασίας, η απασχόληση κινούνταν ανοδικά και το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 17,3% το 2019, ενώ εξακολουθεί να παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην ΕΕ-27.

Και όλα αυτά προ κορωνοϊού.

Τι μας λένε όμως οι τρέχουσες εκτιμήσεις για τους μακροοικονομικούς δείκτες της χώρας μας αλλά και διεθνώς; Ποια θα είναι η τελική επίπτωση της πανδημίας στην ελληνική οικονομία και πόσο θα διαρκέσει;

Τρέχουσες Εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας

Δυστυχώς, η απάντηση προς το παρόν είναι ιδιαιτέρως θολή. Αν απευθυνθεί κάποιος στους ειδικούς στις οικονομικές προβλέψεις πιο πιθανό είναι αυτήν την στιγμή να μπερδευτεί πλήρως από την πλειάδα των διάφορων εκτιμήσεων. Σε αυτήν την πληθώρα ανομοιογενούς πληροφόρησης προσπαθήσαμε να βάλουμε μια τάξη και να κωδικοποιήσουμε τι εκτιμήσεις υπάρχουν εκεί έξω. Συγκεκριμένα, και έως τον χρόνο συγγραφής του παρόντος άρθρου συγκεντρώσαμε τις παρακάτω σχετικά πρόσφατες επίσημες εκτιμήσεις για την ελληνική, αλλά και την παγκόσμια οικονομία, που δημοσιεύτηκαν σε εγχώριες και διεθνείς πηγές. Σημειώνεται, δε, ότι ανάλογα με το χρόνο εκπόνησης της κάθε μελέτης έχουν ληφθεί υπ΄όψιν και προεξοφθληθεί τα αντίστοιχα οικονομικά μέτρα που είχε λάβει η ελληνική κυβέρνηση.

  1. Το Citigroup δημοσιοποίησε στις 19 Μαρτίου, 4 ημέρες πριν από την απαγόρευση της κυκλοφορίας στην Ελλάδα, ότι εκτιμά πως το ΑΕΠ της χώρας θα συρρικνωθεί κατά 1,4% το 2020, αλλά θα επανέλθει το 2021 με μια μεγέθυνση κατά 1,5%. Την εκτίμηση αυτή, όμως, την αναθεώρησε προς το χειρότερο, δημοσιοποιώντας στις 4 Απριλίου ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας θα μειωθεί από 4,4% στο καλύτερο σενάριο, σύμφωνα με το οποίο το lockdown διαρκεί 10 εβδομάδες και το ΑΕΠ της ευρωζώνης συρρικνώνεται κατά 7%, έως 14,4% στο δυσμενέστερο σενάριο, στο οποίο το lockdown διατηρείται για το μεγαλύτερο μέρος του έτους και το συνολικό ΑΕΠ της ευρωζώνης καταρρέει κατά 15%.
  2. Η Τράπεζα της Ελλάδος εξέδωσε στις 20 Μαρτίου την έκθεση του διοικητή της, στην οποία γίνεται η, με πολλές επιφυλάξεις, εκτίμηση ότι το ΑΕΠ της χώρας θα παραμείνει περίπου στάσιμο φέτος ελέω του νέου κορωνοϊού, έναντι προηγούμενης εκτίμησής της για μεγέθυνσή του κατά 2,4%.
  3. Η Morgan Stanley δημοσιοποίησε στις 23 Μαρτίου, την πρώτη ημέρα της απαγόρευσης της κυκλοφορίας στην Ελλάδα, την εκτίμησή της ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 5,3% το 2020, αλλά θα επανέλθει το 2021 με ανάπτυξη κατά 6,3%. Για την ευρωζώνη, η αμερικανική τράπεζα εκτιμά ότι το συνολικό ΑΕΠ της θα συρρικνωθεί το 2020 κατά τουλάχιστον 5%, με κάθε επιμέρους οικονομία να κινείται αρνητικά, με ύφεση από 2,3% έως 5,8%. Εξ αυτών, χώρες με παρόμοια με την Ελλάδα χαρακτηριστικά, όπως η Πορτογαλία, θα έχουν παρόμοια συρρίκνωση με την Ελλάδα. Όσον, δε, αφορά στα δημοσιονομικά μεγέθη, και με τα μέχρι τότε δεδομένα για τα μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας από την κυβέρνηση, η Morgan Stanley εκτιμά ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα ξεπεράσει φέτος το 189%, αλλά θα επανέλθει το 2021, μειούμενο στο 174,3%.
  4. Την ίδια ημέρα δημοσιοποιήθηκαν και οι εκτιμήσεις της JP Morgan για τις ΗΠΑ, την ευρωζώνη και τον κόσμο, σύμφωνα με τις οποίες η ύφεση θα είναι μεν βαθιά, αλλά θα έχει μικρή χρονική διάρκεια. Συγκεκριμένα, η αμερικανική επενδυτική τράπεζα εκτιμούσε ότι το ΑΕΠ των ΗΠΑ θα συρρικνώνονταν κατά 4% και 14% αντίστοιχα στα δύο πρώτα τρίμηνα του έτους και στη συνέχεια θα μεγεθύνονταν κατά 8% και 4% στα δύο εναπομείναντα (το οποίο συνεπάγεται μια ύφεση περίπου 1,45% για το σύνολο του έτους). Αντίστοιχα, για την ευρωζώνη η εκτίμηση ήταν η δριμεία συρρίκνωση του συνολικού ΑΕΠ της στα δύο πρώτα τρίμηνα του έτους, κατά 15% και 22% αντίστοιχα, και η εν συνεχεία ισχυρή ανάκαμψή του στα δύο εναπομείναντα, κατά 45% και 3,5% αντίστοιχα (το οποίο συνεπάγεται ένα θετικό ετήσιο αποτέλεσμα, μεγέθυνσης κατά 3,02%). Τέλος, όσον αφορά στην παγκόσμια οικονομία, η JP Morgan εκτιμούσε μια ύφεση κατά 1,1% στο σύνολο του έτους. Μόλις τρεις ημέρες μετά, στις 26 Μαρτίου ο αμερικανικός κολοσσός δημοσιοποίησε αναθεωρημένες εκτιμήσεις για το ΑΕΠ των ΗΠΑ στα δύο πρώτα τρίμηνα του έτους. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι το ΑΕΠ των ΗΠΑ θα συρρικνωθεί σημαντικά περισσότερο στα δύο αυτά τρίμηνα, κατά 10% και 25% αντίστοιχα (με αποτέλεσμα η υπαινισσόμενη ετήσια εκτίμηση να αναθεωρείται στο -5,66%).
  5. Στις 27 Μαρτίου, ο ΟΟΣΑ δημοσιοποίησε μια έκθεση με κάποιες εκτιμήσεις που συζητήθηκαν ιδιαίτερα και δυστυχώς εν μέρει διαστρεβλώθηκαν στον ελληνικό δημόσιο διάλογο. Σκοπός του οργανισμού ήταν η εκτίμηση της μέγιστης δυνητικής επίπτωσης που επιφέρουν η πανδημία του νέου κορωνοϊού και τα ακόλουθά της περιοριστικά μέτρα στην τρέχουσα οικονομική δραστηριότητα. Προς αυτήν την κατεύθυνση, αρχικά γίνονταν κάποιες ad hoc παραδοχές για συγκεκριμένες ποσοστιαίες μειώσεις δραστηριότητας σε κάποιους κλάδους (ήτοι συγκεκριμένο είδος lockdown και παραγωγικού μοντέλου για το σύνολο των χωρών) και εν συνεχεία υπολογίζονταν, βάσει της συμμετοχής των εν λόγω κλάδων στο ΑΕΠ κάθε χώρας, ποια είναι η δυνητική επίπτωση στη συνολική τρέχουσα οικονομική δραστηριότητα. Οι υπολογισμοί αυτοί απέδωσαν μια δυνητική επίπτωση στην τρέχουσα οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα της τάξεως του -35%, έναντι αντίστοιχης επίπτωσης από -15% έως -30% στις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ. Προσπερνώντας την ισχύ των αρχικών υποθέσεων στην περίπτωση της Ελλάδας, το συγκεκριμένο ποσοστό μπορεί να ερμηνευτεί χονδρικά μόνον ως μείωση του ετήσιου ΑΕΠ της χώρας κατά περίπου 3% για κάθε μήνα συνολικής διάρκειας του lockdown.
  6. Ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης Scope Ratings δημοσιοποίησε στις 2 Απριλίου την εκτίμησή του ότι η συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ φέτος θα φθάσει το 7%, εν μέσω μιας αντίστοιχης ύφεσης για το σύνολο της ευρωζώνης, κατά 6,5%. Η πρόβλεψη του οίκου για την παγκόσμια οικονομία είναι ότι θα αυτή θα περιοριστεί φέτος κατά 0,5%.
  7. Την ίδια ημέρα δημοσιοποιήθηκαν και οι εκτιμήσεις του διεθνούς οίκου αξιολόγησης Fitch Ratings για την παγκόσμια οικονομία, τις ΗΠΑ, την ευρωζώνη και το Ηνωμένο Βασίλειο. Σύμφωνα με αυτές, το παγκόσμιο ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά 1,9%, το ΑΕΠ των ΗΠΑ θα μειωθεί κατά 3,3%, το συνολικό ΑΕΠ της ευρωζώνης κατά 4,2% και το ΑΕΠ του ΗΒ κατά 3,9%. Η έκθεση περιλαμβάνει τη σημείωση ότι οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν υπό την αίρεση ότι η πανδημία θα υποχωρήσει πριν από το καλοκαίρι και επομένως τα lockdowns θα αρθούν σχετικά σύντομα. Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι η τρέχουσα οικονομική δραστηριότητα μειώνεται κατά τη διάρκεια του lockdown κατά περίπου 20%, το οποίο συνεπάγεται μια μείωση του ετήσιου ΑΕΠ μιας χώρας κατά επιπλέον 1,67% για κάθε επιπλέον μήνα του lockdown.
  8. Η ιταλική τράπεζα Unicredit δημοσιοποίησε στις 5 Απριλίου μια έκθεση με τις εκτιμήσεις της για την Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές κυρίως οικονομίες. Σύμφωνα με την έκθεση, η ελληνική οικονομία αναμένεται να κλυδωνιστεί από μια βαθύτατη ύφεση φέτος, με συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 18,6%, η οποία θα μετριαστεί το 2021, οπότε θα υπάρξει μια μεγέθυνση κατά 15,5%. Παρόμοιες αλλά σαφώς ηπιότερες είναι οι εκτιμήσεις της Unicredit για την ευρωζώνη, με το συνολικό ΑΕΠ της να μειώνεται φέτος κατά 13% και να επανέρχεται μερικώς το 2021 με αύξηση κατά 10%. Όσον αφορά στην παγκόσμια οικονομία, η ιταλική τράπεζα εκτιμά ότι φέτος θα περιοριστεί κατά 6%, ενώ στη συνέχεια το 2021 θα μεγεθυνθεί κατά 8,6%. Εξίσου δυσοίωνες είναι οι εκτιμήσεις της Unicredit για την πορεία και των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας, καθώς θεωρεί ότι θα πραγματοποιηθεί εκτεταμένη χρήση από την Ελλάδα της δημοσιονομικής χαλάρωσης που υπάρχει εν μέσω κρίσης, με το δημοσιονομικό έλλειμμα να φτάνει το 11,7% του ΑΕΠ και ακολούθως το χρέος να ξεπερνά το 218% του ΑΕΠ.
  9. Η HSBC δημοσίευσε στις 6 Απριλίου ότι εκτιμά πως το ελληνικό ΑΕΠ θα περιοριστεί φέτος κατά 6% και θα επανέλθει μερικώς το 2020, μεγεθυνόμενο κατά 5,8%. Η βρετανική τράπεζα εκτιμά επίσης ότι το δημόσιο χρέος φέτος θα φτάσει το 191,8% του ΑΕΠ και ότι η ανεργία θα ανηφορίσει ξανά κατά περίπου 2 ποσοστιαίες μονάδες.
  10. Τέλος, στις 7 Απριλίου δημοσιεύτηκε μια έκθεση της Société Générale με εκτιμήσεις για τις δημοσιονομικές επιδόσεις των χωρών της ευρωζώνης κατά το 2020. Σύμφωνα με αυτήν, η εκτίμηση για το δημοσιονομικό έλλειμμα του συνόλου της ευρωζώνης φέτος αυξάνεται ελέω του κορωνοϊού κατά περίπου 5,5% του συνολικού ΑΕΠ της. Ειδικότερα για την Ελλάδα, η γαλλική τράπεζα εκτιμά ότι το δημοσιονομικό της έλλειμα θα φτάσει το 5,9% του ΑΕΠ, έναντι προηγούμενης εκτίμησης για 0,7%, και ακολούθως το δημόσιο χρέος της χώρας θα ξεπεράσει το 194% του ΑΕΠ.

Στο παρακάτω διάγραμμα (Διάγραμμα 2) παρουσιάζεται μια σύνοψη των παραπάνω εκτιμήσεων ειδικά όσον αφορά στην πρόβλεψη ύφεσης του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά το 2020.

Γρήγορα και με βεβαιότητα μπορεί κανείς να συμπεράνει, χωρίς να απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις, ότι οι παραπάνω εκτιμήσεις είναι ιδιαίτερα ετερογενείς. Επιπλέον, παρατηρείται ότι ακόμα και πολύ μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί, με ειδίκευση στην παροχή τέτοιων εκτιμήσεων, είτε διστάζουν προς το παρόν να προβούν σε κάποια επίσημη πρόβλεψη, είτε το κάνουν με πολύ μεγάλες επιφυλάξεις, είτε ακόμα και αναθεωρούν σε σύντομα χρονικά διαστήματα όσες προβλέψεις έχουν ανακοινώσει. Τα δύο αυτά φαινόμενα συμβαίνουν, και είναι απολύτως αναμενόμενο να συμβαίνουν, για τρεις βασικούς λόγους. Πρώτον, το περιβάλλον στο οποίο θα πρέπει να πλαισιωθεί η οποιαδήποτε εκτίμηση είναι ιδιαιτέρως ρευστό. Δεύτερον, δεν υπάρχουν διαθέσιμα προς το παρόν πραγματικά δεδομένα για την οικονομική δραστηριότητα εν μέσω των εκάστοτε περιοριστικών μέτρων, με αποτέλεσμα οι εκτιμήσεις που δημοσιεύονται να βασίζονται στην πραγματικότητα σε όσο το δυνατόν ρεαλιστικότερες, αλλά ad hoc, παραδοχές ως προς αυτήν. Και τρίτον, δεδομένου ότι η μελλοντική εξέλιξη της πανδημίας στην Ελλάδα και στον κόσμο είναι μάλλον αδύνατον να εκτιμηθεί, όσες εκτιμήσεις πραγματοποιούνται βασίζονται σε επιπλέον, καθαρά θεωρητικές, υποθέσεις εργασίας. Το από κοινού αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων είναι ότι εκτιμήσεις που πραγματοποιούνται κατά τον ίδιο χρόνο –άρα και με το ίδιο σύνολο πληροφόρησης– να διαφέρουν ανάλογα με τις διαφορές που υπάρχουν στις υποθέσεις εργασίας τους, ενώ εκτιμήσεις με ακόμα και μικρή απόσταση χρόνου και παρόμοιες υποθέσεις εργασίας να διαφέρουν δραματικά, ανάλογα με τις εξελίξεις που έχουν συμβεί στο μεταξύ.

Τι εννοούμε, όμως, όταν λέμε ότι το περιβάλλον των εκτιμήσεων είναι πολύ ρευστό; Η έκφραση αυτή έχει να κάνει με τον ρυθμό με τον οποίο προκύπτουν νέες εξελίξεις, επιδημιολογικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος, μέσα στον χρόνο. Δυστυχώς η ταχύτητα με την οποία επεκτάθηκε η πανδημία στο σύνολο της Ευρώπης και στις ΗΠΑ και ακολούθως το εύρος και η αυστηρότητα των περιοριστικών μέτρων που χρειάστηκε να παρθούν στις πληττόμενες χώρες ήταν τόσο μεγάλη ώστε οι εκτιμήσεις που πραγματοποιήθηκαν στις αρχές του μήνα είχαν ήδη ξεπεραστεί μετά τα μέσα του. Δεν υπάρχει κάποια δυνατότητα να κρίνουμε αν η ταχύτητα των εξελίξεων θα μειωθεί προσεχώς, επομένως ο παράγοντας αυτός θα συνεχίσει μάλλον να υποσκάπτει οποιαδήποτε εκτίμηση πραγματοποιηθεί στο κοντινό μέλλον. Όσον αφορά στα πραγματικά δεδομένα για την οικονομική δραστηριότητα, τα πράγματα δείχνουν πιο αισιόδοξα. Συγκεκριμένα, όλα τα στατιστικά στοιχεία του Μαρτίου για μια σειρά οικονομικών μεταβλητών που μετρούνται σε μηνιαία βάση θα βγουν σύντομα στη δημοσιότητα, ενώ έως τις αρχές του Μαΐου αναμένονται αρκετές προγραμματισμένες εκθέσεις, για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, από φορείς που έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν ακόμα και με δικά τους μέσα την οικονομική δραστηριότητα, όπως π.χ. η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΙΟΒΕ. Τέλος, ως προς τον τρίτο παράγοντα αβεβαιότητας, δηλαδή την επιδημιολογική εξέλιξη της πανδημίας, οι περισσότερες οικονομικές εκτιμήσεις αυτήν την στιγμή υποθέτουν ότι η πανδημία θα αναχαιτιστεί ή, τουλάχιστον, θα επιβραδυνθεί δραματικά από τις υψηλότερες θερμοκρασίες και τις λοιπές περιβαλλοντικές συνθήκες του καλοκαιριού. Δυστυχώς, όμως, δεν υπάρχουν ακόμα επαρκείς επιστημονικές ενδείξεις σχετικά. 

Συνέπεια όλων των παραπάνω είναι ότι η κάλλιστη στρατηγική μοιάζει να είναι η αναμονή τουλάχιστον ως τις αρχές του Μαΐου. Ως τότε, αφενός θα υπάρχουν διαθέσιμα πολλά περισσότερα πραγματικά δεδομένα για το τι συμβαίνει από αρχές Μαρτίου στην ελληνική οικονομία (π.χ. τα στοιχεία από το σύστημα Εργάνη, από την Τράπεζα της Ελλάδος, από το Υπουργείο Οικονομικών, από τα Επιμελητήρια, ενδεχομένως από την ΕΛΣΤΑΤ, καθώς και στοιχεία από τις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ΙΟΒΕ κ.ά.) επί των οποίων οι όποιες οικονομικές εκτιμήσεις θα έχουν ισχυρότερη βάση και αφετέρου θα έχει διαφανεί καλύτερα αν ο ρυθμός μετάδοσης του SARS-CoV-2 θα επιβραδυνθεί.

Είναι, επομένως, η μελέτη των τρεχουσών εκτιμήσεων περιττή;

Κάθε άλλο. Παρά το γεγονός ότι οι εκτιμήσεις αυτές ενσωματώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό αβεβαιότητα και επιφυλάξεις, δεν παύουν να περιγράφουν εύστοχα τους βασικούς μηχανισμούς που επιδρούν ή, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, πρόκειται να επιδράσουν στην ελληνική οικονομία. Επιπλέον αυτού, παρά τη σημαντική ετερογένειά τους, οι εκτιμήσεις αυτές έχουν κάποια κοινά σημεία τα οποία είναι αρκετά πιθανό να επιβεβαιωθούν. Το πρώτο κοινό σημείο σχεδόν όλων των εκτιμήσεων1 είναι ότι η ύφεση της ελληνικής οικονομίας στο πρώτο εξάμηνο του 2020 θα είναι εξαιρετικά δριμεία. Εν συνεχεία το ελληνικό ΑΕΠ θα ανακάμψει, όχι όμως επαρκώς, στο δεύτερο μισό του έτους. Το αποτέλεσμα για το σύνολο του έτους θα είναι μια ύφεση από 3% έως 9%, ανάλογα με την ένταση της πανδημίας στην Ελλάδα και διεθνώς, το εύρος και τη διάρκεια του lockdown στην Ελλάδα, το άνοιγμα ή μη των συνόρων το καλοκαίρι κλπ. Κρίσιμη σημείωση σε αυτήν την πρόβλεψη είναι η κοινή υπόθεση εργασίας σε όλες τις αναφερόμενες εκθέσεις ότι η πανδημία του νέου κορωνοϊού θα καμφθεί με την έλευση του καλοκαιριού και σταδιακά θα επέλθει η κανονικότητα. Ένας δεύτερος κοινός τόπος όλων των εκτιμήσεων είναι ότι το 2021 θα είναι μια χρονιά κατά την οποία το ΑΕΠ της χώρας θα ισοσκελίσει τις απώλειες που θα έχει φέτος. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα γυρίσουμε στα επίπεδα της οικονομικής δραστηριότητας που είχαμε πριν την έλευση της πανδημίας στην Ελλάδα, περί τα τέλη του 2021. Τέλος, όλες οι εκτιμήσεις συμφωνούν ότι θα υπάρξει μεγάλη δημοσιονομική επέκταση φέτος, με τις εκτιμήσεις για το δημοσιονομικό έλλειμμα (όσων φορέων προβαίνουν σε τέτοια εκτίμηση) να κυμαίνονται μεταξύ 1,3% και 5,9% του ΑΕΠ. Σε συνδυασμό, δε, με τη σημαντική ύφεση της ελληνικής οικονομίας, κοινή εκτίμηση είναι ότι το δημόσιο χρέος θα ξεπεράσει φέτος το 189% του ΑΕΠ.

Έχοντας όλες αυτές τις εκτιμήσεις κατά νου ας συνοψίσουμε τι κάνει η χώρα μας για την αντιμετώπιση των επιδημιολογικών και οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.

Μέτρα που πήρε η Ελλάδα για την αντιμετώπιση των επιδημιολογικών και οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας

Είναι προφανές ότι οι ιθύνοντες χάραξης πολιτικής καλούνται να επιλύσουν ένα εξαιρετικά ακανθώδες πρόβλημα ελαχιστοποίησης απωλειών τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και σε οικονομικά μεγέθη, των οποίων η επιδείνωση επηρεάζει βασικές κοινωνικές παραμέτρους.

H κυβέρνηση από την αρχή της επιδημιολογικής κρίσης εκπονεί ένα δύσκολο σχέδιο που στοχεύει αφενός στον περιορισμό της πανδημίας στην Ελλάδα και αφετέρου ενίσχυσης της οικονομίας λαμβάνοντας μέτρα ύψους 6,8 δισ. ευρώ, ποσό που ισοδυναμεί σε περίπου 3,5% του ΑΕΠ της Ελλάδας (το αντίστοιχο για την Ε.Ε. είναι στο 2%), χωρίς να συνυπολογίζονται σε αυτό οι ενισχύσεις μέσω ΕΣΠΑ2  και άλλων ευρωπαϊκών κονδυλίων (βλ. Πίνακας 1). Πιο συγκεκριμένα, τα μέτρα αυτά αφορούν στην:

  • ενίσχυση του συστήματος υγείας,
  • ενίσχυση με 800 ευρώ (αποζημίωση ειδικού σκοπού) των εργαζομένων-μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων, ελεύθερων επαγγελματιών και ιδιοκτητών επιχειρήσεων που απασχολούν έως 5 εργαζόμενους και έχουν αναστείλει την λειτουργία τους,
  • κάλυψη ή δυνατότητα αναστολής των ασφαλιστικών τους εισφορών,
  • πληρωμή δώρου Πάσχα τόσο σε εργαζόμενους που η επιχείρηση έχει αναστείλει τη λειτουργία της (πληρωμή του μέρους που θα έπρεπε να καταβάλει ο εργοδότης)όσο και σε δημοσίους υπαλλήλους στους τομείς υγείας και πολιτικής προστασίας,
  • παροχή έκπτωσης 40% επί των ενοικίων σε επιχειρήσεις που ανέστειλαν την λειτουργία τους καθώς και στους εργαζόμενους σε αυτές
  • δυνατότητα έκπτωσης 25% για εμπρόθεσμη πληρωμή ρυθμίσεων, βεβαιωμένων οφειλών και αναστολής φορολογικών υποχρεώσεων,
  • παροχή ρευστότητας σε επιχειρήσεις μέσω της δυνατότητας χαμηλότοκου δανεισμού με 5ετή αποπληρωμή και περίοδο χάριτος τον πρώτο χρόνο (επιστρεπτέα προκαταβολή) και
  • στήριξη του πρωτογενούς τομέα παραγωγής.

 

Η πρωτοφανής, αυτή, στην πρόσφατη παγκόσμια ιστορία πανδημία έχει δημιουργήσει μια παγκόσμια διπλή κρίση: την υγειονομική και την συνεπακόλουθη οικονομική. Μια διπλή κρίση που δημιουργεί ταυτόχρονες αποτυχίες που αλληλοενισχύονται. Σε αυτήν την ιστορική στιγμή η Ελλάδα βρέθηκε σε ένα μεγάλο δίλημμα αποφασίζοντας να περιορίσει την επερχόμενη υγειονομική κρίση παίρνοντας μέτρα που θα επιδείνωναν την οικονομική. Είναι πράγματι βέβαιο ότι τα περιοριστικά μέτρα έχουν κόστος· και το κόστος αυτό θα το πληρώσει η ελληνική οικονομία. Είναι, όμως, επίσης βέβαιο ότι δεν γνωρίζουμε πόσο χειρότερη θα ήταν η πορεία της υγειονομικής κατάστασης στη χώρα, αν δεν είχαν ληφθεί αυτά τα μέτρα, και της αναπόφευκτης οικονομικής επίπτωσης που αυτή θα επέφερε. Είναι, επομένως, εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμηθεί το πραγματικό κόστος των περιοριστικών μέτρων, διότι δεν γνωρίζουμε την εναλλακτική πορεία που θα είχε η ιστορία. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ελληνική οικονομία και πάλι εισέρχεται σε μια κρίση δίχως να έχει ανακάμψει πλήρως από την προηγούμενη. Συνεπώς, η ανάγκη να επανεκκινήσει επαναπροσδιορίζοντας εκ νέου το παραγωγικό της μοντέλο και χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική.


[1] Πλην της Unicredit, η οποία συμφωνεί μεν με την κατανομή της ύφεσης στο έτος (δριμύτατη ύφεση στο πρώτο μισό του έτους και μικρή ανάκαμψη στο δεύτερο μισό), αλλά εκτιμά ότι η πανδημία δεν θα περιοριστεί το καλοκαίρι με αποτέλεσμα η συνολική ύφεση να είναι κατά πολύ σημαντικότερη.

[2] Όπως είναι για παράδειγμα τα κουπόνια 600 ευρώ (voucher) τηλεκατάρτισης για την απόκτηση ψηφιακών δεξιοτήτων επιστημόνων-ελεύθερων επαγγελματιών που εντάσσονται σε 6 βασικούς επιστημονικούς κλάδους (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, οικονομολόγοι, ερευνητές και εκπαιδευτικοί).