Τη δεκαετία που πέρασε δεν ήταν μόνο οι ευρωπαϊκές χώρες των “μνημονίων”, οι οποίες χρειάστηκε να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις και, εν πολλοίς, να ξανασκεφτούν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το κράτος τους. Από το 2015, έπειτα από μεγάλη συζήτηση, εγκαινιάστηκε στη Φινλανδία ένα φιλόδοξο κυβερνητικό πρόγραμμα, σε συνεργασία με ερευνητικά κέντρα και άλλους φορείς, με τίτλο “Πειραματική Φινλανδία”. Ο σκοπός της “Πειραματικής Φινλανδίας” ήταν να εντάξει τις δοκιμές, τα πειράματα και τις πιλοτικές εφαρμογές στη διαδικασία παραγωγής πολιτικής. Να δοκιμαστούν με σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους νέες ιδέες για τη διακυβέρνηση: διάφορα μέτρα σε όλους τους τομείς προκειμένου να διαπιστωθεί αν εκπληρώνουν τον σκοπό τους, αν λειτουργούν ή όχι. Παρότι η φιλοσοφία του προγράμματος είναι τόσο απλή που μοιάζει αυτονόητη, μόνο λίγες χώρες στον κόσμο έχουν εφαρμόσει κάτι αντίστοιχο, με πιο γνωστές περιπτώσεις τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ωστόσο, η λειτουργία του κράτους έχει για τους Φινλανδούς μια κάπως υπαρξιακή διάσταση, ίσως περισσότερο από ό,τι συμβαίνει σε άλλους τόπους. Η κυρίαρχη αφήγηση θέλει ολόκληρη την ανάπτυξη και την εξέλιξη της Φινλανδίας από φτωχή σε πλούσια χώρα να βασίζεται στην οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού κράτους πρόνοιας: στην επένδυση στην εκπαίδευση, στο σύστημα υγείας, στη λειτουργία των δήμων, στο κοινωνικό κράτος, στην ενίσχυση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας. Και, αντίστοιχα, η συνεχής φροντίδα αυτών των πλεονεκτημάτων κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο, συχνά περισσότερο από την ιδεολογία.
Οι πειραματικές μέθοδοι, με τη σειρά τους, προσφέρουν απτά δεδομένα για τις πολιτικές που εφαρμόζει το κράτος. Είναι μια προσπάθεια κατανόησης των τρόπων με τους οποίους οι πολίτες παίρνουν τις αποφάσεις τους και η πολιτική προσαρμόζεται σε αυτούς. Επομένως, πέρα από τη βελτίωση των ίδιων των πολιτικών, παρουσιάζουν και μια ακόμη σειρά από οφέλη. Προσφέρουν διαφάνεια, αφού ο διάλογος γίνεται στη βάση στοιχείων και όχι εικασιών ή βιβλιογραφίας που αφορά άλλους τόπους και άλλους χρόνους. Αντίστοιχα δίνουν ορατότητα στον πολίτη, καθώς εστιάζουν σε εκείνον και όχι στην εσωτερική λειτουργία του κράτους. Συμβάλλουν με αυτόν τον τρόπο στην οικοδόμηση μιας σχέσης εμπιστοσύνης.
Για να μάθουμε την ιστορία της “Πειραματικής Φινλανδίας” ταξιδέψαμε στην ενδιαφέρουσα χώρα της βόρειας Ευρώπης, που όπως η Ελλάδα βρίσκεται κι αυτή στο μεταίχμιο δυο κόσμων, και μιλήσαμε με εκείνους που σχεδίασαν, εμπνεύστηκαν ή και συμμετείχαν σε πολλά πειράματα. Η ιστορία, όπως ακολουθεί παρακάτω, προσφέρει πολλές αφορμές για προβληματισμό.
1. Η κουλτούρα του πειραματισμού
Τα γραφεία “ενός από τα πιο επιδραστικά think tank των Βορείων Χωρών”, όπως αυτοχαρακτηρίζεται στην ιστοσελίδα του το Demos Helsinki, δεν είναι ακριβώς γραφεία. Είναι ένα μεγάλο, ανοιχτό σαλόνι με καναπέδες, πάγκους και βιβλιοθήκες, χωρίς υποδοχή ή γραμματεία, παρά μόνο με μεγάλες κλειστές αίθουσες συσκέψεων σε διαφορετικά σημεία στο ίδιο κτίριο, μια παλιά πολυκατοικία κοντά στο κέντρο του Ελσίνκι. Οι περίπου 50 εργαζόμενοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων διανύουν την τρίτη ή την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους, βγάζουν τα παπούτσια και τα πανωφόρια τους στον προθάλαμο, όπου υπάρχει και μια τρόμπα για τα λάστιχα των ποδηλάτων τους. Δουλεύουν καθιστοί σε καναπέδες ή σε σκαμπό με τα λάπτοπ στα πόδια τους. Παρότι ο χώρος είναι ανοιχτός, ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό, επικρατεί σχεδόν απόλυτη ησυχία.
Η ομάδα που εργάζεται στο τμήμα του Demos Helsinki με τίτλο “Governance Innovation” είναι υπεύθυνη για τον σχεδιασμό πολλών κυβερνητικών προγραμμάτων και αξιολογήσεων μέτρων πολιτικής ανά τον κόσμο, από τη Γαλλία μέχρι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για έργα συντονισμού πειραμάτων σε διάφορους τομείς πολιτικής με σκοπό τη δημιουργία ενός πιο αποτελεσματικού κράτους “σε έναν κόσμο με τρομακτικά προβλήματα, όπως η έλλειψη εμπιστοσύνης και η κλιματική αλλαγή”, όπως λέει χαρακτηριστικά η senior researcher Κάτρι Σάρκια. Το Demos Helsinki και πιο συγκεκριμένα το τμήμα στο οποίο εργάζεται η Σάρκια, άρχισε να αναπτύσσει αυτή την προσέγγιση από την ίδια τη Φινλανδία.
“Φυσικά ο πειραματισμός δεν είναι κάτι καινούριο, συμβαίνει επί πολύ καιρό στις συμπεριφορικές επιστήμες, δεν είναι κάτι που εφηύραμε εμείς ”, λέει η Κάτρι Σάρκια. “Ωστόσο, το 2014 και το 2015 υπήρχε μια πρωτοβουλία ‘από τα πάνω’ για τη βελτίωση του μηχανισμού της διακυβέρνησης. Επομένως, τα βασικά κίνητρα ήταν τα μεγάλα προβλήματα, όπως η κλιματική αλλαγή, η ψηφιοποίηση και η μειούμενη εμπιστοσύνη των πολιτών στον τρόπο διακυβέρνησης. Η κυβέρνηση αναρωτιόταν τι μπορεί να γίνει και επίσης ρωτούσε εάν ο πειραματισμός θα μπορούσε να παρέχει κάποιες λύσεις για αυτά τα προβλήματα”.
Πράγματι, το 2014 και το 2015 το Demos Helsinki σε συνεργασία με ερευνητές του πανεπιστημίου Aalto σχεδίασε το κυβερνητικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Σίπιλα με τίτλο “Πειραματική Φινλανδία”. Το πρόγραμμα, εξαιρετικά φιλόδοξο στη σύλληψή του, περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο μέσω τριών κύκλων πειραμάτων -στρατηγικών, τοπικών και ‘από τα κάτω’- οι πειραματικές προσεγγίσεις θα ενσωματώνονταν στη διαδικασία της παραγωγής πολιτικής και, κατ’ αυτόν τον τρόπο θα οδηγούσαν σε ένα περισσότερο αποτελεσματικό και προσαρμοστικό στις προκλήσεις κράτος. Πράγματι, στη διάρκεια της θητείας του Σίπιλα σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν 27 στρατηγικά πειράματα από τα υπουργεία και εκατοντάδες πιο μικρά πειράματα και πιλοτικές εφαρμογές μέτρων σε τοπικό επίπεδο, ενώ παράλληλα άρχισε η λειτουργία μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας για μικρές ομάδες πολιτών. Η “Πειραματική Φινλανδία” συντονιζόταν καθ΄ όλη τη διάρκεια της θητείας της κυβέρνησης από μια μικρή ομάδα νεαρών κοινωνικών επιστημόνων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο γραφείο του πρωθυπουργού.
Ποια ήταν όμως τα ίδια τα πειράματα και πόσα έχουν γίνει γνωστά μέχρι στιγμής για αυτά; Ένα από τα πιο γνωστά είχε σχέση με το φινλανδικό σύστημα υγείας και γενικότερα τις κοινωνικές υπηρεσίες. Το φινλανδικό υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων και Υγείας θέλησε να δοκιμάσει την εφαρμογή ενός συστήματος voucher για κάποιες υπηρεσίες και να διαπιστώσει πώς θα συμπεριφερθούν οι δικαιούχοι του voucher και κατά πόσο θα χρησιμοποιήσουν τον ιδιωτικό τομέα, με το ίδιο τιμολόγιο. Ειδικά οι υπηρεσίες υγείας απασχολούν πολύ συχνά τον δημόσιο διάλογο στη Φινλανδία (ήταν μάλιστα και ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση του Σίπιλα οδηγήθηκε σε πρόωρες εκλογές, στις οποίες το κόμμα του ηττήθηκε), καθώς απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού. Το πείραμα με το voucher “έτρεξε” παράλληλα με ένα άλλο, σημαντικό πείραμα για την εισαγωγή του βασικού εισοδήματος και συνεχίστηκε και το 2019, χωρίς ακόμη να υπάρχει οριστική έκθεση αποτελεσμάτων.
Ακόμη πραγματοποιήθηκαν πειράματα που αφορούσαν την καλύτερη αξιοποίηση των υπηρεσιών για τους ανέργους στους δήμους ώστε να αναπτυχθεί ένα νέο, πιο αποδοτικό μοντέλο πιθανόν με εμπλοκή ομάδων δήμων-περιφερειών, την ψηφιοποίηση πολλών υπηρεσιών των δήμων, τη βελτίωση της εκμάθησης ξένων γλωσσών στην προσχολική και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, την αξιοποίηση πολιτιστικών δράσεων στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας καθώς και για τη χρήση λεωφορείων χωρίς οδηγό. Εν πολλοίς, τα περισσότερα από τα παραπάνω πειράματα, στο πλαίσιο της “Πειραματικής Φινλανδίας” έγιναν το 2017 και το 2018 και δεν υπάρχουν ακόμη οριστικά αποτελέσματα.
Ανάμεσα στις δράσεις της "Πειραματικής Φινλανδίας", ξεχωρίζει το μεγάλο πείραμα για το βασικό εισόδημα στη Φινλανδία. Ήταν ίσως η πιο φιλόδοξη δοκιμή αυτού του είδους στον κόσμο μέχρι σήμερα και γι' αυτό έγινε διάσημη.
2. Το βασικό εισόδημα
διαβάστε ακόμα
Ένα Bασικό Eισόδημα Για Όλους: Μπορεί Να Υπάρξει; Πρέπει Να Υπάρξει;
“Το βασικό εισόδημα είναι μέρος του δημόσιου διαλόγου στη Φινλανδία εδώ και καιρό. Είχαμε υποστηρικτές μιας τέτοιας ιδέας που μιλούσαν και έγραφαν για αυτό από τη δεκαετία του 1980”, λέει ο Μίσκα Σιμανάινεν, ένας από τους 60 ερευνητές του φινλανδικού οργανισμού ασφάλισης Kela που πρότειναν, σχεδίασαν και αξιολόγησαν το πείραμα για το βασικό εισόδημα. Κάθεται στην ευρύχωρη αίθουσα εκδηλώσεων στα κεντρικά γραφεία του Kela στο Ελσίνκι. Το επιβλητικό κτίριο, εξωτερικά βαρύ -παραλληλόγραμμο, χτισμένο με κόκκινα τούβλα- αλλά με το ξύλο και το γυαλί να κυριαρχούν στο εσωτερικό, με αίθρια και με μια θαυμαστή διαχείριση του φωτισμού, είναι δημιούργημα του πατέρα του μοντερνισμού των Βορείων Χωρών, του αρχιτέκτονα Άλβαρ Άαλτο. Εγκαινιάστηκε το 1957, την ίδια περίοδο που διαμορφωνόταν και το μεταπολεμικό φινλανδικό κοινωνικό κράτος.
Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ο Kela είναι το φινλανδικό αντίστοιχο του ΕΦΚΑ και του ΟΑΕΔ μαζί. Ο οργανισμός διαχειρίζεται περισσότερα από 70 κοινωνικά επιδόματα για ανέργους και άλλες ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, καθώς και τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων και τις συντάξεις. Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρήθηκε ο κατάλληλος φορέας για να εμπλακεί με ένα τόσο φιλόδοξο πείραμα όσο αυτό του βασικού εισοδήματος.
Toν Δεκέμβριο του 2016 το φινλανδικό κράτος επέλεξε με τυχαίο τρόπο 2.000 ανέργους 25 έως 58 ετών, δικαιούχους των σχετικών επιδομάτων, από ένα σύνολο 175.000 δικαιούχων εγγεγραμμένων στο μητρώο του Kela. Για ολόκληρο το 2017 και το 2018 οι επιλεγμένοι 2.000 έχασαν μέρος των επιδομάτων που έπαιρναν (σε κάποιες περιπτώσεις ολόκληρο το ποσό) και στη θέση τους πήραν ένα βασικό εισόδημα ύψους 560 ευρώ. Το εισόδημα αυτό ήταν αφορολόγητο και για να το εισπράξουν, αντίθετα με τα συμβατικά επιδόματα ανεργίας, δεν χρειαζόταν να συμπληρώσουν καμιά αίτηση για δουλειά ή για το ίδιο το επίδομα. Η καταβολή του δεν σταματούσε ούτε στην περίπτωση που έβρισκαν δουλειά ή ξεπερνούσαν την επιλέξιμη ηλικία. Αντίθετα με τα επιδόματα που δίνονται υπό όρους και μετά από αίτηση, ό,τι και αν συνέβαινε το βασικό εισόδημα θα πιστωνόταν στις αρχές του κάθε μήνα στον τραπεζικό λογαριασμό των επιλεγμένων χωρίς να χρειάζεται να κάνουν τίποτα. Από την άλλη πλευρά, οι υπόλοιποι 173.000 δικαιούχοι, θα συνέχιζαν να εισπράττουν κανονικά τα επιδόματα ολοκληρώνοντας τις σχετικές διαδικασίες.
Ο σκοπός αυτού του ιδιαίτερα φιλόδοξου πειράματος, το οποίο κόστισε περίπου 20 εκατομμύρια ευρώ ήταν, μέσα από τη σύγκριση των δυο ομάδων, οι ερευνητές του Kela και του πανεπιστημίου Aalto, να ελέγξουν μια σειρά από παραμέτρους: Θα αύξανε την πιθανότητα οι ωφελούμενοι να βρουν δουλειά; Πώς θα επηρέαζε τη διάθεσή τους; Θα τους έκανε λιγότερο αγχωμένους ή θα τους άφηνε αδιάφορους; Θα τους ενθάρρυνε αυτή η, περιορισμένη έστω, σταθερότητα να πάρουν μεγαλύτερο ρίσκο και π.χ. να ανοίξουν τη δική τους επιχείρηση; Ο σκοπός ήταν το φινλανδικό κράτος να διαπιστώσει τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει ένα τέτοιο επίδομα χωρίς όρους και χωρίς καμιά επαφή με τη γραφειοκρατία.
Η πρώτη προτεραιότητα του πειράματος ήταν να δοκιμαστούν πιθανοί τρόποι αναδιοργάνωσης των επιδομάτων πρόνοιας στη Φινλανδία, δηλαδή να εξεταστεί μια ριζική απλοποίηση του συστήματος, στα όρια της κατεδάφισης. Ωστόσο, πολλές πτυχές τόσο του ίδιου του πειράματος όσο και του τρόπου με τον οποίο έλαβε δημοσιότητα (όλοι αναφέρονταν σε αυτό ως “πείραμα για το βασικό εισόδημα”) πυροδότησαν εκ νέου τη μεγάλη, παλιά συζήτηση περί Καθολικού Βασικού Εισοδήματος τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό. Παρότι, συγκριτικά με το κόστος της ζωής στη Φινλανδία, το ποσό των 560 ευρώ είναι ανεπαρκές για μια πλήρη ζωή, δεν είναι και αμελητέο. Επιπλέον, το γεγονός ότι στο πείραμα όσοι έβρισκαν δουλειά συνέχισαν να λαμβάνουν το βασικό εισόδημα, δημιούργησε αμέσως μια ομάδα επωφελούμενων που δεν ήταν άνεργοι. Αλλά ακόμη και οι άνεργοι αποτελούν μία από τις ομάδες που, σύμφωνα με τη θεωρία, θα ωφελούσε κατά κύριο λόγο η θέσπιση ενός Καθολικού Βασικού Εισοδήματος.
Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή κάποιας παραλλαγής του Καθολικού Βασικού Εισοδήματος (UBI) αποτελεί εδώ και δεκαετίες ενός είδους “ιερό δισκοπότηρο”. Οι πιθανές εκδοχές του σχήματος είναι πολλές, όμως η βασική ιδέα είναι μία: Όλοι οι πολίτες μιας χώρας, ανεξαρτήτως του εισοδήματος, της περιουσίας τους ή της εργασιακής τους κατάστασης, λαμβάνουν τακτικά από το κράτος ένα χρηματικό ποσό, το οποίο τους επιτρέπει να διαβιούν με αξιοπρέπεια.
Άνθρωποι που τοποθετούνται εντελώς διαφορετικά στο πολιτικό και κοινωνικό φάσμα έχουν ταχθεί υπέρ της θέσπισης ενός τέτοιου σχήματος. Ανάμεσά τους είναι ο δολοφονηθείς αμερικανός ιερέας και ακτιβιστής για τα δικαιώματα των μαύρων Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο σοσιαλιστής υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ Μπέρνι Σάντερς, ο φιλελεύθερος οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν, ο πρωτοπόρος καθηγητής φυσικής Στίβεν Χόκινγκ, ο ιδρυτής του Facebook Μαρκ Ζάκερμπεργκ και ο ιδρυτής της Tesla Ίλον Μασκ.
Οι αριστεροί το θεωρούν μια γενναία επέκταση του κοινωνικού κράτους. Από την άλλη πλευρά, οι δεξιοί θεωρούν ότι η μεταφορά χρήματος εγγυάται την απαραίτητη οικονομική ελευθερία έναντι των επιδομάτων που δίνονται υπό όρους και προκαλούν στρεβλώσεις στις αγορές. Οι ανήσυχοι περί αυτοματοποίησης θεωρούν ότι ένα τέτοιο σχήμα μπορεί να είναι μια κάποια λύση για τις βιομηχανικές δουλειές που θα χαθούν εξαιτίας των ρομπότ. Τέλος, οι ευαισθητοποιημένοι σε θέματα περιβάλλοντος πιστεύουν ότι τέτοιου είδους πολιτικές μπορούν να σπάσουν τον φαύλο κύκλο υπερπαραγωγής και υπερκατανάλωσης που επιβαρύνει τον πλανήτη. Εν πολλοίς, πρόκειται για εύλογες πιθανολογίες, που φυσικά αντικρούονται από άλλες πιθανολογίες. Άλλωστε, οι υποθέσεις που μπορεί να κάνει κάποιος γύρω από το Βασικό Εισόδημα δεν σταματούν εκεί, είναι πολύ περισσότερες.
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι τα διαθέσιμα δεδομένα είναι πολύ λίγα. Το φινλανδικό πείραμα, μέχρι στιγμής, είναι το μεγαλύτερο πείραμα στον κόσμο που αγγίζει πτυχές του Καθολικού Βασικού Εισοδήματος και προσφέρει το περιθώριο για κάποια συμπεράσματα.
Ποια είναι, ωστόσο, τα πρώτα συμπεράσματα από το φινλανδικό πείραμα; “Φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της δοκιμής, το επίδομα δεν αύξησε την πιθανότητα εύρεσης εργασίας όσων το έλαβαν, όμως δεν τη μείωσε κιόλας”, εξηγεί ο Μίσκα Σιμανάινεν. “Αυτό είναι ένα σημαντικό αποτέλεσμα που χρειάζεται ερμηνεία”, προσθέτει.
O Σιμανάινεν είναι ένας από τους τέσσερις συγγραφείς της προκαταρκτικής έκθεσης που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2019 και στις 34 σελίδες της κάποιος μπορεί να βρει μια πρώτη, επίσημη ανάλυση ενός μόνο μέρους των δεδομένων που προέκυψαν.
Συνολικά, οι κοινωνικοί επιστήμονες που σχεδίασαν το πείραμα θα αντλήσουν τα συμπεράσματά τους με διάφορους τρόπους. Ο πλέον αξιόπιστος μεταξύ αυτών των τρόπων είναι η παρακολούθηση της εργασιακής κατάστασης και του συνολικού εισοδήματος των παραληπτών του βασικού εισοδήματος μέσα από τα μητρώα κοινωνικής ασφάλισης και φορολογίας. Επειδή, ωστόσο, πρόκειται για στοιχεία που συγκεντρώνονται στο τέλος του επόμενου χρόνου από την αναφερόμενη χρονιά, στο τέλος του 2018 υπήρχαν διαθέσιμα μόνο τα στοιχεία της πρώτης χρονιάς του πειράματος, του 2017. Επομένως η προκαταρκτική έκθεση, που πράγματι δεν βρίσκει κάποια σημαντική διαφορά στην απασχόληση (ούτε στην αυτοαπασχόληση) μεταξύ παραληπτών και μη, βασίζεται μόνο στα δεδομένα της πρώτης χρονιάς. “Πρέπει να κοιτάξουμε και τη δεύτερη χρονιά για να μάθουμε περισσότερα, ένας χρόνος είναι πολύ μικρό διάστημα για να εκδηλωθούν τέτοιου τύπου αποτελέσματα”, διευκρινίζει ο Σιμανάινεν. Από αυτή τη σκοπιά, η έκθεση προσφέρει μισή εικόνα.
Ωστόσο, στην ίδια έκθεση αναλύονται και κάποια αποτελέσματα από τηλεφωνική δημοσκοπική έρευνα που έγινε σε συμμετέχοντες και μη προς το τέλος ολόκληρης της περιόδου του πειράματος -τον Οκτώβριο, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2018. Με αυτόν τον τρόπο κάποιος παίρνει μια, αποσπασματική και πάλι, ιδέα για τα αποτελέσματα ολόκληρης της περιόδου.
Η έρευνα περιείχε ερωτήσεις μέσω των οποίων αναδεικνύεται η ψυχολογική και κοινωνική κατάσταση των ερωτώμενων. Από αυτή τη σκοπιά, εκείνοι που πήραν το βασικό εισόδημα παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα σε όλα τα δημοσιευμένα αποτελέσματα. Αν και οριακά, μέσα σε μόλις δυο χρόνια, εμπιστεύονται περισσότερο τους άλλους ανθρώπους, το δικαστικό σύστημα και τους πολιτικούς. Είναι πιο αισιόδοξοι για το μέλλον τους, για την οικονομική κατάστασή τους και για την ικανότητά τους να επηρεάσουν ζητήματα της κοινωνίας. Αισθάνονται πιο υγιείς, θεωρούν ότι μπορούν να συγκεντρωθούν πιο εύκολα, λιγότεροι αισθάνονται ότι “χάνουν το ενδιαφέρον τους για τα πράγματα”. Δηλώνουν ότι έχουν λιγότερο άγχος και πιστεύουν σε μικρότερο βαθμό ότι υπάρχει υπερβολική γραφειοκρατία. Με λίγα λόγια, έχουν καλύτερα αποτελέσματα σε σχεδόν όλες τις ερωτήσεις που δημοσιεύονται.
Όμως, ούτε έτσι λύνεται το μυστήριο. Από τους 7.000 δικαιούχους των επιδομάτων ανεργίας με τους οποίους επικοινώνησαν οι ερευνητές (οι 1.869 από αυτούς έπαιρναν το βασικό εισόδημα), μόνο ένας στους πέντε απάντησε στις ερωτήσεις της έρευνας. Η ίδια η έκθεση χαρακτηρίζει το ποσοστό “χαμηλό”, αλλά “όχι ασυνήθιστο”. “Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα αλλά χρειάζεται περισσότερη δουλειά προκειμένου να βεβαιωθούμε ότι όσοι επέλεξαν να απαντήσουν αποτελούν μια ενδεικτική ομάδα όλων των επωφελούμενων ή των μη επωφελούμενων”, διευκρινίζει ο Μίσκα Σιμανάινεν. “Και φυσικά πρέπει να δούμε τις πιθανές εξηγήσεις ως προς το γιατί δηλώνουν ότι είναι καλύτερα. Ένας λόγος μπορεί να είναι το υψηλότερο εισόδημά τους”, καταλήγει.
Στην επόμενη και τελική έκθεση του πειράματος, η οποία αναμένεται να δημοσιευτεί προς τα μέσα του 2020, η εικόνα αναμένεται να ξεκαθαρίσει σε κάποιο βαθμό. Οι ερευνητές θα έχουν στη διάθεσή τους τα αποτελέσματα από τα μητρώα της ασφάλισης και της φορολογίας και για τον δεύτερο χρόνο προκειμένου να γίνει γνωστό αν το διάστημα αυτό σημειώθηκαν αλλαγές στην κατάσταση των επωφελούμενων. Αντιστοίχως θα έχουν τη δυνατότητα να διασταυρώσουν και το προφίλ όσων απάντησαν στην δημοσκοπική έρευνα και να διαπιστώσουν αν είναι ή όχι ενδεικτικά του συνόλου των επωφελούμενων.
Ωστόσο, μέχρι να ολοκληρωθεί η επιστημονική ανάλυση των δεδομένων και να δοθεί στη δημοσιότητα ένα περισσότερο αξιόπιστο, πιο συνολικό αποτέλεσμα, το μόνο το οποίο υπάρχει είναι αφηγήσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης των ανθρώπων που εισέπραξαν το εισόδημα. Και οι πρόθυμοι να μιλήσουν δεν ήταν λίγοι. Πόσο μεγάλη αλλαγή υπήρξε για τη ζωή τους και πόσο πιο χαρούμενοι έγιναν αφού πήραν το εισόδημα; Αισθάνθηκαν πραγματικά μεγαλύτερη ασφάλεια ή ότι σκέφτονται πιο καθαρά; Είχαν μεγαλύτερη διάθεση να αναλάβουν κάποιο ρίσκο στη ζωή τους; Ίσως κάποιος που συμμετείχε στο πείραμα, και έλαβε το βασικό εισόδημα, να μπορεί να δώσει μερικές απαντήσεις.
“Λαμβάνω κατά καιρούς πολλές επιστολές από το κράτος που μου ζητούν να πληρώσω κάτι, επομένως όταν έλαβα εκείνο το γράμμα κοντά στα Χριστούγεννα του 2016, πριν το ανοίξω, είχα μια σύγχυση, πίστεψα ότι ήταν κι αυτό ένα τέτοιο γράμμα, ότι έκανα κάτι λάθος και επομένως ότι έπρεπε να πληρώσω. Όμως όταν άρχισα να το διαβάζω, ανακουφίστηκα που απλώς με ενημέρωνε ότι θα γίνω μέρος αυτού του πειράματος. Στις 5 Ιανουαρίου 2017 έλαβα 560 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό μου και αυτό συνεχίστηκε και τους επόμενους μήνες. Δεν χρειαζόταν να κάνω κάτι και δεν μπορούσα να αρνηθώ”, μας λέει ο Τουόμας Μουράγια. Είναι Τετάρτη πρωί και ο 46χρονος δημοσιογράφος και συγγραφέας είναι μόνος του στο σπίτι, μαζί με τη ράτσας παπιγιόν ετοιμόγεννη σκυλίτσα του. Η σύζυγός του είναι στη δουλειά της -εργάζεται στο φινλανδικό δημόσιο- ενώ τα τρία παιδιά τους είναι στο σχολείο. Καθώς γεμίζει το πλυντήριο πιάτων με τα πιάτα από το χθεσινό βράδυ, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο εργάζεται και πληρώνεται και τότε αρχίζει να γίνεται σαφές το πώς ωφέλησε τον ίδιο προσωπικά το βασικό εισόδημα.
Δεδομένου ότι δεν έχει σταθερή σχέση εργασίας με κάποιον εργοδότη, οι βασικές πηγές εσόδων του είναι τα δικαιώματα από τις πωλήσεις των βιβλίων του και οι επιχορηγήσεις για συγγραφείς από διάφορους φορείς. Τους μήνες που καταφέρνει να τα εισπράξει, καθώς είναι μεγάλα ποσά, δεν έχει ασφαλώς το δικαίωμα να κάνει αίτηση για επιδόματα ανεργίας. Τους υπόλοιπους μήνες (όπως τον μήνα που τον “βρήκε” η τυχαία επιλογή του πειράματος), που θεωρείται τυπικά άνεργος, τα πιθανά έσοδά του είναι τα εξής δύο: αμοιβές από συνεργασίες με εφημερίδες και περιοδικά, περί τα 1.000 ευρώ ανά άρθρο, καθώς και αμοιβές για ομιλίες σε διάφορες εκδηλώσεις και φεστιβάλ βιβλίου, περίπου στα 250 ή 300 ευρώ η εκδήλωση. Στη Φινλανδία τα επιδόματα για τους ανέργους φορολογούνται, αλλά ακόμη περισσότερο φορολογούνται τα εισοδήματα από εργασία των ανέργων (για τον Μουράγια ο φόρος είναι 50% σε ό,τι ξεπερνάει τα 300 ευρώ). Με αυτόν τον τρόπο, του ήταν ασύμφορο να αποδεχθεί μικρότερες αμοιβές ή να συμπληρώσει τις σχετικές αιτήσεις για τόσο μικρά ποσά. Καθώς το βασικό εισόδημα ήταν χωρίς όρους, αφορολόγητο και χωρίς γραφειοκρατία, ο Μουράγια αυτά τα δυο χρόνια του πειράματος μπορούσε να αποδέχεται κάθε δουλειά που του πρότειναν, ανεξάρτητα από το ύψος της αμοιβής. “Δεν έβγαζα τόσο πολύ περισσότερα χρήματα, αλλά έγινε πιο εύκολο να βρω μια ισορροπία και να μην απορρίπτω δουλειές”, λέει ο ίδιος.
Πέρα από τη διευκόλυνση στη διαχείριση του εισοδήματός του, η συμμετοχή του Μουράγια στο πείραμα τον ωφέλησε και επαγγελματικά. Έγραψε ένα βιβλίο για την εμπειρία του με τίτλο “Η ζωή μου ως πειραματόζωο” -στο εξώφυλλο είναι ο ίδιος φωτογραφημένος να αγκαλιάζει έναν λούτρινο κούνελο- και βρέθηκε να δίνει συνέντευξη σε περισσότερα από 70 διεθνή μέσα, ανάμεσά τους το BBC και η Le Figaro. “Ως δημοσιoγράφος που είμαι, ήταν η πρώτη φορά που κάποιος μου πήρε συνέντευξη και δεν του πήρα εγώ. Η κατάσταση ήταν λίγο περίεργη και όσο αυτό συνεχιζόταν μου έκαναν ξανά και ξανά τις ίδιες ερωτήσεις. Έπρεπε να διορθώνω πολλούς που πίστευαν ότι όλοι οι Φινλανδοί παίρνουμε το εισόδημα, έπρεπε να εξηγήσω το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης από την αρχή”, θυμάται ο ίδιος.
Ακριβώς λόγω της σύνδεσης του πειράματος με την παγκόσμια συζήτηση περί Καθολικού Βασικού Εισοδήματος, τα διεθνή ΜΜΕ κάλυψαν εκτενώς το θέμα σε όλες τις φάσεις του με μια καταιγίδα δημοσιευμάτων, ρεπορτάζ, ακόμη και ντοκιμαντέρ. Μάλιστα, επιφύλαξαν αρκετά βαρύγδουπους τίτλους για τις ανταποκρίσεις τους, γενικώς σε δυσαρμονία με την ήπια ιδιοσυγκρασία των Φινλανδών. “Μοιράζουν μετρητά στη Φινλανδία” έγραψαν οι New York Times· ο τίτλος του Bloomberg ήταν “Στη Φινλανδία, τα χρήματα αγοράζουν την ευτυχία”· οι Financial Times, ο Guardian και το Vice χρησιμοποίησαν, σε διάφορες παραλλαγές, τον τίτλο του γνωστού τραγουδιού των Dire Straits: “Money for nothing”.
Ωστόσο, εκείνα τα δυο χρόνια, οι περισσότερες ιστορίες που παρουσιάζονταν σχετικά με το πείραμα για το βασικό εισόδημα, τόσο στα διεθνή όσο και στα φινλανδικά μέσα, έμοιαζαν αρκετά με εκείνη του Μουράγια. Γιατί συνέβαινε αυτό;
“Το μεγαλύτερο πρόβλημα, από τη σκοπιά μου, ήταν να βρω κάποιους ανθρώπους οι οποίοι συμμετείχαν στο πείραμα και να τους πείσω να αφηγηθούν την ιστορία τους”, λέει η Άνι Λασίλα, η δημοσιογράφος που κάλυψε το πείραμα για τη φινλανδική εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία, τη Helsingin Sanomat, που πέρυσι έκλεισε 130 χρόνια κυκλοφορίας. “Εκείνοι που έτρεχαν το πείραμα δεν είχαν το περιθώριο να μας βοηθήσουν, οπότε έπρεπε να βάλουμε αγγελίες στην εφημερίδα ή μέσα από το Google και το Facebook, και τότε βρήκα κάποιους συμμετέχοντες. Όσοι βρήκα ήταν υπέροχοι: ομιλητικοί, ανοιχτοί, αρκετά μορφωμένοι άνθρωποι. Όμως ακριβώς γι’ αυτό πιστεύω ότι δεν ήταν ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικοί της ομάδας που λάμβανε το επίδομα, που ήταν κυρίως μακροχρόνια άνεργοι με εντελώς διαφορετικά προβλήματα. Είπαμε μια πολύ όμορφη ιστορία στην εφημερίδα αλλά δεν πιστεύω ότι ήταν ολόκληρη η ιστορία ή ότι τελικά δώσαμε την πιο ακριβή εικόνα που θα μπορούσαμε”, καταλήγει.
Ασφαλώς, κανένας δεν θα περίμενε να βγει κάποιο συνολικό ή επιστημονικό συμπέρασμα από την κάλυψη των ΜΜΕ και σίγουρα ακόμη και ιστορίες όπως του Μουράγια παρουσιάζουν ευρύτερο ενδιαφέρον. Ωστόσο, βλέποντας τις ίδιες ιστορίες να ανακυκλώνονται ανά τον κόσμο, κάποιος μπορεί να συνειδητοποιήσει το πώς συχνά μερικές οπτικές μπορεί να γιγαντωθούν και σχεδόν να πάρουν ζωή από μόνες τους. Σε ένα από τα άρθρα με τα οποία κάλυψε το πείραμα, ο Guardian έγραψε για κάποιον συμμετέχοντα, ο οποίος ήθελε να ανοίξει μια μικρή επιχείρηση με τα χρήματα του εισοδήματος αλλά δεν προλάβαινε επειδή είχε να απαντήσει σε 140 δημοσιογράφους από όλο τον κόσμο που επικοινώνησαν μαζί του.
Γιατί όμως υπήρξε αλήθεια αυτό το πελώριο ενδιαφέρον; “Σε όλο τον κόσμο, οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα. Η εργασιακή ζωή αλλάζει, τα ασφαλιστικά συστήματα αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα”, πιστεύει η Άνι Λασίλα.
Πέρα από το ίδιο το πείραμα για το βασικό εισόδημα και τις επιπτώσεις που είχε σε όσους το έλαβαν, υπάρχει μια ακόμη ενδιαφέρουσα ιστορία γύρω από τη συγκεκριμένη δοκιμή: το πώς έφτασε να πραγματοποιηθεί. Το πείραμα για το βασικό εισόδημα υπήρξε μία από τις βασικές εξαγγελίες της τρικομματικής κυβέρνησης που εξελέγη το 2015 με πρωθυπουργό τον Γιούχα Σίπιλα του Κεντρώου Κόμματος.
Αμέσως μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης, ο Σίπιλα ζήτησε μια προκαταρκτική έκθεση με πιθανά σενάρια για το πώς μπορεί να γίνει το πείραμα. Πράγματι ο Kela τον Μάρτιο του 2016 συνέταξε μια τέτοια έκθεση, η οποία ζητούσε τη διενέργεια ενός πολύ πιο φιλόδοξου πειράματος με διαφορετικές εκδοχές του βασικού εισοδήματος σε διάφορες ομάδες του πληθυσμού και, κυρίως, με μεγαλύτερη διάρκεια, ώστε να εκδηλωθούν περισσότερο μακροπρόθεσμες τάσεις. Η κυβέρνηση ετοίμασε τον νόμο με τον οποίο θα υλοποιούνταν το πείραμα πολύ σύντομα, προς τα τέλη του 2016, όταν αποσαφηνίστηκε ότι η υποχρεωτικότητα της συμμετοχής στο πείραμα όσων επιλεγούν δεν είναι αντισυνταγματική.
“Όταν δημοσιοποιήθηκε ο νόμος για το ίδιο το πείραμα, θα έλεγα ότι ήταν μια απογοήτευση για πολλούς επειδή ο κόσμος περίμενε πολύ περισσότερα”, λέει ο Μίσκα Σιμανάινεν. “Το αστείο με το πείραμα ήταν ότι τα δύο κόμματα που βασικά υποστηρίζουν τη θέσπιση βασικού εισοδήματος, ακόμα και σήμερα είναι το Αριστερό και το Πράσινο κόμμα και κανένα από αυτά τα κόμματα δεν συμμετείχε στην κυβέρνηση που έκανε το πείραμα. Οπότε αυτά τα δυο κόμματα άσκησαν κριτική στο πείραμα ότι δεν ήταν αρκετά φιλόδοξο, ότι το ποσό που δόθηκε ήταν πολύ μικρό και ότι οι συμμετέχοντες ήταν λίγοι και ότι θα έπρεπε να τρέξει για μεγαλύτερο διάστημα”, συμφωνεί και η Άνι Λασίλα.
Τελικά, ο νόμος κυρώθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, στις 29 Δεκεμβρίου του 2016 και περίπου μια εβδομάδα αργότερα πιστώθηκαν τα χρήματα σε όσους είχαν επιλεγεί. Κάπως έτσι πραγματοποιήθηκε το πιο μεγάλο πείραμα με αντικείμενο το Βασικό Εισόδημα στον κόσμο, μέχρι σήμερα.
3. “Μια Επιτροπή Για Το Μέλλον”
Η Άνουκα Μπεργκ, σήμερα ερευνήτρια στο Φινλανδικό Ινστιτούτο Περιβάλλοντος, εργάστηκε ως senior advisor στην ομάδα της “Πειραματικής Φινλανδίας” στο Γραφείο του Πρωθυπουργού για δύο χρόνια, το 2016 και το 2017. “Ήταν πολύ συναρπαστικά, επειδή είχαμε την αίσθηση ότι κάνουμε κάτι καινούριο και υπήρχε ο χώρος για να το κάνουμε”, θυμάται. “Καθώς προωθούσαμε την κουλτούρα του πειραματισμού, προσπαθούσαμε επίσης να αφήσουμε χώρο στους εαυτούς μας να αποτύχουν, αφού οι διαδικασίες δεν ήταν πάντα τέλειες”.
Η Μπεργκ ήρθε πρώτη φορά σε επαφή με αυτό που ονομάζει “κουλτούρα του πειραματισμού” όταν, στο πλαίσιο της έρευνας για το διδακτορικό της μελέτησε το πείραμα του δήμου της Στοκχόλμης με τα τέλη κυκλοφοριακής συμφόρησης. Για έξι μήνες το 2006, ο δήμος της Στοκχόλμης τοποθέτησε κάμερες που αναγνώριζαν τις πινακίδες των αυτοκινήτων και όταν τα αυτοκίνητα εισέρχονταν σε μια ζώνη, ανάλογα με την ώρα και τη συχνότητα, χρεωνόταν αυτόματα ένα μικρό ποσό στον κάτοχο του αυτοκινήτου. Το μέτρο είχε ως αποτέλεσμα εκείνη την περίοδο πράγματι να μειωθεί η κίνηση στο κέντρο της Στοκχόλμης. Μάλιστα, ενόψει της μόνιμης εφαρμογής του μέτρου, ο δήμος έκανε και ένα γνωμοδοτικό δημοψήφισμα, όπου οι δημότες ψήφισαν κατά πλειοψηφία υπέρ της χρέωσης των τελών. “Μέσα από τη συγκεκριμένη περίπτωση κατανόησα πώς ο πειραματισμός με μέτρα πολιτικής μπορεί να είναι χρήσιμος”, λέει η Άνουκα Μπεργκ σήμερα.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 2012 και το 2013 η Μπεργκ βρέθηκε ως εμπειρογνώμονας στην “Επιτροπή για το μέλλον” του φινλανδικού κοινοβουλίου, μια επιτροπή όπου συμμετέχουν βουλευτές από όλα τα κόμματα. Η ίδια περιγράφει την Επιτροπή ως “μια μεγάλη επιτροπή, χωρίς τους πολιτικούς καβγάδες της κάθε ημέρας στην ατζέντα. Έχει σκοπό να παρουσιάσει μια ευρύτερη όψη των προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε, προβλήματα που οφείλουμε να λύσουμε αν θέλουμε ένα καλό μέλλον. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον υπήρχε χώρος να σκεφτούμε πράγματα όπως ‘η κουλτούρα του πειραματισμού’”. Ένα από τα μέλη της επιτροπής ήταν ο τότε βουλευτής Γιούχα Σίπιλα, ο οποίος αργότερα έγινε πρόεδρος του Κεντρώου Κόμματος και πρωθυπουργός της χώρας. Από την έκθεση που προέκυψε από τις εργασίες εκείνη της επιτροπής, την οποία συνέγραψε η Μπεργκ, γεννήθηκε η “Πειραματική Φινλανδία”.
Η έκφραση “κουλτούρα του πειραματισμού” (experimental culture) έρχεται ξανά και ξανά στη συζήτηση με διάφορους, οι οποίοι είχαν εμπλακεί στην “Πειραματική Φινλανδία”. Κάποια στιγμή, ένας από αυτούς αστειεύεται “πρέπει να ακουγόμαστε σαν κάποια αίρεση σε κάποιον που είναι απ’ έξω”.
“Πρόκειται για μια αλλαγή τρόπου σκέψης, γι’ αυτό χρησιμοποιούμε και τη λέξη κουλτούρα”, διευκρινίζει η Κάτρι Σάρκια. “Επομένως η κουλτούρα του πειραματισμού αφορά μεν μια αλλαγή τρόπου σκέψης, αλλά επίσης και την υποδομή για τον πειραματισμό και την ικανότητα για καινοτομία”, συνεχίζει.
Η συνάντηση με τον Κάλε Νίμινεν στα γραφεία του Sitra είναι μια καλή ευκαιρία για μια ακόμη συζήτηση για τον πειραματισμό και την κουλτούρα του. Αν ένα think tank σαν το Demos Helsinki ή ένα τμήμα στο γραφείο του πρωθυπουργού με αντικείμενο τις δοκιμές και τα πειράματα ακούγονται κάπως εξωτικά σε όποιον είναι εξοικειωμένος με την ελληνική πολιτική και ακαδημαϊκή ζωή, η ιδέα ενός οργανισμού σαν τον Sitra ακούγεται ακόμη πιο προωθημένη. O Sitra ήταν το “δώρο” του φινλανδικού κοινοβουλίου στο φινλανδικό κράτος την 50ή επέτειο της ανεξαρτησίας του το 1967. Πρόκειται για έναν ερευνητικό οργανισμό τον οποίο διευθύνει η φινλανδική Βουλή, ο οποίος ταυτοχρόνως λειτουργεί και ως επενδυτικό σχήμα για καινοτόμες δράσεις. Τα αντικείμενα με τα οποία καταπιάνεται αφορούν όλα το μέλλον της χώρας και την προσαρμογή της σε παγκόσμιες μεταβολές, από την κλιματική αλλαγή μέχρι την κυκλική οικονομία και από την οικονομία των δεδομένων μέχρι τη βιοτεχνολογία και το μέλλον της δημοκρατίας. Η λειτουργία του Sitra για το 2018 κόστισε 43 εκατομμύρια ευρώ ενώ τα έσοδα του Sitra από τις επενδυτικές δραστηριότητές ήταν στα 32 εκατομμύρια ευρώ (το 2017 ήταν 51 εκατομμύρια, ενώ το κόστος ήταν παρόμοιο).
Ο πειραματισμός και η κουλτούρα του βρίσκονται ανάμεσα στα ενδιαφέροντα του Sitra. Ο Νίμινεν, ο οποίος εργάζεται εκεί ως leading specialist σε θέματα πειραματισμού από το 2011, θυμάται πώς ο ίδιος ήρθε σε επαφή με τη φινλανδική κουλτούρα του πειραματισμού, μέσα από ένα πείραμα του Sitra που είχε ως αντικείμενο την εκπαίδευση:
“Άρχισα να δουλεύω στο Sitra το 2011 και εργαζόμουν για ένα πρόγραμμα που λεγόταν Synergize Finland Forum -κάναμε πέντε θεματικά τέτοια fora, ένα για τη δημοκρατία, ένα για το μέλλον της εργασίας, ένα για την ασφάλεια, ένα για το μέλλον της οικονομίας και το τελευταίο ήταν για το μέλλον της εκπαίδευσης και της μάθησης στη Φινλανδία. Κάθε forum είχε δυο στόχους: πρώτον, να έχουμε ένα όραμα για το μέλλον και δεύτερον, να θέσουμε αυτό το όραμα σε λειτουργία μέσω πειραμάτων.
Tο πείραμα στο σχολείο της Όουλου (PDF)
Όταν εργαζόμασταν για το μέλλον της ασφάλειας η ιδέα του πειραματισμού ήταν εντελώς καινούρια για το κοινό. Όμως, για παράδειγμα στην εκπαίδευση η κουλτούρα του πειραματισμού ήταν στο πετσί τους. Έκαναν πειράματα σχεδόν καθημερινά. Η ερώτηση για την εκπαίδευση δεν ήταν αν τα πειράματα έχουν νόημα, αλλά ποιες υποθέσεις πρέπει να δοκιμαστούν. Πώς μπορούσες να εφαρμόσεις στ’ αλήθεια τα όσα σου μάθαιναν τα πειράματα; Σε αυτό το πλαίσιο κάναμε ένα πείραμα στο σχολείο Ριταχάργιου στην πόλη Όουλου, στα βόρεια της χώρας.
Τα παιδιά εκεί έκαναν μια εβδομάδα ‘μάθησης με βάση τα φαινόμενα 1’ και εκείνο που εμείς κάναμε ήταν να φέρουμε service designers σε εκείνη την εβδομάδα και εκείνοι με τη σειρά τους έγραψαν για το πώς να κάνεις μια εβδομάδα για τη μάθηση των φαινομένων, τι πρέπει να καταλάβεις, τι πρέπει να κάνουν οι δάσκαλοι, τι να κάνουν οι καθηγητές, ποιος είναι ο ρόλος τους κ.ο.κ. Και επίσης πώς μπορείς να συζητήσεις ή να στοχαστείς με τους μαθητές μετά την εβδομάδα.
Εκείνο που συνέβη στη συνέχεια ήταν κάτι που μας εξέπληξε: μετά το πείραμα προσπαθήσαμε να καλέσουμε όλα τα σχολεία από το Όουλου να μάθουν από αυτό το πείραμα. Όμως κανένας δεν ήλθε και αυτή ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη. Μας δείχνει πόσο δύσκολο είναι να διαχύσεις τα διδάγματα από ένα πείραμα. Από την άλλη πλευρά, κάτι άλλο που συνέβη είναι ότι τα διεθνή ΜΜΕ άρχισαν να μεταδίδουν ότι ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα της Φινλανδίας βασίζεται στη μάθηση των φαινομένων. Πολλοί άνθρωποι ήρθαν στη Φινλανδία να μάθουν πώς το κάναμε, αλλά εκείνο που κάναμε στ’ αλήθεια είναι απλώς μερικά πειράματα. Πιστεύω ότι με πειράματα μπορείς να φτιάξεις πολύ επιδραστικές ιστορίες και να κάνεις τους ανθρώπους να μάθουν κάτι και να το συζητήσουν”.
Έκτοτε ο Sitra έχει εκδώσει πολλούς οδηγούς για τον πειραματισμό, αναλύοντας διεξοδικά τις διαθέσιμες μεθοδολογίες και τις πιθανές εφαρμογές τους, και έχει επίσης ενθαρρύνει πολλές κυβερνήσεις να υιοθετήσουν αυτές τις πειραματικές μεθόδους.
Γενικότερα, αν υπάρχει κάτι που αναδεικνύεται ξεκάθαρα από τη φινλανδική περίπτωση, στο πεδίο της αξιοποίησης των πειραμάτων για την αξιολόγηση μέτρων πολιτικής, είναι η ύπαρξη μιας σημαντικής υποδομής, είτε κάποιος την ονομάσει κουλτούρα είτε όχι. Φαίνεται να υπάρχει ένα πλέγμα φορέων σε επαφή με τις ανάγκες πολιτών και με τις παγκόσμιες τάσεις.
Όμως δεν είναι μόνο οι διάφοροι φορείς: Είναι και οι ίδιοι οι πολίτες. Το 2017, και πάλι στο πλαίσιο της "Πειραματικής Φινλανδίας", άρχισε τη λειτουργία της μια ηλεκτρονική πλατφόρμα με τίτλο “Ένας τόπος για πειραματισμό”, η οποία μάλιστα αποτελεί αντικείμενο μιας σύντομης έκθεσης του ΟΟΣΑ. Εκεί, διάφοροι πολίτες, συνήθως μεμονωμένοι ακαδημαϊκοί ερευνητές, μπορούσαν να υποβάλλουν πρόταση για ένα μικρό πείραμα μετά από θεματικές προσκλήσεις ενδιαφέροντος. Οι νικητές, οι οποίοι θα επιλέγονταν από ομάδες ειδικών, θα είχαν στη διάθεσή τους μια σχεδόν συμβολική χρηματοδότηση πέντε έως δέκα χιλιάδων ευρώ για να δοκιμάσουν την ιδέα τους. Ένα μόνο παράδειγμα, από μια περσινή πρόσκληση με θέμα την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, αναδεικνύει το πώς μπορεί να δημιουργηθεί αξία με εντυπωσιακά λίγα μέσα.
Η Τέεα Κορτετμάκι είναι ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο της Γιουβάσκιλα στην κεντρική Φινλανδία με αντικείμενο την τεχνολογία των τροφίμων. Η ιδέα της ήταν αρκετά απλή: “Η έρευνά μου αφορά τα βιώσιμα συστήματα τροφής και σκεφτόμασταν ότι οι δημόσιες υπηρεσίες γευμάτων έχουν μεγάλα περιθώρια παρεμβάσεων, επειδή αντιστοιχούν σε τεράστιο όγκο τροφίμων. Μετά σκέφτηκα ότι οι μαθητές είναι ένα ενδιαφέρον κοινό επειδή στην περίπτωση αυτή είναι και θέμα εκπαίδευσης”. Με αυτό το σκεπτικό, επικοινώνησε με την υπηρεσία σχολικών γευμάτων στο Μούραμε, μια μικρή πόλη 10.000 κατοίκων. Μάζεψε πληροφορίες για τα γεύματα που σερβίρονταν στα σχολεία της πόλης και τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνταν, άρχισε να συζητάει με τις αντίστοιχες υπηρεσίες για να βρεθούν εναλλακτικές λύσεις ώστε να μειωθεί στο μισό το ανθρακικό αποτύπωμα του κάθε γεύματος, δηλαδή να μειωθεί η χρήση συγκεκριμένων τροφίμων, κυρίως ζωικών. “Το μεγαλύτερο αποτύπωμα το είχαν τα κεφτεδάκια επειδή είχαν πολύ βοδινό, μετά ήταν το λουκάνικο με πουρέ πατάτας, κυρίως το λουκάνικο, που ήταν μάλιστα πολύ μεγάλο και άρεσε πολύ στα παιδιά. Και μετά ήταν η κόκκινη σάλτσα με κιμά”, θυμάται.
Κατάθεσε την πρότασή της στον “Τόπο για πειραματισμό” και αφότου εγκρίθηκε, την εφάρμοσε: σχεδίασε την “climate meal week” όπου στα σχολεία του Μούραμε ετοιμάστηκαν και σερβιρίστηκαν γεύματα με το ίδιο κόστος αλλά με το μισό ανθρακικό αποτύπωμα. Το φθινόπωρο ο δήμος του Ελσίνκι συμφώνησε να επεκτείνει το πείραμα και στα σχολεία της επικράτειάς του.
Γιατί είναι τόσο σημαντικό να μειωθούν τα κεφτεδάκια στα σχολικά γεύματα; “Μόνο στο Μούραμε, όπου σερβίρονται περίπου 2.000 σχολικά γεύματα την ημέρα, το πείραμα “έσωσε” περίπου 1.450 τόνους εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέσα σε μια εβδομάδα, κάτι που αντιστοιχεί σε 5.000 χιλιόμετρα οδήγησης ενός συμβατικού αυτοκινήτου”. Η αναγωγή σε ολόκληρη τη Φινλανδία μιας αντίστοιχης πολιτικής είναι αρκετά εντυπωσιακή: “Αν μειωθεί στο μισό το ανθρακικό αποτύπωμα των 900.000 σχολικών γευμάτων που σερβίρονται κάθε μέρα επί μία μόνο εβδομάδα, η εξοικονόμηση θα είναι αντίστοιχη με 2,25 εκατομμύρια χιλιόμετρα οδήγησης”, εξηγεί η Κορτετμάκι.
Γιατί όμως αυτή η “κουλτούρα του πειραματισμού” βρήκε τόσο πρόσφορο έδαφος στη Φινλανδία; Στις περισσότερες συνομιλίες στο πλαίσιο της έρευνας, όταν η συζήτηση έφτασε σε τέτοιου τύπου, περισσότερο “υπερβατικές” ερωτήσεις, υπήρξαν κάποια σημεία και κάποια επιχειρήματα που έκαναν την εμφάνισή τους συχνά.
Το ενδιαφέρον για τη λειτουργία του κράτους, είναι έντονο και διαρκές στη Φινλανδία, ίσως περισσότερο από ό,τι είναι σε άλλες χώρες. Η αποτελεσματικότητα του κράτους συχνά ξεφεύγει από την εφήμερη πολιτική ατζέντα.
“Ήμασταν τόσο φτωχοί, μία από τις πιο φτωχές χώρες και γίναμε η χώρα της μεταρρύθμισης· ανανεώνουμε το σύστημα όλη την ώρα για να συμβαδίζουμε με τις εξελίξεις”, είπε η δημοσιογράφος της Helsingin Sanomat Άνι Λασίλα. Ο ερευνητής του Sitra Κάλε Νίμινεν θεώρησε ότι “είναι σημαντικό να έχεις ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο να μπορείς να αποτύχεις, έναν χώρο όπου μπορείς να εστιάσεις στη μάθηση και όχι στο να βρεις ποιος φταίει”. “Η Φινλανδία είναι μια καινοτόμα χώρα που έχει το θάρρος να κάνει τέτοια μικρά πειράματα”, είπε ο δικαιούχος του βασικού εισοδήματος Τουόμας Μουράγια. Η ερευνήτρια του Demos Helsinki Κάτρι Σάρκια αναφέρει κάτι παρόμοιο: “Τα κάνουμε όλα αυτά γιατί είχαμε ένα ξεκάθαρο όραμα να γίνουμε καλύτεροι, να φέρουμε καλύτερες υπηρεσίες για τους πολίτες μας”.
Το ενδιαφέρον για τη λειτουργία του κράτους, δηλαδή για τις υπηρεσίες στις οποίες κατευθύνονται οι πόροι του, είναι έντονο και διαρκές στη Φινλανδία, ίσως περισσότερο από ό,τι είναι σε άλλες χώρες. Η αποτελεσματικότητα του κράτους συχνά ξεφεύγει από την εφήμερη πολιτική ατζέντα. Αντιθέτως, αποκτάει υπαρξιακό χαρακτήρα για τους πολίτες μιας χώρας που κλείνει φέτος μόλις τα 102 χρόνια ανεξαρτησίας στα ανατολικά σύνορα του αλλοτινού “δυτικού κόσμου” και η οικονομία της εξαρτάται μέχρι και σήμερα από την ξυλεία. Ακόμη και σε ήρεμες εποχές, όπως η σημερινή, υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της εγρήγορσης.
Ο Χένρικ Μεϊνάντερ, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, αναφέρεται επίσης στον βαρύ χειμώνα: “Ο χειμώνας μας είναι πολύ μακρύς, επί τέσσερις ή πέντε μήνες τον χρόνο τίποτα δεν καλλιεργείται. Πρέπει κάποιος να κατανοήσει ότι η γεωργία, η παραγωγικότητα της γης είναι πολύ πιο μικρή, απ’ ό,τι π.χ. στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρεις έναν άλλο τρόπο να επιβιώσεις”.
Ο Άνγκελ Γκαβινέτ, πρόξενος της Ισπανίας στο Ελσίνκι, από το 1897 ως το 1898 είχε γράψει μια σειρά άρθρων σε ισπανικές εφημερίδες για τις εντυπώσεις του από εκείνη την αρκετά αυτόνομη επαρχία της ρωσικής αυτοκρατορίας, στον γεωγραφικό χώρο της σημερινής Φινλανδίας, όπου υπηρέτησε. Σύμφωνα με τον ίδιο, “οι Φινλανδοί χαρακτηρίζονται από αφελή αλλά γνήσιο ενθουσιασμό για τη νέα τεχνολογία, που σε τελική ανάλυση οφείλεται στο ότι δεν κουβαλούσαν το βάρος κάποιου αρχαίου πολιτισμού”.
“Πολλοί ξένοι επισκέπτες έχουν παρατηρήσει αυτή την έλλειψη παραδόσεων στη Φινλανδία”, λέει ο Χένρικ Μεϊναντερ. “Φυσικά, υπάρχουν κάποιες παραδόσεις στη συμπεριφορά των ανθρώπων, όμως αν κοιτάξετε τη Φινλανδία, η έκτασή της στον χάρτη είναι μεγάλη αλλά ο πληθυσμός της είναι μικρός. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει χώρος και είναι πιο εύκολο να αλλάξεις τον τρόπο ζωής σου και την τεχνολογία που χρησιμοποιείς”.
Τις ημέρες της συνάντησης με τον καθηγητή στις αρχές του Οκτωβρίου, η ακαδημαϊκή χρονιά δεν είχε αρχίσει ακόμη, αλλά ο ίδιος εργαζόταν στο γραφείο του σε ένα έρημο από φοιτητές, πολύ ήσυχο πανεπιστήμιο, για να δημοσιεύσει ένα άρθρο σχετικό με τις “τρεις κινητήριες δυνάμεις των Βορείων Χωρών”. Στο βιβλίο του, η “Ιστορία της Φινλανδίας” (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ασίνη σε μετάφραση Μαρίας Μαρτζούκου, 2019), που είναι μια εισαγωγή στην ιστορία της χώρας και έχει μεταφραστεί σε δεκατέσσερις γλώσσες, ο Μεϊνάντερ, σουηδόφωνος ο ίδιος, αφιερώνει αρκετό χώρο στις συνθήκες που επέτρεψαν την οικοδόμηση του φινλανδικού κοινωνικού κράτους.
Τι είναι όμως εκείνο που έφερε, κατά τη γνώμη του ένα πείραμα όπως αυτό για το βασικό εισόδημα; “Οι Φινλανδοί ανησυχούν ιδιαίτερα για την απασχόληση. Είχαμε κάποιες πολύ δύσκολες περιόδους ανεργίας κατά τη δεκαετία του 1990, σχεδόν 20% του πληθυσμού έμεινε άνεργο. Ακόμα και η κρίση του 2008 μπορεί να μη χτύπησε τόσο άσχημα τη Φινλανδία αλλά τη χτύπησε χειρότερα σε σχέση με τις σκανδιναβικές χώρες. Αυτό το πείραμα ήταν ουσιαστικά μια δοκιμή για το πώς μπορεί να αυξηθεί η απασχόληση”.
4. Το Πρώτο Πείραμα
Γύρω από τη φινλανδική κουλτούρα του πειραματισμού και τις ρίζες της υπάρχει μάλλον ένας κοινός τόπος. Η πρώτη εκείνη έκθεση της Άνουκα Μπεργκ το 2012, που αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την κατάρτιση της “Πειραματικής Φινλανδίας” αναφερόταν στη “Μελέτη της Βόρειας Καρελίας”, ως μια καλή βάση για την κουλτούρα του πειραματισμού. Πρόκειται για μια σημαντική μελέτη που υπήρξε ιδιαίτερα επιδραστική για πολλά συστήματα υγείας σε όλο τον κόσμο. Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τη συνάντηση με τον Πέκα Πούσκα, σε μεγάλο βαθμό τον εμπνευστή της Μελέτης της Βόρειας Καρελίας, ένας φινλανδός δημοσιογράφος έγραψε σε ένα από τα email του ότι “αρχίσαμε να πίνουμε αποβουτυρωμένο γάλα και να τρώμε λαχανικά επειδή μας το είπε εκείνος!”
O Πέκα Πούσκα είναι γνωστός σε ολόκληρη τη χώρα και γι’ αυτό κατά κάποιον τρόπο έχει αναπτύξει μια συμπεριφορά αστέρα. Είναι άνετος, κάνει αστεία και, στην περίπτωσή μας, υποδέχεται τους καλεσμένους του από την Ελλάδα μιλώντας για τους λίγους μήνες που βρέθηκε ως γιατρός του τοπικού νοσοκομείου στη Ρόδο το 1968, με ιστορίες από τις ηλικιωμένες γυναίκες που τον συναντούσαν στον δρόμο και ζητούσαν να τους πάρει την πίεση. Δικαιολογημένα έχει αυτή την άνεση· πέρα από το ότι είναι αναγνωρίσιμος στον δρόμο, ο Πέκα Πούσκα και οι υπόλοιποι ερευνητές της “Μελέτης της Βόρειας Καρελίας” είναι σε κάποιο βαθμό υπεύθυνοι για τον προσανατολισμό των συστημάτων υγείας σε όλο τον κόσμο στην πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων και όχι απλώς στη θεραπεία τους. Ο ίδιος έχει παρουσιάσει τα ευρήματά τους στο Χάρβαρντ, η θρυλική τηλεοπτική εκπομπή "60 Minutes" στο αμερικανικό δίκτυο CBS έχει αφιερώσει ένα επεισόδιο στη Μελέτη, ενώ το Global Heart, το επίσημο επιστημονικό περιοδικό της Παγκόσμιας Καρδιολογικής Ομοσπονδίας έχει κυκλοφορήσει ένα τεύχος μόνο για την περίπτωση της Βόρειας Καρελίας.
Τι είναι όμως η Μελέτη της Βόρειας Καρελίας και πώς, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έχει αλλάξει τις ζωές όλων μας;
“Όπως για πολλές χώρες, έτσι και για τη Φινλανδία ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν φρικτός", μας εξήγησε ο Πέκα Πούσκα. "Άφησε τη χώρα φτωχή και ακόμα και τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο ήταν πολύ δύσκολα. Έπειτα, σταδιακά η ποιότητα ζωής άρχισε να γίνεται καλύτερη, όμως αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι ταυτόχρονα η δημόσια υγεία δεν πήγαινε πολύ καλά. Στις στατιστικές βλέπαμε ότι η Φινλανδία είχε τον πιο ψηλό δείκτη θνησιμότητας από καρδιαγγειακές παθήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Μάλιστα, το χειρότερο πρόβλημα εντοπιζόταν στην ανατολική Φινλανδία, στην επαρχία της Βόρειας Καρελίας. Εκεί τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα, τόσο που έγινε και κάποιου είδους αίτημα της τοπικής κοινωνίας: το 1971 οι κάτοικοι μάζεψαν υπογραφές ζητώντας από το κράτος να κάνει κάτι γι’ αυτούς.
Μαζί με ειδικούς από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας αναπτύξαμε τη Μελέτη της Βόρειας Καρελίας. Ήταν ένα πιλοτικό πρόγραμμα που αφορούσε ολόκληρη τη Φινλανδία, για να δούμε εάν μπορούμε πραγματικά να επηρεάσουμε τη δημόσια υγεία και να μειώσουμε τον υψηλό δείκτη θνησιμότητας από καρδιαγγειακές ασθένειες. Η βασική ιδέα ήταν ότι υπάρχουν κάποιοι παράγοντες ρίσκου που είναι πολύ σημαντικοί, ειδικά η ανθυγιεινή δίαιτα που αυξάνει τη χοληστερόλη στο αίμα, το κάπνισμα, η υπέρταση. Όλοι αυτοί οι παράγοντες ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένοι στην περιοχή. Επομένως, η βασική ιδέα μας ήταν η πρόληψη. Φυσικά και είναι σημαντικό να υπάρχουν καλά νοσοκομεία ώστε να αντιμετωπίσουν τα περιστατικά, αλλά δεν αλλάζει η δημόσια υγεία μόνο με τα νοσοκομεία. Έτσι το 1972 αρχίσαμε μια ιδιαίτερα εκτενή δουλειά στην επαρχία της Βόρειας Καρελίας προκειμένου να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής των ανθρώπων.
Μετά από μόλις πέντε χρόνια είδαμε αλλαγή προς το καλύτερο και συνεχίσαμε επί περίπου 25 χρόνια, πλέον όχι μόνο στη Βόρεια Καρελία αλλά σε ολόκληρη τη Φινλανδία. Μέσα σε περίπου 30 χρόνια η ετήσια θνησιμότητα από καρδιαγγειακές παθήσεις στον πληθυσμό σε εργάσιμη ηλικία έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 80%. Η δημόσια υγεία έχει βελτιωθεί πολύ σημαντικά”.
Η περιγραφή των παραπάνω συμβαίνει μέσα στην ευρύχωρη αίθουσα του THL, του φινλανδικού Ινστιτούτου Υγείας στο οποίο ο μέχρι πρότινος βουλευτής Πούσκα έχει υπάρξει πρόεδρος. Σήμερα, σε μια εποχή που όλοι δίνουν σημασία στην πρόληψη των καρδιαγγειακών νόσων, όλα τα παραπάνω ακούγονται ιδιαίτερα εύκολα. Ήταν πράγματι έτσι στις αρχές της δεκαετίας του 1970; “Τώρα που δίνω διαλέξεις ανά τον κόσμο, όλοι μου λένε πόσο εύκολα είναι όλα στη Φινλανδία, οι άνθρωποι είναι τόσο καλοί που ακολουθούν τις συμβουλές σας. Όχι, δεν ήταν εύκολο, ήταν δύσκολο. Η αλλαγή του τρόπου ζωής δεν είναι εύκολη. Όταν αρχίσαμε με τις παρεμβάσεις στη Βόρεια Καρελία γνωρίζαμε πολύ λιγότερα για τις καρδιακές νόσους. Οι καρδιολόγοι έλεγαν ότι δεν γνωρίζουμε τι είναι εκείνο που προκαλεί τις καρδιακές νόσους, και ότι μπορούμε μόνο να παρέχουμε περίθαλψη. Εμείς λέγαμε όχι, πρέπει να εστιάσουμε στην πρόληψη. Υπήρχε πολλή αντίσταση από τους καρδιολόγους, αλλά και ακαδημαϊκούς, επειδή ήμασταν νέοι και ριζοσπάστες ερευνητές.
Όμως το πιο δύσκολο ήταν το γεγονός ότι λέγαμε ανοιχτά ότι οι άνθρωποι πρέπει να τρώνε λιγότερο ζωικό λίπος σε μια περιοχή που τότε είχε σημαντική παραγωγή γαλακτοκομικών. Υπήρχε μεγάλη πίεση προς εμάς, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1980, όταν ζητούσαμε από τον κόσμο να αντικαταστήσει το βούτυρο με λάδι. Σταδιακά, σημειώθηκε μεγάλη αλλαγή και η βιομηχανία υιοθέτησε κι αυτή το μήνυμά μας. Αισθάνομαι ότι η κατάσταση είναι παρόμοια με τη σημερινή συζήτηση που γίνεται για την κλιματική αλλαγή και τους τρόπους με τους οποίους πρέπει να προσαρμοστεί η βιομηχανία”.
Οι παρεμβάσεις, αρχικά πιλοτικά στη Βόρεια Καρελία, και έπειτα σε ολόκληρη τη χώρα είχαν σχέση με την ευαισθητοποίηση του κοινού. Οι υπεύθυνοι του προγράμματος όχι μόνο αξιοποίησαν όλα τα πιθανά μέσα, αλλά μέτρησαν και τον αντίκτυπό τους. Χρησιμοποίησαν διαφημίσεις στα ΜΜΕ, συναντήσεις και σεμινάρια στα σχολεία, εκπαιδεύσεις στα τοπικά νοσοκομεία, συναντήσεις με τις τοπικές ενώσεις νοικοκυρών, προσπαθώντας να τις πείσουν να χρησιμοποιούν λιγότερο αλάτι, συναντήσεις με τη βιομηχανία τροφίμων, με τους πολιτικούς, με τα κέντρα υγείας.
“Όταν αρχίσαμε στη Βόρεια Καρελία δώσαμε πολλές πληροφορίες στον κόσμο για να τον πείσουμε να αλλάξει τον τρόπο ζωής του”, θυμάται ο Πέκα Πούσκα. “Όμως έπειτα συνειδητοποιήσαμε ότι οι πολιτικές αποφάσεις και οι πράξεις της βιομηχανίας έχουν πολύ μεγάλη σημασία. Επομένως, αρχίσαμε να ερχόμαστε σε επαφή με τους πολιτικούς. Ήταν ευγενικοί, όμως μας είπαν ότι αυτό δεν είναι σημαντικό θέμα για τον πολύ κόσμο. Ήρθαμε σε επαφή με τη βιομηχανία τροφίμων. Εκείνοι μας είπαν ότι είναι ενδιαφέρον αυτό που λέμε όμως… “consumer is king”. Ο καταναλωτής είναι βασιλιάς. Όμως όταν αρχίσαμε να πείθουμε τον πληθυσμό, τότε άρχισαν να αλλάζουν και οι πολιτικοί, είπαν ‘τώρα μπορούμε να περάσουμε νόμους με αυτό το πνεύμα’ και σταδιακά και η βιομηχανία ήρθε κοντά μας και μας είπε ‘έχουμε αυτή την ιδέα που είναι στο ίδιο μήκος κύματος με το δικό σας μήνυμα, μπορούμε να συνεργαστούμε’”.
Ωστόσο, στη “Μελέτη της Βόρειας Καρελίας” υπήρχε και μια ακόμη παράμετρος. 30 χρόνια παρεμβάσεων και τόσων πολλών ειδών δοκιμών, καθώς είναι φυσικό, παρήγαγαν έναν τεράστιο όγκο δεδομένων, ο οποίος μπορεί τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 να μην ήταν εύκολο να αναλυθεί συνολικά, αλλά με τις νέες δυνατότητες της τεχνολογίας και την ανάπτυξη του σχετικού λογισμικού μετά τη δεκαετία του 2000, μπορούσε. Η μελέτη σχεδόν αναβίωσε. Ο ίδιος ο Πέκα Πούσκα εκτιμάει ότι έχουν εκπονηθεί περίπου 50 διδακτορικές διατριβές με θέμα τη Μελέτη της Βόρειας Καρελίας.
διαβάστε ακόμα
Έρευνα & Καινοτομία Στην Ελλάδα - Μια Μελέτη
“Τα δεδομένα είναι πολύ σημαντικά στον σύγχρονο κόσμο για την καινοτομία και για την ανάπτυξη”, λέει σήμερα, αφού έχει και ο ίδιος διαπιστώσει τη δύναμή τους. “Είναι επίσης σημαντικό να υπάρχουν ανοιχτά δεδομένα. Έχουμε κάνει πάρα πολλά σε αυτή τη χώρα ώστε τα περισσότερα από τα δεδομένα μας να είναι ανοιχτά, ακόμα και να τα διαθέτουμε με τρόπο που να είναι φιλικά στον χρήστη, για οποιονδήποτε. Εκείνο που είναι επίσης σημαντικό είναι οι χώρες να έχουν εξειδικευμένα ινστιτούτα έρευνας. Ήμουν πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Εθνικών Ινστιτούτων για τη Δημόσια Υγεία και θεωρώ ότι η δουλειά που κάνουμε τα δημόσια ινστιτούτα είναι εξαιρετικά σημαντική για την ανάπτυξη. Μέσα στις κυβερνήσεις, μέσα στα υπουργεία υπάρχουν δημόσιοι υπάλληλοι και πολιτικοί. Όλοι αυτοί αλλάζουν συχνά και γι’ αυτό είναι σημαντικό να υπάρχουν ισχυρά ινστιτούτα που έχουν τα δεδομένα και τα διαθέτουν”.
Ο Πέκα Πούσκα έχει εργαστεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, αλλά έχει επίσης υπάρξει βουλευτής, αρχικά της Βόρειας Καρελίας και έπειτα του Ελσίνκι, αλλά και πολλές φορές υποψήφιος σε εθνικές εκλογές και ευρωεκλογές. Μιλώντας για αυτές τις εμπειρίες του διαπιστώνει ότι “η δημόσια υγεία είναι πάντοτε μετέωρη μεταξύ έρευνας και πολιτικών αποφάσεων”.
5. "Μια Δημιουργική Επανεφεύρεση της Κυβέρνησης"3
Σε αυτό το σημείο, είναι σκόπιμο κάποιος να ανοίξει το βλέμμα του πέρα από τη Φινλανδία: Τι έχει τελικά να κερδίσει ένα κράτος, κυβέρνηση και πολίτες, από τον πειραματισμό;
Ίσως το πιο ενδεικτικό γεγονός για το εύρος της συζήτησης που έχουν πυροδοτήσει οι νέες πειραματικές μέθοδοι δοκιμής μέτρων πολιτικής είναι η απονομή του βραβείου Νόμπελ Οικονομικών του 2019. Οι τρεις νικητές, η Έσθερ Ντιφλό και ο Άμπχιτζιτ Μπάνερτζι από το ΜΙΤ, και ο Μάικλ Κρέμερ από το Χάρβαρντ, μέσω διαφόρων οργανισμών έχουν “εξοπλίσει” θεωρητικά, οργανώσει ή αξιολογήσει περισσότερες από 1.000 τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές (randomized controlled trials), κυρίως στον αναπτυσσόμενο κόσμο, με σκοπό να κατανοήσουν καλύτερα το πώς οι πολίτες παίρνουν αποφάσεις και να προσαρμόσουν τις δράσεις κυβερνήσεων και άλλων οργανισμών στα ευρήματά τους.
Ειδικά το J-PAL, το εργαστήριο του ΜΙΤ που ίδρυσαν και διευθύνουν η Ντιφλό και ο Μπάνερτζι από το 2003, σήμερα συνεργάζεται με περίπου 500 καθηγητές πανεπιστημίου και διεξάγει έρευνες σε 80 χώρες ανά τον κόσμο. Οι δοκιμές του αφορούν ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα πολιτικών: από τα κατάλληλα κίνητρα για τον διαμοιρασμό κουνουπιέρων κατά της ελονοσίας στην Κένυα μέχρι την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων ευεξίας στους εργασιακούς χώρους στις ΗΠΑ. (Στην περίπτωση που αναρωτιέστε, τα προγράμματα “wellness” για τους εργαζομένους δεν έχουν ιδιαίτερη επίδραση στην υγεία ή την παραγωγικότητά τους).
"Συχνά τα αποτελέσματα των δοκιμών μας εκπλήσσουν τους κύκλους των ακαδημαϊκών και όσων σχεδιάζουν πολιτικές", λέει η Άννα Σριμφ, γενική διευθύντρια του J-PAL για την Ευρώπη. "Κάποιες φορές αυτό σημαίνει ότι ευρέως διαδεδομένα προγράμματα ήταν πολύ λιγότερο αποτελεσματικά από όσο πολλοί πίστευαν -ένα παράδειγμα είναι οι μικροπιστώσεις. Κάποιες άλλες φορές, όπως συνέβη με τη θεραπεία κατά της ασκαρίασης των παιδιών στα σχολεία, αυτό σημαίνει την ανακάλυψη ενός αποδοτικού εργαλείου για την καταπολέμηση ενός άλλου δύσκολου προβλήματος: στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν οι απουσίες των μαθητών από το σχολείο. Σε έναν κόσμο με περιορισμένους πόρους, οι τυχαιοποιημένες δοκιμές μπορούν να μας βοηθήσουν όχι μόνο να αντιληφθούμε αν ένα μέτρο είναι αποτελεσματικό ως προς τον σκοπό του, αλλά επίσης πόσο αποτελεσματικό είναι σε σύγκριση με πιθανά εναλλακτικά μέτρα. Φυσικά, τέτοιου είδους στοιχεία δεν είναι ποτέ το μοναδικό πράγμα που μετράει για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων και για τον σχεδιασμό προγραμμάτων, και δεν θα έπρεπε να είναι. Όμως, αντικαθιστώντας τις καλές προθέσεις με μια επιστημονική προσέγγιση, κινούμαστε προς μια κατεύθυνση όπου τα μέτρα που εφαρμόζουμε πράγματι αποδίδουν τα οφέλη στα οποία ελπίζουμε".
Γιατί όμως τέτοιου είδους δοκιμές γίνονται ολοένα και πιο δημοφιλείς τις τελευταίες δεκαετίες; "Οι τυχαιοποιημένες δοκιμές είναι ελκυστικές επειδή τα αποτελέσματά τους είναι ταυτόχρονα επιστημονικά έγκυρα αλλά επίσης είναι και εύκολο να τα εξηγήσεις", λέει η Σριμφ. "Πιστεύω ότι έχουν συμβάλει στο να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ του τι γνωρίζουμε και του τι πράττουμε. Στην πορεία μάλιστα, έχουν εμφανιστεί πολλές καινοτομίες σχετικές με τους τρόπους με τους οποίους συλλέγονται τα δεδομένα ή με την κλίμακα στην οποία πραγματοποιείται τέτοιου είδους έρευνα και έχουν ξεπεραστεί αρκετοί περιορισμοί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γνώση από τις τυχαιοποιημένες δοκιμές είναι πολύ πιο διαδεδομένη σε σχέση με δεκαπέντε χρόνια πριν. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, περίπου 400 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν επωφεληθεί από δοκιμές που τελικά εφαρμόστηκαν ευρέως. Ο αριθμός αυτός αφορά μόνο δοκιμές από ερευνητές που συνεργάζονται με το J-PAL και δεν περιλαμβάνει την εργασία πολλών άλλων οργανισμών που έχουν παρόμοιο σκοπό. Όμως έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας -ειδικά στην Ευρώπη, όπου μια τέτοια προσέγγιση αξιοποιείται ακόμη σχετικά σπάνια".
Υπάρχουν αλήθεια διαφορές στην εφαρμογή τέτοιων δοκιμών στον ανεπτυγμένο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο; "Η λογική μιας τυχαιοποιημένης δοκιμής είναι η ίδια, ανεξάρτητα από το πλαίσιο στο οποίο εφαρμόζεται", λέει η Άννα Σριμφ. "Συνολικά, οι ερευνητές στις χώρες υψηλού εισοδήματος συνήθως χρειάζεται να κουραστούν λιγότερο για να εφαρμοστεί ένα μέτρο και για να λάβουν ποιοτικά δεδομένα, αλλά φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις. Επιπλέον οι χώρες υψηλού εισοδήματος τείνουν να έχουν καλύτερα διοικητικά δεδομένα -για την υγεία, για τη φορολογία και για την απασχόληση - κάτι το οποίο έχει σημαντικά πλεονεκτήματα για τους ερευνητές. Η χρήση των επίσημων δεδομένων μπορεί να μειώσει το κόστος της συλλογής δεδομένων από την αρχή- και επομένως ολόκληρο τον προϋπολογισμό ενός έργου - και να επισπεύσει τη διαδικασία της αξιολόγησης. Επομένως το γεγονός ότι η Ευρώπη γενικώς βρίσκεται πιο πίσω όσον αφορά τις τυχαιοποιημένες δοκιμές αποτελεί μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία". Έπειτα αναφέρεται στην πρωτοβουλία IDEA του J-PAL για την ενίσχυση της χρήσης των διοικητικών δεδομένων από τις κυβερνήσεις, τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις για τη λήψη καλά τεκμηριωμένων αποφάσεων.
Από την άλλη πλευρά, ο Τζεφ Μάλγκαν, κάπως ράθυμος από το παράθυρο του Skype, λίγες ημέρες μετά τις βρετανικές εκλογές και λίγο καιρό πριν από τη συντέλεση του Brexit, αναφέρεται στο ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να χρησιμοποιήσει πειραματικές μεθόδους μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο του προσφάτως ανακοινωθέντος "European Green Deal".
Ο Μάλγκαν είναι συγγραφέας, επισκέπτης καθηγητής στο UCL, στο London School of Economics και στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, πρώην σύμβουλος βρετανών πρωθυπουργών και μέχρι τον Νοέμβριο του 2019 διευθύνων σύμβουλος του Nesta. Ο Nesta, που άρχισε τη λειτουργία του ως μη κερδοσκοπική δημόσια επιχείρηση της Βρετανίας κατά τη δεκαετία του 1990 και εξελίχθηκε σε φιλανθρωπικό ίδρυμα, έχει ως σκοπό “την καινοτομία και την έρευνα για τις προκλήσεις του μέλλοντος”. Αυτή την περίοδο ολοκληρώνεται μια έκδοση-οδηγός του Nesta αναφορικά με τις μεθόδους πειραματισμού γύρω από μέτρα πολιτικής και τις κατάλληλες περιπτώσεις εφαρμογής τους.
“Ο πειραματισμός, οι πιο ανοιχτές μέθοδοι διακυβέρνησης γενικότερα, είναι απαραίτητα σαν αντίδοτο στον λαϊκισμό. Δίνουν στην κοινή γνώμη ορατότητα, αλλά και έλεγχο ως προς το τι ακριβώς συμβαίνει στο όνομά της”.
Τζέφ Μάλγκαν
"Στους περισσότερους τομείς οι κυβερνήσεις δεν γνωρίζουν τι λειτουργεί ή ποια μορφή πολιτικής μπορεί να λειτουργήσει, γι’ αυτό είναι λογικό να δοκιμάζουν πράγματα και να πειραματίζονται αντί να σπεύδουν να νομοθετήσουν ένα μέτρο πολιτικής· παρότι λογικό, τις περισσότερες φορές είναι κάτι που δεν συμβαίνει", λέει ο Μάλγκαν.
Συνεχίζει εξηγώντας γιατί πιστεύει ότι οι δοκιμές και τα πειράματα έχουν σημασία και ποιους τρόπους έχει στη διάθεσή του ένα κράτος να αξιοποιήσει τις συγκεκριμένες πρακτικές: "Σήμερα υπάρχουν πολλά διαφορετικά εργαλεία τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι κυβερνήσεις, από τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές μέχρι πιλοτικές εφαρμογές μέτρων. Αυτή η ανάγκη να κατευθυνθούμε περισσότερο προς το πεδίο πυροδοτήθηκε σίγουρα από κάποιου είδους ταπεινότητα, όμως πιστεύω ότι υπάρχουν διαφορετικά στάδια στον πειραματισμό. Είναι σημαντικό να είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχουν διαφορές στις μεθόδους και στις νοοτροπίες. Προσπαθούμε με την έκδοση που ετοιμάζουμε να χαρτογραφήσουμε τη διαδικασία προς μια πιο δημιουργική επανεφεύρεση της κυβέρνησης, μέσω των ποσοτικών δοκιμών. Από την άλλη πλευρά, ο πειραματισμός, οι πιο ανοιχτές μέθοδοι διακυβέρνησης γενικότερα, είναι απαραίτητα σαν αντίδοτο στον λαϊκισμό. Δίνουν στην κοινή γνώμη ορατότητα, αλλά και έλεγχο ως προς το τι ακριβώς συμβαίνει στο όνομά της".
"Υπάρχει μια μακρά ιστορία των πειραμάτων με σκοπό τη δοκιμή συγκεκριμένων μέτρων πολιτικής", λέει ο Τζέφ Μάλγκαν. “Η Κίνα πειραματίζεται με μέτρα πολιτικής εδώ και αιώνες. Ο πρόεδρος Ρούσβελτ στις ΗΠΑ προώθησε τα πειράματα. Πιστεύω όμως ότι ακόμη και σήμερα η μεγάλη πλειοψηφία των κυβερνήσεων δεν χρησιμοποιούν τον πειραματισμό, επομένως πρόκειται για κάτι που ακόμη συμβαίνει στο περιθώριο. Παρ' όλ' αυτά πιστεύω ότι θα το κάνουν στο μέλλον. Ο πειραματισμός θα έρθει περισσότερο στο επίκεντρο".
Για να καταλάβει κάποιος τους τρόπους με τους οποίους ο πειραματισμός μπορεί να είναι αποτελεσματικός και χρήσιμος, ίσως έχει νόημα να εστιάσει στη δυνατότητα του να δώσει απαντήσεις σε πολύ συγκεκριμένες ερωτήσεις. Ο Τζεφ Μάλγκαν δίνει ακόμη ένα παράδειγμα σχετικό με την υποστήριξη των μικρών επιχειρήσεων:
"Το σημείο εκκίνησης είναι ότι οι περισσότερες κυβερνήσεις υποστηρίζουν επιχειρήσεις, ειδικά μικρές επιχειρήσεις, προκειμένου να τις βοηθήσουν να επεκταθούν, όμως πρακτικά καμία δεν γνωρίζει στην πραγματικότητα ποιές από τις μεθόδους δίνει καλά αποτελέσματα. Οι ΗΠΑ διαθέτουν 200 δισεκατομμύρια δολάρια για αυτόν τον σκοπό και η ΕΕ δίνει 150 δισεκατομύρια ευρώ. Και στις δυο περιπτώσεις υπάρχει απόλυτη έλλειψη στοιχείων. Εκείνο που προσπαθούμε με τον πειραματισμό στο Innovation Growth Lab του Nesta είναι να μάθουμε, να βρούμε διαφορετικούς τρόπους να διαθέσουμε επιδοτήσεις ή δανεισμό ή συμβουλές και να δούμε τι από αυτά βοηθάει στ’ αλήθεια τις επιχειρήσεις να αναπτυχθούν. Μέρος του οφέλους θα είναι ότι θα ανακαλύψουμε ότι κάποια από τα προγράμματα δεν είναι αποτελεσματικά και έτσι να τα σταματήσουμε και θα εξοικονομήσουμε χρήματα και επομένως θα αποκτήσουμε μια νέα προοπτική ως προς το πώς πρέπει να σχεδιάζονται οι πολιτικές. Ο στόχος είναι κάθε κρατικό ευρώ να πετυχαίνει περισσότερα αποτελέσματα για τους πολίτες".
6. Στη Γη Των Κάλεβα
Τον Απρίλιο του 2019, η κυβέρνηση του κεντρώου Σίπιλα, μετά από την αποτυχία της να περάσει μια μεταρρύθμιση στην υγεία, πήγε σε εκλογές, τις οποίες έχασε. Το πρόγραμμα της πεντακομματικής κυβέρνησης που σχηματίστηκε περίπου δυο μήνες μετά τις εκλογές, μια εκτενής έκθεση 230 σελίδων με αναλυτικές κατευθύνσεις πολιτικής για όλους τους τομείς, δεν περιείχε καμία αναφορά στην “Πειραματική Φινλανδία”.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει συνέχεια στο κράτος: η πρώτη από τις έξι, στρατηγικού τύπου, δεσμεύσεις της νέας κυβέρνησης του σοσιαλδημοκράτη Άντι Ρίνε προς τους πολίτες, στην πρώτη σελίδα του προγράμματος μετά την εισαγωγή, αφορούσε τον πειραματισμό: “Εν μέσω συνεχών μεταβολών, δεν διανοούμαστε ότι γνωρίζουμε προκαταβολικά τι λειτουργεί και τι όχι. Αντιθέτως, θα αναζητήσουμε πληροφορίες και θα κάνουμε πειράματα ούτως ώστε να πράξουμε προς το συμφέρον των πολιτών”, έγραφε το πρόγραμμα.
Εκτός από αυτή την ιδιαίτερα ξεκάθαρη αναφορά, οι αναφορές στα πειράματα και τις δοκιμές σε επιμέρους τομείς ήταν αρκετά συχνές. Κάποιες φορές μάλιστα γίνονταν και αρκετά φιλόδοξες: “Οι επενδύσεις της Φινλανδίας σε έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία (RDI) θα μπουν σε τροχιά αύξησης. Θα δημιουργηθεί οδικός χάρτης ώστε να αυξηθούν μέχρι το 4% του ΑΕΠ για να αποκτήσει η Φινλανδία το καλύτερο περιβάλλον στον κόσμο για καινοτομία και πειράματα”. Σε ένα άλλο σημείο εξαγγέλθηκε μια καινούρια, δεύτερη δοκιμή γύρω από το βασικό εισόδημα, η οποία θα πραγματοποιηθεί “με βάση το αποτέλεσμα της δοκιμής κατά τη θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης”.
Τον Νοέμβριο, ο σχεδιασμός και οι δυνατότητες της ηλεκτρονικής πλατφόρμας “Ένας τόπος για πειραματισμό” ανανεώθηκαν με τρόπο που δείχνει ότι ολόκληρο το έργο ενισχύεται, καθώς επιπλέον πέρασε στον έλεγχο του δημόσιας επιχείρησης Motiva.
Τέλος, τον Δεκέμβριο, αφότου η κυβέρνηση άλλαξε και πάλι μετά την παραίτηση του Ρίνε και την ανάδειξη της 34χρονης Σάνα Μαρίν στην πρωθυπουργία, προκηρύχθηκαν με ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε και στην ιστοσελίδα της “Πειραματικής Φινλανδίας”, 30 πειράματα για διάφορους τομείς πολιτικής στους δήμους. Το μέλλον του πειραματισμού με μέτρα πολιτικής στη Φινλανδία μοιάζει εξασφαλισμένο.
Βεβαίως, τα επιτεύγματα της σύγχρονης Φινλανδίας δεν σταματούν στο βασικό εισόδημα και στη χρήση του πειραματισμού, της τεχνολογίας και των δοκιμών στην εφαρμοσμένη πολιτική. Από το 2000 σε κάθε μέτρηση οι μαθητές της βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα όλων των δεικτών του προγράμματος PISA του ΟΟΣΑ και αντίστοιχα η χώρα στην πρώτη εικοσάδα του δείκτη Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας. Στην κατάταξη ανάλογα με τον συντελεστή Gini αναδεικνύεται 14η χώρα στον κόσμο με τις λιγότερες ανισότητες2. Τέλος, σε ένα πιο υπερβατικό επίπεδο, επί δύο συνεχόμενα χρόνια αναδεικνύεται πιο ευτυχισμένη χώρα στον κόσμο από τη σχετική έκθεση του ΟΗΕ.
Η πρόσφατη ανάδειξη της 34χρονης Σάνα Μαρίν στην πρωθυπουργία της χώρας, που απέκτησε έτσι τη νεότερη πρωθυπουργό στον κόσμο, μάλιστα σε μια κυβέρνηση πέντε κομμάτων στα οποία ηγούνται γυναίκες, αποτέλεσε την αφορμή για ένα νέο κύμα “καλής δημοσιότητας”. Η Φινλανδία, καθώς ήταν η πρώτη περιοχή στην Ευρώπη που επέτρεψε στις γυναίκες να ψηφίζουν και η πρώτη περιοχή στον κόσμο που τους επέτρεψε να βάλουν υποψηφιότητα, ήδη από το 1906 και πριν ακόμα κατακτήσει την ανεξαρτησία της, διαθέτει επίσης μια μακρά παράδοση ενδυνάμωσης των γυναικών. Οι πολιτικές εξελίξεις έδωσαν απλώς μια αφορμή να αναδειχθούν όλα αυτά τα γεγονότα.
“Όλες αυτές είναι πραγματικές μετρήσεις και αντίστοιχα πραγματικά στοιχεία, που αντιστοιχούν σε πραγματικά επιτεύγματα για τη χώρα”, λέει ο θεατρικός σκηνοθέτης Έρικ Σόντερμπλομ. “Αλλά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι, όπως σε κάθε χώρα, έτσι και στη Φινλανδία υπάρχει πάντα η άλλη πλευρά: ο δείκτης των αυτοκτονιών είναι αρκετά υψηλός και τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας είναι επίσης πολλά. Το 2018 δημοσιεύτηκε μια έρευνα στην οποία η Φινλανδία, μεταξύ έντεκα χωρών της ΕΕ, θεωρείται η πιο ρατσιστική χώρα προς τους Αφρικανούς. Επομένως υπάρχει μια παράξενη σύγκρουση που συμβαίνει διαρκώς και είναι δύσκολο κάποιος να καταλάβει το πώς συνδέονται όλα αυτά σε ένα ενιαίο αφήγημα”.
Ο Σόντερμπλομ είναι πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής στο φεστιβάλ του Ελσίνκι και πλέον διευθύνει το θέατρο του Έσπο, μιας πόλης στην περιφέρεια της φινλανδικής πρωτεύουσας, διαχρονικά έδρα της Nokia και μία από τις έξι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες καινοτομίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Παρά τις δυσάρεστες στατιστικές που αναφέρει παραδέχεται και εκείνος ότι “τα τελευταία 15 χρόνια η χώρα έχει “ανοίξει” μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, στα ανατολικά σύνορά μας”. Ο ίδιος επίσης προσπαθεί να διατηρεί το θέατρο του Έσπο “ανοιχτό” και διεθνές, με παραστάσεις με υπέρτιτλους, περφόρμανς από όλο τον κόσμο και με τη συμμετοχή σε ευρωπαϊκά προγράμματα και χρηματοδοτήσεις καλλιτεχνών.
Ο Σόντερμπλομ ανήκει ο ίδιος σε μια μειονότητα μέσα στη χώρα, τους σουηδόφωνους Φινλανδούς. Επιπλέον, έχει γνωρίσει από κοντά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι καλλιτέχνες που φτάνουν στη Φινλανδία από άλλες χώρες, κυρίως λόγω της δυσκολίας της γλώσσας. Πριν από τέσσερα χρόνια, η σύζυγός του, η τουρκάλα επιμελήτρια εικαστικών Τσέιντα Μπεργκ-Σόντερμπλομ, ίδρυσε την Globe Art Point, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που παρέχει πληροφορίες και συμβουλές στα αγγλικά σε ξένους εργαζόμενους στον χώρο της τέχνης στη Φινλανδία.
“Όταν έφτασα στο Ελσίνκι είχα ήδη 14 χρόνια εργασιακής εμπειρίας σε πολλές χώρες, όμως εδώ υπήρχε πιο έντονο το εμπόδιο της γλώσσας και της κουλτούρας. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, οι Φινλανδοί σου δίνουν τη δυνατότητα να κάνεις κάτι καλό και να δημιουργήσεις. Αυτή είναι η εμπειρία μου, καλή και κακή μαζί”, λέει η ίδια. “Όμως, η εκπαίδευση που λαμβάνουν οι Φινλανδοί είναι το ιδανικό είδος εκπαίδευσης, μαθαίνουν να δοκιμάζουν νέα πράγματα, να είναι ανοιχτοί στον πειραματισμό. Είναι κάτι που είναι στο αίμα τους. Ό,τι κι αν ψάχνεις, πάντα υπάρχει μια βιβλιοθήκη ή ένα ινστιτούτο όπου μπορείς να απευθυνθείς”.
“Εμείς οι Φινλανδοί είμαστε αγχώδεις και ανησυχούμε υπερβολικά, ενώ εσείς οι Έλληνες ενθουσιάζεστε με όλα”, λέει κάποια στιγμή ένας φινλανδός δημοσιογράφος, ο οποίος μόλις είχε γυρίσει από τις διακοπές του στην Ελλάδα, συνοψίζοντας κάπως σκωπτικά τα στερεότυπα που συνοδεύουν τους δυο λαούς. Πρόκειται για στερεότυπα που αναδύθηκαν στην επιφάνεια και στις δυο χώρες κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ, ιδιαίτερα στο πρώτο μισό της δεκαετίας που μόλις εξέπνευσε. Άλλωστε, η Φινλανδία υπήρξε μία από τις χώρες της ευρωζώνης που κράτησαν περισσότερο σκληρή στάση απέναντι στις οικονομίες που έπληξε η κρίση, κάποιες φορές θέτοντας επιπλέον όρους στα προγράμματα. Την ίδια ώρα, στο εσωτερικό της χώρας το κόμμα των "Αληθινών Φινλανδών" εκμεταλλευόταν πολιτικά την όποια αντίθεσή στα προγράμματα διάσωσης.
Ωστόσο, πέρα από τα στερεότυπα και τις παροδικές πολιτικές συγκυρίες, αν κάποιος αναζητά μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη, υπάρχει μια εν πολλοίς άγνωστη σχέση μεταξύ κάποιων ιδρυτικών μύθων των δυο χωρών.
Τον 19ο αιώνα, όσο η Φινλανδία ήταν ακόμη μια επαρχία της Ρωσικής αυτοκρατορίας με σχετική ανεξαρτησία, ο Έλιας Λένροτ, μέλος της Φινλανδικής Εταιρείας Λογοτεχνίας, ταξίδεψε και συνέλεξε τοπικούς μύθους και τραγούδια κυρίως από την περιοχή της Καρελίας. Ο σκοπός του ήταν να τους συνθέσει σε ένα ενιαίο αφήγημα στη φινλανδική γλώσσα, το οποίο θα ενίσχυε την εθνική συνείδηση των Φινλανδών. Θα γινόταν το δικό τους “εθνικό έπος”.
Με αυτόν τον τρόπο προέκυψε η "Καλεβάλα", ένα ιδιαίτερα περίπλοκο έμμετρο ποιητικό έργο με 22.795 στίχους, όπου εκτυλίσσονται παράλληλα πολλές ιστορίες αρχεγονικού χαρακτήρα, σε συνδυασμό με εμβόλιμα ξόρκια και αρκετές ακόμη περιπέτειες στο περιθώριο. Η Καλεβάλα, μετά την έκδοσή της, πράγματι επιτέλεσε τον σκοπό της: αποτελεί μέχρι και σήμερα βασικό κείμενο αναφοράς γύρω από τη φινλανδική εθνική ταυτότητα. Στο Ateneum, το μεγάλο μουσείο τέχνης στο κέντρο του Ελσίνκι, υπάρχει μια μικρή αίθουσα με έργα εμπνευσμένα από την Καλεβάλα. Εκεί κάποιος μπορεί να δει και ένα kantele, το έγχορδο μουσικό όργανο της Καρελίας, συνοδεία του οποίου γινόταν η αφήγηση μερικών από τους μύθους της Καλεβάλα. Σύμφωνα δε με μια εκδοχή, η Καλεβάλα ήταν ένα από τα έργα που ενέπνευσαν τον βρετανό Τζ. Ρ. Τόλκιν στη συγγραφή του “Άρχοντα των δαχτυλιδιών”.
Ο Λένροτ όμως άρχισε να γράφει την Καλεβάλα έχοντας στο νου του τα έπη του Ομήρου. Φιλοδοξούσε γράφοντας το έργο να δημιουργήσει κάτι αντίστοιχο με τις αρχαιοελληνικές ιστορίες ηρωισμού, προσαρμοσμένο φυσικά στη “μυθολογία” της Καρελίας. Ακριβώς γι’ αυτό, η έμπνευσή του να συλλέξει τοπικούς μύθους και να τους συνθέσει σε ένα ενιαίο αφήγημα, εν πολλοίς οφείλεται σε ένα λάθος.
Τον 19ο αιώνα, την περίοδο που ετοίμαζε την Καλεβάλα, πολλοί φιλόλογοι, με κύριο εκπρόσωπο τον γερμανό Καρλ Λάχμαν, πίστευαν ότι τα ομηρικά έπη προέκυψαν με παρόμοιο τρόπο, δηλαδή ότι ο Όμηρος συνέλεξε τοπικούς μύθους και τραγούδια από την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία και τους σύνθεσε στα δύο πολύ φιλόδοξα, ενιαία, έμμετρα αφηγήματα, την Οδύσσεια και ιδιαίτερα την Ιλιάδα. Όμως με την εξέλιξη της ιστορικής έρευνας η αντίληψη αυτή γύρω από τα ομηρικά έπη καταρρίφθηκε: θεωρείται σήμερα τελικά ότι ο Όμηρος ήταν περισσότερο συγγραφέας παρά συλλέκτης μύθων.
Η Καλεβάλα ήταν μια προσπάθεια του Λένροτ να αναμετρηθεί με τον Όμηρο, να φτιάξει για τον δικό του λαό ό,τι πίστευε ότι είχε κάνει ο Όμηρος για τους Έλληνες. Μπορεί αργότερα να φάνηκε ότι ίσως ο Όμηρος δεν έκανε αυτό ακριβώς, αφού ακόμη και η έννοια του έθνους ήταν άγνωστη στην εποχή του. Αλλά τελικά η Καλεβάλα έμεινε και επιτέλεσε τον σκοπό της για τους Φινλανδούς. Αυτό το ιδιότροπο έπος-συλλογή μύθων κατάφερε να καθορίσει μέρος της εθνικής ταυτότητας της χώρας που μέσα σε 102 χρόνια ανεξαρτησίας εξελίχθηκε στην “πιο ευτυχισμένη χώρα στον κόσμο”. Ήταν ένα πείραμα που πέτυχε.
Ευχαριστίες
Η έρευνα δεν θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί χωρίς τη συμβολή και τη βοήθεια των Αντώνη Καλογερόπουλου, Μαρίας Μαρτζούκου, Aleksi Neuvonen, Petteri Nisula, Jaana Oikarinen-Vasilopoulos, Εmma Leena Ovaskainen, Todd Pierce, Piia Rissanen, Ville Seuri.
Σημειώσεις
[1] Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο μάθησης οι μαθητές διδάσκονται όχι με βάση κάποια ύλη, αλλά προσεγγίζοντας συνολικά, από πολλές σκοπιές, ένα φαινόμενο ή ένα θέμα, πχ. την τεχνολογία, το θέατρο, την Ευρωπαϊκή Ένωση, κοκ.
[2] Η κατάταξη, η οποία προέρχεται από εδώ, δεν είναι δόκιμη, αφού για διαφορετικές χώρες τα στοιχεία αφορούν διαφορετικές χρονιές, όμως είναι ενδεικτική ως προς τη γενικότερη θέση μιας χώρας. Η Ελλάδα είναι στη θέση 71.
[3] Η ενότητα αυτή ανανεώθηκε και εμπλουτίστηκε με τη συνέντευξη της Άννα Σριμφ στις 28 Ιανουαρίου 2020, περίπου 20 ημέρες μετά την πρώτη δημοσίευση του άρθρου.