Η Ελλάδα είναι η χώρα της Ε.Ε. με τις λιγότερες κρατικές δαπάνες για την εκπαίδευση ως ποσοστό των δημόσιων δαπανών, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat. Πέρα όμως από αυτή τη “μεγάλη εικόνα” και τα διάφορα ερωτήματα που γεννάει (π.χ. για τις κακές επιδόσεις των ελλήνων μαθητών στο PISA), υπάρχει και η πιο “μικρή”, αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα, εικόνα: Πώς αξιοποιούνται αυτά τα χρήματα; Σε ποιες βαθμίδες της εκπαίδευσης πηγαίνουν και πόσοι άλλοι πόροι είναι διαθέσιμοι; Και, αντιστρόφως, πόσα ξοδεύουν τα νοικοκυριά και πόσα ξοδεύουν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ιδιωτικά και δημόσια; Πρόκειται για ερωτήματα γύρω από τα οποία δεν υπήρχαν μέχρι πρόσφατα συνολικά στοιχεία, παρά μόνο από επιμέρους φορείς.
Στις 29 Νοεμβρίου 2019, για πρώτη φορά, η Ελληνική Στατιστική Αρχή δημοσιοποίησε πλήθος δεδομένων για τα οικονομικά της δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης στη χώρα που προέρχονται από διάφορους φορείς, στο πλαίσιο συμμόρφωσης της Ελλάδας με ευρωπαϊκό κανονισμό. Τα στοιχεία, τα οποία συνέλεξε και επεξεργάστηκε το τμήμα Στατιστικών Εκπαίδευσης και Aθλητισμού της Αρχής αφορούν όλα τα οικονομικά έτη από το 2012 έως και το 2016 και προσεγγίζουν με ολιστικό τρόπο το ζήτημα των οικονομικών της εκπαίδευσης.
Μέσα στις 12 σελίδες της ανακοίνωσης της δημοσίευσης των δεδομένων υπάρχουν αριθμοί που αφορούν τις δαπάνες του κράτους, της τοπικής αυτοδιοίκησης, της Ε.Ε. (μέσω της Πολιτικής Συνοχής), αλλά και τις δαπάνες των νοικοκυριών για εκπαίδευση καθώς και τις δαπάνες των ίδιων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, λειτουργικές και κεφαλαιουχικές.
Μέσα σε έναν τέτοιο πλούτο δεδομένων μπορεί κάποιος να παρατηρήσει τις σημαντικές μεταβολές στα οικονομικά της εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια αυτών των πέντε ετών. Ταυτόχρονα, φαίνονται εμμέσως και κάποιες από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, αφού το χρονικό διάστημα που εξετάζει η έρευνα συμπίπτει με μέρος της εξέλιξής της.
Παρατηρώντας τις συνολικές δαπάνες για την εκπαίδευση από κρατικές πηγές, δηλαδή από την κεντρική κυβέρνηση, την τοπική αυτοδιοίκηση και τα ευρωπαϊκά προγράμματα (τα οποία αναφέρονται ως “διεθνείς πηγές”) το 2016 σε σχέση με το 2012 κάποιος διαπιστώνει μια σημαντική μείωση, κατά 9,4%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 708,2 εκατομμύρια ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μείωσης σε απόλυτο ποσό αφορά την ετήσια χρηματοδότηση από την κεντρική κυβέρνηση, η οποία μέσα στην πενταετία μειώθηκε κατά 10%, ή κατά 691,6 εκατομμύρια ευρώ.
Αξιοσημείωτη είναι και η μείωση των ετήσιων δαπανών από διεθνείς πηγές, κατά 31,4%. Πιο συγκεκριμένα, ενώ οι δαπάνες από το 2012 μέχρι και το 2015 μοιάζουν να αυξάνονται σταθερά, από το 2015 στο 2016 κατακρημνίζονται, μειώνονται δηλαδή κατά περίπου 60%. Οι ετήσιες δαπάνες του 2016 ήταν μειωμένες κατά 436,5 εκατομμύρια ευρώ σε σχέση με του 2015. Η διαφορά αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για τα πανεπιστήμια, καθώς σε αυτά κατευθύνονται διαχρονικά περίπου οι μισές δαπάνες των “διεθνών πηγών”. Η πιο προφανής ερμηνεία αυτού του υψηλού ποσοστού έχει σχέση με τη μετάβαση από την προγραμματική περίοδο ΕΣΠΑ 2007-2013 στην επόμενη, στο ΕΣΠΑ 2014-2020 και το “κενό αέρος” που δημιουργείται σε κάθε αντίστοιχη μετάβαση. Επιπλέον, στον βαθμό που αντανακλά τη μετάβαση, η διαφορά αυτή αναδεικνύει με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο την ανάγκη για έναν πιο αποτελεσματικό μηχανισμό κατανομής των χρημάτων του ΕΣΠΑ.
Αντίθετα με τις διεθνείς πηγές, οι ετήσιες δαπάνες των ΟΤΑ, οι οποίες αφορούν κυρίως τις υποδομές της εκπαίδευσης (κτίρια, επισκευές, κλπ.) και αποτελούν μόνο ένα μικρό ποσοστό του συνόλου των δαπανών, αυξήθηκαν κατά 60,1% το 2016 σε σχέση με το 2012.
Ωστόσο, αξίζει κάποιος να σταθεί λίγο περισσότερο στη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης από την κεντρική κυβέρνηση, που αποτελεί και τη μερίδα του λέοντος, περί το 90%, σε σχέση με το σύνολο των κρατικών δαπανών. Πώς διανέμονται αυτά τα χρήματα; Κατά τη διάρκεια των συγκεκριμένων πέντε ετών, περίπου 37 έως 42% των ετήσιων δαπανών κατευθυνόταν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, 40 έως 43% κατευθυνόταν στη δευτεροβάθμια και 18 έως 20% στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σε απόλυτα ποσά δεν φαίνονται πολύ σημαντικές μεταβολές στις ετήσιες δαπάνες για αυτό το διάστημα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (υπάρχει μια μικρή αύξηση κατά 2,4%), όμως είναι εμφανής η μείωση των ετήσιων δαπανών στη δευτεροβάθμια και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Οι ετήσιες κυβερνητικές δαπάνες στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μειώθηκαν κατά 16,5% μεταξύ 2012 και 2016. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η ίδια μείωση (24,5%) στα επαγγελματικά λύκεια, έναν θεσμό που διαρκώς αναδεικνύεται από τον ΟΟΣΑ και από άλλους οργανισμούς ως παράγοντας ανάπτυξης. Το 2016 η κυβέρνηση δαπάνησε 163,4 εκατομμύρια ευρώ λιγότερα στα επαγγελματικά λύκεια σε σχέση με το 2012. Σε απόλυτο ποσό, η πιο σημαντική μείωση στις ετήσιες δαπάνες της κεντρικής κυβέρνησης για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση παρατηρείται στα γυμνάσια, μια διαφορά 199,4 εκατομμυρίων ευρώ μεταξύ 2012 και 2016.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί η πολύ σημαντική αύξηση στην (μολαταύτα, πολύ περιορισμένη σε σχέση με άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα) ετήσια κυβερνητική δαπάνη για τα ΙΕΚ, η οποία από το 2012 μέχρι και το 2015 υπερτριπλασιάστηκε. Συνολικά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η μείωση της ετήσιας κυβερνητικής δαπάνης υπήρξε πιο σημαντική από εκείνη στη δευτεροβάθμια το διάστημα 2012-2016: μειώθηκε κατά 20,7%. Μεγαλύτερο μέρος των απωλειών στις ετήσιες δαπάνες υπέστησαν τα Τεχνολογικά Ιδρύματα, στα οποία οι ετήσιες δαπάνες του 2016 ήταν κατά 37,7% λιγότερες από εκείνες του 2012.
Ωστόσο, η έρευνα δεν σταματάει στον δημόσιο τομέα. Εξετάζει επίσης τις δαπάνες των νοικοκυριών, δηλαδή τις ετήσιες πληρωμές που πραγματοποιούν τα νοικοκυριά για εκπαίδευση (αγορά σχολικού εξοπλισμού, υλικών, δίδακτρα, κλπ.) οι οποίες το 2016 ήταν μειωμένες κατά 14,7% σε σύγκριση με το 2012 και ανέρχονταν στα 2,14 δισεκατομμύρια ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών αυτών (από 33 έως 36%, ανάλογα με τη χρονιά) αφορά τη φοίτηση μαθητών σε γενικά λύκεια και, πιθανότατα, σχετίζεται με τη διάδοση της σκιώδους εκπαίδευσης με σκοπό την εισαγωγή στα πανεπιστήμια. Είναι ενδιαφέρον ότι παρόλο που το ποσό που διαθέτουν τα νοικοκυριά για τους μαθητές του γενικού λυκείου μειώνεται σταθερά από το 2012, το μερίδιό του σε σχέση με το σύνολο των δαπανών των νοικοκυριών για εκπαίδευση παραμένει σχετικά σταθερό. Τα νοικοκυριά μπορεί να ξοδεύουν λιγότερα για εκπαίδευση σε σχέση με το 2012, αλλά δίνουν ακόμα περίπου την ίδια, αυξημένη σημασία στο γενικό λύκειο. Στον αντίποδα βρίσκονται τα ΤΕΙ και τα νηπιαγωγεία, για τα οποία δαπανώνται πολύ πιο μικρά ποσά.
Τέλος, τα δημοσιευμένα δεδομένα δίνουν μια αρκετά λεπτομερή εικόνα γύρω από τις λειτουργικές και κεφαλαιουχικές δαπάνες στα δημόσια και στα ιδιωτικά σχολεία, καθώς και γύρω από τις αμοιβές του προσωπικού. Σε αδρές γραμμές, φαίνεται ότι οι αμοιβές του προσωπικού της δημόσιας εκπαίδευσης, ως συνολικό ποσό, μειώνονταν από το 2012 έως το 2015, ενώ παρατηρείται μια μικρή αύξηση το 2016. Το συνολικό κόστος ήταν 3,6 δισεκατομμύρια ευρώ το 2016. Αντίστοιχη είναι η τάση και για τα ιδιωτικά ιδρύματα. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι καθώς η έρευνα στα ιδιωτικά ιδρύματα έγινε με την αποστολή ερωτηματολογίων, στα οποία αποκρίθηκε το 50% των ιδρυμάτων, η εικόνα πιθανόν δεν είναι ακριβής.
Οι λειτουργικές δαπάνες (αναλώσιμα, λογαριασμοί, κλπ.) των δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, από 309,7 εκατομμύρια ευρώ το 2012 αυξάνονται σε 452,2 εκατομμύρια το 2014 για να μειωθούν στα 410 εκατομμύρια το 2016. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και για τις κεφαλαιουχικές δαπάνες (για κτίρια, έπιπλα, υπολογιστές, κλιματισμού κλπ.) των δημόσιων ιδρυμάτων: Αφού αυξάνονται από 867,5 εκατομμύρια ευρώ το 2012 σε 1 δισεκατομμύριο το 2015, μειώνονται στα 775,4 εκατομμύρια το 2016.