Αρθρογραφια |

Οι Νέοι Ελληνικοί Συνεταιρισμοί

Πώς ο πρωτογενής τομέας στη χώρα μας θα μπορέσει να αναπτυχθεί μέσα από νέες, καινοτόμες συνεργατικές δομές.

Γιατί δεν έχουν κυριαρχήσει στις παγκόσμιες αγορές τα εξαιρετικά προϊόντα της ελληνικής γης; Γιατί δεν καταναλώνουν όλοι τα υπέροχα ελληνικά ροδάκινα; Γιατί δεν έχουν όλα τα τραπέζια του κόσμου το καταπληκτικό ελληνικό ελαιόλαδο; Μήπως υπάρχει μια χαμένη ευκαιρία εδώ; Μήπως ο ελληνικός αγροδιατροφικός τομέας δεν εκμεταλλεύεται τα πλεονεκτήματά του όπως θα μπορούσε;

Το θέμα της πρωτογενούς παραγωγής ως μεγάλης ανεκμετάλλευτης ευκαιρίας συζητιέται στη χώρα μας εδώ και πολλά χρόνια. Όλες οι μεγάλες έρευνες για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας (McKinsey, ΙΟΒΕ, ΚΕΠΕ, διαΝΕΟσις) έχουν τον πρωτογενή τομέα σε κεντρικό ρόλο. "Η σημασία του πρωτογενούς τομέα στην Ελλάδα", γράφουν οι συγγραφείς του Χάρτη Εξόδου Από Την Κρίση (2016), "είναι μεγαλύτερη από ό,τι στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., τόσο σε όρους προστιθέμενης αξίας, όσο και σε όρους απασχόλησης". Ωστόσο μαστίζεται από πολύ χαμηλή παραγωγικότητα και μικρή διείσδυση σε ξένες αγορές. Πού οφείλεται αυτή η υστέρηση;

Η διαΝΕΟσις δημοσιεύει μια νέα έρευνα που αναλύει ακριβώς αυτό το θέμα. Ομάδα ερευνητών υπό τον συντονισμό της Μαριάννας Σκυλακάκη, managing partner - Τόπος Συμβουλευτική, αναλύει τα μοντέλα συνεργατικότητας στον ελληνικό πρωτογενή τομέα, τεκμηριώνει τα αίτια της κατάρρευσής τους, αποτυπώνει τη νομοθετική και θεσμική πραγματικότητα στη χώρα μας, και συντάσσει ένα λεπτομερές σχέδιο μεταρρυθμίσεων που θα οδηγήσει στη θεραπεία των παθογενειών που μαστίζουν τον χώρο, και θα επιτρέψουν σε υγιείς, νέου τύπου συνεταιρισμούς να αναπτυχθούν και να γίνουν ανταγωνιστικοί διεθνώς.

Πρόκειται για ένα θέμα με το οποίο έχουμε ασχοληθεί και στο παρελθόν. Η δημοσιογραφική έρευνα του Πέτρου Ευθυμίου το Νοέμβριο του 2017 είχε αποτυπώσει τη θεαματική κατάρρευση των παραδοσιακών ελληνικών συνεταιρισμών, και είχε παρουσιάσει και μια σειρά από εντυπωσιακά παραδείγματα νέου τύπου συνεργατικών σχημάτων που κατορθώνουν να αναπτύσσονται δυναμικά, ακόμα και μέσα στην κρίση. Η νέα έρευνα προδιαγράφει το πώς πρέπει τέτοια σχήματα να θωρακιστούν θεσμικά, και πώς άλλοι φιλόδοξοι και διορατικοί παραγωγοί θα αποκτήσουν κίνητρα για να συνεργαστούν και να αναπτυχθούν μέσα σε μεγαλύτερες, πιο ανταγωνιστικές συνεργατικές δομές.

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο της έρευνας, μαζί με το εκτενές της παράρτημα, εδώ.

ΕΝΑ ΝΕΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Παρακάτω θα μελετήσουμε συνοπτικά τα βασικά της συμπεράσματα και τις κύριες προτάσεις στις οποίες καταλήγει.

1.Αν κάποιος θέλει να αναζητήσει μία απλή εξήγηση για την έλλειψη ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, μπορεί να κοιτάξει στο μέγεθος. Στην Ελλάδα οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις είναι πολύ μικρές. Ο μέσος κλήρος είναι μόλις 68 στρέμματα, σχεδόν το 1/3 από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (161 στρέμματα), ενώ περισσότερες από τις μισές εκμεταλλεύσεις έχουν μέγεθος μικρότερο από 20 στρέμματα. "Το μέγεθος στον αγροδιατροφικό τομέα είναι τόσο μικρό", γράφουν οι ερευνητές, "ώστε να καθιστά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα τη μεγάλη πλειοψηφία των ελληνικών μονάδων μη ανταγωνιστικές σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές και, γενικότερα, τα διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα του αγροδιατροφικού τομέα". Κι αυτό δεν αφορά μόνο τους αγρότες, αλλά και τον κρίσιμο τομέα της μεταποίησης. Το 95% των περίπου 17 χιλιάδων επιχειρήσεων στον τομέα των τροφίμων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα έχουν λιγότερους από 10 υπαλλήλους. Το 2015 στη χώρα μας μόνο 27 επιχειρήσεις που μεταποιούν προϊόντα του πρωτογενούς τομέα είχαν πωλήσεις άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ. Ούτε μία -συμπεριλαμβανομένων και των θυγατρικών πολυεθνικών στην Ελλάδα- δεν είχε πωλήσεις άνω των €500 εκατ.

Αυτό δεν έχει συμβεί τυχαία. Για πολλούς Έλληνες αγρότες το μικρό μέγεθος είναι επιλογή, καθώς τους εξασφαλίζει πρόσβαση στη "μαύρη" οικονομία. Εξάλλου, το οικογενειακό δίκαιο, η ιδιοκτησιακή κουλτούρα και γενικότερα η οικονομική μας ιστορία δεν έχουν διευκολύνει τις συνεργασίες και τις συγχωνεύσεις. Μέχρι πρόσφατα, στις εποχές των μεγάλων επιδοτήσεων και των κρατικών παρεμβάσεων στους προβληματικούς ελληνικούς συνεταιρισμούς, οι Έλληνες αγρότες δεν είχαν ιδιαίτερα κίνητρα να αναπτύξουν εξωστρεφείς στρατηγικές ή να αναζητήσουν συμμαχίες. Βεβαίως, τόσο μικρές επιχειρήσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να είναι ανταγωνιστικές σε διεθνείς αγορές, να βρουν συνεργάτες στον τομέα της μεταποίησης ή πρόσβαση σε δίκτυα διανομής, ή και να επενδύσουν σε marketing ή σε καινοτομία. Έτσι ο πρωτογενής τομέας στη χώρα μας αποδίδει σε ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά στρέμμα περίπου 60% λιγότερο από ό,τι ο αντίστοιχος τομέας στην Ιταλία, για παράδειγμα.

Σύμφωνα με την έρευνα, η ανάπτυξη μονάδων συνεργατικότητας στον πρωτογενή τομέα σήμερα είναι απόλυτη ανάγκη. Μάλιστα οι ερευνητές τονίζουν πως αυτές οι μονάδες δεν πρόκειται να εμφανιστούν μόνες τους ή υπό την πίεση των αναγκών της αγοράς, για μια σειρά από αίτια που έχουν να κάνουν και με τις καθόλου γόνιμες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα μετά από δέκα χρόνια κρίσης.

"Ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για την επίτευξη οικονομιών κλίμακος", γράφουν οι ερευνητές, "είναι η μαζική αύξηση του βαθμού συνεργασίας στο πλαίσιο του αγροδιατροφικού τομέα, σε όλα τα επίπεδα και με όλους τους τρόπους.

"Ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για την επίτευξη οικονομιών κλίμακος", γράφουν οι ερευνητές, "είναι η μαζική αύξηση του βαθμού συνεργασίας στο πλαίσιο του αγροδιατροφικού τομέα, σε όλα τα επίπεδα και με όλους τους τρόπους. Οριζόντια, μεταξύ των αγροτών (παραδοσιακοί συνεταιρισμοί, νέου τύπου, αγροτικές επιχειρήσεις κλπ.) ή/και μεταξύ των μεταποιητικών επιχειρήσεων (δίκτυα και clusters), κάθετα μεταξύ των αγροτών και των μεταποιητικών επιχειρήσεων (συμβολαιακή γεωργία, υβριδικά σχήματα συνεργασίας μεταξύ συνεταιρισμών και ιδιωτικών επιχειρήσεων), ή μεταξύ ολόκληρης της αλυσίδας αξίας και των ερευνητικών κέντρων".

Τι είναι, όμως, οι "συνεταιρισμοί" και γιατί είναι μια χρήσιμη μορφή οργάνωσης για κλάδους της οικονομίας όπως ο πρωτογενής τομέας; Σύμφωνα με τον ευρέως αποδεκτό ορισμό, "συνεταιρισμός είναι μια αυτόνομη ένωση προσώπων που συγκροτείται εθελοντικά για την αντιμετώπιση των κοινών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αναγκών και επιδιώξεών τους, διαμέσου μιας συνιδιόκτητης και δημοκρατικά διοικούμενης επιχείρησης". Πρόκειται για μια εξαιρετικά επιτυχημένη μορφή οικονομικής σύμπραξης. Παγκοσμίως, οι συνεταιρισμοί που υπάρχουν αριθμούν πάνω από ένα δισεκατομμύριο μέλη και απασχολούν περίπου 279 εκατομμύρια εργαζόμενους. Οι 300 μεγαλύτεροι συνεταιρισμοί παγκοσμίως -το 1/3 των οποίων είναι αγροτικοί- έχουν ετήσιο τζίρο της τάξης των $2,02 τρισ. ετησίως.

Στη χώρα μας το "δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι" κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1864. Ο πρώτος συνεταιρισμός, ο "Μετοχικός Γεωργικός Σύλλογος Αλμυρού" ιδρύθηκε το 1900 και πρώτος νόμος που όρισε την υιοθέτηση του συνεταιριστικού θεσμού από το κράτος πέρασε το 1915. Εκείνη τη χρονιά στην Ελλάδα υπήρχαν 150 αγροτικοί συνεταιρισμοί -μόλις 14 χρόνια αργότερα είχαν φτάσει τους 5.186. Ως εξαιρετικά επιτυχημένο μοντέλο, όμως, δεν άργησε να προσελκύσει και πολιτικές παρεμβάσεις, ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’30 κιόλας. Κι αυτή ήταν η αρχή του τέλους τους.

Όπως πολλοί θυμούνται, οι συνεταιρισμοί μετατράπηκαν σε κανονικό, ενεργό μέλος του πολιτικού συστήματος τη δεκαετία του ’80, μετά από μια σειρά νομοθετικών παρεμβάσεων που έμπλεκαν τα πολιτικά κόμματα και τους μηχανισμούς τους στη διοίκηση αυτών των οργανισμών. Οι συνεταιρισμοί έγιναν πρωτίστως μηχανισμοί παραγωγής ψήφων και όχι υγιείς επιχειρηματικές προσπάθειες. Η αναπόφευκτη συνέπεια ήταν η συσσώρευση γιγάντιων χρεών, που με τη σειρά της οδήγησε σε ακόμα περισσότερες πολιτικές παρεμβάσεις για τη ρύθμισή τους. Για κάποιες από τις πιο εξωφρενικές περιπτώσεις, μάλιστα (όπως τη στήριξη της γαλακτοκομικής συνεταιριστικής οργάνωσης ΑΓΝΟ, με πρόφαση την καταστροφή του πυρηνικού εργοστασίου Τσερνομπίλ), η Ελλάδα καταδικάστηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Αυτή η στρεβλή κατάσταση οδήγησε αναπόφευκτα στην κακοδιοίκηση και, τελικά, στην αναποτελεσματικότητα και στην κατάρρευση.

Το 2000 στη χώρα μας υπήρχαν τυπικά σχεδόν 6.500 συνεταιρισμοί οι οποίοι είχαν σχεδόν 750.000 μέλη, αλλά απασχολούσαν λιγότερους από 10.000 εργαζόμενους. Η συντριπτική πλειοψηφία, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, ήταν πρακτικά ανενεργοί ή και εικονικοί. Όταν το 2011 άρχισε η σύνταξη του σχετικού Μητρώου (μια μνημονιακή υποχρέωση) και το υπουργείο Γεωργίας έστειλε ένα ερωτηματολόγιο στους ελληνικούς συνεταιρισμούς, μάθαμε ότι λιγότερο από το ένα πέμπτο είχαν έστω και υποτυπώδη οικονομική παρουσία.

Βεβαίως, ακόμα και μέσα σε αυτό το κλίμα υπήρχαν και φωτεινά παραδείγματα, όπως η Venus και η ΑΛΜΜΕ στα κονσερβοποιημένα φρούτα, ή η Ελαιουργική και η Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου στο ελαιόλαδο. Και στην προηγούμενη έρευνα που δημοσιεύσαμε γι’ αυτό το θέμα, αλλά και σε αυτήν, περιγράφονται εξαιρετικά φιλόδοξες και ελπιδοφόρες προσπάθειες. Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ανατολή στην Ιεράπετρα, για παράδειγμα, που έχει 200 μέλη, είναι κερδοφόρος, έχει ελάχιστο τραπεζικό δανεισμό, διαχειρίζεται 1.200 στρέμματα θερμοκηπιακών καλλιεργειών και τυποποιεί και εξάγει τα προϊόντα του (ντομάτα, πιπεριά, αγγούρι και μελιτζάνα). Η επίσης κερδοφόρα ομάδα παραγωγών Ζευς στην Πιερία αριθμεί 350 μέλη, παράγει ακτινίδια, δαμάσκηνα και απύρηνα σταφύλια (τα οποία εξάγει σε ποσοστό 100%) και είναι μία από τις ελάχιστες επιχειρήσεις του είδους που επενδύουν σε έρευνα, αναπτύσσοντας σε συνεργασία με έναν Ιταλό παραγωγό νέες ποικιλίες ακτινιδίων. Η δε Ένωση Συνεταιρισμών Θηραϊκών Προϊόντων Santo, που ιδρύθηκε το 1947, διαθέτει 1.200 μέλη, σύγχρονες εγκαταστάσεις (το οινοποιείο SantoWines χωρητικότητας 4.000 τόνων, εργοστάσιο επεξεργασίας για το τοματάκι Σαντορίνης, και το Κέντρο Οινοτουρισμού SantoWines το οποίο επισκέπτονται 400.000 επισκέπτες το χρόνο, και όπου φιλοξενούνται ακόμη και γάμοι) και παράγει μια σειρά από διάσημα τοπικά προϊόντα όπως η φάβα, το τοματάκι, η κάπαρη και φυσικά το κρασί. 

Αλλά η γενική εικόνα είναι αρνητική. Οι περισσότεροι ελληνικοί συνεταιρισμοί, με την ώς τώρα λειτουργία τους, απέτυχαν παταγωδώς στον σκοπό τους. Είναι χαρακτηριστικό ένα στατιστικό στοιχείο από το 1997: Τότε ο τζίρος ανά συνεταιρισμό στην Ισπανία ήταν 1,4 εκατομμύρια ECU. Στην Ολλανδία ήταν 165 εκατομμύρια ECU. Και στην Ελλάδα; Στην Ελλάδα ήταν 100 χιλιάδες ECU ανά συνεταιρισμό.

Ο τέως υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Βαγγέλης Αποστόλου το έθεσε ως εξής το 2017 στη Βουλή: "Από τους 6.500 συνεταιρισμούς, τις 137 Ενώσεις, τις 100 ΑΕ, τις 100 κεντρικές ενώσεις με διάφορες επωνυμίες, πόσοι σήμερα υπάρχουν; Μόνον 20 είναι οικονομικά βιώσιμοι. Αυτούς, όπως και μερικούς άλλους που δεν ξεπερνούν τους 50, να τους κρατήσουμε, να τους βοηθήσουμε. Για τους άλλους όμως τι να κάνουμε;"

Όλοι αυτοί οι χιλιάδες αποτυχημένοι συνεταιρισμοί έχουν καταλήξει μετά από όλα αυτά τα χρόνια να χρωστούν το ιλιγγιώδες ποσό των 2,4 δισ. ευρώ σε τράπεζες, στο δημόσιο, στα ασφαλιστικά ταμεία και, βεβαίως, στα πρόστιμα που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιβάλλει να εισπράξει από αυτούς το κράτος εξαιτίας των παράνομων ενισχύσεων που κατά καιρούς τους προσέφερε.

Οι συνέπειες της κατάρρευσης αυτών των συνεταιρισμών δεν περιορίζονται στα ανείσπρακτα χρέη, δυστυχώς. Όλα αυτά τα χρόνια πολλοί συνεταιρισμοί είχαν αποκτήσει πολύτιμες υποδομές -κυρίως από συγχρηματοδοτούμενα έργα- οι οποίες κυριολεκτικά καταρρέουν ανεκμετάλλευτες. Ένα παράδειγμα είναι οι εγκαταστάσεις του ΕΑΣ Πιερίας που περιλάμβαναν ψυκτικούς χώρους χωρητικότητας 10.000 τόνων και ένα από τα μεγαλύτερα διαλογητήρια φρούτων στην Ελλάδα. Οι υποδομές αυτές κινδυνεύουν από το 2013 που ο συνεταιρισμός μπήκε σε καθεστώς εκκαθάρισης εξαιτίας χρεών ύψους 15 εκατ. ευρώ. "Ταξιδεύοντας στην ύπαιθρο", γράφουν οι ερευνητές, "ο ταξιδιώτης βλέπει τα κουφάρια των εγκαταστάσεων των άλλοτε κραταιών συνεταιρισμών στη μεγάλη τους πλειοψηφία εγκαταλελειμμένα και αναξιοποίητα".

Ακόμα σημαντικότερο πρόβλημα που προκάλεσε η στρεβλή ανάπτυξη των συνεταιρισμών στη χώρα μας, όμως, είναι το ότι ενθάρρυνε τη στροφή των αγροτών σε παράνομες μορφές εμπορίας. Η κακοδιαχείριση των συνεταιρισμών εξαφάνισε τις ωφέλειες της συμμετοχής σε αυτούς για τους παραγωγούς -αλλά και την εμπιστοσύνη τους σε συνεργατικά σχήματα εν γένει-, και η ολοκληρωτική τους κατάρρευση, σε συνδυασμό με την αύξηση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών των αγροτών, αλλά και την πολύ μεγάλη αύξηση του ΦΠΑ στα επεξεργασμένα τρόφιμα, ώθησαν τους παραγωγούς στη φοροδιαφυγή και στο παραεμπόριο. Την περίοδο 2004-2005 το ποσοστό του αδήλωτου εισοδήματος στον αγροτικό τομέα υπολογιζόταν στο 53%. Το σύνολο των δηλωθέντων αγροτικών εισοδημάτων για το 2017, δε, παραμένει πάρα πολύ χαμηλό: μόλις 1,39 δισ. ευρώ. Το 93,6% όσων δηλώνουν αγροτικά εισοδήματα δηλώνουν ετήσιο εισόδημα κάτω από το αφορολόγητο όριο. Μόνο 5.000 αγρότες στην Ελλάδα δηλώνουν ετήσια εισοδήματα από αγροτική δραστηριότητα άνω των 20.000 ευρώ.

Παρ’ όλα αυτά, ο πρωτογενής τομέας και η βιομηχανία τροφίμων και ποτών επέδειξαν εξαιρετική αντοχή μέσα στην κρίση. Κάποιοι πυρήνες συνεργατισμού -μερικούς εκ των οποίων αναφέραμε παραπάνω- επιβίωσαν και άντεξαν "όχι μόνο στην κρίση", όπως γράφουν οι ερευνητές, "αλλά και στον μαζικό εκμαυλισμό που προηγήθηκε". Αποτελούν αιτία αισιοδοξίας για την επόμενη ημέρα.

Αλλά πώς πρέπει να μοιάζει η επόμενη ημέρα;

2. Στη χώρα μας τα τελευταία 104 χρόνια ο νόμος για τους συνεταιρισμούς έχει αλλάξει επτά φορές και έχει υποστεί περίπου 950 τροποποιήσεις (για την ιστορία, νέοι νόμοι πέρασαν το 1915, το 1979, το 1985, το 1986, το 1993, το 2000, το 2011 και το 2016). Μπορεί στο πλαίσιο του γενικότερου προβλήματος της πολυνομίας (για το οποίο έχουμε γράψει εκτενώς) να μοιάζουν λίγοι, αλλά δεν είναι. Σκεφτείτε ότι στη Γερμανία λίγο-πολύ ισχύει ακόμα ο νόμος περί συνεταιρισμών που απέκτησε η χώρα το 1889. Ο τελευταίος δικός μας νόμος, ο 4384/2016, ορίζει πως για να ιδρυθεί ένας αγροτικός συνεταιρισμός στην Ελλάδα χρειάζεται η σύνταξη καταστατικού και η υπογραφή του από τουλάχιστον 20 φυσικά πρόσωπα ή, αν πρόκειται για αλιευτικό συνεταιρισμό ή για συνεταιρισμό παραγωγών αποκλειστικά βιολογικών προϊόντων, από τουλάχιστο 10 φυσικά πρόσωπα. Ο νόμος ορίζει ακόμα και το πώς εγγράφονται νέα μέλη ή πώς αποχωρούν, περιγράφει την υποχρέωση των μελών να παραδίδουν τουλάχιστο το 80% της παραγωγής τους στο συνεταιρισμό, περιγράφει το πώς ορίζεται η συνεταιρική μερίδα και πώς ψηφίζουν τα μέλη, καθώς και την υποχρέωση των συνεταιρισμών να εγγράφονται στο ηλεκτρονικό Εθνικό Μητρώο, το αδέξια ονοματισμένο "ΕΜΑΣαΣΦ", μεταξύ πολλών άλλων.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο νόμος αυτός "είναι προβληματικός σε διάφορα σημεία". Αναφέρουν ως παραδείγματα το ελάχιστο όριο μελών για την ίδρυση συνεταιρισμού (σε άλλες χώρες είναι μικρότερο), περιορισμούς στο δικαίωμα αυτοχρηματοδότησης, υπερβολικά περιοριστικές διατάξεις για τη ρύθμιση του υπολοίπου τυχόν πλεονασμάτων του συνεταιρισμού πέραν της παρακράτησης 10% για το σχηματισμό αποθεματικού, άλλων ρυθμίσεων για τα συγγενικά πρόσωπα, για υποχρεωτικό ορισμό γενικού διευθυντή αν ο κύκλος εργασιών είναι άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ, ή για την απαγόρευση τα μέλη του ΔΣ και του εποπτικού συμβουλίου να αμείβονται, αν ο κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει τα 10 εκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για μια σειρά από λεπτομερείς κανόνες που περιορίζουν αρκετά τις διαδικασίες λειτουργίας και λήψης αποφάσεων, οι οποίες θα έπρεπε κανονικά να ορίζονται από το καταστατικό του κάθε οργανισμού, και όχι από τον νόμο.

"Το ερώτημα δεν είναι αν πρέπει να υπάρχει ειδικό συνεταιριστικό δίκαιο, αλλά πώς θα εξασφαλίσουμε ότι θα υπάρχει σταθερό θεσμικό πλαίσιο που δεν θα αλλάζει κάθε φορά που μια νέα κυβέρνηση θα θέλει να ισχυριστεί ότι δημιούργησε ένα νέο νόμο."

Τι πρέπει να αλλάξει;

Κάποιες χώρες, όπως η Δανία, δεν έχουν καν ειδικούς νόμους που να ορίζουν λεπτομερώς το πώς πρέπει να λειτουργούν οι συνεταιρισμοί, και παρ’ όλα αυτά έχουν μεγάλους και εξαιρετικά υγιείς συνεταιρισμούς. Στη δική μας χώρα, όπως γράφουν οι ερευνητές, "το ερώτημα δεν είναι αν πρέπει να υπάρχει ειδικό συνεταιριστικό δίκαιο, αλλά πώς θα εξασφαλίσουμε ότι θα υπάρχει σταθερό θεσμικό πλαίσιο που δεν θα αλλάζει κάθε φορά που μια νέα κυβέρνηση θα θέλει να ισχυριστεί ότι δημιούργησε ένα νέο νόμο". Ο νόμος που ισχύει σήμερα, όπως τονίζουν οι ερευνητές, εισήγαγε πολλούς περιορισμούς στη λειτουργία των συνεταιρισμών. Προτείνουν λοιπόν την επιστροφή σε ένα νόμο που να μοιάζει περισσότερο με τον 2810/2000, ένα "νόμο-πλαίσιο" που θα δίνει στα μέλη των συνεταιρισμών τη δυνατότητα να επιλέγουν τα ίδια την εσωτερική τους οργάνωση και την επιχειρησιακή τους κατεύθυνση, από το πόσα μέλη επιτρέπεται να έχουν και από πού θα μπορούν να προέρχονται τα κεφάλαιά τους, μέχρι το πόσες ψήφους μπορεί να έχει το κάθε μέλος και τους κανόνες που ορίζουν τη σχέση του μέλους με τον συνεταιρισμό. Θα πρέπει να επιβάλλει τη δημοσίευση των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων στην υπηρεσία της διαφάνειας και για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των παραγωγών (ένα θέμα που πρέπει να είναι πρώτη προτεραιότητα), και να παρέχει επαρκή κίνητρα για τη συμμετοχή σε συνεργατικά σχήματα, όπως η κατάργηση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος με την είσοδο σε ένα συνεργατικό σχήμα, ή η προνομιακή πρόσβαση σε επιδοτήσεις του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης και σε προγράμματα συμβολαιακής γεωργίας.

Εδώ αξίζει να πούμε λίγο περισσότερα για το θέμα της συμβολαιακής γεωργίας, καθώς είναι ένα θέμα που, αν και δεν αφορά αποκλειστικά τους συνεταιρισμούς, αποτελεί εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο και για αυτούς.

Από το 2011 η χώρα μας διαθέτει ένα νομοθετικό πλαίσιο για τη συμβολαιακή γεωργία. Πρόκειται ουσιαστικά για τη δυνατότητα σύναψης συμβάσεων "μελλοντικής πώλησης αγροτικών προϊόντων". Πρακτικά, ένας παραγωγός συνάπτει σύμβαση με έναν αγοραστή, η οποία περιγράφει με λεπτομέρειες τις προδιαγραφές που πρέπει να πληροί το προϊόν, τις ποσότητες, την τιμή και τον χρόνο παράδοσης εκ των προτέρων. Ουσιαστικά με αυτό τον τρόπο αντιστρέφεται το πιο σύνηθες μοντέλο που θέλει τους παραγωγούς πρώτα να καλλιεργούν την παραγωγή τους και στη συνέχεια να την πωλούν στους υποψήφιους αγοραστές και ως εκ τούτου έχει κάποια προφανή προτερήματα και για τους μεν και για τους δε. Πρόκειται για έναν τομέα που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα με την πρωτοβουλία της Τράπεζας Πειραιώς, ιδίως μετά την ενσωμάτωση από αυτήν της παλιάς Αγροτικής Τράπεζας. Οι τράπεζες σε αυτού του είδους τις συμβάσεις συμμετέχουν παρέχοντας τα κεφάλαια για τον αγοραστή και άλλα χρηματοδοτικά ή άλλα εργαλεία και για τα δύο μέρη.

Η συμβολαιακή γεωργία δεν έχει αμιγώς σχέση με τους συνεταιρισμούς, καθώς τέτοιου τύπου συμβάσεις μπορούν να συναφθούν και ανάμεσα σε ένα μεμονωμένο παραγωγό και μια βιομηχανία, για παράδειγμα. Αλλά στην πράξη τέτοιες συμφωνίες έχουν εμφανιστεί σε πολύ επιτυχημένα παραδείγματα του συνεργατικού τομέα, όπως στην περίπτωση της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών Χίου, που αριθμεί πάνω από 4.500 μέλη και εξάγει το 70% της παραγωγής της, ή την περίπτωση του Αγροτικού Ελαιουργικού Συνεταιρισμού Στυλίδας, που είναι ο μεγαλύτερος συνεταιρισμός στον τομέα της επιτραπέζιας ελιάς, ή και τους ροδακινοπαραγωγούς της Πέλλας και της Ημαθίας, τους καπνοπαραγωγούς των Σερρών, τους πατατοπαραγωγούς της Δράμας και πολλούς άλλους. Προγράμματα συμβολαιακής γεωργίας πλέον χρησιμοποιούν και μικρές ή μεγάλες επιχειρήσεις, από τη Ρόδι Ελλάς ΑΒΕΕ, που συνεργάζεται με 450 παραγωγούς συνάπτοντας τέτοιες συμφωνίες, μέχρι την Αθηναϊκή Ζυθοποιία, που συνεργάζεται με τη Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών για την ανάπτυξη νέων ποικιλιών κριθαριού.

Οι ερευνητές τονίζουν πως για το θέμα της ίδιας της συμβολαιακής γεωργίας δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που χρειάζεται να γίνουν νομοθετικά, καθώς ο νόμος 4015/2011 που ορίζει το πώς λειτουργεί θεωρείται πλήρης. Περιέχει, ωστόσο, μία ρύθμιση που απαγορεύει τη μεταβίβαση και διαπραγμάτευση των συμβολαίων της συμβολαιακής γεωργίας σε δημοπρατήρια, χρηματαγορές ή χρηματιστήρια εμπορευμάτων της Ελλάδας ή του εξωτερικού, κάτι που καλό θα είναι να αλλάξει.

Ολόκληρο το κεφάλαιο 5 της έρευνας είναι μια λεπτομερής ανάλυση των συγκεκριμένων μέτρων που πρέπει να προβλέπει ο νέος "νόμος-πλαίσιο" για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς. Εντελώς συνοπτικά μπορούμε να τα κατηγοριοποιήσουμε σε εννέα θεματικές κατηγορίες:

  1. Οικονομικά κίνητρα για συμμετοχή σε συνεργατικά σχήματα, όπως η κατάργηση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος με την είσοδο σε ένα συνεργατικό σχήμα, ή η προνομιακή πρόσβαση σε επιδοτήσεις του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης και σε προγράμματα συμβολαιακής γεωργίας.
  2. Δημιουργία ενός νόμου πλαισίου που να δίνει στους συνεταιρισμούς την ευελιξία να καθορίζουν οι ίδιοι, μέσω του καταστατικού τους, την εσωτερική οργάνωση και επιχειρηματική κατεύθυνση που επιθυμούν, έχοντας την ευχέρεια να υιοθετήσουν μικρά οργανωτικά χαρακτηριστικά. Αυστηρή ουδετερότητα σε θέματα φορολογίας, επιδοτήσεων κλπ., ανεξαρτήτως της νομικής μορφής των συνεργατικών σχημάτων. Το νομοθετικό πλαίσιο πρέπει να παραμένει σταθερό και να μην αλλάζει με κάθε νέα κυβέρνηση.
  3. Δημιουργία ηλεκτρονικών εφαρμογών για τη διαχείριση της δραστηριότητας των συνεργατικών σχηματισμών και την επικοινωνία των μελών τους.
  4. Κατάργηση της απαγόρευσης μεταβίβασης και διαπραγμάτευσης των συμβολαίων της συμβολαιακής γεωργίας σε δημοπρατήρια, χρηματαγορές ή χρηματιστήρια εμπορευμάτων της Ελλάδας ή του εξωτερικού -και βέβαια η δημιουργία μιας τέτοιας αγοράς στη χώρα μας.
  5. Πρόγραμμα οικοδόμησης ικανοτήτων για τη δημιουργία συνεργατικών σχημάτων. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την προβολή επιτυχημένων τέτοιων σχημάτων, την προώθηση θεσμών που θα λειτουργήσουν ως καταλύτες συνεργασίας και την οργάνωση δράσεων που διευκολύνουν τη συνεργατικότητα, την καινοτομία και την εξωστρέφεια. Τα μέτρα θα συνεισφέρουν και στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης σε νέες μορφές συνεργατικότητας.
  6. Δημιουργία προγραμμάτων που ενθαρρύνουν τη συνεργατικότητα και την εξωστρέφεια με την από κοινού αξιοποίηση δικτύων μάρκετινγκ και εμπορίας. Η δημιουργία ενός οργανισμού προώθησης της εξωστρέφειας στον αγροδιατροφικό τομέα, αντίστοιχου με τον ΣΕΤΕ στον τομέα του τουρισμού, κρίνεται απαραίτητη.
  7. Αξιοποίηση των μέτρων του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης, ιδίως αυτών που αφορούν την κατάρτιση των αγροτών, τις συμβουλευτικές υπηρεσίες, τα συστήματα ποιότητας, τη βιολογική γεωργία και άλλα.
  8. Λήψη μέτρων για την καταπολέμηση της μαύρης οικονομίας, μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων μεν, αλλά και μέσω της οικοδόμησης ενός συστήματος ελέγχου του παραγόμενου εισοδήματος στη βάση των εισροών, σε συνδυασμό με τη μηχανογραφημένη γνώση για την τοπική παραγωγικότητα των συγκεκριμένων καλλιεργειών.
  9. Αξιοποίηση του προγράμματος ενοικίασης δημόσιας γης για να ενθαρρυνθεί η αύξηση του μεγέθους των εκμεταλλεύσεων και η ανάπτυξη συνεργατικών σχημάτων.

Εξάλλου, στο πλούσιο παράρτημα της μελέτης, το οποίο αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για επιχειρήσεις του αγροδιατροφικού τομέα και μέλη αγροτικών συνεταιρισμών, μπορείτε να βρείτε επιλεγμένα στοιχεία από το Εθνικό Μητρώο Συνεταιρισμών (μαζί με μια λίστα όλων των ενήμερων συνεταιρισμών στην Ελλάδα), πληροφορίες για ειδικά ευρωπαϊκά προγράμματα στήριξης για διάφορους τομείς παραγωγής, καθώς και προγράμματα συνεργασίας με άλλους ευρωπαϊκούς οργανισμούς και φορείς (με αναλυτικούς πίνακες), πληροφορίες για τις ΚοινΣΕπ (μαζί με μια λίστα όλων των ενήμερων μελών του αντίστοιχου Μητρώου), πληροφορίες για άλλες δράσεις του αναπτυξιακού νόμου και κρατικές ενισχύσεις και πληροφορίες για το πρόγραμμα ενοικίασης δημόσιας γεωργικής γης.

Στο ρευστό τοπίο που επικρατεί στον πρωτογενή τομέα, η χώρα μας παραμένει στάσιμη και απροετοίμαστη. Η ανάπτυξη νέων, αποτελεσματικών συνεργατικών σχημάτων είναι μια απολύτως απαραίτητη αρχή.

Η ομάδα των ερευνητών που δούλεψε για την έρευνα αποτελείται από τους Θανάση Κανταρτζή, Θεόδωρο Μπένο και Δρ. Θόδωρο Σκυλακάκη, υπό τον συντονισμό της Μαριάννας Σκυλακάκη.

Βεβαίως, η υλοποίηση όλων αυτών των αναλυτικών προτάσεων δεν εγγυάται ότι τα ελληνικά ροδάκινα θα κατακτήσουν, επιτέλους, τις αγορές ολόκληρου του πλανήτη. Ο πρωτογενής τομέας αλλάζει ραγδαία παγκοσμίως, ωθούμενος από ποικιλόμορφους παράγοντες, όπως η εισαγωγή καινοτόμων τεχνολογικών λύσεων στην παραγωγή και τη μεταποίηση, οι εξελίξεις στη βιοτεχνολογία αλλά και οι δραματικές, επιταχυνόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε όλα τα οικοσυστήματα του πλανήτη. Σε αυτό το ρευστό τοπίο, ωστόσο, η χώρα μας παραμένει στάσιμη και απροετοίμαστη. Η ανάπτυξη νέων, αποτελεσματικών συνεργατικών σχημάτων είναι μια απολύτως απαραίτητη αρχή, για να μπορέσει να παρακολουθήσει τις εξελίξεις και για να διεκδικήσει μια καλύτερη θέση στην παγκόσμια αγροδιατροφική αγορά.