Αρθρογραφια |

Μαζί Στις Αποφάσεις Κι Όχι Μόνοι Μας Στις Συνέπειες

Το κείμενο που έγραψε η πρώην επίτροπος, αρμόδια για την Απασχόληση και τις Κοινωνικές Υποθέσεις και πρόεδρος του "Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη" Άννα Διαμαντοπούλου για το βιβλίο της διαΝΕΟσις, "Η Επόμενη Ευρώπη".

Το νέο βιβλίο της διαΝΕΟσις "Η Επόμενη Ευρώπη" είναι μια συλλογή 20 σημαντικών κειμένων για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη θέση της Ελλάδας σε αυτήν. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε την εισαγωγή του βιβλίου. Είναι διαθέσιμο σε όλα τα βιβλιοπωλεία και στο e-shop μας.


Κυριαρχεί εδώ και χρόνια μια συζήτηση που βρίσκει συνεχώς διαφορετικές αφορμές για να ανοίξει, αλλά καταλήγει συνήθως στο ίδιο γενικόλογο πολιτικό βουητό περί "της Ευρώπης που πρέπει να αλλάξει". Με ή χωρίς "προοδευτικό πρόσημο", με ή χωρίς τα "εθνικά κράτη" όπως τα ξέραμε, με ή χωρίς τα "ιερά και όσια" και καθετί αποκλειστικό και μοναδικό που έχει μόνη της η κάθε χώρα κλπ. Τίποτα όμως συγκεκριμένο. Γενικότητες πολιτικών που ή φοβούνται ή αγνοούν να πουν ξεκάθαρα τι πρέπει να αλλάξει. Ποιος φταίει για το Brexit; Για τον κίνδυνο του Grexit; Για τη Λεπέν, το χάος στη Μέση Ανατολή; Για το προσφυγικό και για την Ουκρανία; Η απάντηση για ένα σημαντικό τμήμα των πολιτικών άκρων –αλλά όχι μόνο– είναι προφανής: η "αυταρχική", "γερμανική" και "νεοφιλελεύθερη" Ευρώπη. Ας θέσουμε λοιπόν τα σωστά ερωτήματα, τα οποία βασίζονται στο κυρίαρχο ζητούμενο, πλέον, του κορυφαίου συλλογικού εγχειρήματος που ξεκίνησε στη Ρώμη πριν από 60 χρόνια, για το "Ποια Ευρώπη θέλουμε":

• Χρειάζεται περισσότερη Ευρώπη; Χρειάζεται δηλαδή μεταφορά εθνικής κυριαρχίας από τα υπάρχοντα κράτη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς;
• Χρειάζεται περισσότερη δημοκρατία; Χρειάζονται δηλαδή εκλεγμένα όργανα σε ευρωπαϊκό επίπεδο;
• Χρειάζεται μεγαλύτερη εμπλοκή των εθνικών κοινοβουλίων στις αποφάσεις;
• Χρειάζεται αναδιανομή του ευρωπαϊκού πλούτου, με κοινό προϋπολογισμό; Χρειάζεται κοινό υπουργείο Οικονομικών και κοινό φορολογικό σύστημα στην Ευρώπη;
• Χρειάζονται δημόσιες επενδύσεις σε ευρωπαϊκά δίκτυα, κι αν ναι, συμφωνούμε στη θέσπιση ευρωφόρου ώστε να χρηματοδοτηθούν;
• Χρειάζεται αποχώρηση της ΕΕ από το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα ώστε να λειτουργεί με δικούς της κανόνες;
• Χρειάζεται κοινή εξωτερική πολιτική που θα αποφασίζει για επεμβάσεις και θέσεις εκτός των συνόρων, χωρίς δικαίωμα βέτο από οποιαδήποτε χώρα;
• Χρειάζονται αποφασιστικής φύσης αρμοδιότητες στην κατανομή και στους όρους ένταξης των μεταναστών;
• Χρειάζεται ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας, άρα ισχυρή Europol;

Αυτά είναι ορισμένα από τα ερωτήματα που θα έπρεπε αμέσως να μπορούν να απαντήσουν όλοι οι διαχρονικοί "έμποροι" του αντιευρωπαϊσμού, οι οποίοι δήθεν "πονούν" για μια ΕΕ, την οποία βέβαια λατρεύουν να μισούν.

Όπως στην Ελλάδα, έτσι και στην Ευρώπη πολιτικοί και κόμματα είναι γνωστοί για τις θέσεις τους. Οι χώρες που θέλησαν να κάνουν μεταρρυθμίσεις προς οποιαδήποτε κατεύθυνση δεν είχαν ευρωπαϊκής φύσης εμπόδια. Οι χώρες που θέλησαν να αλλάξουν το παραγωγικό τους μοντέλο ή τις πολιτικές αναδιανομής ή το μοντέλο του κοινωνικού κράτους δεν εμποδίστηκαν από την ΕΕ.

Θυμάμαι μερικές περιπτώσεις τις οποίες βίωσα προσωπικά ως επίτροπος: Στις αρχές του 2000, η σοσιαλιστική Γαλλία (επί πρωθυπουργίας Ζοσπέν) αποφάσιζε την ισχύ του τριανταπεντάωρου σε μεγάλες καιμικρές επιχειρήσεις, ενώ η σοσιαλδημοκρατική Γερμανία (επί καγκελαρίας Σρέντερ) προχωρούσε σε δύσκολες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στο συνταξιοδοτικό της σύστημα μειώνοντας, για παράδειγμα, τα επιδόματα ανεργίας. Η EE δεν είχε κανένα λόγο ή εξουσία να παρέμβει στις συγκεκριμένες πολιτικές.

Την ίδια εποχή, η Δανία και η Σουηδία προχωρούσαν σε αλλαγές στην αγορά εργασίας με την περίφημη "ευελιξία και ασφάλεια", ενώ οι χώρες του Νότου απέρριπταν ως "νεοφιλελεύθερη" κάθε τέτοια λογική. Για παράδειγμα, στην Ιταλία του Μπερλουσκόνι την απόλυση σε ιδιωτική εταιρεία την αποφάσιζε το δικαστήριο. Η ΕΕ δεν παρενέβη, φυσικά, γιατί ήταν θέμα εθνικής πολιτικής.

Την ίδια περίοδο, το Ηνωμένο Βασίλειο (επί πρωθυπουργίας Μπλερ) και η Σουηδία (επί πρωθυπουργίας Πέρσον) είναι οι μόνες χώρες που δέχονται την ένταξη –με τα ίδια δικαιώματα και χωρίς ποσοστώσεις– όλων των εργαζομένων από τις νέες χώρες της διεύρυνσης. Η αγγλική κυβέρνηση παρουσιάζει τότε μελέτη που αποδεικνύει ότι οι μετανάστες Ευρωπαίοι πολίτες των νέων χωρών θα φέρουν πλούτο και δύναμη στη Μεγάλη Βρετανία. Όλες οι υπόλοιπες χώρες, από τη Γερμανία και την Ισπανία μέχρι την Ελλάδα και την Πορτογαλία, θέτουν μεταβατικές περιόδους. Η ΕΕ δεν είχε από τη Συνθήκη τη δυνατότητα να επιβάλλει κάτι,
ούτε σε αυτό το θέμα.

Άλλες χώρες όπως η Αυστρία αποφασίζουν την επένδυση στην κοινωνία της πληροφορίας και άλλες όπως η Ισπανία στρέφονται με ένταση στον κατασκευαστικό τομέα. Την ίδια εποχή το Λονδίνο γνωρίζει τη μεγαλύτερη έκρηξη ως χρηματοπιστωτικό κέντρο, θεωρούμενο ότι συνδέει τις αγορές της Αμερικής και της Ασίας με την Ευρώπη. Την ίδια εποχή, τα κράτη-μέλη δεν δέχθηκαν το ευρωπαϊκό σύνταγμα και δεν έδωσαν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς τη δυνατότητα να ασκούν εξωτερική πολιτική, οικονομική πολιτική, πολιτική εσωτερικής ασφάλειας ή μετανάστευσης. Τα ίδια τα κράτη-μέλη, με αποφάσεις των κοινοβουλίων τους και με δημοψηφίσματα, απέρριψαν τη Συνταγματική Συνθήκη και προχώρησαν στη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία έκανε κάποια βήματα αλλά όχι το άλμα που χρειαζόταν.

Η Ευρώπη έχει μείνει με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, χωρίς όμως τη δυνατότητα των κοινών πολιτικών που θα το υποστήριζαν. Και κυρίως χωρίς κοινό προϋπολογισμό, που θα δημιουργούσε συνθήκες εσωτερικής αναδιανομής.

Τα τελευταία 15 χρόνια συνέβησαν συγκλονιστικά γεγονότα στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ασία, τη Μέση Ανατολή και στην ίδια την Ευρώπη. Γεγονότα που επηρέασαν όλο τον κόσμο, άλλαξαν σχέσεις, αγορές, ισορροπίες και status quo. Η τεχνολογία έκανε άλματα και το διαδίκτυο άλλαξε τον τρόπο επικοινωνίας σε ολόκληρο τον πλανήτη. Όλα αυτά έφεραν σημαντικές αλλαγές στις κοινωνίες των ευρωπαϊκών κρατών και επηρέασαν τόσο την ευημερία όσο και την προοπτική των νέων γενιών. Παρ’ όλα αυτά, η ΕΕ υπερέχει ακόμα σε δημοκρατία και κοινωνικό κράτος, αλλά υποχωρεί σε ανταγωνιστικότητα και καινοτομία μπροστά στις ΗΠΑ και την Κίνα.

Δεν υπάρχει καμία "φανταστική Ευρώπη" που βρίσκεται πάνω από τα κεφάλια μας, που αποφασίζει με ένα μαγικό ραβδί για τις τύχες των λαών της. Αυτή είναι η εύκολη εξήγηση των πολιτικών που δεν έχουν δικό τους αφήγημα, ούτε για τη χώρα τους ούτε για την Ευρώπη. Για πολιτικούς που παπαγαλίζουν εύκολα χιλιοειπωμένα πράγματα, βγάζοντας από πάνω τους την ευθύνη τους να ηγηθούν και να καθοδηγήσουν τους λαούς τους σε εποχές δύσκολες, όπου χρειάζονται μεγάλες αποφάσεις και αλλαγή κατεύθυνσης στο σκάφος, μέσα σε τρικυμίες και αχαρτογράφητα νερά. Όλη αυτή η εύκολη φιλολογία και τα κενού περιεχομένου τσιτάτα ελάχιστη σχέση έχουν με το αποτέλεσμα στη Μεγάλη Βρετανία.

Βεβαίως, η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει και η επιλογή της είναι να προχωρήσει σε περαιτέρω ενοποίηση, που σημαίνει καθαρές πολιτικές. Η παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας στην κοινή εξωτερική πολιτική, στην πολιτική ασφάλειας συνόρων-μετανάστευσης, και φυσικά στην οικονομική πολιτική και τη φορολογία, σημαίνει τελικά για όλη την Ένωση αλλά και κάθε κράτος-μέλος ξεχωριστά μεγαλύτερη εθνική ισχύ σε έναν κόσμο γεμάτο μεγάλες και ανερχόμενες ανταγωνιστικές δυνάμεις.

Αυτό απαιτεί ηγεσίες που να μπορούν να βάλουν συναίσθημα και ψυχή σε ένα όραμα στο οποίο εθνική και ευρωπαϊκή ταυτότητα θα βαδίσουν αντάμα για να δώσουν ελπίδα και προοπτική στις νέες γενιές. Ηγεσίες που μπορούν να αντιπαρατεθούν στον λαϊκισμό και τον εθνικισμό της  αμάθειας και των εύκολων συνθημάτων με ένα αφήγημα που να έχει και ρεαλισμό και όραμα.

Το μοναδικό μέχρι στιγμής παράδειγμα ηγέτη που τόλμησε να θέσει στη συζήτηση συγκεκριμένες προτάσεις είναι του Γάλλου πρόεδρου Εμμανουέλ Μακρόν. Η συζήτηση άνοιξε από την Αθήνα  και είναι πολύ σημαντικό αυτό σε επίπεδο συμβολισμού–, ενώ η ατζέντα τέθηκε στη Σορβόνη. Εξίσου σημαντικό το γεγονός ότι τίθενται τα θέματα από τον πρόεδρο της Γαλλίας, της χώρας με τις ισχυρότερες ιστορικές και συμβολικές αναφορές στο κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Μια προσωπικότητα που αποτελεί το μόνο αισιόδοξο πολιτικό γέννημα της κρίσης, ο μόνος που τόλμησε να υπερβεί τα πολιτικά τοτέμ του παρελθόντος και να μιλήσει (και να πράξει, ως φαίνεται) για τα πολιτικά διακυβεύματα του 21ου αιώνα.

Στην ομιλία του στην Πνύκα αναφέρθηκε επιγραμματικά στις μεγάλες θεσμικές αλλαγές που χρειάζονται η ΕΕ και η Ευρωζώνη για την εμβάθυνση της δημοκρατίας, την ευρωπαϊκή κυριαρχία και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό ως συνεκτική ουσία της νέας Ευρώπης. Στη Σορβόνη, ακολούθως, συγκεκριμενοποίησε τις προτάσεις του μιλώντας για πρόταγμα στην κοινή ασφάλεια, για κοινό ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, για κοινό Ευρωπαίο εισαγγελέα και για κοινή ευρωπαϊκή στάση, απέναντι στις παγκόσμιες προκλήσεις που προκύπτουν και εξαιτίας της προεδρίας Τραμπ. Προσδίδοντας κι ένα προοδευτικό στίγμα στη συνολική ατζέντα, πρότεινε τη φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών σε όφελος της ανάπτυξης και μία συγκροτημένη και σχεδιασμένη ενσωμάτωση των προσφύγων στον παραγωγικό ιστό των ευρωπαϊκών χωρών.

Οι προτάσεις αυτές έχουν ανοίξει ήδη τη συζήτηση σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, οι οποίες προσβλέπουν στις απαραίτητες αλλαγές και είναι έτοιμες για να τις υλοποιήσουν. Καθοριστική για το μέλλον της ατζέντας αυτής αλλά και συνολικά του εγχειρήματος θα είναι και η στάση της Γερμανίας, μόλις ολοκληρώσει τις μετεκλογικές της διεργασίες. Γιατί είναι σημαντικό για την αλλαγή πολιτικής να υπάρχει συνεννόηση και σύμπνοια για το μέλλον της Ευρώπης
μεταξύ των δύο μεγάλων και ισχυρών χωρών.

Αλλά ας μην ξεχάσουμε ούτε στιγμή ότι το μοντέλο της ΕΕ είναι σαφές από την ίδρυσή της. Η λήψη αποφάσεων είναι το αποτέλεσμα θεσμικής συνεργασίας κρατών (ως ισότιμων οντοτήτων) και λαών (με βάση τον πληθυσμό τους κλπ.). Αυτή η ισορροπία αποτυπώνεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Αυτή η ισορροπία διαλύθηκε στα χρόνια της κρίσης λόγω του κυρίαρχου ρόλου των πιο ισχυρών χωρών και κυρίως της Γερμανίας.

Στη μεγάλη και σημαντική αυτή συζήτηση, η χώρα μας μέχρι τώρα δεν έχει συμμετάσχει ενεργά. Η απουσία μέχρι και σήμερα, δέκα χρόνια σχεδόν μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ενός εθνικού σχεδίου αντιμετώπισής της έχει προκαλέσει και την αντίστοιχη ένδεια προτάσεων για το κοινό ευρωπαϊκό μας μέλλον και τη θέση της χώρας μας μέσα σε αυτό. Παρά το γεγονός των αρνητικών επιπτώσεων που προκάλεσε η κρίση και το καθεστώς επιτροπείας στην παρουσία, την ταυτότητα και τις σχέσεις της Ελλάδας με τους σημαντικότερους ευρωπαϊκούς θεσμούς, η χώρα μας οφείλει να ακολουθήσει το ιστορικό και διακομματικό δόγμα της μεταπολίτευσης: συμμετοχή στον σκληρό πυρήνα των ευρωπαϊκών κρατών και πάντα στην πρώτη ταχύτητα όλων των επιμέρους σχημάτων και συνθηκών.

Σήμερα ειδικά, με την ατζέντα ορθάνοιχτη και με όλα τα μεγάλα ζητήματα που ξεπερνούν και τις οικονομικές μας δυνάμεις αλλά και την εθνική μας επιρροή, δεν υπάρχει ούτε καν χώρος για δεύτερες σκέψεις. Τόσο η οικονομική βοήθεια και συμπαράσταση των εταίρων–με τα όποια προβλήματα και ιδιαιτερότητες– στην αντιμετώπιση της χρεοκοπίας, όσο και η ευρωπαϊκή συμφωνία για το προσφυγικό, η οποία σίγουρα έχει περιθώρια βελτιώσεων, μας δείχνουν τον μοναδικό ασφαλή και εγγυημένο κοινό ευρωπαϊκό μας δρόμο.

Μαζί με ολόκληρο τον κόσμο αλλάζει και η Ευρώπη, ακόμα κι αν το κάνει με διαφορετικές ταχύτητες. Οι αλλαγές δεν είναι ούτε αυτόματες, ούτε απρόσωπες, ούτε απολιτικές. Θα συντελεστούν από τους παρόντες, αλλά θα αφορούν και τους απόντες και τους ερχόμενους.

Όσο πιο επεξεργασμένη, τεκμηριωμένη και αποτέλεσμα ουσιαστικής εθνικής συναίνεσης αποδειχτεί η συνεισφορά της Ελλάδας σε αυτές τις αλλαγές, τόσο μεγαλύτερη και βαθύτερη θα είναι η αποδοχή και επιρροή τους.

Το ίδιο φυσικά σημαίνει και για κάθε εταίρο μας. Αυτό όμως προϋποθέτει να απαντηθούν τα σημαντικά ερωτήματα που τέθηκαν παραπάνω, είτε θετικά είτε αρνητικά, σε κάθε περίπτωση όμως ξεκάθαρα. Και να αναληφθεί το κόστος των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και αλλαγών από την κάθε χώρα ξεχωριστά, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες της εποχής.

Κι αν δεν θέλουν όλες οι χώρες, ας το κάνουν αυτοί που θέλουν και μπορούν, με την προϋπόθεση να υποστηρίξουν αυτούς που θέλουν, αλλά δεν μπορούν.