Photography: lighthousenewsus / Flickr

Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες Το 2018

Η διαΝΕΟσις δημοσιεύει για τρίτη συνεχόμενη χρονιά τα αποτελέσματα της γνωστής, πια, μεγάλης πανελλαδικής δημοσκόπησης. Τι πιστεύουν οι Έλληνες φέτος για την Ευρώπη, την οικονομία, την ανάπτυξη, το μέλλον και τους εαυτούς τους; Η έκθεση του Δημήτρη A. Μαύρου της MRB Hellas συνοψίζει τα βασικά συμπεράσματα.

Η κοινωνικοπολιτική έρευνα "Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες" διεξήχθη τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2018. Όπως πάντα, από τον Απρίλιο του 2015 που διεξάγεται η έρευνα, περιλαμβάνει συνολικά περίπου 80 ερωτήσεις με περισσότερες από 200 μεταβλητές, που καταγράφουν τις απόψεις του πληθυσμού σε μια σειρά από θέματα: από τις αντιλήψεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη θέση της Ελλάδας σε αυτήν, μέχρι τις απόψεις για την οικονομία, τη μετανάστευση, τα ατομικά δικαιώματα, την εκπαίδευση, θρησκεία, τη σεξουαλική παρενόχληση, ακόμα και τον ίδιο μας τον εαυτό.

Φέτος η έρευνα διεξήχθη για λογαριασμό της διαΝΕΟσις από την MRB Hellas, με πανελλαδικό δείγμα 1250 ατόμων για κάθε ένα από τα δύο μέρη της (και περίπου 2500 ατόμων για μερικές κοινές ερωτήσεις) και μεθοδολογία διεξαγωγής τις τηλεφωνικές συνεντεύξεις (CATI).

Αποτελεί αναμφίβολα την πιο ολοκληρωμένη μελέτη που αποτυπώνει σε βάθος, ολιστικά, αλλά και στη διαχρονική τους εξέλιξη, τις απόψεις, πεποιθήσεις και προσδοκίες του Έλληνα πολίτη από τη χώρα του σήμερα.

Τα συμπεράσματα που προκύπτουν, φυσικά, είναι πολλά και ποικίλα. Πέραν των μεμονωμένων φετινών ευρημάτων, πλέον αναδεικνύονται και εμφανείς τάσεις στην ελληνική κοινωνία, καθώς υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία και από τις προηγούμενες αντίστοιχες μετρήσεις των τελευταίων χρόνων. Για παράδειγμα, οι έρευνες της διαΝΕΟσις κατέγραψαν γλαφυρά τη μεταστροφή της κοινωνίας στο θέμα της φορολογίας και του ρόλου του κράτους στην οικονομία τα τελευταία χρόνια. Καταγράφουν, δε, και τις έντονες μεταπτώσεις στις αντιλήψεις των πολιτών απέναντι στην Ευρώπη, που τα προηγούμενα χρόνια παρουσίαζαν μια έντονα αρνητική τάση, ενώ φέτος "γυρίζουν" ξανά στα επίπεδα του 2015.

Τα ευρήματα είναι πολυάριθμα, εξαιρετικά πλούσια και προσφέρουν άφθονες αφορμές για περαιτέρω σκέψη και ανάλυση. Μπορείτε να βρείτε όλα τα αποτελέσματα σε διαγράμματα και πίνακες εδώ, ενώ εδώ μπορείτε να βρείτε συγκεντρωμένα και όλα τα datasets της έρευνας, και μαζί και τα πλήρη αποτελέσματα των προηγούμενων μετρήσεων.

AΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ (.PDF)

EΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ (.DOCX)

 AΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ (.XLS)

 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ (.SAV)

Παρακάτω θα παρουσιάσουμε τα 16 βασικότερα ή πιο αξιοσημείωτα συμπεράσματα που εξάγονται από τα αποτελέσματα, καθώς και μια πρώτη προσέγγιση για το τι σημαίνουν αυτά τα συμπεράσματα για εμάς σήμερα.

1. Σημάδια εξασθένισης του αντιευρωπαϊσμού

Τα τελευταία χρόνια, από το 2010 μέχρι σήμερα, η στάση των πολιτών απέναντι στην Ευρώπη και ειδικότερα την Ευρωπαϊκή Ένωση διαμορφώθηκε κυρίως από την οικονομική κρίση και τα Μνημόνια. Η άνοδος της τάσης αντιευρωπαϊσμού που εκδηλώθηκε τα προηγούμενα χρόνια, με αποκορύφωμα έντασης τον Δεκέμβριο του 2016, όπως επεσήμαναν οι προηγούμενοι αναλυτές (Ν. Μαρατζίδης) αποτελούσε "ένα είδος επιστροφής στη δεκαετία του ’70 και στις αρχές του ’80, όταν η κοινωνία έδειχνε σχεδόν να μοιράζεται στα δύο, ή και στα τρία, στο ζήτημα της Ευρώπης". Στα ευρήματα της φετινής έρευνας της διαΝΕΟσις, το κλίμα αντιευρωπαϊσμού εμφανίζει σημάδια εξασθένισης. 

Στα ευρήματα της φετινής έρευνας της διαΝΕΟσις, το κλίμα αντιευρωπαϊσμού εμφανίζει σημάδια εξασθένισης.

Στην διάρκεια των προηγούμενων μηνών, η γρήγορη και "αναίμακτη" ολοκλήρωση της αξιολόγησης σε συνδυασμό με την ομαλοποίηση που παρατηρείται στη σχέση της Ελλάδας με τους θεσμούς και την Ε.Ε., οδήγησε στην άμβλυνση των αρνητικών τοποθετήσεων των πολιτών απέναντι στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, αλλά και αντίστοιχα απέναντι στη συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ.

Σύμφωνα με την νέα μέτρηση του Ιανουαρίου 2018, το 68% (από 53,5% στην περσινή έρευνα) των πολιτών θεωρούν τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ε.Ε. ως θετική, έναντι του 31% (από 44,9%), που την αποτιμά ως αρνητική. Θετικότερες κρίσεις για την Ε.Ε. καταγράφονται στους κατόχους ανώτατης μόρφωσης, στις ηλικίες 40-54 και 65+, σε πολίτες που διατηρούν μια σχετική οικονομική δυνατότητα, και σε ψηφοφόρους που αυτο-προσδιορίζονται κεντροαριστεροί, κεντρώοι και κεντροδεξιοί.

Στο πλαίσιο της σταδιακής μεταστροφής των θετικών κρίσεων απέναντι στην Ε.Ε.,  η πλειοψηφία των πολιτών (67%) αναγνωρίζει ότι η Ε.Ε. αποτελεί πρόοδο και είναι αναγκαία η παραμονή της χώρας σε αυτή. Ωστόσο, ακόμα περίπου 1 στους 4 ψηφοφόρους (28%) αναγνωρίζει ότι στην Ε.Ε. δεν εκπροσωπούνται τα συμφέροντα της Ελλάδας και θα πρέπει να αποχωρήσει.

Ο πίνακας που ακολουθεί αποτυπώνει τους τομείς που η Ελλάδα αντιλαμβάνεται ότι έχει ωφεληθεί ή ζημιωθεί αντίστοιχα από την ένταξή της στην Ε.Ε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι μεγαλύτερες απώλειες καταγράφονται σε 2 κρίσιμους τομείς: στην οικονομική ανάπτυξη/ευημερία και στα εθνικά θέματα/διμερείς διαφορές με την Τουρκία.

 

 ΔΕΙΚΤΗΣ  "ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΗ- ΖΗΜΙΩΜΕΝΗ EΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΕΝΤΑΞΗ ΣTHN ΕΕ"

Στην προστασία του περιβάλλοντος +30,4%
Στον πολιτισμό (παιδεία, τέχνες κλπ) +20,6%
Στη διεθνή θέση  (επιρροή στα Βαλκάνια & κόσμο) +15%
Στην οργάνωση του κράτους και  Δημόσιας Διοίκησης -0,4%
Στην προώθηση μιας κοινωνίας περισσότερο δίκαιης -0,6%
Στο τομέα των εθνικών θεμάτων διμερείς διαφορές με την Τουρκία (Κύπρος, Αιγαίο), Μακεδονικό] -5,6%
Στην οικονομική ανάπτυξη και ευημερία -21,1%

 

Ωστόσο, παρά τη θετική αποτίμηση για την Ε.Ε., στο "μυαλό" του Έλληνα πολίτη υπάρχει η πεποίθηση ότι η Ε.Ε. είναι αυτή που κυρίως κέρδισε από τη συμμετοχή της Ελλάδας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς (58,2%).  Άλλωστε, περίπου ένας στους δύο (48,9%) εξακολουθεί να πιστεύει ότι η Ελλάδα βγήκε ζημιωμένη από τη συμμετοχή στην Ε.Ε. στο ζήτημα της οικονομικής ανάπτυξης και της ευημερίας.

Η στάση των Ελλήνων πολιτών απέναντι στο ευρώ -από την εισαγωγή του μέχρι σήμερα- παρουσίασε διακυμάνσεις. Από την ένθερμη αποδοχή στην εισαγωγή του νομίσματος στα πρώτα στάδια, σταδιακά περάσαμε στον προβληματισμό. Με βάση τα στοιχεία της φετινής μέτρησης, η αποδοχή του ευρώ είναι ισχυρά πλειοψηφική και καταγράφεται στο 66% (μια αύξηση 6 ποσοστιαίων μονάδων από την προηγούμενη μέτρηση), με πτώση να παρατηρείται στους ευρωσκεπτικιστές, καθώς πλέον μόνο ένας στους τέσσερις ερωτώμενους (26%,-7% από πέρυσι) τάσσεται υπέρ της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα.

Πιο ένθερμοι υποστηρικτές της δραχμής εμφανίζονται οι νεότερες ηλικίες έως 39 ετών, άτομα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και οι περισσότερο ευάλωτες κοινωνικά ομάδες του πληθυσμού, χαμηλής οικονομικής δυνατότητας.

Παρ’ όλα αυτά, άλλη ερώτηση αναδεικνύει ένα σημαντικό στοιχείο που εκ πρώτης όψεως μπορεί να μοιάζει ως κρίσιμη αντίφαση. Μολονότι, όπως είδαμε, η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτηθέντων επιθυμούν την παραμονή στο ευρώ, ταυτόχρονα το 57% αξιολογεί ότι η απόφαση να μπει η χώρα στη ζώνη του ευρώ ήταν λάθος.

Τριχοτομημένες εμφανίζονται οι απόψεις των πολιτών σε σχέση με τον στόχο της σύγκλισης της Ελλάδας με τον μέσο όρο των πιο ανεπτυγμένων χωρών, με το 30% των πολιτών να τον θεωρεί έναν εφικτό στόχο που τελικά θα πραγματοποιηθεί (με σημαντική αύξηση +9,9% από τη  προηγούμενη μέτρηση), το 30% (με σημαντική μείωση -13,4%) να θεωρεί ότι η απόσταση με τις ανεπτυγμένες χώρες θα μεγαλώνει, ενώ το 38% να αποδέχεται ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να καλύψει τη διαφορά που τη χωρίζει από την Ε.Ε.

Επιπλέον, με σημαντικές αυξητικές τάσεις σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων (84%, +24,7%), εκτιμά και υποστηρίζει πως και σε δέκα χρόνια από σήμερα η Ελλάδα θα συνεχίσει να είναι μέλος της Ε.Ε. και να ανήκει στην ευρωζώνη (81%, +23%), στοιχεία που επίσης καταδεικνύουν την ένταση της φιλοευρωπαϊκής τάσης στην ελληνική κοινωνία. Αλλά και για την ίδια την Ε.Ε. οι Έλληνες εμφανίζονται περισσότερο αισιόδοξοι. Μολονότι ακόμη οι περισσότεροι Έλληνες πιστεύουν πως μέσα στα επόμενα χρόνια η Ένωση θα διασπαστεί ή και θα διαλυθεί, το ποσοστό αυτό (58%) έχει μειωθεί κατά 19 ποσοστιαίες μονάδες από πέρυσι. Παράλληλα, αυτοί που πιστεύουν φέτος πως η Ε.Ε. θα γίνει "μια πιο ενωμένη ομοσπονδία κρατών" είναι διπλάσιοι (20,8% από 10,4%).

Πάντως, η εκτίμηση που μπορεί να γίνει είναι ότι η ενισχυμένη εικόνα υπέρ του ευρώ και της θέσης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση που έχει διαμορφωθεί στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας θα εξακολουθήσει να είναι ανοδική, εφόσον η οικονομία εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης και οι πολίτες εξακολουθούν να είναι αισιόδοξοι και να διατηρούν προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον. Φέτος περισσότεροι πολίτες πιστεύουν πως η χώρα θα έχει βγει από την κρίση σε δέκα χρόνια (46,% +8,6% από πέρυσι), αν και περισσότεροι θεωρούν πως θα εξακολουθούν να είναι σε ισχύ τότε τα "capital controls" (41%, +5,9%).

Βεβαίως, παρά το γεγονός ότι το φιλοευρωπαϊκό ρεύμα παρουσιάζει αυξητικές τάσεις, η χώρα εξακολουθεί  -αν και με μειούμενα ποσοστά- να έλκεται "από άλλες δυνάμεις", όπως η Ρωσία που αποτελεί την 1η εναλλακτική (με 24,1%, από 33,4% πέρυσι).

Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναμενόμενο η Ρωσία και οι Ρώσοι να διατηρούν υψηλή δημοφιλία  και να καταγράφουν υψηλά ποσοστά συμπάθειας: περίπου το 70% της κοινής γνώμης θεωρεί πως εκφράζουν κάτι θετικό και αξιολογούνται ως ο πρώτος λαός που αντιπροσωπεύει κάτι "καλό" (από 77,4% στην περσινή μέτρηση) με τους Αμερικάνους να έρχονται στην 2η θέση (43,6% από 49,7% στην περσινή μέτρηση).

Στο ίδιο πλαίσιο, ίσως δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο ιδανικός πολιτικός ηγέτης για την  Ελλάδα ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Βλ. Πούτιν (30%), με τη μεγαλύτερη υποστήριξη να εκδηλώνεται από ηλικίες 17-39, κυρίως πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

 

2. Διχασμός και συντήρηση στα κοινωνικά θέματα

Αν και το μεταναστευτικό/προσφυγικό ως θέμα - πρόβλημα βρίσκεται σε ύφεση σε σχέση με το παρελθόν, η πλειοψηφία των Ελλήνων αντιμετωπίζει τους μετανάστες που έχουν έρθει τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας με βαθύ σκεπτικισμό, ακόμα και στα όρια της φοβικότητας.

Σε μια σειρά από απόψεις στις οποίες εκτέθηκαν οι ερωτώμενοι, τα στοιχεία έχουν ως εξής:

  • Το 90,3% των πολιτών πιστεύει ότι ο αριθμός των μεταναστών είναι υπερβολικά μεγάλος
  • Το 72,1% των πολιτών πιστεύει ότι λόγω των μεταναστών θα αυξηθεί η εγκληματικότητα
  • Το 65,4% των πολιτών πιστεύει ότι λόγω των μεταναστών αυξάνεται η ανεργία

Ενώ:

  • Το 32,5% των πολιτών πιστεύει ότι η παρουσία των μεταναστών θα έχει θετική οικονομική επίπτωση
  • Το 30% πιστεύει ότι οι μετανάστες εμπλουτίζουν τον πολιτισμό μας
  • Το 22,3% πιστεύει ότι οι μετανάστες θα βοηθήσουν στην επίλυση του δημογραφικού προβλήματος

Συνολικά,  η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων διατηρεί έντονα αρνητική στάση έναντι των μεταναστών, ενώ μόνο η μειοψηφία διατηρεί θετική ή ουδέτερη στάση. Όπως έχει παρατηρηθεί και στις προηγούμενες μετρήσεις, οι απόψεις έναντι του μεταναστευτικού διαμορφώνονται από τις εξής παραμέτρους: την ηλικία, τη μόρφωση και την οικονομική δυνατότητα. Νέοι και υψηλότερης μόρφωσης πολίτες εκφράζονται περισσότερο φιλικά έναντι των μεταναστών, σε αντίθεση με τους ηλικιακά μεγαλύτερους και χαμηλότερης  μόρφωσης που εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά μη-αποδοχής. Όπως περίπου και πέρυσι, 1 στους 3 πολίτες διαφωνεί (34%, +2,2%) με το δικαίωμα των παιδιών νόμιμων μεταναστών που γεννιούνται στην χώρα να λαμβάνουν άμεσα την ελληνική υπηκοότητα, άποψη που υποστηρίζεται κυρίως από ηλικίες 25-54, δεξιάς και κεντροδεξιάς πολιτικής τοποθέτησης. Σε μια ερώτηση που κάναμε φέτος για πρώτη φορά, αντίστοιχο ποσοστό (35,3%) πιστεύουν πως τα παιδιά των νόμιμων μεταναστών δεν πρέπει να μπορούν να είναι σημαιοφόροι σε εκδηλώσεις.

Αλλά και γενικότερα η ελληνική κοινωνία σήμερα εμφανίζει μικρότερη αποδοχή στη διαφορετικότητα, γεγονός που εκδηλώνεται ως εξής :

  • Το 57,4% των πολιτών διαφωνεί με τους γάμους ομόφυλων ζευγαριών (ποσοστό αυξημένο κατά 10,7% από πέρυσι)
  • Το 53,6% των πολιτών διαφωνεί με τη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου
  • Το 79,6% των πολιτών διαφωνεί με την υιοθέτηση παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια

και

  • Το 49,8% των πολιτών συμφωνεί με την επαναφορά της θανατικής ποινής (αύξηση 11%)
  • Το 45,3% των πολιτών διαφωνεί με την ανέγερση χώρων θρησκευτικής λατρείας των μουσουλμάνων

Σε αδρές γραμμές θα λέγαμε ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται διχασμένη, με περίπου 1 στους 2 πολίτες να απορρίπτει στοιχεία νεωτερικότητας που αποτελούν μέρος μιας σύγχρονης πραγματικότητας. Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική κοινωνία είναι λιγότερη ανεκτική σε στοιχεία πολυπολιτισμικότητας και λιγότερο ανεκτική στο διαφορετικό. Από τα αποτελέσματα φαίνεται πως δεν εμφανίζει ακόμα ισχυρό υπόβαθρο για να στηρίξει με ευκολία την αρμονική συνύπαρξη διαφορετικών ομάδων και πολιτισμών, ή ακόμα και ανεξιθρησκίας.

 

3. Ανάγκη για ανάστημα και εθνική υπερηφάνεια, ανάγκη για προστασία

Ο σύγχρονος Έλληνας αισθάνεται μια "ισχυρή εθνική αυτοπεποίθηση" που απορρέει τόσο από το παρελθόν και την ιστορία του όσο και από την προσλαμβάνουσα εικόνα που έχει για τη γεωπολιτική θέση της χώρας, και που σε μεγάλο βαθμό τη διαφοροποιεί από όλους τους Βαλκάνιους γείτονές της μέχρι σήμερα.

Η πλειοψηφία των πολιτών αντιλαμβάνεται ότι η Ελλάδα, παρά τα προβλήματά της, είναι μια μοντέρνα χώρα που δεν διαφέρει πολύ από τις άλλες χώρες της Ευρώπης (68,3%,+10%), άποψη που την υποστηρίζουν κυρίως άτομα ηλικίας 65+ (74,9%), πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με δεξιά πολιτική τοποθέτηση/πολιτικό προσανατολισμό. Η πλειοψηφία των πολιτών (74,6%, +12,3%) εκτιμά ότι οι Έλληνες είναι ένας λαός με μεγάλη ιστορία που παρά τη σημερινή κρίση ξεχωρίζει για την ευφυία και τον πολιτισμό του.

Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από την άποψη ότι το 54,5% των πολιτών (+7,3% από πέρυσι) είναι σύμφωνοι με την άποψη ότι "Έλληνας γεννιέσαι", με τον υψηλότερο βαθμό συμφωνίας για τη θέση αυτή να καταγράφεται στις ηλικίες 55+, σε άτομα μέχρι δευτεροβάθμια μόρφωση, δεξιάς και κεντροδεξιάς πολιτικής τοποθέτησης. Εκτός από το να υιοθετεί ελληνικά ήθη και έθιμα (54,3%, όσο και πέρυσι), οι ερωτώμενοι πιστεύουν πως "για να θεωρηθεί κάποιος Έλληνας" θα πρέπει να έχει γεννηθεί από Έλληνες γονείς (43,4% +7,3%), να μιλάει ελληνικά (24,9% -3,1%) να έχει γεννηθεί στην Ελλάδα (24,8%, όσο και πέρυσι), και να είναι Χριστιανός Ορθόδοξος (24,3%, +7,1%).

4. Μεγαλύτερη Εμπιστοσύνη στους Θεσμούς

Καθώς οι πολίτες εκφράζουν μια κριτική άποψη απέναντι στην ποιότητα των κοινωνικών και κρατικών δομών της χώρας, είναι συνεπακόλουθο πως θα παρουσιάζουν και σχετικά χαμηλούς δείκτες εμπιστοσύνης για σημαντικούς θεσμούς που λειτουργούν στη χώρα. Αυτό είναι ένα συμπέρασμα που προκύπτει από πολυάριθμες έρευνες διαχρονικά.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναφερθεί μια αύξηση που παρατηρείται στον μέσο όρο εμπιστοσύνης των θεσμών που διερευνήθηκαν τα τελευταία 3 χρόνια, ο οποίος συνολικά πλέον ανέρχεται στο 47% (+ 3,7% από την προηγούμενη μέτρηση).

Οι θεσμοί που εμφανίζουν θετικό ισοζύγιο, αυτοί δηλαδή που ο μέσος Έλληνας πολίτης εμπιστεύεται συγκριτικά περισσότερο είναι η οικογένεια (+96,4%), οι ένοπλες δυνάμεις (+70,5%), η αστυνομία (+44,6%), η δικαιοσύνη (+34,4%), η εκκλησία (+16,9%), ο δήμαρχος (+13,9%), ο πρωθυπουργός (+12,1%), η προεδρία της Δημοκρατίας (+11,6%), το ίντερνετ (+8,3%) και η κυβέρνηση (+2,6%). Ενώ στα τρία πιο χαμηλά ισοζύγια συναντώνται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις (-61,9%), η τηλεόραση (-61,4%) και οι ΜΚΟ (-61,1%).

Ο Έλληνας πολίτης ήταν και παραμένει βαθιά θρησκευόμενος και σε στενή σχέση με τη θρησκεία και την Εκκλησία. Σήμερα, η πίστη στη θρησκεία διατηρεί υψηλά ποσοστά (84,7%), που για περίπου 1 στους 2 Έλληνες συνοδεύονται από τον συχνό εκκλησιασμό (48% των ερωτηθέντων πηγαίνουν στην Εκκλησία τουλάχιστον 1-2 φορές το μήνα).

Με το τρίπτυχο οικογένεια, ένοπλες δυνάμεις και αστυνομία στην κορυφή των θεσμών που εμπιστεύονται οι Έλληνες, σκιαγραφείται ένα παραδοσιακό, αν όχι συντηρητικό κοινωνικό προφίλ. Σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση του Δεκεμβρίου του 2016, τη μεγαλύτερη αύξηση στην εμπιστοσύνη παρουσιάζει η κυβέρνηση (11,9%), ο πρωθυπουργός (11,8%) και τα πολιτικά κόμματα (7%, αν και διατηρούν πολύ αρνητικό ισοζύγιο -50,5%). Βεβαίως, αυτοί οι θεσμοί τον Δεκέμβριο του 2016 είχαν πέσει εξαιρετικά χαμηλά, και εξακολουθούν να απέχουν από τα επίπεδα εμπιστοσύνης που είχαν καταγραφεί στη μέτρηση του Απριλίου του 2015.

Συνολικά, η εμπιστοσύνη των Ελλήνων απέναντι στους περισσότερους κοινωνικούς και κρατικούς θεσμούς παραμένει χαμηλή.

Συνολικά, η εμπιστοσύνη των Ελλήνων απέναντι στους περισσότερους κοινωνικούς και κρατικούς θεσμούς παραμένει χαμηλή. Ωστόσο, υπάρχει μια μικρή αλλά αισθητή αύξηση της εμπιστοσύνης σε σχέση με τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, η οποία, σε συνδυασμό με τη σταδιακή υποχώρηση του ευρωσκεπτικισμού, αναδεικνύουν την τάση αποδοχής του Έλληνα πολίτη για μια "νέα κανονικότητα", με την οποία καλείται να πορευτεί από εδώ και στο εξής.

 

5. Αξιολόγηση Μνημονίων: "Εφεύρημα των Ευρωπαίων για να μας εκμεταλλευτούν, αλλά και αναγκαίο κακό"

Φέτος η έρευνα περιείχε και μια σειρά ερωτήσεων που φιλοδοξεί να καταγράψει τις απόψεις των πολιτών για τα μνημόνια. Από ό,τι φαίνεται, η κοινή γνώμη είναι εμφανώς στραμμένη προς την αρνητική αποτίμηση των μνημονίων και της επίδρασης αυτών στην ελληνική οικονομία, μολονότι κάποιες από τις απόψεις των ερωτηθέντων μοιάζουν αρκετά αντιφατικές. Συνοπτικά, εκφράζεται, η αντίληψη πως…

  • "τα μνημόνια έκαναν περισσότερο κακό παρά καλό στην ανάπτυξη της χώρας" (78%)
  • τα μνημόνια δεν είχαν θετικά αποτελέσματα στην απόδοση της ελληνικής οικονομίας (73,6%)
  • τα μνημόνια "ήταν εφεύρημα των Ευρωπαίων για να εκμεταλλευτούν τη χώρα μας" (71%)
  • η χώρα μπορούσε μόνη της, χωρίς την Ευρώπη, με τις δικές της δυνάμεις, να ξεπεράσει την κρίση (57,7%)

Αλλά ταυτόχρονα οι ερωτηθέντες συμφωνούν ότι..

  • τα μνημόνια οδήγησαν τη χώρα στην υλοποίηση διαθρωτικών αλλαγών (79,7%)
  • τα μνημόνια που υπέγραψε η χώρα ήταν αναγκαίο κακό λόγω της δυσμενούς κατάστασης της χώρας (60,6%)
  • τα μνημόνια βοήθησαν τη χώρα να αποφύγει την πτώχευση και την έξοδο από το ευρώ (51,8%)

Σε σχέση με τα δημογραφικά στοιχεία, οι κοινωνικά πιο "αδύναμες" ομάδες αποτελούν τον πυρήνα του 78% που πιστεύει στο "κακό στην ανάπτυξη" που έφεραν τα μνημόνια, κυρίως άτομα ηλικίας 25-39 (81,7%), Α’ βάθμιας εκπαίδευσης (87,9%) με περιορισμένη οικονομική δυνατότητα (83%). Οι ίδιες δημογραφικές ομάδες συνιστούν και την πλειοψηφία του 71% που θεωρεί τα μνημόνια "εφεύρημα των Ευρωπαίων".

Σε μια προσπάθεια να ορίσουμε ακριβέστερα τις κρατούσες απόψεις γύρω από το θέμα των μνημονίων, διερευνήθηκαν ορισμένες "δημοφιλείς" αντιλήψεις περί των αιτιών της αδυναμίας της χώρας να εξέλθει από την κρίση, σε σχέση με άλλες χώρες που βρέθηκαν σε παρόμοια κατάσταση την ίδια χρονική περίοδο. Οι απαντήσεις που λάβαμε σχημάτισαν μια εικόνα με το ίδιο μείγμα απόδοσης ευθυνών σε εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες που επικρατεί σε όλη την έρευνα.

Συγκεκριμένα, από τις 4 πρώτες αιτίες, 2 αφορούν τα λάθη και τις αδυναμίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος ως αποδέκτη-εφαρμοστή των μέτρων και 2 εστιάζουν στους διεθνείς φορείς ως πομπούς-σχεδιαστές των μνημονίων.

Πρώτη αιτία της αδυναμίας της χώρας να εξέλθει έγκαιρα από την οικονομική κρίση με 82,5% είναι η άποψη πως κατά βάση ευθύνεται "η έλλειψη συναίνεσης για την αντιμετώπιση της κρίσης ανάμεσα στα ελληνικά πολιτικά κόμματα".

Δεύτερη αιτία με 78,1% είναι η άποψη πως τα μνημόνια της Ελλάδας "ήταν λάθος σχεδιασμένα με αποτέλεσμα να έχουν πολύ αρνητικές επιπτώσεις".

Ακολουθεί ως τρίτη αιτία με 72,9% πως "οι ξένοι είχαν εντονότερο συμφέρον να κρατήσουν τη χώρα στα μνημόνια".

Τέλος, το 66,9% υποστηρίζει πως "οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις δεν εφάρμοσαν επιτυχώς τα συμφωνηθέντα μέτρα".

Παράλληλα, οι Έλληνες πολίτες δεν θεωρούν πως "η κρίση της Ελλάδας ήταν σοβαρότερη σε σχέση με την κρίση άλλων χωρών" (μόνο το 39,7% το πιστεύουν) ή πως οι ίδιοι οι πολίτες 'δε συνεργάστηκαν με τις προσπάθειες των κυβερνώντων και αντιστάθηκαν στην εφαρμογή των νέων μέτρων" (36,7%).

6. Έξοδος από την κρίση με έναν ισχυρό ηγέτη

Όταν ρωτάμε αν η χώρα για να βγει από την κρίση έχει περισσότερο ανάγκη έναν "ικανό και ισχυρό πολιτικό ηγέτη" (47,5%) ή "ένα πολιτικό σύστημα περισσότερο συνεργατικό" (41,8%), η συνεργατικότητα που θα παράγει συναίνεση έρχεται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την ύπαρξη ενός ισχυρού ηγέτη που θα  ηγηθεί μιας προσπάθειας και θα μπορέσει να εμπνεύσει και να φέρει ένα όραμα για τη χώρα.

Την ανάγκη για έναν ισχυρό και ικανό πολιτικό ηγέτη υπογραμμίζουν τα άτομα 65+ (53,5%) με Α’ βάθμια (55%) και Β’ βάθμια εκπαίδευση(54,2%) και οικονομικά ασθενέστερα. Αντίθετα στην ανάγκη για συνεργατικότητα εστιάζουν οι νέοι 17-24 (51,5%) με μεταπτυχιακό/διδακτορικό και περισσότερη οικονομική άνεση.

 

7. Το πρόβλημα της σεξουαλικής παρενόχλησης στην Ελλάδα

Σχεδόν 2 στους 3  Έλληνες πιστεύουν πως το πρόβλημα της σεξουαλικής παρενόχλησης είναι εκτεταμένο στη χώρα μας (65,2%). Πιο εκτεταμένο θεωρούν το πρόβλημα οι γυναίκες, τα άτομα ηλικίας 17-39 με χαμηλά επίπεδα μόρφωσης και οικονομικής δυνατότητας.

Στην ερώτηση αν όντως έχουν παρενοχληθεί σεξουαλικά ποτέ, το 72,3% των ερωτηθέντων απαντά πως όχι. Το 11,3% των ανδρών και το 40% των γυναικών, ωστόσο, δηλώνουν πως έχουν υπάρξει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης.

Όσο για τον θύτη αλλά και το περιβάλλον όπου έλαβε χώρα, το 31,8% απαντά πως η παρενόχληση έγινε στον χώρο εργασίας, το 39,7% εκτός αυτού, ενώ ένα 27,3% έχει παρενοχληθεί τόσο στον χώρο εργασίας όσο και εκτός αυτού. Το 42,4% των θυμάτων απαντά πως η παρενόχληση έγινε από άγνωστο, το 34,1% από προϊστάμενο/ανώτερο στέλεχος, το 22% από φίλο/γνωστό, το 20,1% από συνάδελφο και ένα 7,8% δηλώνει πως παρενοχλήθηκε σεξουαλικά από άτομο του συγγενικού περιβάλλοντος.

Συνοψίζοντας,  αν και η ευαίσθητη φύση της ερώτησης καθιστά απαραίτητη την ανάγνωση των ευρημάτων με επιφυλακτικότητα, καθώς υπάρχει η πιθανότητα απόκρυψης - μη αναφοράς της πραγματικότητας για ποικίλους και μάλλον ευνόητους λόγους, δεν θα πρέπει τα σχετικά χαμηλά ποσοστά να δώσουν την εντύπωση πως το πρόβλημα δεν είναι αρκετά εκτεταμένο. Το γεγονός πως 4 στις 10 Ελληνίδες δηλώνουν ότι έχουν παρενοχληθεί σεξουαλικά, αναδεικνύει τη σημαντικότητα αλλά και την άμεση ανάγκη αντιμετώπισης του προβλήματος.

 

8. Μακεδονικό και ονομασία: Περί εθνικής υπερηφάνειας

Όσον αφορά το θέμα εξεύρεσης λύσης στο θέμα των Σκοπίων, το 65,9% των ερωτηθέντων αντιτάσσεται μιας σύνθετης ονομασίας που περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία. Το δημογραφικό προφίλ αυτών, που προκύπτει σύμφωνα με την έρευνα, αντιστοιχεί κυρίως σε γυναίκες (68,9%), ηλικίας 25-39 (71,1%) Α’ βάθμιας (79,3%) και Β’ βάθμιας (71,9%) εκπαίδευσης με χαμηλή οικονομική δυνατότητα (75,5%) που προέρχεται από τον χώρο της κεντροδεξιάς (70,8%), δεξιάς (82,8%) ή ακροδεξιάς (86,4%).

Το 65,9% των ερωτηθέντων αντιτάσσεται μιας σύνθετης ονομασίας που περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία.

Η συγκεκριμένη ερώτηση διατυπώθηκε με δύο διαφορετικούς δείκτες στα δύο δείγματα της έρευνας. Στο ένα δείγμα η ερώτηση ήταν απλή: "Στο πλαίσιο της εξεύρεσης λύσης στο θέμα των Σκοπίων η Ελλάδα θα πρέπει" και ακολουθούσαν οι εναλλακτικές επιλογές περί αποδοχής ή μη σύνθετης ονομασίας. Στο άλλο δείγμα, όμως, προστέθηκε μια φράση στην αρχή, η οποία θέτει το ερώτημα σε ελαφρώς διαφορετικό πλαίσιο. "Μετά από 25 χρόνια σταθερής ελληνικής στάσης στο θέμα του ονόματος, πλέον όλος ο υπόλοιπος κόσμος αποκαλεί τον βόρειο γείτονά μας "Δημοκρατία της Μακεδονίας". Και μετά ακολουθούσε η ίδια διατύπωση, και οι ίδιες εναλλακτικές επιλογές.

Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό των πολιτών που απορρίπτουν τη σύνθετη ονομασία με τον όρο Μακεδονία ήταν ακόμη μεγαλύτερο: 71,7%

 

9. Οικονομική κρίση - "Τις πταίει;"

Όταν κανείς προσεγγίζει την  πολυεπίπεδη κρίση που διέρχεται η Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια είναι λογικό να επικεντρώνεται, σε πρώτο στάδιο, στις συνέπειές της για την ελληνική οικονομία. Αναλυτές επιχειρούν να εντοπίσουν τις βασικές ρίζες αυτής της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας, και της επίμονης ύφεσης από την οποία η χώρα ακόμα και σήμερα αδυνατεί να εξέλθει.

Με μια τάση αυτοκριτικής διάθεσης περίπου 3 στους 4  Έλληνες πιστεύουν πως η χρόνια οικονομική κρίση οφείλεται κυρίως σε "δικές μας αδυναμίες", ενώ 1 στους 5 αποδίδει ευθύνες τόσο στις δικές μας αδυναμίες όσο και στους ξένους. Αξίζει να σημειωθεί σε αυτή την ερώτηση οι απαντήσεις "στις δικές μας αδυναμίες", και "τόσο στις δικές μας αδυναμίες όσο και στους ξένους" επιστρέφουν σχεδόν ακριβώς στα ποσοστά του 2015, μετά από μια αντίστοιχη μείωση και αύξηση κατά περίπου 8% το 2016.

Περίπου 3 στους 4  Έλληνες πιστεύουν πως η χρόνια οικονομική κρίση οφείλεται κυρίως σε "δικές μας αδυναμίες".

Σε μια απόπειρα διείσδυσης βαθύτερα στις αντιλήψεις του Έλληνα πολίτη σχετικά με τα αίτια της οικονομικής κρίσης, παραθέσαμε ορισμένες απόψεις. Η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων (92,6%) θεωρεί πως βασική αιτία της κρίσης αποτελεί "η ανεπάρκεια και η διαφθορά των ελληνικών κυβερνήσεων". Ένα εύρημα που αντικατοπτρίζει την πολύ κακή εικόνα της πολιτικής στη χώρα και το πολύ χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης στους θεσμούς του κράτους.

Δεύτερη αιτία με 77,1% εμφανίζεται το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας με τον συνεχή "δανεισμό και την κατανάλωση πέρα από τις δυνατότητες της". Ακολουθούν με ποσοστό 66% "τα οργανωμένα συμφέροντα επαγγελματικών κλάδων και συντεχνιών", ενώ το 60% των ερωτηθέντων θεωρεί τη "διεθνή οικονομική κρίση και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα", κύριους παράγοντες που οδήγησαν την Ελλάδα στη σημερινή, δυσμενή οικονομική της κατάσταση.

Η κατανομή αυτή επιβεβαιώνει την υπόθεση πως η αδυναμία εξόδου από την κρίση γέρνει την πλάστιγγα των ευθυνών σημαντικά προς τις δικές μας πράξεις, παρ’ όλο που η είσοδος σε αυτήν κατά τη γνώμη των ερωτηθέντων οφείλεται σε παράγοντες εκτός της επιρροής μας.

10. Κράτος πρόνοιας ή κράτος ελάχιστης παρέμβασης;

Οι σχέσεις του κράτους με την οικονομία αποτελούν βασικό πυλώνα του μοντέλου ανάπτυξης κάθε ανεπτυγμένης δυτικής κοινωνίας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της φετινής έρευνας, στην Ελλάδα επικρατεί η άποψη πως το κράτος επεμβαίνει υπερβολικά στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, καθώς περίπου 2 στους 3 Έλληνες τάσσονται υπέρ της άποψης αυτής, ανεξαρτήτως οικονομικής δυνατότητας, ηλικίας και μορφωτικού επιπέδου. Παρ’ όλο που εμφανίζεται μια αναμενόμενη διαφοροποίηση ανάμεσα σε δεξιά και αριστερά, σε επίπεδο κοινωνικής τάξης οι διαφοροποιήσεις είναι ελάχιστες.

Αξιοσημείωτο είναι πως στο 35,5% των πολιτών που πιστεύουν πως το κράτος "δεν επεμβαίνει αρκετά και επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να δρα ασύδοτος", η μεγαλύτερη κοινωνική ομάδα είναι οι νέοι ηλικίας μεταξύ 17-24.

Κάτω από την ομπρέλα του ίδιου ζητήματος, των σχέσεων κράτους και οικονομίας, τοποθετείται και το βασικό μέσο αναδιανομής πόρων/πλούτου: η φορολογία και το κράτος πρόνοιας. Στην προσπάθεια να σκιαγραφήσουμε το τοπίο στην ελληνική κοινωνία σχετικά με το δίπολο υψηλή φορολογία και κράτος πρόνοιας έναντι χαμηλής φορολογίας και λιγότερης κρατικής μέριμνας, η έρευνα καταγράφει ότι πλέον το 65% των ερωτηθέντων πιστεύει πως η φορολογία πρέπει να είναι χαμηλή, έστω κι αν υπάρχει λιγότερη κρατική μέριμνα.

Η διαχρονική ανάλυση επιτρέπει να παρατηρήσουμε πως ενώ η αντίθετη άποψη παραμένει σταθερή γύρω στο 31% (έναντι του 31,9% της προηγούμενης μέτρησης), η χαμηλή φορολογία-λιγότερη μέριμνα αυξάνεται σχεδόν 10%, αποσπώντας περίπου το 9% από το ΔΞ/ΔΑ. Πολύ πιθανό λοιπόν η αύξησή αυτή να είναι περισσότερο πλασματική παρά πραγματική, με την έννοια ότι άνθρωποι που προηγουμένως ήταν αδιάφοροι ή δεν είχαν συγκεκριμένη άποψη για το ζήτημα, επιλέγουν την απάντηση αυτή λόγω της υπερβολικής πίεσης που δέχονται από τη συνεχή αύξηση της φορολογίας στη χώρα.

Η δημογραφική ανάλυση αυτού του 65% έρχεται να επιβεβαιώσει την υπόθεση αυτή, καθώς με σημαντικά μεγάλες διαφορές το ποσοστό αυτό αποτελείται από άτομα ηλικίας 65+ (79,2%), με Α’ βάθμια (80,9%) και Β’ βάθμια (69,7%) εκπαίδευση που "δεν τα βγάζουν πέρα" (77,9%) ή "τα βγάζουν πέρα με μεγάλες δυσκολίες" (68,9%).

Από την άλλη πλευρά, το 31% που πιστεύει πως χρειάζεται υψηλότερη φορολογία και ισχυρό κράτος πρόνοιας αποτελείται από άτομα ηλικίας 17-24 (34,3%) και 25-39 (39,5%) κατόχους μεταπτυχιακού/διδακτορικού (46,6%) που "τα βγάζουν πέρα αλλά δεν μένουν πολλά στην άκρη" (39,4%).

Τα ηλικιακά γκρουπ εξηγούνται αν λάβει κανείς υπ’ όψιν τη διανομή πλούτου στη χώρα που συγκεντρώνεται περισσότερο στις μεγαλύτερες ηλικίες, με τους νέους ή σχετικά νεότερους να αποζητούν την αναδιανομή του μέσω της αναδιανομής της φορολογίας και της κρατικής μέριμνας.

Παρατηρώντας τις διαχρονικές απαντήσεις σ’ αυτή την ερώτηση, πάντως, γίνεται σαφές ότι το θέμα της φορολογίας είναι κυρίαρχο στις ανησυχίες του σημερινού Έλληνα. Τον Απρίλιο του 2015, μόλις 36 μήνες πριν, οι απαντήσεις των ερωτηθέντων ήταν εντελώς διαφορετικές. Τότε περισσότεροι Έλληνες επέλεγαν υψηλή φορολογία με ισχυρό κράτος πρόνοιας (49,7%) από αυτούς που προτιμούσαν χαμηλή φορολογία με λιγότερη κρατική μέριμνα (39,2%). Αυτή η έντονη αναστροφή είναι ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα της έρευνας τα τελευταία χρόνια.

11. Φοροδιαφυγή: Ποιοι, πού και γιατί;

Το ζήτημα της φοροδιαφυγής στη χώρα μας έχει αναμφισβήτητα πρωταγωνιστήσει στην πολιτική επικαιρότητα. Παρ’ όλες τις συζητήσεις και προσπάθειες των εκάστοτε κυβερνήσεων για την πάταξή της, ο Έλληνας πολίτης εμφανίζεται δύσπιστος ως προς την πραγματοποίηση των υποσχέσεων αυτών, με 77% (από 71,1% πέρυσι) των ερωτηθέντων να συμφωνεί πως "όποιοι θεωρούν πως στην Ελλάδα θα παταχθεί η φοροδιαφυγή είναι αφελείς".

Επιπλέον, 87% των ερωτηθέντων συμφωνεί πως "οι πλούσιοι δεν πληρώνουν φόρους με βάση τις δυνατότητές τους", ενώ 85,9% συμφωνεί πως το "φορολογικό βάρος στην Ελλάδα το σηκώνουν οι μισθωτοί" (από 80,3%). Επίσης, 76% (από μόλις 55% πέρυσι) αποδίδει τις ευθύνες για τη φοροδιαφυγή στους ελεύθερους επαγγελματίες συμφωνώντας πως "κοροϊδεύουν το κράτος στον τομέα της φορολογίας".

Σχετικά με την εικόνα των Ελλήνων για τη φοροδιαφυγή, τα ευρήματα δείχνουν πως το 40,7% των ερωτηθέντων θεωρεί πως η φοροδιαφυγή είναι μια "θεμιτή άμυνα κατά της υπερβολικά υψηλής φορολογίας", ενώ το 57,6% την κατακρίνει ως μια "αντικοινωνική συμπεριφορά". Είναι νούμερα σχεδόν πανομοιότυπα με τα περσινά.

Τέλος, όσον αφορά τις αιτίες του υψηλού ποσοστού φοροδιαφυγής στη χώρα μας 37,2% (από 31,4% πέρυσι) των ερωτηθέντων το αποδίδει στους "υπερβολικά υψηλούς φορολογικούς συντελεστές". Ακολουθούν η "έλλειψη ανταποδοτικότητας από την πλευρά του κράτους" με 23,1%, η "κουλτούρα μας" με 20,8% κι η "απουσία φοροελεγκτικών μηχανισμών" με 18,6% (από 23,3% πέρυσι).

 

12. Θέλουμε μικρότερο και καλύτερο δημόσιο τομέα

Όσον αφορά στο μέγεθος του δημοσίου τομέα και το είδος κράτους που έχει ανάγκη η χώρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας, η εικόνα παραμένει λίγο πολύ η ίδια με την περσινή μέτρηση.

Το 61% των ερωτηθέντων απαντά πως "χρειαζόμαστε μικρότερο δημόσιο τομέα". Εκτός από τους δημόσιους υπαλλήλους, τους φοιτητές και όσους ασχολούνται με τα οικιακά, όλες οι άλλες ομάδες απασχόλησης τάσσονται υπέρ αυτής της άποψης. Περισσότερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το γεγονός πως τα άτομα ηλικίας 65+ με ποσοστό 71% συμφωνούν με τη μείωση του δημοσίου τομέα. Επίσης ενδιαφέρον το γεγονός πως η κατανομή ανάμεσα στις ομάδες οικονομικής δυνατότητας είναι σχεδόν ομοιόμορφη.

2 στους 3 Έλληνες συμφωνούν πως η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει ο δημόσιος τομέας θα βελτιωθεί εάν καταργηθεί η μονιμότητα των δημόσιων υπαλλήλων. Εκτός των ίδιων των δημόσιων υπαλλήλων, των φοιτητών, των συνταξιούχων και όσων ασχολούνται με τα οικιακά, όλες οι υπόλοιπες ομάδες απασχόλησης συμφωνούν με αυτήν την άποψη.

 

13. Ξένες επενδύσεις και εργασιακές προτιμήσεις

Μετά από μια δύσκολη 10ετία, οι πολίτες σε όλες τις μετρήσεις των τελευταίων χρόνων τοποθετούνται σαφώς υπέρ των ξένων επενδύσεων (82,7%). Σε αξιοσημείωτα ποσοστά διατηρούν, πάντως, επιφυλάξεις όσον αφορά στις αρνητικές επιδράσεις των ξένων επενδύσεων στην επιβίωση των ελληνικών επιχειρήσεων (45,9%), στη διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων (37,5%) και στη διατήρηση της εθνικής κυριαρχίας (35,6%).

Στην ερώτηση περί ξένων επενδύσεων 4 στους 5 τάσσονται "υπέρ", κυρίως επειδή πιστεύουν πως θα "δημιουργήσουν θέσεις εργασίας" (91%) και επειδή "θα φέρουν νέες τεχνολογίες" (87,4%).

Εν τω μεταξύ, ο Έλληνας εργαζόμενος, αντιμέτωπος με τη μεταβατική φύση της εποχής αλλά και την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, αισθάνεται φόβο ή και ανασφάλεια σε σχέση με τη διασφάλιση των εργασιακών του δικαιωμάτων.

2 στους 3 ερωτηθέντες δηλώνουν πως θα προτιμούσαν μια δουλειά με μέτριο μισθό και μικρές προοπτικές εξέλιξης αλλά με σταθερότητα, έναντι μιας δουλειάς με υψηλές αποδοχές, μεγάλες προοπτικές εξέλιξης αλλά με έλλειψη εργασιακής ασφάλειας (33,6%). Το ποσοστό αυτό μένει σχεδόν αναλλοίωτο από τον Απρίλιο του 2015 μέχρι σήμερα.

Η δημογραφική ανάλυση αυτού του 65,5% επιβεβαιώνει την προηγούμενη υπόθεση:  γυναίκες (72,3%), ηλικίας 65+, (74,6%) χαμηλού μορφωτικού επιπέδου (86,6%), που αντιμετωπίζουν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες (74,1%). Με άλλα λόγια, τα κοινωνικά -λιγότερο ενδυναμωμένα- γκρουπ της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας.

Τέλος, ακόμα μια ένδειξη της αναζήτησης για ασφάλεια και σταθερότητα που χαρακτηρίζει το μέσο Έλληνα εργαζόμενο αποτελεί η κατά 6% αύξηση αυτών που ιδανικά θα προτιμούσαν μισθωτή εργασία στον δημόσιο τομέα σε σχέση με πέρυσι (από 24,4% στο 30,2%). Το προφίλ του ατόμου που αποζητά εργασία στον δημόσιο τομέα είναι όμοιο/ίδιο με αυτό του ατόμου που αποζητά εργασιακή ασφάλεια και σταθερότητα.

Σε σχέση με τη στάση του απέναντι στην εργασία, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το 43% των ερωτηθέντων (έναντι του 39,2% πέρυσι) φοβάται την αποτυχία στην επαγγελματική και εργασιακή ζωή του.

14. Σημαντικότητα και απόδοση σε θέματα ανάπτυξης

Η παιδεία, τα εργασιακά και η διαφάνεια στη λειτουργία του δημοσίου και των θεσμών εμφανίζονται ως τα πιο σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας σήμερα και εμποδίζουν την περαιτέρω ανάπτυξη της. Αντιθέτως, η λειτουργία του δημοσίου, η γραφειοκρατία, το ασφαλιστικό σύστημα και τα κίνητρα στις επιχειρήσεις για επενδύσεις και καινοτομία κατατάσονται από τους ερωτηθέντες στο τέλος της σειράς σημαντικότητας της σχετικής λίστας.

Όταν παρατέθηκε η ίδια λίστα κι αυτή τη φορά το δείγμα ερωτήθηκε εάν έχει υπάρξει βελτίωση στους τομείς αυτούς, η εικόνα που σχηματίστηκε ήταν σημαντικά αρνητική. Συγκεκριμένα, σε όλους τους τομείς σημειώθηκε ότι έχουν χειροτερέψει με ποσοστά 60% και πάνω. Όσον αφορά στους 3 πιο σημαντικούς τομείς, το 78,7% των ερωτηθέντων πιστεύει πως η παιδεία/εκπαίδευση έχει χειροτερέψει και το 85,6% πως το εργασιακό πλαίσιο έχει χειροτερέψει. Η διαφάνεια στη λειτουργία του δημοσίου και των θεσμών παρουσιάζει το χαμηλότερο ποσοστό επιδείνωσης (59,4%).

 

15. Αυτοαντίληψη: Εικόνα πολιτών και κοινωνίας

Επιχειρώντας να καταγράψουμε τον τρόπο που οι Έλληνες βλέπουν τον εαυτό τους, παραθέσαμε μια λίστα με θετικά και αρνητικά χαρακτηριστικά (ατομικά και συλλογικά) και ως αποτέλεσμα λάβαμε μια εξαιρετικά θετική "αυτοεικόνα" των Ελλήνων σε ατομικό επίπεδο.

Κύριος παράγοντας της ατομικής θετικής εικόνας παρουσιάζεται η εκλαμβανόμενη εργατικότητα κι ο επαγγελματισμός των Ελλήνων (86,1%), ενώ ακολουθεί η καλή εκπαίδευση (66,4%), η φερεγγυότητα (57,2%) και το "συνεργατικό πνεύμα" (51,7%).

Αντιθέτως, σε συλλογικό επίπεδο οι Έλληνες πιστεύουν πως "ενδιαφέρονται πρωτίστως για το ατομικό τους συμφέρον, ακόμη και εις βάρος του συνόλου" (73,3%) και είναι "ανοργάνωτοι" (69,6%). Με απλά λόγια, οι Έλληνες πιστεύουν στον εαυτό τους ως αυτάρκεις μονάδες αλλά αμφιβάλλουν για την ικανότητά τους να διατηρήσουν τα πλεονεκτήματα αυτά σε συλλογικό επίπεδο.

Αίσθηση προκαλεί πως οι πολίτες είναι εμφανώς διχασμένοι (47,7% συμφωνεί και 51,7% διαφωνεί) σχετικά με το ότι οι Έλληνες "δεν έχουν συνεργατικό πνεύμα", με την οριακή πλειοψηφία να πιστεύει στη συνεργατικότητα των Ελλήνων.

Συνεχίζοντας την ανάλυση του "self-perception" της χώρας παρατηρούμε πως οι Έλληνες αμφιβάλλουν για την ποιότητα των δημοκρατικών διαδικασιών και των κοινωνικών υποδομών. Το μόνο χαρακτηριστικό με θετικό ισοζύγιο  που καταγράφεται είναι πως "προστατεύονται τα δικαιώματα των μειονοτήτων" (+18,9%), ενώ τα δύο χαμηλότερα ισοζυγία εμφανίζονται στην αξιοκρατία (-57,1%) και την ασφάλεια (-38,6%).

Διαχρονικά, αύξηση (+9,5%) σημειώνεται στην αντίληψη για την προστασία δικαιωμάτων των μειονοτήτων (από 49% στο 58,5%) και στη δικαστική αμεροληψία (από 27% στο 36%) -αν και στην τελευταία διατηρείται το αρνητικό ισοζύγιο (-26,3%)

16. Παιδεία

Ένα θέμα που έχει κατά καιρούς απασχολήσει την επικαιρότητα είναι η λειτουργία μη-κρατικών πανεπιστημίων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η κοινή γνώμη δεν αντιτίθεται στη συγκεκριμένη εξέλιξη. Πιο συγκεκριμένα, το 60,2% των ερωτηθέντων συμφωνεί και το 38,8% διαφωνεί με τη λειτουργία των μη-κρατικών πανεπιστημίων, ένα ποσοστό λίγο-πολύ σταθερό από πέρυσι. Οι δημογραφικές αναλύσεις παρουσιάζουν πώς αυτοί που διαφωνούν είναι οι νέοι 17-24 (49,1%), τα άτομα με Α' βάθμια μόρφωση (45,8%) και οικονομική δυνατότητα που προσδιορίζεται από τη φράση "δεν τα βγάζω πέρα" (52,8%).

Βασικό ρόλο στη συμφωνία με τη λειτουργία μη-κρατικών πανεπιστημίων φαίνεται να παίζει το φαινόμενο του φοιτητικού "brain-drain", καθώς σχεδόν 4 στους 5 Έλληνες πιστεύουν πως τα μη-κρατικά πανεπιστήμια "θα κρατήσουν στη χώρα φοιτητές που αλλιώς θα έφευγαν στο εξωτερικό". Εξάλλου, το 74% συνδέει τη λειτουργία των μη-κρατικών πανεπιστημίων με την ενίσχυση της οικονομίας, μέσω της βελτίωσης της ελκυστικότητας των σπουδών τριτοβάθμιου επιπέδου στη χώρα μας, συμφωνώντας με το ότι "θα προσελκύσουν φοιτητές από άλλες χώρες".

Παράλληλα όμως, οι πολίτες διατηρούν μερικές επιφυλάξεις. Ένα 61,9% συμφωνεί πως τα μη-κρατικά πανεπιστήμια "δεν θα έχουν το ίδιο αυστηρά και αδιάβλητα ακαδημαϊκά κριτήρια εισαγωγής, όπως τα δημόσια πανεπιστήμια" και το 61,5% πιστεύει πως θα "αποτελέσουν πηγή ανισότητας εις βάρος των φτωχών φοιτητών".

Ανεξάρτητα από την ιδιωτική πρωτοβουλία στον τομέα της εκπαίδευσης, αναμφισβήτητα εξέχουσας σημασίας ζήτημα για την περαιτέρω ανάπτυξη της χώρας αποτελεί η αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης. Σε σχετική ερώτηση λοιπόν, για το ποιες μεταρρυθμίσεις, ποιους παράγοντες κρίνουν πιο απαραίτητες/ους για τη βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης οι Έλληνες μας απάντησαν:

Για τη βελτίωση της πρωτοβάθμιας/δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης πιο σημαντικοί παράγοντες είναι η "συνεχής εκπαίδευση διδασκόντων" (91,6%) και ακολουθεί η "αξιολόγηση διδασκόντων" (89,5%). Επίσης υψηλά ποσοστά σημειώνουν ο εκσυγχρονισμός των υποδομών (88,4%) και του εκπαιδευτικού συστήματος (85%).

Λιγότερο σημαντική θεωρούν την "κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στην Ανώτατη Εκπαίδευση" (40%) αλλά και τη "διεύρυνση της προσχολικής εκπαίδευσης" (56%) παρ’ όλες τις πρόσφατες έρευνες που χαρακτηρίζουν την προσχολική εκπαίδευση ως την σημαντικότερη εκπαιδευτική βαθμίδα.

Όσον αφορά στην τριτοβάθμια δημόσια εκπαίδευση πιο σημαντικοί παράγοντες θεωρούνται η "συνεχής εκπαίδευση διδασκόντων" (92%), η "αναμόρφωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων για σύγχρονα επαγγέλματα" (91,8%) και η "αξιολόγηση διδασκόντων" (91,6%). Ακολουθούν με υψηλά ποσοστά η συνεργασία με "επιχειρήσεις για έρευνα/καινοτομία" (88,6%) και με "ξένα πανεπιστήμια" (88,3%). Τελευταίος παράγοντας σε σειρά σημαντικότητας για τη βελτίωση της τριτοβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης και μάλιστα με διαφορά πάνω από 20% από τον προηγούμενο, είναι η "αυτονομία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με χαλαρή εποπτεία του υπουργείου Παιδείας" (54,9%).

Αν και όπως προαναφέρθηκε στην προηγούμενη παράγραφο οι Έλληνες πιστεύουν στη σημαντικότητα άρα και στην ανάγκη για "αναμόρφωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων για σύγχρονα επαγγέλματα", το 69,7% των ερωτηθέντων πιστεύει πως οι ελληνικές πανεπιστημιακές σχολές ήδη προσφέρουν στους νέους τις απαραίτητες γνώσεις και ικανότητες για να ανταπεξέλθουν στη σύγχρονη αγορά εργασίας. Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε, βεβαίως, πως οι νέοι ηλικίας 17-24 (36,7%) και 25-39 (34,6%) ανήκουν στο 29,2% που διαφωνεί με αυτή την άποψη.

Συμπεράσματα

Οι κρίσεις μπορεί να φέρουν επιστροφή στις ρίζες ή άλματα προς τα μπρος. Αυτό που παρατηρείται μέσω της συγκεκριμένης έρευνας είναι πως η ελληνική κοινωνία βιώνοντας τις αναταράξεις που προκαλεί μια πολύεπίπεδη και βαθιά κρίση σε πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό και οικονομικό επίπεδο, παρουσιάζει συνολικά, ένα μείγμα "γραπώματος από τις βάσεις" αλλά και "τάσεων αλλαγής".

Η ανάγνωση αυτής της ποικιλομορφίας σε συνδυασμό με το διχασμό/διπολικότητα που επικρατεί σε ορισμένα κύρια ζητήματα, δίνει την εντύπωση μιας κοινωνίας που διανύει μια περίοδο μεταβατική, δηλαδή αναμόχλευσης και επαναπροσδιορισμού.

Το βασικό ερώτημα που προκύπτει λαμβάνοντας υπ’ όψιν την αμφισημία αυτή που γεννά η ακτινογραφία της ελληνικής κοινωνίας, είναι εάν υπάρχει -ή αν μπορεί να υπάρξει- ένα μοντέλο διακυβέρνησης που να μπορέσει να εσωτερικεύσει και να αξιοποιήσει αυτή τη διπολικότητα. Αυτή τη στιγμή παρατηρούνται δύο δυνάμεις με αντίθετη κατεύθυνση και απροσδιόριστη ισχύ να δρουν την ίδια χρονική περίοδο.

Το ερώτημα λοιπόν είναι εάν σαν κοινωνία μπορούμε να παράξουμε μια κοινή συνιστώσα που θα οδηγήσει σε έναν εποικοδομητικό κύκλο στον δημόσιο διάλογο και που θα ενσωματώσει "αποτελεσματικά" στοιχεία και των δύο πλευρών.

Σε θέματα πολιτικής σχηματίζεται η εικόνα μιας κοινωνίας που δεν έχει ακόμα κατασταλάξει αλλά η "νέα κανονικότητα" γίνεται αισθητή παρά τις εγγενείς αντιφάσεις που παρουσιάζει. Αυτές εντοπίζονται εάν κανείς παρατηρήσει από τη μία πλευρά την πολιτική δυσπιστία ή ακόμα και τον πολιτικό κυνισμό που σκιαγραφεί το προφίλ του μέσου Έλληνα πολίτη, όπως αυτό διαγράφεται από τις απαντήσεις του σε θέματα κλειδιά (αιτίες της κρίσης, παιδεία, εμπιστοσύνη στους θεσμούς διακυβέρνησης κ.ά.), αλλά και από την εικόνα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του και τα πολιτικά ρεύματα που τον εκφράζουν καλύτερα.

Η νέα κανονικότητα  συνεπάγεται την επαναποδοχή της Ε.Ε. που οδηγεί σταδιακά προς τη μετατροπή "του πολιτικού κυνισμού σε πολιτικό πραγματισμό". Ο Έλληνας εμμένει στην παραμονή της χώρας τόσο στην Ε.Ε. όσο και στην ευρωζώνη, καθώς θεωρεί ότι με αυτό τον τρόπο διασφαλίζονται επιτυχέστερα τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.

Όσον αφορά στο κλίμα στα οικονομικά θέματα της Ελλάδας φαίνεται να κυριαρχεί "ο οικονομικός φιλελευθερισμός που όμως όταν συναντά τις τομές της οικονομικής με την κοινωνική πολιτική μεταλλάσσεται σε ένα είδος "συντηρητικού φιλελευθερισμού".

Οι Έλληνες επιζητούν το κράτος ελάχιστης παρέμβασης (μικρός δημόσιος τομέας, χαμηλή φορολογία κ.ά.) που επιτρέπει στην αγορά και στον ιδιωτικό τομέα να δρουν ελεύθερα, αλλά ταυτόχρονα αντιτάσσονται προοδευτικότερων κοινωνικών μέτρων και ενεργειών που θα ανοίξουν την ελληνική οικονομία προς τον έξω κόσμο ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητά της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διστακτικότητας προς την αλλαγή είναι η στάση προς τις ξένες επενδύσεις. Ο Έλληνας, μολονότι αναγνωρίζει τη συνεισφορά των τελευταίων στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην εξέλιξη της τεχνολογίας, παραμένει καχύποπτος και συνεπώς διστακτικός ως προς τον βαθμό κατά τον οποίο η χώρα θα μπορέσει να πλαισιώσει τις ξένες επενδύσεις έτσι ώστε να διασφαλιστούν τα εργασιακά δικαιώματα και η εθνική κυριαρχία.

Επιχειρώντας να κάνουμε μια  "ακτινογραφία" της ελληνικής κοινωνίας,  το τρίπτυχο  των αξόνων "Νέα συστημικότητα/Νέα Κανονικότητα - Ανάγκη για ανάστημα/Υπερηφάνεια - Ανάγκη για προστασία", θα πρέπει να αποτελέσει βάση ανάγνωσης της σύγχρονης κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, αναδεικνύοντας όλες τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν την κοινή γνώμη και τον Έλληνα πολίτη στη σημερινή πραγματικότητα.

Όπως επισημάνθηκε και στην περσινή ανάλυση του κ. Μαραντζίδη, "Η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία με μεικτή κουλτούρα, στην οποία κυριαρχούν οι ευρωπαϊκές ιδέες, ο οικονομικός φιλελευθερισμός αλλά και ο πολιτισμικός συντηρητισμός". H εικόνα αυτή δεν φαίνεται να έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά στη φετινή μέτρηση.

Ποια είναι τα 5 κρίσιμα συμπεράσματα που αναδεικνύει λοιπόν η φετινή έρευνα;

  • Ο ευρωπαϊσμός παραμένει πλειοψηφικό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία και εκδηλώνει ανοδικές τάσεις.
  • Η ιδέα της αποχώρησης από την Ε.Ε. είναι μειοψηφική στην ελληνική κοινωνία.
  • Διαπιστώνεται ενίσχυση της "εθνικής αυτοπεποίθησης" και της "εθνικής υπερηφάνειας".
  • Διαπιστώνεται μικρή συντηρητικοποίηση της κοινωνίας ειδικά σε θέματα που αφορούν πολιτισμικές/κοινωνικές αξίες.
  • Ο οικονομικός φιλελευθερισμός ως αντίληψη παραμένει σε υψηλά επίπεδα.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί το κρίσιμο και βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας, όπως αυτή αποτυπώνεται στη συγκεκριμένη έρευνα: η "ανελαστικότητα στην αλλαγή, ενίοτε και η αντίσταση στην αλλαγή", αντίσταση που την εμποδίζει να προχωρήσει και να λειτουργήσει σε ένα νέο πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας.

Οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις των επόμενων μηνών θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της χώρας και τη στρατηγική κατεύθυνση που θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια. Θα αισθανθεί ο μέσος πολίτης μια μικρή ανακούφιση από το συσσωρευμένο βάρος της κρίσης στις πλάτες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, μετριάζοντας την προσκόλληση στις παραδοσιακές αξίες σε κοινωνικό επίπεδο; Θα καταφέρει η χώρα να δημιουργήσει ένα ρεαλιστικό αφήγημα ανάπυξης στη "μετα–μνημονιακή" εποχή; Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το πώς αυτός ο "διχασμός παράδοσης-νεωτερικότητας"θα λειτουργήσει στη "μετα-μνημονιακή" εποχή.