Αν θέλουμε να βγούμε από την κρίση, χρειάζεται επειγόντως να δρομολογηθούν πολιτικές ανάπτυξης σε όλους τους παραγωγικούς τομείς, ιδίως σε εκείνους στους οποίους η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η έρευνα που πραγματοποίησε η διαΝΕΟσις και παρουσιάζουμε εδώ, αφορά τη δυναμική του πρωτογενούς τομέα της ελληνικής οικονομίας, που περιλαμβάνει τόσο τη φυτική όσο και τη ζωική παραγωγή. Λαμβάνει υπόψη της την παγκόσμια τάση στην αγροτική παραγωγή και διαπιστώνει ότι η παγκοσμιοποίηση την τελευταία εικοσαετία, ενίσχυσε τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στις ΗΠΑ τους συνεταιρισμούς των παραγωγών, οι οποίοι έχουν τη μερίδα του λέοντος στις ροές των αγροτικών προϊόντων διεθνώς.
Η έρευνα αποσκοπεί επομένως να φωτίσει τη σημερινή κατάσταση των ελληνικών συνεταιρισμών, καθώς είναι φανερό ότι το παλιό πέθανε (ακόμα και η περίφημη ΠΑΣΕΓΕΣ αυτοδιαλύθηκε τον Οκτώβριο του 2016) και ένα υπέροχο νέο παιδί μοιάζει έτοιμο να γεννηθεί: οι νέου τύπου συνεταιρισμοί. Αυτοί οι τελευταίοι εξαπλώνονται σε όλη την Ελλάδα, αλλά κινδυνεύουν να πνιγούν από την αδρανή γραφειοκρατία, την αδιαφορία και την εχθρότητα του ελληνικού κράτους.
Στην έρευνα αυτή εξετάζουμε, με βάση επίσημα στοιχεία τα οποία έως τώρα δεν είχαν γίνει γνωστά, τον ακριβή μηχανισμό της φαύλης ανάπτυξης των κρατικοδίαιτων συνεταιρισμών και τις πραγματικές αιτίες της κατάρρευσης τους. Μεταξύ άλλων αυτή η καταγραφή αποκαλύπτει ότι το ελληνικό Δημόσιο συναλλασσόταν για δεκαετίες με συνεταιρισμούς-βιτρίνα.
Μετά από την υποχρεωτική (εκ των μνημονιακών υποχρεώσεων) δημιουργία του Εθνικού Μητρώου, από τους 6.700 ελληνικούς αγροτικούς συνεταιρισμούς απέμειναν λιγότερο από το 10%, μέχρι στιγμής. Οι υπόλοιποι είτε δεν πληρούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις, είτε ήταν πρακτικά εικονικοί.
Η έρευνα, χρησιμοποιώντας στοιχεία των εκκαθαριστών των χρεοκοπημένων συνεταιρισμών (τα στοιχεία είναι στη διάθεση της διαΝΕΟσις), ανατέμνει το μηχανισμό του ομφάλιου λώρου μεταξύ των κρατικοδίαιτων συνεταιρισμών και του πελατειακού κομματικού συστήματος και πελατειακού κράτους. Αυτή η σχέση ευνούχισε, παρέλυσε και, τελικά, οδήγησε τους συνεταιρισμούς στην απαξίωση και στη χρεωκοπία.
Διερευνούμε, επίσης, το αν πράγματι η Ελλάδα έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα στον πρωτογενή τομέα. Η απάντηση είναι σαρωτική: η χώρα μας έχει τεράστια περιθώρια και προοπτικές αγροτικής και κτηνοτροφικής ανάπτυξης, συγκριτικά και ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα. Ωστόσο κανένας κεντρικός σχεδιασμός δεν υπάρχει για τη μετατροπή αυτών των συγκριτικών πλεονεκτημάτων σε μοχλούς ανάπτυξης.
Εξετάζουμε επίσης την συγκεχυμένη έως σήμερα έννοια του «Έλληνα αγρότη». Πώς ορίζονται, πόσοι και ποιοι είναι σήμερα οι κατ’ επάγγελμα αγρότες; Παρουσιάζουμε τα θετικά βήματα ξεκαθαρίσματος που έγιναν το τελευταίο διάστημα, αλλά και τα κενά και τις γκρίζες ζώνες που ακόμα επιβιώνουν εκεί όπου θα έπρεπε να κυριαρχεί το αυτονόητο.
Μεταξύ άλλων, εξετάζουμε αστικούς μύθους, όπως την πεποίθηση ότι υπάρχει μια «στροφή στην ύπαιθρο» μέσα στην κρίση. Τα στοιχεία είναι κατηγορηματικά: ποσοτικά τουλάχιστον, δεν υπάρχει καμία αύξηση της προσέλευσης εργαζομένων στην ύπαιθρο. Το αντίθετο ισχύει μάλιστα. Εννιά στους δέκα πολίτες που μετείχαν την τελευταία δεκαετία στο χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση πρόγραμμα Νέων Αγροτών, στη συνέχεια εγκατέλειψαν την ενασχόληση τους με τα αγροτικά και επέστρεψαν στην πόλη. Ενδεικτικό είναι το γράφημα που δημοσιεύεται –ίσως για πρώτη φορά- και στον οποίο φαίνεται πως οι γεννηθέντες το 1997 ασφαλισμένοι στον ΟΓΑ, είναι πανελλαδικά 32 (ολογράφως τριάντα δύο) άτομα! Αυτοί οι 32 κατ’ επάγγελμα αγρότες, με τις εισφορές τους, θα κληθούν να χρηματοδοτήσουν ένα Ταμείο το οποίο συμπεριλαμβάνει με τον ένα ή άλλο τρόπο πάνω από 500.000 «δικαιούχους».
Αυτό που συμβαίνει όμως -και αποτελεί το αντικείμενο του δεύτερου μέρους της έρευνας- είναι ότι ναι μεν δεν υπάρχει ποσοτική διαφορά στην προσέλευση στην πρωτογενή παραγωγή, υπάρχει, όμως, μια ουσιαστική ποιοτική διαφορά. Οι νέοι που προσέρχονται στο αγροτικό επάγγελμα, αλλά και ένα καθόλου ευκαταφρόνητο τμήμα των ήδη επαγγελματιών αγροτών ή κτηνοτρόφων, βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση απέναντι σε όλες τις συνήθεις πρακτικές μιζέριας και υστέρησης στον αγροτικό χώρο. Υπάρχει μια ριζική αλλαγή νοοτροπίας. Μια «κάθετη» απόρριψη του κρατικοδίαιτου συνεταιριστικού ή αγροτικού «κινήματος», και η αναζήτηση νέων τρόπων παραγωγής και εμπορίας των αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων.
Αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές είτε καινοτόμων αγροτικών επιχειρήσεων, είτε επιχειρηματικών clusters είτε, ιδίως, νέου τύπου επιχειρηματικών συνεταιρισμών. Νέοι κυρίως αγρότες ή κτηνοτρόφοι δημιουργούν ενώσεις παραγωγών στηριγμένες στη λογική της επιχειρηματικότητας, του αντα- γωνισμού, της καινοτομίας και της ποιότητας. Αυτοί οι αγρότες βρίσκονται στην αιχμή των μεγάλων ευρωπαϊκών ανακατατάξεων στον γεωργικό τομέα. Μόνον οι πρωταγωνιστές των νέου τύπου συνεταιρισμών είναι σε θέση να περάσουν στην εποχή της ψηφιακής γεωργίας, στις προδιαγραφές της γεωργίας ακριβείας. Ορισμένοι από τους συνεταιρισμούς νέου τύπου που παρουσιάζονται στην έρευνα, βρίσκονται σήμερα στην τεχνολογική πρωτοπορία της Ευρώπης, στον τομέα του ο καθένας.
Η μελέτη αυτών των περιπτώσεων καθιστά φανερό ότι μέσω των επιχειρηματικών -και όχι κρατικοδίαιτων- συνεταιρισμών μπορεί να διασφαλιστεί η καινοτομία στην παραγωγή και στην εμπορία, καθώς και η σύνδεση των παραγωγικών μονάδων με Πανεπιστήμια και ΤΕΙ (ναι, συμβαίνει και αυτό και έχει συνήθως εξαιρετικά θετικά αποτελέσματα). Άλλωστε, λόγω του μικρού κλήρου (μέσος όρος 34 στρέμματα ανά παραγωγό), μόνο με τη δημιουργία ισχυρών συνεταιρισμών με επιχειρηματικό πνεύμα και λογική ανταγωνιστικότητας μπορεί να επιτευχθεί υψηλή εθνική παραγωγή, έτσι ώστε να υποκατασταθούν οι εισαγωγές και να ενισχυθούν οι εξαγωγές.
Επιπλέον, η έρευνα δείχνει ότι οι συνεταιρισμοί νέου τύπου καλλιεργούν τη λογική ευρύτερων συνεργειών. Για παράδειγμα, ο συνεταιρισμός ΘΕΣγάλα στη Λάρισα υποστηρίζει και βοηθά έναν νέο επιχειρηματία, απόφοιτο των ΤΕΙ, στην προσπάθειά του να παράγει ζωοτροφές σε εναέριες, υδροπονικές, εν σειρά καλλιέργειες, ενώ έχει σύμβαση με επιχειρηματία, απόφοιτο του Πολυτεχνείου, ο οποίος, συλλέγοντας τις σβουνιές από τις φάρμες του συνεταιρισμού, τροφοδοτεί την μονάδα παραγωγής ενέργειας που έχει δημιουργήσει, πουλώντας ρεύμα από μεθάνιο στη ΔΕΗ.
Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση και κυριαρχεί στους συνεταιρισμούς νέου τύπου είναι η ισχυρή αυτοπεποίθηση εθνικών πρωταθλητών που τους διακρίνει, μαζί με έναν υγιή πατριωτισμό. Μελετώντας τους διάφορους τέτοιους συνεταιρισμούς για τις ανάγκες αυτής της έρευνας, από τον Έβρο ως τα Καλάβρυτα, χωρίς να έχουν καμία συνεννόηση μεταξύ τους, διαπιστώνει κανείς ότι όλοι υπηρετούν έναν κοινό κανόνα, ένα κοινό πνεύμα: Αυτοί οι επιχειρηματίες επιδιώκουν παντού ακραία διαφάνεια στις προμήθειες κάθε είδους, αλλά η επιλογή γίνεται πάντοτε μεταξύ ελληνικών εταιρειών. Και όταν δεν υπάρχει εθνική παραγωγή, είτε κάποιας ζωοτροφής, είτε πχ. μιας ειδικής συσκευασίας, ενθαρρύνουν ελληνικές μονάδες να προχωρήσουν στην παραγωγή, παρέχοντας την εγγύηση της συμβολαιακής γεωργίας.
Η έρευνα παρακολουθεί τα βήματα αυτών των πρωτοπόρων, τον τρόπο δράσης τους, τον κώδικα που διαμορφώνουν στη σχέση τους με το κράτος. Συγκεκριμένα, δεν θέλουν καμία σχέση με το κράτος. Απαιτούν από αυτό να κάνει τη δουλειά του, όχι παρεμβαίνοντας καθ’ οποιονδήποτε τρόπο στους συνεταιρισμούς, αλλά αίροντας τα εκατοντάδες μικρά και μεγάλα γραφειοκρατικά εμπόδια που εμποδίζουν και στραγγαλίζουν κάθε υγιή επιχειρηματική προσπάθεια.
Στο τέλος της έρευνας φιλοξενούνται συνεντεύξεις ορισμένων από τους πρωταγωνιστές αυτού του νέου κύκλου. Η αυθεντικότητα και η ευθύτητα του λόγου τους θυμίζει ότι κάθε ατομική και -ιδίως- συλλογική προσπάθεια δεν είναι μόνον θέμα νου, σχεδίου και θέλησης, αλλά και υπόθεση καρδιάς, της ποιότητας των ανθρώπων και του ήθους τους.
Οι συνεταιρισμοί νέου τύπου, είναι υπόθεση πολιτών νέου τύπου. Υπόθεση μιας διαφορετικής κοινωνίας, και ενός διαφορετικού κράτους.
Νεοι Επιχειρηματικοί Συνεταιρισμοί Στην Ελλάδα [PDF]
Τι μπορεί όμως να γίνει για να ενισχυθούν και να μακροημερεύσουν αυτοί οι νέου τύπου αγροτικοί συνεταιρισμοί; Η έρευνα οδηγεί σε δύο κατηγορίες συμπερασμάτων. Κατ’ αρχάς, γνωρίζουμε πια όλοι καλώς τι δεν πρέπει (αλλά και δεν μπορεί) να επαναληφθεί στον αγροτικό χώρο. Κρατικοδίαιτοι συνεταιρισμοί και «πονηροί» ατομικοί παραγωγοί, με επιδοτήσεις και θαλασσοδάνεια, είτε από εθνικούς πόρους, είτε από τους «κουτόφραγκους», δεν προβλέπεται να επιβιώσουν τις επόμενες δεκαετίες. Η χρεοκοπία της χώρας διέρρηξε βιαίως την παράδοση σχεδόν διακοσίων χρόνων στρεβλής σχέσης του Έλληνα αγρότη με το πελατειακό κράτος.
Διέρρηξε επίσης -οριστικά- τη σχέση προσοδοθηρίας με τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, όπως εμβληματικά την είχε εγκαινιάσει το ελληνικό πολιτικό σύστημα, με τον αείμνηστο και αξιοπρεπή Γεώργιο Ράλλη που αναγκάστηκε ενόψει εκλογών να μοιράζει το καλοκαίρι του 1981 τις ευρωπαϊκές επιταγές στα καφενεία των χωριών. Αυτή η σχέση, όσο και εάν υπάρχουν κόμματα, επίδοξοι πολιτικοί ηγέτες, συνεταιριστές και συνδικαλιστές «ζόμπι» που υπόσχονται ανάσταση νεκρών, δεν μπορεί να αναβιώσει. Κατ’ αρχάς διότι το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να την χρηματοδοτήσει ούτε κατ’ ελάχιστον. Δεν μπορεί, επίσης, διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει πια στοχευμένες πολιτικές ανταγωνισμού που αφήνουν όλο και λιγότερο χώρο στην παραδοσιακή επιδότηση (η οποία ελέγχεται, άλλωστε, όλο και αυστηρότερα ως προς τους δικαιούχους).
Η κρατικά προστατευμένη, προσοδοθηρική γεωργία έχει τελειώσει οριστικά.
Αυτού του είδους η κρατικά προστατευμένη, προσοδοθηρική γεωργία έχει τελειώσει οριστικά. Αντίθετα, ο ορίζοντας του 21ου αιώνα είναι η ποιοτική ανταγωνιστική γεωργία και κτηνοτροφία, στηριγμένη στις ψηφιακές τεχνολογίες αιχμής, συμβάλλοντας μέσω της γεωργίας ακριβείας στην παραγωγή προϊόντων όχι απλώς «βιολογικών», αλλά με αποτύπωμα συμβολής στην κλιματική ισορροπία, την ορθή διαχείριση των υδάτινων πόρων, το ενεργειακό αποτύπωμα κάθε προϊόντος κ.λπ. Εκεί στρέφεται η νέα ΚΑΠ, εκεί διαμορφώνεται η αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής πρωτογενούς παραγωγής. Είναι θέμα ζωής και θανάτου της ελληνικής αγροτικής οικονομίας το να στραφεί αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Διότι, στα πέντε σενάρια τα οποία κατέθεσε η Κομισιόν για το μέλλον της ΚΑΠ μετά το Brexit, τα τέσσερα σενάρια στηρίζονταν σε περικοπές και σοβαρές μειώσεις στη χρηματοδότηση, η δε γερμανική πρόταση που -θεωρητικά- δεν περιλαμβάνει περικοπές, περιλαμβάνει όλα εκείνα που δυσκολεύουν όσους δεν είναι "Γερμανοί" να την εγκολπωθούν και να την εφαρμόσουν.
Εδώ, μια χρήσιμη παρένθεση επί των συμπερασμάτων. Ίσως αντί να χρησιμοποιούμε τους Γερμανούς ως στόχους εθνικής εκτόνωσης, να άξιζε να παρακολουθούμε το πώς απαντούν στα κοινά προβλήματα. Για παράδειγμα, σε όλη την Ευρώπη –και ακόμα πιο έντονα στην Ελλάδα- παρατηρείται μια δυσκολία στη μεταβίβαση της γης από τους ηλικιωμένους αγρότες στα παιδιά τους ή σε συγγενείς τους. Αυτό δρα ιδιαίτερα ανασταλτικά στην καινοτομία, καθώς αποθαρρύνονται οι νέοι από τον γονέα-ιδιοκτήτη της γης να τολμήσουν κάτι καινούργιο. (Στο πλήρες κείμενο της έρευνας, ο Μάρκος Λέγκας του συνεταιρισμού 7 Grapes εξηγεί ιδιαίτερα γλαφυρά στην έρευνα μας τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της επιμονής των ηλικιωμένων αγροτών στην ιδιοκτησία). Σε όλες της χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης η απάντηση στο κοινό πρόβλημα είναι το πρόγραμμα ενίσχυσης των Νέων Αγροτών. Μια χώρα (αρ. 1) πρωτοτύπησε: η Γερμανία. Στη Γερμανία, πέραν των ενισχύσεων στους νέους αγρότες, επέλεξαν το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης “Hofabgabeklausel”, σύμφωνα με το οποίο οι αγρότες ιδιοκτήτες γης, προκειμένου να εισπράξουν τη σύνταξη γήρατος, οφείλουν να παραιτούνται από τα δικαιώματα επί της γεωργικής εκμετάλλευσης. Έτσι, η Γερμανία είναι η μόνη χώρα των 28 η οποία έχει πετύχει την αναγκαία ηλικιακή ανανέωση και τη δόμηση της γεωργίας σε επιχειρηματικά πρότυπα. Κλείνει η παρένθεση.
Από αυτή την έρευνα προκύπτει ότι ο πρωτογενής τομέας επέδειξε ιδιαίτερη ανθεκτικότητα στην κρίση σε σχέση με άλλους τομείς της οικονομίας, και μάλιστα συμβάλλει ουσιαστικά στην αύξηση των εξαγωγών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος ο Αγροδιατροφικός τομέας στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 3% του ΑΕΠ, έναντι μέσου όρου 1,5% του ΑΕΠ της Ε.Ε. των 28. Η έρευνα έδειξε όμως και άλλες δύο πραγματικότητες: πρώτον, ότι υπάρχει τεράστιο πεδίο αύξησης της παραγωγικότητας και δεύτερον, ότι το ελληνικό κράτος δεν έχει ένα κεντρικό αγροτικό αναπτυξιακό σχέδιο, το οποίο μάλιστα να εξειδικεύεται κατά κλάδο, προϊόν ή περιφέρεια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος ο Αγροδιατροφικός τομέας στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 3% του ΑΕΠ, έναντι μέσου όρου 1,5% του ΑΕΠ της Ε.Ε. των 28
Προσοχή όμως. Αυτή η αδυναμία του ελληνικού κράτους δεν σημαίνει ότι έχουμε έλλειψη γνώσης ή έλλειψη μελετών για όλα -σχεδόν- τα μικρά ή μεγάλα ζητήματα της πρωτογενούς παραγωγής, είτε της φυτικής, είτε της ζωικής. Το αντίθετο μάλιστα. Υπάρχουν πολλές, ουσιαστικές και άμεσης εφαρμοστικότητας μελέτες από Πανεπιστήμια, ΤΕΙ, κρατικούς φορείς, τμήματα μελετών των Τραπεζών, ιδιωτικών φορέων, για όλα τα κρίσιμα ζητήματα της αγροτικής ανάπτυξης. Μόλις πρόσφατα, το 2015 και 2016, η κωδικοποίηση ενός αναπτυξιακού σχεδίου στον πρωτογενή τομέα από την PWC είναι εντυπωσιακά καίρια: δυο μελέτες, η «Produits du soleil: the largest food and beverage company in Greece» και η «Stars & Zombies, Βιομηχανία τροφίμων και ποτών», σε κάνουν να αναρωτιέσαι γιατί το ελληνικό κράτος δεν υιοθετεί και δεν εφαρμόζει κεντρικά αυτή την αναπτυξιακή γραμμή. Εύχεται κανείς, να μην είναι ακριβής η εξήγηση του Εντεταλμένου Συμβούλου της PWC, του ιδιαίτερα έμπειρου Κώστα Μητρόπουλου: «ο τόπος μας δυστυχώς δεν μπορεί να χειριστεί τη μεγάλη κλίμακα».
Επιβάλλεται λοιπόν να υπάρξει μια ευρεία συναίνεση γύρω από έναν εθνικό αναπτυξιακό σχεδιασμό συνολικά και στον πρωτογενή τομέα ειδικότερα.
Είναι ανάγκη να υπάρξει συνολικά μια αλλαγή νοοτροπίας και πρακτικής στον χειρισμό των επενδύσεων. Χρειάζεται η στήριξη της παραγωγικότητας με βάθος και προοπτική, και όχι απλώς ως «επιχειρηματικότητα» των κοινοτικών προγραμμάτων.
Την ίδια στιγμή, είναι ανάγκη να υπάρξει συνολικά μια αλλαγή νοοτροπίας και πρακτικής στον χειρισμό των επενδύσεων. Χρειάζεται η στήριξη της παραγωγικότητας με βάθος και προοπτική, και όχι απλώς ως «επιχειρηματικότητα» των κοινοτικών προγραμμάτων, που καταλήγουν να είναι μεταμφιεσμένα επιδόματα ανεργίας του ΟΑΕΔ. Είναι το ζήτημα που ανέδειξε η έρευνα της διαΝΕΟσις για το ΕΣΠΑ και μελέτησε πρόσφατα και ο ΣΕΒ.
διαβάστε ακόμα
ΕΣΠΑ: Μια Περίεργη, Πολύτιμη, Πολύπλοκη Ιστορία
Σύμφωνα λοιπόν με τον ΣΕΒ, μέσα στην πρώτη εξαετία της κρίσης (2009- 2015) σχεδόν διπλασιάστηκαν (από 4,9% το 2009 στο 7,9% το 2015) οι επενδύσεις σε κλάδους των «λοιπών υπηρεσιών», σε δραστηριότητες δηλαδή χαμηλών αποσβέσεων και μικρής προστιθέμενης αξίας, ένας κλάδος που περιλαμβάνει τις επισκευές συσκευών, ειδών προσωπικού και οικιακού εξοπλισμού, καθαριστήρια, κομμωτήρια, κουρεία, κέντρα αισθητικής, γυμναστήρια, ακόμα και γραφεία κηδειών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επενδύσεις της κατηγορίας αυτής το 2015 ανήλθαν σε 1,3 δισ. ευρώ, όταν, την ίδια περίοδο, οι επενδύσεις στη γεωργία δεν ξεπέρασαν το 1,142 δισ. ευρώ. Ακόμα χειρότερα: από το 1,142 δισ. ευρώ που επενδύθηκαν στον αγροτικό τομέα το 2015, τα 798,4 εκατ. ήταν δαπάνες για μηχανήματα, τα 153,2 εκατ. δαπάνες για μεταφορικά μέσα, τα 87,5 κατασκευές και μόλις 91,9 εκατ. σε καλλιεργούμενους βιολογικούς πόρους και 11 εκατ. σε προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας. Είναι καλό σημάδι -για μια αρχή- ότι ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Ευ. Αποστόλου δήλωσε ότι δεν θα υπάγεται πλέον στις χρηματοδοτήσεις η αγορά τρακτέρ.
Ωστόσο το «συμπέρασμα των συμπερασμάτων» της έρευνας είναι ότι όλα όσα προαναφέραμε, το αναπτυξιακό σχέδιο για τον πρωτογενή τομέα, η εξειδίκευση του ανά προϊόν και περιφέρεια, η επιστράτευση όλων των μηχανισμών του κράτους στην υπηρεσία αυτού του σχεδίου, η καίρια κατεύθυνση των επενδυτικών πόρων, ιδίως των 6 δισ. ευρώ της κοινοτικής προγραμματικής περιόδου, η επιστράτευση των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ στην έρευνα κτλ., δεν έχουν κανένα νόημα, αν κύριος αναπτυξιακός φορέας δεν θεωρηθεί ο συνεταιρισμός νέου τύπου. Οι επιχειρηματικοί συνεταιρισμοί που ανθίζουν ιδιαίτερα την τελευταία επταετία παντού στην Ελλάδα, αποτελούν το μόνο λειτουργικό μοχλό ανάπτυξης σε μεγάλη κλίμακα. Φυσικά και μπορούν να υπάρξουν λαμπρές ιδιωτικές εταιρείες ή επιχειρηματικά cluster στον πρωτογενή τομέα. Αλλά, δεδομένης της ιδιαιτερότητας του μικρού κλήρου στη γη και τη μορφή της ιδιοκτησίας του ζωικού κεφαλαίου, ο συνεταιρισμός νέου τύπου αποτελεί τη μόνη προοπτική δημιουργίας μονάδων κλίμακας, με ασφαλές εισόδημα για τον παραγωγό, ποιοτικό και ανταγωνιστικό προϊόν, με εξαγωγικές δυνατότητες, για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων αγροτών.
Οι επιχειρηματικοί συνεταιρισμοί αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα που έχει κάθε είδους επιχείρηση στη σχέση της με το ελληνικό κράτος. Υπάρχει όμως στους συνεταιρισμούς, είτε φυτικού, είτε ζωικού κεφαλαίου, μια ειδική πρόσθετη παράμετρος, η οποία θα κρίνει το μέλλον του γεωργικού τομέα της οικονομίας. Η παράμετρος αυτή είναι ότι το κράτος στην Ελλάδα δεν αποθαρρύνει απλώς την υγιή επιχειρηματικότητα, αλλά ευνοεί την παραοικονομία, τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή, τις «μαύρες» συναλλαγές «κάτω από το τραπέζι», έτσι ώστε ο αγρότης και ο κτηνοτρόφος να αποφεύγουν την ένταξη στους συνεταιρισμούς, όπου όλα -υποχρεωτικά- είναι διαυγή, διαφανή και υπάγονται σε πλήρη φορολογικό και ασφαλιστικό έλεγχο.
Ας δούμε το θέμα συγκεκριμένα, μέσα από την καταγγελία των παραγωγών σκόρδου του Πλατύκαμπου Λάρισας στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, οι οποίοι ζητούν από το σύνολο των αρμόδιων αρχών και ιδίως την Δίωξη Οικονομικού Εγκλήματος να πραγματοποιήσουν ελέγχους στην περιοχή του Πλατύκαμπου, ώστε να αντιμετωπιστεί η ευρείας έκτασης «μαύρη αγορά» στην περιοχή. Αναφέρουν συγκεκριμένα ότι οι νόμιμοι καλλιεργητές είναι 70 παραγωγοί, οι οποίοι δηλώνουν στον ΟΣΔΕ τα 1.500 στρέμματα που καλλιεργούν. Υπολογίζεται, όμως, ότι φέτος καλλιεργούνται στην περιοχή 3.500 στρέμματα σκόρδου. Πρόκειται για ετεροεπαγγελματίες που καλλιεργούν και εμπορεύονται λαθραία σκόρδα σε 2.000 στρέμματα, χωρίς τήρηση καμιάς νόμιμης διαδικασίας. Οι νόμιμοι καλλιεργητές επισημαίνουν στην καταγγελία τους ότι «εάν η Πολιτεία έχει τη βούληση να αντιμετωπίσει σθεναρά το ζήτημα, μπορεί να το κάνει, εντοπίζοντας μέσω των δηλώσεων ΟΣΔΕ όσους ιδιοκτήτες μισθώνουν τα χωράφια τους χωρίς ενοικιαστήρια». Παράλληλα, υπενθυμίζουν στην κυβέρνηση τις εξαγγελίες (που δεν τηρούνται) ότι «κανένα γεωργικό προϊόν δεν πρέπει να διακινείται χωρίς τιμολόγιο παραγωγού».
Φυσικό αποτέλεσμα είναι να «τσακίσει» η τιμή του σκόρδου, να γονατίσουν οι νόμιμοι παραγωγοί και να πανηγυρίζουν οι λαθραίοι και οι αιώνιοι μεσάζοντες-έμποροι, που μπορούν να χειραγωγούν την αγορά και να μην επιτρέπουν στους παραγωγούς να απολαμβάνουν με αξιοπρέπεια τους καρπούς των κόπων τους. Η πώληση χωρίς παραστατικά, με μετρητά και σε μειωμένη τιμή διευρύνεται συνεχώς σε όλη την Ελλάδα. Είναι το αποτέλεσμα της ανυπαρξίας ελεγκτικών μηχανισμών, αλλά και της περίφημης κληρονομιάς του πολυποίκιλου λαϊκισμού «μην πειράζουμε τον μικρό, ας κάνουμε τα στραβά μάτια». Αλλά, όταν εκπαιδεύεις έτσι τον «μικρό αγρότη», σε έναν τυφλό ατομισμό προσπορισμού με αμφίβολο περιστασιακό κέρδος, όταν τον χαρίζεις στην κερδοσκοπία του εμπόρου, όταν του στερείς τη δύναμη της συλλογικότητας, όταν του αποκλείεις την δημιουργία του υγιούς παραγωγικού κέρδους, τότε στερείς τους συνεταιρισμούς από τους φυσικούς μετόχους τους. Καταδικάζεις τους συνεταιρισμούς σε μαρασμό, ακυρώνεις την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, διαιωνίζοντας όλα τα αρνητικά της παραδοσιακής ελληνικής υπαίθρου.
Ας δώσουμε τον λόγο στον Πρόεδρο ενός επιτυχημένου επιχειρηματικού συνεταιρισμού νέου τύπου, τον «Αγροτικό Συνεταιρισμό Κελυφωτό Φιστίκι Μώλου-Θερμοπύλες», Γιάννη Χονδρόπουλο. Ερωτάται ο Γιάννη Χονδρόπουλος (από το AγροΒusiness): «ποια είναι τα σοβαρότερα εμπόδια που έχετε να αντιμετωπίσετε;»
Και η απάντηση του: «Μέχρι και χθες ήταν η φοβία των Ελλήνων καλλιεργητών προς τη συνεταιριστική ιδέα. Από πέρυσι είναι πλέον το νέο Ασφαλιστικό και η δυσβάσταχτη νέα φορολογία των αγροτών, σε συνάρτηση με τη μη καταπολέμηση του παραεμπορίου, λόγω ακριβώς της αυξημένης φορολόγησης του αγροτικού εισοδήματος. Η μη απόδοση κινήτρων, όπως η μείωση της φορολόγησης των μελών των συνεταιρισμών και οι συνδεδεμένες ενισχύσεις στα μέλη των συνεταιρισμών και ιδιαίτερα των ομάδων παραγωγών, ώστε να ανταπεξέλθουν στα προαναφερθέντα υψηλά κόστη παραγωγής και πιστοποίησης. Τώρα πλέον τα μέλη των συνεταιρισμών τιμωρούνται, φορολογούμενα ανηλεώς (καθώς δεν μπορούν να κρύψουν ούτε 1 λεπτό) κρατώντας τη σημαία της esπροβολής του προϊόντος στις διεθνείς αγορές, για να μοσχοπουλάνε οι καλλιεργητές που βρίσκονται εκτός συνεταιρισμών, χωρίς τιμολόγια και χωρίς φορολόγηση, και να χλευάζουν τους συνεταιρισμένους».
Είναι φανερό ότι η επιβίωση της χώρας συναρτάται άμεσα με μία καίρια προϋπόθεση: να υπάρξει ένα πραγματικά σύγχρονο κράτος που θα εγγυηθεί την ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη. Στην πρωτογενή παραγωγή αυτό θα το εγγυηθούν οι επιχειρηματικοί συνεταιρισμοί νέου τύπου. Το υπόδειγμα υπάρχει. Ας το διευκολύνουμε, ώστε το υπόδειγμα να γενικευθεί σε παράδειγμα, και το παράδειγμα να γίνει κανόνας.