Το 27,3% της χερσαίας και το 6% της θαλάσσιας έκτασης της χώρας μας είναι χαρακτηρισμένες ως προστατευόμενες περιοχές, ενταγμένες στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Περιοχών Natura 2000. Το δίκτυο αυτό καλύπτει 26.000 περιοχές και συνολικά το 18% της επιφάνειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προστασία αυτών των περιοχών έχει βοηθήσει στην επιβίωση μερικών από τα πιο εκπληκτικά οικοσυστήματα του κόσμου, ενώ έχει αποδεδειγμένα σημαντικές θετικές συνέπειες για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, τόσο για τη δημόσια υγεία και την κοινωνική συνοχή, αλλά ακόμα και για τον τομέα της οικονομίας.
Οι περιοχές Natura, που κατά κανόνα είναι τα ομορφότερα φυσικά τοπία της Ευρώπης, φυσιολογικά και αναμενόμενα προσελκύουν πολίτες που θέλουν να έρθουν σε επαφή με το φυσικό περιβάλλον. Οι ήπιες μορφές αξιοποίησης που έχουν προκύψει από αυτή την ανάγκη υπολογίζεται ότι συνεισφέρουν έως και 300 δισ. ευρώ το χρόνο (μέχρι 3% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ) στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Στην Ελλάδα αυτές τις περιοχές τις διαχειρίζονται οι επονομαζόμενοι Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (ΦοΔΠΠ), που ιδρύθηκαν πριν από 18 χρόνια γι’ αυτόν τον σκοπό. Δυστυχώς, η λειτουργία τους αποδείχτηκε προβληματική. Μέχρι και σήμερα τέτοιοι φορείς διαχειρίζονται περίπου το 30% των προστατευόμενων περιοχών στην Ελλάδα. Οι υπόλοιπες δεν έχουν κανέναν επίσημο φορέα αρμόδιο για την προστασία και την αξιοποίησή τους. Κι αυτοί που υπάρχουν, δε, έχουν πρόβλημα χρηματοδότησης. Κάθε χρόνο ανανεώνεται η έκτακτη χρηματοδότησή τους από ευρωπαϊκούς πόρους (κάτι που κινείται στα όρια της νομιμότητας) για να μπορέσουν να εξακολουθούν να λειτουργούν.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι υπάρχοντες φορείς να αδυνατούν να προστατεύσουν και να αξιοποιήσουν τις περιοχές που βρίσκονται στην αρμοδιότητά τους, και βέβαια η πλειοψηφία των προστατευόμενων περιοχών στην Ελλάδα να μένουν στην πράξη εντελώς απροστάτευτες.
Η διαΝΕΟσις συγκέντρωσε μια ομάδα μελετητών που αποτύπωσε το πρόβλημα, μελέτησε τον τρόπο με τον οποίο άλλες ευρωπαϊκές χώρες διαχειρίζονται τις προστατευόμενες περιοχές τους, και καταλήγει σε μια νέα πρόταση για τη διαχείριση, την προστασία και την αξιοποίησή τους στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο της διαβούλευσης του νέου νόμου που θα ορίζει τη λειτουργία αυτών των διαχειριστικών αρχών, έχουμε ήδη καταθέσει αυτές τις προτάσεις στους αρμόδιους φορείς της πολιτείας.
Κυρίως, όμως, η έρευνά μας καταγράφει για πρώτη φορά τα δυνητικά οφέλη από την εφαρμογή αυτών των προτάσεων. Θα ήταν θεαματικά.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, αν ένα 40% των περιοχών Natura 2000 της χώρας αναδεικνύονταν και αξιοποιούνταν όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να εξασφαλίζει επιπλέον έσοδα έως και 2 δισ. ευρώ το χρόνο, και να εξασφαλίζει και περισσότερες από 15.000 θέσεις εργασίας.
Είναι άλλη μια μεγάλη ευκαιρία που η χώρα μας αφήνει ανεκμετάλλευτη.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την έρευνα της διαΝΕΟσις εδώ. Παρακάτω μπορείτε να δείτε συνοπτικά τα βασικά της συμπεράσματα.
Στην Ελλάδα οι πρώτες προσπάθειες προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος χρονολογούνται από το 1937, με την ανακήρυξη των πρώτων "Εθνικών Δρυμών" στον Όλυμπο και τον Παρνασσό. Ακολούθησαν μια σειρά από άλλα προγράμματα προστασίας ("αισθητικά δάση", "προστατευόμενα φυσικά μνημεία" κ.λπ.). Το 1992 η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιούργησε το πρόγραμμα Natura 2000, με σκοπό τη δημιουργία ενός δικτύου προστατευόμενων περιοχών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι περιοχές αυτές είναι δύο ειδών: Οι "Ζώνες Ειδικής Προστασίας" στοχεύουν στην προστασία της ορνιθοπανίδας συγκεκριμένα, ενώ οι "Ειδικές Ζώνες Διατήρησης" είναι όλες οι υπόλοιπες περιοχές που έχουν προταθεί από τα κράτη-μέλη και έχουν κριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως άξιες προστασίας.
Στην Ελλάδα υπάρχουν συνολικά 419 περιοχές που έχουν ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000. Αυτές περιλαμβάνουν φυσικά και τους 10 Εθνικούς Δρυμούς, τους Υγροτόπους Διεθνούς Σημασίας που προστατεύονται από τη Συνθήκη Ραμσάρ και άλλες σημαντικές περιοχές. Από το δάσος της Δαδιάς μέχρι τους υγρότοπους του Αμβρακικού κι από τις Πρέσπες μέχρι τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, όλα τα αξιοσημείωτα οικοσυστήματα που χρήζουν προστασίας στην χώρα μας είναι ενταγμένα στο δίκτυο, με την εξαίρεση του θαλάσσιου χώρου, όπου υπάρχουν περιθώρια να ενταχθούν πολύ περισσότερες περιοχές.
Για τη διαχείριση αυτών των περιοχών η ελληνική νομοθεσία προβλέπει τη λειτουργία των επονομαζόμενων Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (ΦοΔΠΠ), που είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου κοινωφελούς χαρακτήρα τα οποία εποπτεύονται από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Αυτοί οι φορείς προβλέπεται να στελεχώνονται με μέχρι και 20 άτομα επιστημονικό προσωπικό, 10 άτομα διοικητικό προσωπικό και έναν προϊστάμενο διεύθυνσης ο κάθε ένας, ενώ διοικούνται από διοικητικά συμβούλια 7 ως 11 άμισθων μελών, που αποτελούνται από εκπροσώπους υπουργείων, των οικείων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, περιβαλλοντικών οργανώσεων καθώς και από επιστήμονες. Τόσο το Δ.Σ. όσο και ο Πρόεδρός του διορίζονται από τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας με υπουργική απόφαση. Οι αρμοδιότητές τους είναι εκτενείς και περιλαμβάνουν από την κατασκευή έργων υποδομής στις περιοχές που διαχειρίζονται και τη μίσθωση δημοσίων εκτάσεων, μέχρι την κατάρτιση μελετών και ερευνών, και τη χορήγηση σήματος ποιότητας σε επιχειρήσεις εντός των περιοχών. Η χρηματοδότησή τους μπορεί θεωρητικά να προέρχεται από τον προϋπολογισμό του υπουργείου, κοινοτικούς πόρους ή και έσοδα από την αξιοποίηση και την εκμετάλλευση της προστατευόμενης περιοχής.
Σήμερα υπάρχουν συνολικά 28 ΦοΔΠΠ, οι οποίοι καλύπτουν συνολικά μόνο 95 από τις 419 προστατευόμενες περιοχές της χώρας.
Σήμερα υπάρχουν συνολικά 28 ΦοΔΠΠ, οι οποίοι καλύπτουν συνολικά μόνο 95 από τις 419 προστατευόμενες περιοχές της χώρας. Η νομοθεσία προβλέπει ότι σε περίπτωση που δεν έχει συσταθεί ΦοΔΠΠ για τη διαχείριση μιας περιοχής, μπορεί να ανατεθεί αυτή η δουλειά σε άλλους φορείς ή υπηρεσίες, σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, ακόμα και σε ΑΕΙ. Για να ανατεθεί σε φορέα του Δημοσίου πρέπει να υπάρξει Προεδρικό Διάταγμα, αλλά σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μπορεί να ανατεθεί με μια απλή σύμβαση. Στην πράξη, όμως, όλες οι προστατευόμενες περιοχές που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητα κάποιου ΦοΔΠΠ -δηλαδή το 70% της συνολικής έκτασης των προστατευόμενων περιοχών της χώρας-, δεν ανήκουν στην αρμοδιότητα κανενός. Δεν υπάρχει κανένας φορέας υπεύθυνος για την προστασία τους.
Επιπλέον, και αυτοί οι ανεπαρκείς ΦοΔΠΠ που υπάρχουν αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και ελλείψεις, τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό, όσο και σε υλικοτεχνική υποδομή. Από όλες τις πιθανές πηγές χρηματοδότησης που θα μπορούσαν να έχουν, αξιοποιούνται πλέον μόνο τα κρατικά κονδύλια από το Πράσινο Ταμείο (7,8 εκατ. ευρώ το χρόνο), ενώ μέχρι πρόσφατα στηρίζονταν αποκλειστικά στο ΕΣΠΑ, παρ’ όλο που αυτό τυπικά απαγορεύεται (τα κεφάλαια από τα ευρωπαϊκά ταμεία συνοχής προορίζονται για να χρηματοδοτούν συγκεκριμένα προγράμματα, και όχι πάγιες ανάγκες του Δημοσίου). Υπάρχει πολύ σοβαρό πρόβλημα σχεδιασμού και προσλήψεων, πρόβλημα διοίκησης (όλοι οι ΦοΔΠΠ διοικούνται λίγο-πολύ από εθελοντές-μέλη του Δ.Σ., χωρίς να υπάρχει εκτελεστικός διευθυντής), ενώ ο κάθε ΦοΔΠΠ έχει και διαφορετικό κανονισμό λειτουργίας και οργάνωσης. Οι υπάρχοντες φορείς, λοιπόν, είναι κατά κανόνα αδύνατον να υπηρετήσουν επαρκώς τις πάρα πολλές και ιδιαίτερα σύνθετες αρμοδιότητές τους, που απαιτούν γνώσεις και ικανότητες διαχείρισης οικοτόπων, εμπειρία στη λήψη αποφάσεων και τον σχεδιασμό δράσεων, καθώς και ικανότητες επικοινωνίας, ενημέρωσης και συντονισμού επιμέρους ομάδων.
Και οι συνέπειες δεν έχουν να κάνουν μόνο με την προστασία και την αξιοποίηση των συγκεκριμένων περιοχών. Ως χώρα κινδυνεύουμε και με πρόστιμο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το 2016 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστειλε στην Ελλάδα αιτιολογημένη γνώμη με την οποία την καλεί να "θεσπίσει κατάλληλο επίπεδο προστασίας των περιοχών Natura 2000", καθώς η χώρα μας δεν έχει υλοποιήσει τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία και τη διατήρηση των συγκεκριμένων περιοχών. Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση η χώρα μας θα παραπεμφθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Μόλις τον Οκτώβριο του 2017 το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας προκήρυξε διαγωνισμό για τις απαραίτητες μελέτες, τα σχέδια Προεδρικών Διαταγμάτων και τα Σχέδια Διαχείρισης των περιοχών Natura. Ο συνολικός σχεδιασμός αναμένεται να ολοκληρωθεί σε τρία χρόνια.
Πώς όμως διαχειρίζονται τις περιοχές Natura 2000 οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες; Η έρευνα εξετάζει μια σειρά από συγκεκριμένα παραδείγματα.
Στη Φινλανδία, ας πούμε, υπάρχει ένας ειδικός οργανισμός (National Heritage Service of Metsähallitus) που εποπτεύεται από το υπουργείο Γεωργίας και διαχειρίζεται τις προστατευόμενες περιοχές. Εκπονεί και υλοποιεί ειδικά διαχειριστικά σχέδια για τις περιοχές που είναι εθνικά πάρκα ή ζώνες άγριας φύσης, ενώ στις υπόλοιπες διοικεί με βάση τα υφιστάμενα διαχειριστικά σχέδια. Ο οργανισμός αυτός έχει και καθαρά επιχειρηματικό σκέλος, που αφορά την αξιοποίηση αυτών των περιοχών. Αυτή η δραστηριότητα αποφέρει κέρδη ύψους 100 εκ. ευρώ το χρόνο στην οικονομία της χώρας.
διαβάστε ακόμα
Η διαΝΕΟσις Συμμετέχει Στη Δημόσια Διαβούλευση Για Τις Προστατευόμενες Περιοχές Natura 2000 Με Μία Νέα Έρευνα
Στη Δανία κάθε περιοχή Natura 2000 έχει δικό της σχέδιο διαχείρισης, που εκπονείται σε κεντρικό επίπεδο από το υπουργείο Περιβάλλοντος. Το σχέδιο διαχείρισης, το οποίο περνά από μια ανοιχτή διαδικασία διαβούλευσης πριν οριστικοποιηθεί και εγκριθεί, ορίζει με ακρίβεια τις αρμοδιότητες και τις ευθύνες για κάθε φορέα (υπουργεία, τοπική αυτοδιοίκηση, ιδιοκτήτες γης κ.λπ.) σε κάθε περιοχή. Και στο Βέλγιο και στην Ολλανδία γίνεται κάτι παρόμοιο: Τοπική αυτοδιοίκηση και άλλοι τοπικοί φορείς συνεργάζονται με το κεντρικό κράτος για να καταλήξουν σε ακριβή διαχειριστικά σχέδια για κάθε περιοχή.
Η έρευνα καταγράφει τις βέλτιστες πρακτικές σε αυτές και σε ακόμα 9 χώρες, οι οποίες αντιμετωπίζουν το θέμα πιο οργανωμένα και αποτελεσματικά από ό,τι εμείς.
Μελετώντας τις πρακτικές των άλλων χωρών και αναλύοντας τα προβλήματα των υφιστάμενων ελληνικών δομών, αλλά και τις ιδιαιτερότητες της λειτουργίας του ελληνικού κράτους, οι ερευνητές της διαΝΕΟσις κατέληξαν σε μια σειρά από προτάσεις για ένα νέο λειτουργικό μοντέλο διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών.
Για να διαμορφώσουν τις προτάσεις τους βασίστηκαν σε έξι βασικές παραδοχές:
- Η ολοκληρωμένη προστασία και διαχείριση των φυσικών οικοσυστημάτων και των πολιτιστικών στοιχείων στις περιοχές Natura αποτελεί εθνικό πλεονέκτημα και ταυτόχρονα εθνική πρόκληση.
- Μια προστατευόμενη περιοχή δεν είναι ένα κλειστό σύστημα. Η προστασία και βιώσιμη διαχείριση της βιοποικιλότητας εξαρτάται από τις δραστηριότητες τόσο εντός όσο και εκτός των ορίων της κάθε προστατευόμενης περιοχής, αλλά και από το μοντέλο ανάπτυξης σε εθνικό επίπεδο.
- Κάθε προσπάθεια προστασίας μιας περιοχής είναι καταδικασμένη να αποτύχει χωρίς την ουσιαστική και συγκροτημένη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών. Συνεπώς, είναι απαραίτητη η θεσμική συμμετοχή των εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των τοπικών παραγωγικών φορέων.
- Η προστασία του περιβάλλοντος και η βιώσιμη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών αποτελεί ένα δυναμικό σύστημα σύνθεσης της επιστήμης, της νομοθεσίας και της πολιτικής.
- Οι δομές διοίκησης και διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών θα πρέπει να εφαρμόζουν τις εθνικές πολιτικές για το περιβάλλον, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να απελευθερωθούν από τον απόλυτο έλεγχο του κράτους και την απόλυτη οικονομική τους εξάρτηση από αυτό.
- Το νέο λειτουργικό μοντέλο πρέπει να λαμβάνει υπόψη του την ευρύτερη δομή και λειτουργία των δομών του ελληνικού κράτους που σχετίζονται με την προστασία της Φύσης αλλά και ευρύτερα.
Λαμβάνοντας αυτές τις βασικές αρχές υπόψη, η έρευνα προτείνει, μεταξύ άλλων:
- Τη δημιουργία 13 ΦοΔΠΠ στα αντίστοιχα γεωγραφικά όρια των περιφερειών της χώρας.
- Κάθε ΦοΔΠΠ θα αναλαμβάνει την ευθύνη για το σύνολο των προστατευόμενων περιοχών στην περιφέρειά του.
- Στους νέους ΦοΔΠΠ περνά το σύνολο των υποδομών που ανήκουν στους υφιστάμενους ΦοΔΠΠ, οι οποίοι λειτουργικά ενσωματώνονται στους νέους.
- Για προστατευόμενες περιοχές που γεωγραφικά ανήκουν σε περισσότερους του ενός ΦοΔΠΠ, τα διαχειριστικά σχέδια συντάσσονται από κοινού.
- Οι ΦοΔΠΠ διοικούνται από 11μελή διοικητικά συμβούλια που περιλαμβάνουν εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης, περιβαλλοντικών οργανώσεων, του κεντρικού κράτους και αρμόδιους επιστήμονες.
- Εκτός από τον Πρόεδρο του Δ.Σ., κάθε ΦοΔΠΠ θα έχει και Διευθύνοντα Σύμβουλο ο οποίος θα είναι έμμισθο στέλεχος με εμπειρία διοίκησης από τον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα.
- Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας θα συντάξει κοινό, λεπτομερή εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας των ΦοΔΠΠ που θα καλύπτει όλες τις διοικητικές δραστηριότητες όλων των φορέων.
- Κάθε ΦοΔΠΠ θα πρέπει να έχει επαρκές διοικητικό και επιστημονικό προσωπικό, ενώ θα πρέπει να μπορεί να συνάπτει συμβάσεις με φυσικά πρόσωπα και άλλους προμηθευτές.
- Η υπάρχουσα Επιτροπή "Φύση 2000" θα ενεργεί ως Εθνική Επιτροπή Προστατευόμενων Περιοχών, παρακολουθώντας, συντονίζοντας και αξιολογώντας τη λειτουργία των ΦοΔΠΠ.
- Οι σημερινοί ΦοΔΠΠ συγκεντρώνουν μια γιγάντια λίστα από αρμοδιότητες. Προτείνεται να αφαιρεθούν οι κατασκευαστικές και οι ελεγκτικές αρμοδιότητες από τους νέους ΦοΔΠΠ, καθώς συχνά επικαλύπτονται από άλλες υπηρεσίες του κράτους, έχουν μεγάλο κόστος και αμφισβητήσιμα αποτελέσματα. Και η φύλαξη αλλά και η σχεδίαση και κατασκευή υποδομών στις συγκεκριμένες περιοχές θα μπορούν να γίνονται πιο αποτελεσματικά από άλλους φορείς του κράτους.
Η έρευνα περιλαμβάνει λεπτομερείς προτάσεις για τον τρόπο λειτουργίας των νέων ΦοΔΠΠ, τις ακριβείς τους αρμοδιότητες και τη δομή τους, αλλά περιλαμβάνει και ένα ολόκληρο κεφάλαιο για το εξίσου σημαντικό θέμα της χρηματοδότησης. Γιατί προφανώς αυτές οι δομές δεν μπορούν να συνεχίσουν να χρηματοδοτούνται παράτυπα από το ΕΣΠΑ.
Οι εναλλακτικές χρηματοδοτικές πηγές που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:
- Πόροι από πωλήσεις προϊόντων, εκδόσεων, αναμνηστικών ή εισιτηρίων εισόδου (όπως γίνεται, για παράδειγμα, στο φαράγγι της Σαμαριάς).
- Πακέτα χορηγιών, στα οποία μπορούν να περιλαμβάνονται και προς πώληση είδη ή εκδόσεις.
- Χορηγικά προγράμματα ή χρηματοδότηση επιμέρους δράσεων από ελληνικές επιχειρήσεις μέσω προγραμμάτων Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης.
- Εθελοντικές συμφωνίες με ιδιωτικούς φορείς, τουριστικές μονάδες ή άλλες επιχειρήσεις για την κάλυψη κόστους συγκεκριμένων δράσεων.
- Έσοδα από πρόστιμα σε επιχειρήσεις ή δραστηριότητες που παραβιάζουν την περιβαλλοντική νομοθεσία (αυθαίρετη δόμηση, ρύπανση κ.λπ.) ή από το τέλος στις πλαστικές σακούλες μιας χρήσης.
- Συντονισμένη συμμετοχή σε χρηματοδοτικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως το LIFE, ένα πρόγραμμα ειδικά για δράσεις σχετικές με το περιβάλλον και το κλίμα, ο προϋπολογισμός του οποίου για την τρέχουσα προγραμματική περίοδο είναι 3,4 δισ. ευρώ.
Φυσικά, οι φορείς αυτοί θα πρέπει να χρηματοδοτούνται και από το Πράσινο Ταμείο, το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, το οποίο από το 2010 χρηματοδοτεί τα προγράμματα περιβαλλοντικής πολιτικής της χώρας. Δυστυχώς μέσα στην κρίση το 95% των πόρων του Πράσινου Ταμείου χρησιμοποιούνται για τις δαπάνες του κεντρικού κράτους, με αποτέλεσμα να μην αποτελεί αξιόπιστη πηγή χρηματοδότησης για τους ΦοΔΠΠ. Γι' αυτό έχει ίσως περισσότερο νόημα η έμφαση στις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης που αναφέρουμε.
Αυτές οι πηγές σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να μη μοιάζουν επαρκείς, αλλά η επιγραμματική καταγραφή τους τις αδικεί. Μόνο το τέλος στις πλαστικές σακούλες μιας χρήσης, για παράδειγμα, που θα αρχίσει να εφαρμόζεται από το 2018 μετά από σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα μπορούσε να αποφέρει έσοδα από 50 μέχρι 100 εκατομμυρίων ευρώ το χρόνο, θεωρητικά υπερκαλύπτοντας κατά πολύ τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες των 13 ΦοΔΠΠ. Αλλά το σημαντικότερο από όλα τα χρηματοδοτικά εργαλεία, αυτό που θα μπορούσε να είναι το αποδοτικότερο όλων και αυτό που θα εξασφάλιζε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη βιωσιμότητα της αποτελεσματικής διαχείρισης αυτών των περιοχών, είναι η προσεκτικά σχεδιασμένη οικονομική αξιοποίηση τους.
Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι χώρες της Ε.Ε. εισπράττουν έως και 300 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο από την αξιοποίηση των περιοχών Natura 2000.
Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι χώρες της Ε.Ε. εισπράττουν έως και 300 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο από την αξιοποίηση των περιοχών Natura 2000. Καθώς πρόκειται για τις πιο όμορφες, πολύτιμες και ελκυστικές τοποθεσίες της ηπείρου μας, προσελκύουν έως και 2 δισεκατομμύρια επισκέπτες κάθε έτος και δημιουργούν πάνω από 4 εκατομμύρια θέσεις εργασίας που σχετίζονται άμεσα με τη διατήρηση υγιών οικοσυστημάτων. Σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες, η ένταξη μιας περιοχής στο δίκτυο Natura 2000 δεν εξασφαλίζει μόνο την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και την οικονομική ανάπτυξη ολόκληρης της περιοχής.
Στην Αυστρία, για παράδειγμα, κατοικίες που βρίσκονται εντός ή κοντά σε περιοχές Natura 2000 αποκτούν μεγαλύτερη αξία από άλλες, που βρίσκονται πιο μακριά. Στην ίδια χώρα τα δικαιώματα κυνηγιού σε προστατευμένες περιοχές πωλούνται με τιμές έως και 10.000 εύρω. Στο Γκορζ ντου Ταρν της Γαλλίας προσφέρθηκαν συμβόλαια σε αγρότες ώστε να διατηρήσουν τη βόσκηση για να αποφευχθεί η κάλυψη της περιοχής με δενδρώδη βλάστηση, ενώ οι αγρότες ανέλαβαν και την υποχρέωση να αφήνουν τα νεκρά ζώα τους ως τροφή για τα αρπακτικά πουλιά που ευδοκιμούσαν εκεί. Έτσι το συγκεκριμένο φαράγγι είδε τον πληθυσμό των γυπών του να αυξάνεται, και πλέον φιλοξενεί 600 τουριστικές μονάδες και πάνω από 30.000 επισκέπτες τον χρόνο, οι οποίοι έρχονται για να παρατηρήσουν τους γύπες στο πανέμορφο φυσικό τους περιβάλλον. Μετά την εκπόνηση ενός στρατηγικού σχεδίου αξιοποίησης που στοίχισε μόλις 28.000 ευρώ, εξάλλου, το Εθνικό Πάρκο Hoge Kempen στη Φλάνδρα είδε τον αριθμό των επισκεπτών του να διπλασιάζεται (σε 700.000 επισκέπτες το 2007), τα έσοδά του να ανέρχονται σε 20 εκατομμύρια ανά έτος και τη δημιουργία 400 θέσεων εργασίας.
Η έρευνα περιλαμβάνει πολυάριθμα τέτοια παραδείγματα από πολλές χώρες της Ευρώπης, τα οποία αναδεικνύουν και παραδείγματα αποτελεσματικής και αποδοτικής οικονομικής αξιοποίησης αυτών των περιοχών, αλλά και περιπτώσεις αποτελεσματικής προστασίας από περιβαλλοντικές προκλήσεις. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραδειγμάτων ήταν ότι ο φορέας διαχείρισης κάθε περιοχής ήταν συγκεκριμένος, με συγκεκριμένες αρμοδιότητες και συγκεκριμένο, καλά μελετημένο και αποδεκτό από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς σχέδιο διαχείρισης.
Τι θα μπορούσε να περιμένει η Ελλάδα από τις δικές τις προστατευμένες περιοχές Natura 2000, αν αυτές είχαν αποτελεσματικές δομές διαχείρισης και στρατηγικά σχέδια προστασίας και αξιοποίησης;
Οι ερευνητές επιχείρησαν μια εκτίμηση των πιθανών ωφελειών τόσο σε όρους ΑΕΠ όσο και σε δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Χρησιμοποιώντας δεδομένα από μια μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 2011 για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στοιχεία από τον Εθνικό Δρυμό Λευκών Ορέων, που περιλαμβάνει το διάσημο φαράγγι της Σαμαριάς, μια προστατευόμενη περιοχή που υποδέχεται σχεδόν 150.000 επισκέπτες κάθε χρόνο, υπολόγισαν τα δυνητικά έσοδα ανά εκτάριο που μπορούν να εξασφαλίζουν οι περιοχές Natura 2000 στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με την εκτίμηση των ερευνητών, αν αναπτύσσονταν δράσεις αξιοποίησης στο 40% της συνολικής έκτασης των περιοχών Natura 2000 στη χώρα μας (μια συντηρητική εκτίμηση), τα δυνητικά έσοδα θα έφταναν τα 2 δισ. ευρώ το χρόνο, ενώ θα δημιουργούνταν 15.500 θέσεις εργασίας. Αυτά τα οφέλη, μάλιστα, θα προέρχονταν μόνο από τους επισκέπτες των προστατευόμενων περιοχών, και δεν περιλαμβάνουν πιθανά έσοδα ή θέσεις εργασίες από άλλες δραστηριότητες που αναφέραμε παραπάνω.
Από τη νέα έρευνα της διαΝΕΟσις τεκμηριώνεται, λοιπόν, ότι οι περιοχές Natura 2000 είναι άλλη μία μεγάλη ανεκμετάλλευτη ευκαιρία για την Ελλάδα. Η αναποτελεσματικότητα, η απροθυμία και η αδιαφορία του κεντρικού κράτους έχει αφήσει αυτό το μεγάλο, πανέμορφο κομμάτι της ελληνικής επικράτειας απροστάτευτο και ανεκμετάλλευτο. Καθώς θέτουμε τις προτάσεις μας στη διάθεση των αρμοδίων και υπευθύνων, καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα που είχε προκύψει από την έρευνα της διαΝΕΟσις για την αγορά της κρουαζιέρας: αν η Ελλάδα δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί τα εξόφθαλμα, προφανή και μεγάλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματά της, τότε από πού ακριβώς θα μας έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη;