Μετά από μία μακρά περίοδο σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής, σχεδόν όλοι οι κοινωνικοί και πολιτικοί φορείς έχουν αρχίσει επιτέλους να μιλάνε για την ξεχασμένη έννοια της ανάπτυξης ως τη μόνη δύναμη που μπορεί να μας βγάλει από την κρίση.
Στην αρχή της κρίσης, ως βασικά εργαλεία για την έξοδο από αυτήν χρησιμοποιήθηκαν η εσωτερική υποτίμηση, η ύφεση και οι απανωτές περικοπές δαπανών του κράτους (κυρίως μισθών και συντάξεων) μέσα σε ένα φαύλο κύκλο συνεχούς λιτότητας. Ίσως γιατί αυτή ήταν η ευκολότερη λύση. Κυρίως όμως γιατί η ανάπτυξη στη χώρα μας προϋποθέτει βαθιές μεταρρυθμίσεις με πολύ υψηλό πολιτικό κόστος που κανένας δεν ήθελε να αναλάβει. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις περιλαμβάνουν ριζικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο και στη λειτουργία του κράτους, που θίγουν τα συμφέροντα ισχυρών και καλά προστατευμένων επαγγελματικών ομάδων που επί χρόνια απολαμβάνουν υψηλές προσόδους είτε από την άσκηση του επαγγέλματος τους, είτε από την πώληση των προϊόντων τους.
Μετά από τον κύκλο της λιτότητας φαίνεται να προκύπτει το αναπόδραστο συμπέρασμα: Για μια χώρα σαν την Ελλάδα, η ανάπτυξη είναι μονόδρομος.
Αλλά πώς;
Τι είδους ανάπτυξη θέλουμε; Ποιος θα την φέρει; Ποια οικονομικά μεγέθη θα τη στηρίξουν στρατηγικά; Η κατανάλωση ή οι επενδύσεις; Και εξίσου σημαντικό: Πώς μπορούμε να ξέρουμε ότι βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο; Ποια στοιχεία θα μας το αποδείξουν; Αυτά τα ερωτήματα είναι κρίσιμα και σε αυτά θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε με αυτό το άρθρο αυτό, χρησιμοποιώντας το νέο εργαλείο που ανέπτυξε η διαΝΕΟσις.
Πινακασ ελεγχου της ελληνικης οικονομιασ
Αυτός ο «Πίνακας Ελέγχου» είναι, ουσιαστικά, μία σελίδα στην οποία συγκεντρώνονται 13 διαφορετικοί δείκτες που παρακολουθούν μεγέθη της ελληνικής οικονομίας από τις αρχές του αιώνα, ή σε κάποιες περιπτώσεις από τα τέλη του προηγούμενου. Ο κάθε ένας από αυτούς τους δείκτες μας δίνει ένα μέρος της συνολικής εικόνας, αλλά από μόνος του δεν είναι πολύ χρήσιμος. Όλοι οι δείκτες μαζί, όμως, αποκαλύπτουν το πραγματικό πρόσωπο της οικονομίας. Αν βρίσκεται σε ανάπτυξη ή μη, κι αν αυτή η ανάπτυξη είναι βιώσιμη ή επισφαλής.
Αλλά ας πούμε εδώ μερικά λόγια για την «ανάπτυξη».
Πρώτα απ’ όλα, η ανάπτυξη μιας οικονομίας πρέπει να έχει κάποια συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά:
- Να είναι διατηρήσιμη, δηλαδή να μπορεί να συνεχίζεται απρόσκοπτα. Η ευκαιριακή ανάπτυξη για ένα–δύο έτη δεν βοηθά την μακροχρόνια προοπτική.
- Να έχει ρυθμό. Μια υποατονική ανάπτυξη (π.χ. κάτω του 2%) δεν μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά στην επίλυση των μεγάλων προβλημάτων μιας χώρας σαν τη δική μας, όπως η ανεργία, το ασφαλιστικό και το χρέος.
- Να είναι εξωστρεφής, να προέρχεται δηλαδή κατά το μεγαλύτερο μέρος της από ξένα κεφάλαια, καθώς η εσωτερική ζήτηση είναι πεπερασμένη.
- Να είναι πραγματική και όχι «φούσκα». Να μην προκύπτει από δανεικά.
- Να έχει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, ιδιαίτερα τώρα που το κράτος, στην κατάσταση που βρίσκεται, δεν διαθέτει τους απαιτούμενους πόρους και οι ιδιώτες αποφεύγουν τον επιχειρηματικό κίνδυνο λόγω πολιτικής αβεβαιότητας ή άλλων φορολογικών και γραφειοκρατικών εμποδίων.
- Να θεωρούμε την ίδια την ανάπτυξη αλλά και τα μέτρα που θα χρειαστούν για να έρθει «δική μας» υπόθεση, που θα ωφελήσει εμάς τους ίδιους και όχι τους ξένους.
Για το πώς θα έρθει η ανάπτυξη ακούγονται διάφορες θεωρίες και απόψεις. Κάποιες είναι εύκολες, εύηχες και υπόσχονται επιστροφή στο παρελθόν σαν να μην έχει μεσολαβήσει κρίση, σαν όλα να μπορούν να είναι όπως πριν, με αυξήσεις μισθών, προσλήψεις στο Δημόσιο και άλλα παρεμφερή μέτρα με στόχο την αύξηση της κατανάλωσης. Εδώ λοιπόν αξίζει να κάνουμε κάποιες κρίσιμες επισημάνσεις για να μην επαναλάβουμε λάθη του παρελθόντος:
Την ανάπτυξη πρώτα τη δημιουργούμε και μετά τη μοιράζουμε. Φτάσαμε σ' αυτό το σημείο γιατί επί χρόνια κάναμε ακριβώς το αντίθετο: Πρώτα μοιράζαμε ευημερία με μισθούς, συντάξεις, επιδοτήσεις και παροχές και μετά αναζητούσαμε τρόπους για να καλυφθούν τα συσσωρευμένα κόστη. Και όταν δεν μπορεί κανείς να ανταταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, προσφεύγει στα δανεικά. Τα δανεικά όμως, κάποτε πληρώνονται και τότε η κρίση είναι προ των πυλών.
Πρώτα λοιπόν η παραγωγή και μετά η κατανάλωση. Πρώτα η δημιουργία πλούτου και μετά η αύξηση των μισθών και των συντάξεων. Αυτό είναι το αξίωμα επάνω στο οποίο στηρίζεται το νέο αναπτυξιακό μοντέλο που χρειάζεται η χώρα μας.
διαβάστε ακόμα
Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες Το 2017
Ευτυχώς, η πλειονότητα των συμπολιτών μας φαίνεται ότι κατανοεί τη μεγάλη αυτή αλήθεια, σε βαθμό μάλιστα που σε σχετικό ερώτημα σε πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις (ΤπΕ, Μάρτιος 2017), η συντριπτική πλειοψηφία τάσσεται υπέρ των παραγωγικών επενδύσεων μάλλον παρά υπέρ της κατανάλωσης ως κινητήριο μοχλό δημιουργίας της πολυπόθητης ανάπτυξης.
Απο άλλες ερωτήσεις προκύπτουν επίσης πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα:
-Το 84,4% των ερωτωμένων τάσσεται υπέρ των άμεσων ξένων επενδύσεων.
-Το 62,4% πιστεύει ότι χρειαζόμαστε μικρότερο δημόσιο τομέα.
-Το 87,2% πιστεύει ότι η ανταγωνιστικότητα είναι κάτι «καλό».
-Το 79% ότι οι «μεταρρυθμίσεις» είναι κάτι «καλό».
-Το 56,2% έχει θετική άποψη για τις «αποκρατικοποιήσεις».
-Το 76% δηλώνει ως βασική αιτία της κρίσης ότι «όλοι μας συνηθίσαμε να καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε», δηλαδή έχουν συναίσθηση της πραγματικότητας.
διαβάστε ακόμα
Έρευνα & Καινοτομία Στην Ελλάδα - Μια Μελέτη
Αναλύοντας περισσότερο το νέο αυτό αναπτυξιακό μοντέλο επισημαίνουμε ότι πρέπει να είναι βασισμένο σε δυο στρατηγικές παραμέτρους: Την καινοτομία και την εξωστρέφεια.
Είναι οι δύο άξονες επάνω στους οποίους στηρίζεται η ανταγωνιστικότητα της χώρας μας, η ικανότητα μας δηλαδή να παράγουμε προϊόντα και να προσφέρουμε υπηρεσίες σε τιμή και ποιότητα καλύτερη από τους ανταγωνιστές μας.
Εξωστρέφεια μιας χώρας γενικότερα σημαίνει ότι η αξία των προϊόντων που εξάγει είναι μεγαλύτερη της αξίας αυτών που εισάγει (Πλεονασματικό Εμπορικό Ισοζύγιο). Αυτό δημιουργεί πλούτο που αυξάνει την ευημερία των πολιτών. Το αντίστροφο υποδηλώνει ύφεση και προμηνύει κρίση, αν δεν υπάρξουν άλλοι παράγοντες (πχ. Υπηρεσίες) για να το εξισορροπήσουν.
Το σύνολο των πληρωμών μας (εξόδων μας) για τις συναλλαγές μας με το εξωτερικό πρέπει να είναι μικρότερο από τις εισπράξεις μας (έσοδά μας) από πωλήσεις προϊόντων και υπηρεσιών σε χώρες του εξωτερικού (Πλεονασματικό Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών).
Απαραίτητη προϋπόθεση για ανάπτυξη με τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι οι επενδύσεις σε σύγχρονες εγκαταστάσεις, σε τεχνολογικό εξοπλισμό, σε δίκτυα διανομής και επικοινωνίας, σε έρευνα και νέα προϊόντα με βασικό φορέα υλοποίησης τον ιδιωτικό τομέα και στόχο είτε την αύξηση των εξαγωγών είτε την υποκατάσταση των εισαγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών.
Για να υλοποιηθούν αυτοί οι στόχοι είναι σημαντική η υποστήριξη του κράτους με επενδύσεις στις αναγκαίες κρίσιμες υποδομές (λιμάνια, δρόμοι, αεροδρόμια, δίκτυα επικοινωνίας κ.λ.π.), που αυξάνουν την παραγωγικότητα και διευκολύνουν τη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα.
Τόσο όμως οι ιδιωτικές επενδύσεις (εγχώριες ή ξένες) όσο και οι δημόσιες ποτέ δεν έχουν αυτόνομη, αυτόματη και αυτονόητη εκκίνηση και αποδοτικότητα. Οι αποφάσεις για επενδύσεις εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες με κυριότερους -ειδικά για τον ιδιωτικό τομέα- την πολιτική σταθερότητα, τις αναπτυξιακές προοπτικές, το φορολογικό καθεστώς, την έλλειψη γραφειοκρατίας, την αδειοδότηση για τη λειτουργία της επιχείρησης, τον τρόπο και το κόστος χρηματοδότησης και γενικά το φιλικό επιχειρηματικό κλίμα.
Στο νέο παραγωγικό μοντέλο που χρειάζεται η χώρα μας δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να έχουμε καταναλωτικές δαπάνες (κατοικίες, διασκέδαση, ρουχισμό, κ.λπ). Απεναντίας, η παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών δεν είναι αυτοσκοπός. Παράγουμε για να καταναλώνουμε και να αποταμιεύουμε. Στο νέο παραγωγικό μοντέλο όμως πρέπει να προηγείται η παραγωγή και να ακολουθούν η κατανάλωση και η αποταμίευση.
Τα δύο αυτά μεγέθη, οι επενδύσεις και η κατανάλωση από κοινού, με πολύ απλά λόγια και για εύκολη κατανόηση, συνθέτουν σε τελευταία ανάλυση το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) που έχει η πατρίδα μας. Όταν το ΑΕΠ αυξάνει, τότε έχουμε ανάπτυξη. Όταν μειώνεται, ύφεση. Όταν παραμένει το ίδιο, στασιμότητα.
Κάθε τρίμηνο συνήθως δημοσιεύονται από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΛΣΤΑΤ) μία σειρά από δείκτες που μετράνε αυτές τις μεταβολές σε επίπεδο τριμήνου, εξαμήνου, έτους και τις συγκρίνουν με αντίστοιχες μεταβολές προηγουμένων ετών.
Παρόμοιοι δείκτες δημοσιεύονται από την ΕΛΣΤΑΤ ή από άλλους Διεθνείς Οργανισμούς και για τα άλλα μεγέθη που αναφέραμε παραπάνω (Εμπορικό Ισοζύγιο – Ισοζύγιο Πληρωμών). Επίσης δημοσιεύονται δείκτες που αφορούν στις επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) στην κατανάλωση, το δείκτη λιανικών πωλήσεων, τις καταθέσεις, το δείκτη οικοδομικής δραστηριότητας κ.λπ.
Η χρησιμότητα των δεικτών αυτών είναι πολύ μεγάλη, γιατί με αυτούς μετράμε τα αντίστοιχα μεγέθη και τους παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομική μας πραγματικότητα.
Είναι «ρολόγια» που καταγράφουν τη λειτουργία της οικονομίας μας και μας φανερώνουν την πορεία και την κατεύθυνσή της.
Με άλλα λόγια μετράνε αν καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε, αν τα προϊόντα μας τα προτιμούν ή όχι στο εξωτερικό και τελικά προειδοποιούν για τις μελλοντικές εξελίξεις ευημερίας ή κρίσης. Αρκεί να διαβάζουμε τα ρολόγια και να τα ερμηνεύουμε σωστά. Μόνο του το κάθε ρολόι δεν μας λέει πολλά. Η ερμηνεία για την πορεία που ακολουθεί η οικονομία μας χρειάζεται συνδυαστική μελέτη περισσότερων δεικτών για να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα.
Ας δούμε ένα παράδειγμα:
Από την αρχή του άρθρου αυτού υπογραμμίσαμε ως βασική στρατηγική για έξοδο από την κρίση την ανάπτυξη. Είπαμε ακόμη ότι ο βαθμός ανάπτυξης εκφράζεται από την τάση του ΑΕΠ. Πόσο λοιπόν ευχαριστημένοι πρέπει να είμαστε αν ανακοινωθεί ότι το ΑΕΠ αυξήθηκε π.χ. κατά 3% το 2017;
Η απάντηση είναι «εξαρτάται».
Kατ’αρχήν η αύξηση του ΑΕΠ είναι μία θετική εξέλιξη. Αν όμως μας ενδιαφέρει η προοπτική της ανάπτυξης και, κυρίως, το αν είναι διατηρήσιμη, τότε πρέπει να εμβαθύνουμε στην ανάλυση του 3% και να διερευνήσουμε από ποια κυρίως συνιστώσα του ΑΕΠ (κατανάλωση ή επένδυση) προήλθε και ακόμη τι αλυσιδωτές αντιδράσεις προκάλεσε. Αν στη συγκεκριμένη περίοδο η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 6% και οι επενδύσεις μειώθηκαν, αυτό σημαίνει ότι το νέο παραγωγικό μοντέλο που περιγράψαμε προηγουμένως δεν λειτούργησε, ο κύριος μοχλός ανάπτυξης ήταν και πάλι η κατανάλωση, οι καταθέσεις λόγω αυτής της αιτίας πιθανόν να μειώθηκαν, οι εισαγωγές για να ικανοποιηθεί η ζήτηση να αυξήθηκαν και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών χειροτέρευσε, δημιουργώντας ανάγκες δανεισμού που προμηνύουν νέα κρίση.
Αντίστροφα αν οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 6%, η κατανάλωση έμεινε στάσιμη και οι εξαγωγές αυξήθηκαν, αυτό κατ’αρχήν σημαίνει ότι η ανταγωνιστικότητα και το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας μας βελτιώθηκαν, οι προοπτικές απασχόλησης έγιναν θετικότερες και άρα το νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας λειτούργησε σύμφωνα με τις νέες επιλογές μας. Και όλα τα παραπάνω με την προϋπόθεση ότι δεν έχουν δημιουργηθεί αντίρροπες δυνάμεις που για λόγους απλοποίησης έχουμε αγνοήσει.
Η μεταβολή λοιπόν του ΑΕΠ, θα πρέπει να αναλύεται λεπτομερώς και να επισημαίνονται οι συνιστώσες εκείνες οι οποίες έχουν συμβάλλει θετικά ή αρνητικά στη διαμόρφωση του αποτελέσματος, ώστε να λαμβάνονται κάθε φορά οι σωστές αποφάσεις για τυχόν διορθωτικές κινήσεις που διασφαλίζουν την επιθυμητή πορεία της οικονομίας.
Η διαΝΕΟσις έχει συγκεντρώσει αυτούς τους συγκεκριμένους δείκτες σε μία σελίδα, για να βοηθήσει την παρακολούθηση των βασικών δεδομένων της οικονομίας ακόμα και από τους λιγότερο μυημένους. Κοιτάζοντας αυτά τα «ρολόγια» μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει το αν η οικονομία της χώρας πηγαίνει προς τη σωστή κατεύθυνση, αν η όποια «ανάπτυξη» είναι, πράγματι, βιώσιμη και ουσιαστική, ή αν είμαστε ακόμα εγκλωβισμένοι σε ένα παρωχημένο αναπτυξιακό μοντέλο, η καθολική και παταγώδης αποτυχία του οποίου διαγράφεται γλαφυρά στις λεπτομερείς καμπύλες.