Τον Ιούνιο του 2016 η διαΝΕΟσις δημοσίευσε μια έρευνα που κατέγραφε το πρόβλημα της ακραίας φτώχειας στην Ελλάδα, ανέλυε το μέγεθός του και τις επιπτώσεις του και κατέληγε σε προτάσεις αντιμετώπισης του φαινομένου. Φέτος δημοσιεύουμε μια επικαιροποιημένη εκδοχή της έρευνας (PDF link), με νέα στοιχεία για το 2016, μια αποτίμηση των πρόσφατων μέτρων που ελήφθησαν, και ανανεωμένες προτάσεις για την καταπολέμησή της.
Όπως και πέρυσι, η ερευνητική ομάδα του Μάνου Ματσαγγάνη (Μαρία Φλεβοτόμου, Χρύσα Λεβέντη και Ελένη Καναβιτσά) υπολόγισε το κόστος ενός καλαθιού προϊόντων και υπηρεσιών που θεωρούνται απολύτως απαραίτητα για την επιβίωση ενός νοικοκυριού στην εποχή μας. Με αφετηρία τη δειγματοληψία που διενέργησαν το 2012 σε τρεις περιοχές της Ελλάδας, και λαμβάνοντας υπόψη τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ), κατέληξαν σε μια σειρά από τιμές για το κόστος αυτού του καλαθιού ανάλογα με το μέγεθος του νοικοκυριού, με το αν ζει στην Αθήνα, σε άλλη πόλη ή σε ημιαστικές ή αγροτικές περιοχές, και με το αν ζει σε ιδιόκτητο σπίτι ή πληρώνει ενοίκιο ή στεγαστικό δάνειο. Μπορείτε να μελετήσετε τα ακριβή περιεχόμενα του καλαθιού σ’ αυτό το αρχείο .xls. Το αποτέλεσμα για κάθε νοικοκυριό είναι το εξής:
Όπως βλέπουμε, το όριο της ακραίας φτώχειας για το 2016 κυμαίνεται από τα 176 ευρώ για ένα μονομελές νοικοκυριό στην επαρχία με ιδιόκτητο σπίτι μέχρι τα 879 ευρώ για τετραμελές νοικοκυριό που ζει στην Αθήνα στο νοίκι. Πρόκειται για νούμερα ελαφρά μικρότερα σε σχέση με το 2015, εξαιτίας της μείωσης του ΔΤΚ.
Στη συνέχεια οι ερευνητές χρησιμοποιώντας την πανευρωπαϊκή έρευνα EU-SILC και το υπόδειγμα EUROMOD υπολόγισαν τα εισοδήματα του πληθυσμού για το 2016 και κατέγραψαν τον αριθμό των νοικοκυριών που έχουν εισοδήματα μικρότερα από το όριο της ακραίας φτώχειας.
Βρήκαν πως για το 2016 το 13,6% του πληθυσμού, δηλαδή 1.488.714 άτομα, ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Επιπλέον, αυτή τη φορά οι ερευνητές μας κατέγραψαν και τη γεωγραφική κατανομή της φτώχειας. Προκύπτει, λοιπόν, ότι η ακραία φτώχεια είναι σταθερά χαμηλότερη στις αγροτικές (αραιοκατοικημένες) περιοχές από ό,τι στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις. Η Κρήτη, η Ήπειρος, η Πελοπόννησος και τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πλήττονται λιγότερο, ενώ η Κεντρική Μακεδονία, η Θεσσαλία και η Δυτική Ελλάδα πλήττονται περισσότερο.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, το πρόβλημα της ακραίας φτώχειας παραμένει οξύ. Έχει μεγάλη σημασία να μελετήσουμε πιο αναλυτικά τις αλλαγές που προκύπτουν μέσα στην κρίση, καθώς αυτές υπογραμμίζουν τα αίτια της ακραίας φτώχειας και τους σημαντικότερους παράγοντες που την επηρεάζουν. Θυμίζουμε εδώ ότι το πρόβλημα που μελετάμε δεν είναι η απλή οικονομική δυσπραγία ή μια αδυναμία ανταπόκρισης σε ασαφείς οικονομικές υποχρεώσεις, αλλά το πολύ συγκεκριμένο πρόβλημα της αδυναμίας εξασφάλισης των προς το ζην. Η φετινή μας έρευνα ενισχύει τα ευρήματα της προηγούμενης και προσφέρει μια ακτινογραφία των νοικοκυριών που πλήττονται πραγματικά από την ακραία φτώχεια και τα ευρήματα δεν είναι αυτά που πολλοί θα φαντάζονταν. Τα πιο αξιοσημείωτα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι τα εξής:
1. Το πρόβλημα της ανεργίας
Όπως ισχύει σε όλα τα χρόνια της κρίσης, από την ακραία φτώχεια πλήττονται κυρίως οι άνεργοι, οι νέοι και οι οικογένειες με κανέναν εργαζόμενο.
Το πρόβλημα της ανεργίας είναι εξαιρετικά σημαντικό. Το μεγαλύτερο μέρος της "νέας" ακραίας φτώχειας οφείλεται στην αλματώδη αύξηση της ανεργίας μέσα στην κρίση. Το 2016 πάνω από 584.000 άτομα ζούσαν σε οικογένειες με άνεργο "αρχηγό". Συνολικά το 2016, 1.131.000 πολίτες ήταν άνεργοι. Γιατί όμως είναι τόσο πολλοί από αυτούς ακραία φτωχοί; Επειδή τo 2016 μόνο 127.000 άνεργοι ελάμβαναν τακτικό επίδομα ανεργίας, ένα ποσοστό κάλυψης μόλις 11,2%, που έχει συρρικνωθεί ραγδαία από το 35,1% του 2011. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν είναι σύνηθες σε ανεπτυγμένα κράτη. Καθώς οι άνεργοι αυξάνονται, η εισοδηματική τους ενίσχυση μειώνεται. Συνήθως στις χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικές κρίσεις συμβαίνει το αντίθετο: oι κυβερνήσεις σπεύδουν να επεκτείνουν την κάλυψη των ανέργων, όσο αυτοί αυξάνονται εξαιτίας της κρίσης. Αυτό συμβαίνει ακόμα και σε χώρες με παραδοσιακά ισχνή κοινωνική πρόνοια, όπως για παράδειγμα στις ΗΠΑ. Στη χώρα μας, όμως, η στήριξη των ανέργων έχει περιοριστεί δραματικά. Οι προϋποθέσεις χορήγησης επιδόματος ανεργίας σε άνεργους αυτοαπασχολούμενους, για παράδειγμα, είναι τόσο αυστηρές που μόλις 4.135 άτομα το έλαβαν το 2016.
2. Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα
Μία από τις τρεις προτάσεις πολιτικής που είχαμε διατυπώσει πέρυσι (και μια αυτονόητη απαίτηση από πολλούς εδώ και πολλά χρόνια), υλοποιήθηκε: Η καθολική εφαρμογή του "ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος" με τη μορφή του "κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης" είναι επιτέλους, μετά από καθυστερήσεις, αντεγκλήσεις, αδιαφορία και γενική απροθυμία του πολιτικού προσωπικού, μια πραγματικότητα. Από το Φεβρουάριο του 2017 που ξεκίνησε η υλοποίηση του προγράμματος σε πανελλήνια κλίμακα, και μέχρι το τέλος της χρονιάς αναμένεται να ωφεληθούν περίπου 280.000 νοικοκυριά με 700.000 μέλη με δημοσιονομικό κόστος 760 εκ. ευρώ. Οι ερευνητές μας έκαναν μια εκτίμηση των αποτελεσμάτων που θα είχε το πρόγραμμα αν είχε λειτουργήσει από το 2016, και υπολόγισαν πως, με τη μορφή και το σχεδιασμό που έχει, θα έσωζε από τη φτώχεια μόνο περίπου 64.000 πολίτες. Βρήκαν όμως πως οι υπόλοιποι δικαιούχοι, που θα παρέμεναν κάτω από το όριο, θα ελάττωναν την απόστασή τους από αυτό -το επονομαζόμενο "χάσμα φτώχειας-" κατά 20,6%.
3. Γιατί μειώνεται η ακραία φτώχεια;
Όπως διαπιστώνει εύκολα κανείς, η ακραία φτώχεια έφτασε στο μέγιστό της το 2013, όταν το 17,1% των πολιτών είχε εισοδήματα κάτω από το όριο. Έκτοτε πέφτει σταθερά. Από το 2013 περίπου 400.000 άνθρωποι έχουν σωθεί από την ακραία φτώχεια -μόνο την τελευταία χρονιά 150.000 περισσότεροι έχουν πια επαρκή εισοδήματα για να εξασφαλίζουν τα απαραίτητα. Πού οφείλεται αυτό;
Κυρίως σε τρεις παράγοντες:
- Τη μείωση των τιμών. Όσο μειώνεται το κόστος του "καλαθιού" των απαραίτητων προϊόντων και υπηρεσιών, τόσο περισσότεροι πολίτες μπορούν να το εξασφαλίσουν. Από το 2012 οι τιμές προϊόντων και υπηρεσιών έχουν υποχωρήσει σχεδόν 5%.
- Τη μείωση της ανεργίας, η οποία είναι μικρή αλλά υπολογίσιμη. Το 2016 οι άνεργοι ήταν 70.000 λιγότεροι από ό,τι το 2015 και 250.000 λιγότεροι από ό,τι το 2013.
- Μερικά από τα μέτρα που έχουν ληφθεί το τελευταίο διάστημα τα οποία, όπως φαίνεται στον παραπάνω πίνακα, είχαν κάποιο αποτέλεσμα, έστω και μικρό.
4. Πώς μπορεί να μειωθεί περισσότερο;
Η νέα δέσμη μέτρων που προτείνουν οι ερευνητές μας φέτος περιλαμβάνει:
- Επέκταση της διάρκειας παροχής του τακτικού επιδόματος ανεργίας ώστε να καλύπτει το 44% των ανέργων. Σε αυτό πρέπει να ενταχθούν και το επίδομα μακρόχρονης ανεργίας, και το βοήθημα ανεργίας αυτοαπασχολούμενων.
- Αύξηση επιδόματος τέκνων από 40 σε 60 ευρώ ανά παιδί.
- Θεσμοθέτηση επιδόματος ενοικίου ύψους 70 ευρώ το μήνα, συν 30 ευρώ για κάθε τέκνο, για όσους δικαιούχους του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης ζουν στο νοίκι.
Τα μέτρα αυτά θα βοηθούσαν 160.000 ανθρώπους να γλιτώσουν από την ακραία φτώχεια, και το ποσοστό της να μειωθεί κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα. Επιπλέον, θα βοηθούσαν στη μείωση του χάσματος φτώχειας κατά 14%. Το κόστος αυτών των προγραμμάτων υπολογίζεται στα 830 εκ., λίγο μεγαλύτερο από το ετήσιο κόστος της εφαρμογής του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης. Ή, όπως γράφει και ο Μ. Ματσαγγάνης στην έκθεσή του, ένα ποσό "38 φορές μικρότερο του ποσού που δαπανά το κράτος μας για συντάξεις".
"Η υιοθέτηση των προτάσεων μας θα συνέβαλε σημαντικά στην ενδυνάμωση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας", λέει ο κ. Ματσαγγάνης. "Όμως, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι είναι πλέον περιορισμένα τα περιθώρια σημαντικών επιτυχιών στην καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας με μέτρα εισοδηματικής στήριξης και μόνο. Η ανάπτυξη των κοινωνικών υπηρεσιών (βρεφονηπιακοί σταθμοί, βοήθεια στο σπίτι σε ηλικιωμένους κτλ.) θα βοηθούσε, και επειδή συν τοις άλλοις θα τόνωνε την απασχόληση. Αλλά η αποφασιστική μείωση της ακραίας φτώχειας θα προέλθει κυρίως από την επανεκκίνηση της οικονομίας, με τη δημιουργία διατηρήσιμων και καλά αμειβομένων θέσεων εργασίας".
Κι αυτή θα πρέπει να είναι μια από τις σημαντικότερες προτεραιότητες της πολιτείας σήμερα.