Τα δύο τελευταία χρόνια της δικτατορίας έγραψα ένα βιβλίο που εκδόθηκε αμέσως μετά. Το βιβλίο αυτό είχε μεγάλη επιτυχία όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό (μεταφράστηκε και εκδόθηκε σε εννέα γλώσσες).
Τιτλοφορείται: «Η Δυστυχία του να είσαι Έλληνας» και δεν το συμπαθώ διότι με τη μεγάλη επιτυχία του επισκίασε τα άλλα (κατά τη γνώμη μου, καλύτερα) βιβλία μου.
Σαράντα τρία χρόνια μετά, το βιβλίο εξακολουθεί να πουλάει (βρίσκεται τώρα στην 37η έκδοση) και οι άνθρωποι που το αγοράζουν πολλές φορές αγνοούν την ηλικία του και με συγχαίρουν «για το καινούριο μου βιβλίο».
Μελετώντας την έρευνα της διαΝΕΟσις ανακάλυψα το γιατί. Η έρευνα έγινε 45 χρόνια μετά τη συγγραφή του –αλλά επιβεβαιώνει πολλές απόψεις του που φαίνεται να είναι διαχρονικές.
Μία από τις βασικές θέσεις αυτού του βιβλίου είναι πως ο Έλληνας είναι δυστυχής επειδή οι επιθυμίες του σπάνια προσεγγίζουν την πραγματικότητα.
Ο αφορισμός 19 του βιβλίου:
Θέση αυτού του βιβλίου είναι πώς ο νεο-Έλληνας, λόγω ιστορίας, κληρονομικότητας και χαρακτήρα, παρουσιάζει μεγαλύτερο άνοιγμα ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα, από τον μέσο όρο των άλλων ανθρώπων.
(Αυτό το άνοιγμα, το κενό, ονομάζεται δυστυχία).
Οι τρόποι που ο Έλληνας αποξενώνεται από την πραγματικότητα είναι πολλοί. Αναφέρω δύο: η «Ελληνική Υπερβολή» και η «Ελληνική Μυθοπλασία».
Αφορισμός 32:
Βασικά, ο Έλληνας αγνοεί την πραγματικότητα. Ζει δυο φορές πάνω από τα οικονομικά του μέσα. Υπόσχεται τα τριπλά από όσα μπορεί να κάνει. «Γνωρίζει», τα τετραπλάσια από όσα πραγματικά έμαθε. Αισθάνεται (και συναισθάνεται) τα πενταπλάσια από όσα πραγματικά νιώθει.
Δεν χρειάζεται να αναλύσω πως η «Ελληνική Υπερβολή» σχετίζεται με την Κρίση.
Η «Ελληνική Μυθοπλασία» πάλι είναι αυτό που στο σχολείο ονομάζουμε ιστορία.
Η έρευνα της διαΝΕΟσις για το ΕΣΠΑ
Ας πάμε τώρα στην έρευνα. Θα περίμενε κανείς πως το σοκ της κρίσης θα είχε μετριάσει την εικόνα μας για τη χώρα και τον εαυτό μας. Η Ευρώπη έδωσε στην Ελλάδα τεράστια ποσά χρημάτων (Μεσογειακά προγράμματα, Πακέτα Ντελόρ, αγροτικές επιδοτήσεις, ΕΣΠΑ -να μην μιλήσουμε για τα χαμηλότοκα δάνεια της κρίσης). Επιπλέον τεχνογνωσία σε επιστημονικά, νομικά, τεχνολογικά, κοινωνικά θέματα.
Η Ελλάδα τι έδωσε στην Ευρώπη; Μα την τιμή να την συγκαταλέγει ανάμεσα στα μέλη της!
Διότι τι είναι σήμερα η Ελλάδα;
«Οι Έλληνες είναι ένας λαός με μεγάλη ιστορία που, παρά τη σημερινή κρίση ξεχωρίζει ακόμα για την ευφυΐα και τον πολιτισμό του». Με τη θέση αυτή συμφωνεί το 62,3%.
Εξ ου και σχεδόν το 90% των ερωτηθέντων απαντά ότι αισθάνεται υπερήφανος που είναι Έλληνας.
Στην ίδια ερώτηση (είχε τεθεί παλαιότερα από την Eurostat) τα άλλα κράτη είχαν μηδαμινά ποσοστά –και δίκαια. Το να γεννηθείς Έλληνας (ή κάτι άλλο) δεν είναι επίτευγμα, για το οποίο δικαιούσαι να είσαι υπερήφανος. Όμως, είναι ένα στοιχείο της εθνικής μυθοπλασίας. Είναι αυτό που μας διδάσκουν «εξ απαλών ονύχων» η οικογένεια, το σχολείο, ο στρατός και όλη η κοινωνία. Βασίζεται στη θεωρία της «συνέχειας» (άλλο στοιχείο μυθοπλασίας) και στην παρουσία επιφανών προγόνων. Λες και η αξία κληρονομείται.
Είναι και ο λόγος για τον οποίο νιώθουμε συνέχεια «ριγμένοι» διότι, ενώ είμαστε ξεχωριστοί, δεν μας φέρονται ανάλογα με την αξία μας.
Η πίστη στην ανωτερότητα ενός λαού είναι μία μορφή εθνικιστικού ρατσισμού. Βέβαια δεν μιλάμε επίσημα για ανωτερότητα, όσο για «ιδιαιτερότητα». Που ουσιαστικά σημαίνει το ίδιο -ιδιαιτερότητα προς τα κάτω, δεν υπάρχει.
Πάμε σε ορισμένα άλλα στοιχεία μυθοπλασίας. Η πίστη στο «ξανθόν γένος» καλά κρατεί (κι ας μη μας έχει βοηθήσει ποτέ). Στην ερώτηση Α9 όπου αντί της Eυρωζώνης αναζητείται προνομιακή σχέση με άλλη χώρα, η Ρωσία έρχεται πρώτη με 33,4% έναντι 10% των ΗΠΑ και 6,6% της Κίνας. Οι Γερμανοί ανταγωνίζονται τους Τούρκους σε «κακία» (52,7% έναντι 62,3% στην ερώτηση Α10) ενώ οι Ρώσοι είναι κατά το 77,4% «καλοί».
Το 80,5% των Ελλήνων πιστεύει ότι υπάρχουν «μυστικές οργανώσεις από την Ελλάδα και το εξωτερικό που δρουν στο παρασκήνιο και κινούν τα νήματα». (Ερώτηση Α25). Άρα εμείς δεν είμαστε υπεύθυνοι – για τίποτα.
Λίγο λιγότεροι (79%) πιστεύουν στην ύπαρξη Θεού (Α20). Και ακόμα λιγότεροι (26,5%) πιστεύουν ότι «μας ψεκάζουν» (Α26). Πάντως, είναι πάνω από το ένα τέταρτο του πληθυσμού.
Αισθάνομαι δικαιωμένος και πολύ απογοητευμένος.