Αρθρογραφια |

Η Ομιλία Της Άννας Διαμαντοπούλου Στην Εκδήλωση Της διαΝΕΟσις Στη Θεσσαλονίκη

Η επικεφαλής του "Δικτύου" και πρώην Υπουργός κ. Άννα Διαμαντοπούλου μίλησε στην εκδήλωση της διαΝΕΟσις στη Θεσσαλονίκη με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου "Χάρτης Εξόδου Από Την Κρίση - Ένα Νέο Παραγωγικό Μοντέλο Για Την Ελλάδα".

Ευχαριστώ και εγώ πολύ για την πρόσκληση και να πω ότι είναι πολύ θετικό για τη χώρα το ότι υπάρχει ένας οργανισμός, όπως η διαΝΕΟσις. Tα think-tanks και οι αντίστοιχοι οργανισμοί προσφέρουν πολλά στις χώρες, και η εμπειρία μου αυτά τα τέσσερα χρόνια που δουλεύω και εγώ ως Πρόεδρος σε ένα think-tank που έγινε με τη βοήθεια του Ζακ Ντελόρ, καταλήγει στο ότι είναι πολύ ουσιαστικό και για τα πολιτικά κόμματα και για τα κόμματα εξουσίας, αλλά και για τους πολίτες, να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε καλά τεκμηριωμένες τεχνοκρατικές προσεγγίσεις.

Αυτά τα τέσσερα χρόνια κάναμε εκτός από τις μελέτες για τα επιμέρους θέματα, την εξής προσπάθεια. Κάθε μελέτη, ή κάθε πρόταση, π.χ. για το ασφαλιστικό, για το χρέος, για το αγροτικό, να τα συζητήσουμε με τα επιμέρους κόμματα και να βρούμε έστω τρία ή τέσσερα σημεία στα οποία θα μπορούσε να υπάρχει συναίνεση εκ των προτέρων, ώστε να μην ζήσουμε αυτό που εγώ έζησα με πολύ δραματικό τρόπο: την ανατροπή μιας μεγάλης συναίνεσης που είχαμε στην παιδεία. Μια συναίνεση 255 βουλευτών σε περισσότερα από τρία νομοσχέδια, τα οποία διαλύθηκαν στα εξ ων συνετέθη μέσα σε ελάχιστο χρόνο.

Τι νόημα έχει να επιτυγχάνεται η συναίνεση, μετά αυτό να διαλύεται και όλα πάλι από την αρχή -κάτι που το έχουμε δει πολύ στη χώρα μας.

Η εμπειρία μου αυτά τα τέσσερα χρόνια έχει ενδιαφέρον. Δεν είναι τόσο εύκολο να πετύχουμε συναινέσεις, έστω και σε συγκεκριμένα σημεία, γιατί είναι πολλοί λίγοι οι πολιτικοί που μπορούν να εστιάσουν στο συγκεκριμένο. Είναι όλα γενικά, πολύ ωραία λόγια που συμφωνούμε. Όταν ερχόμαστε στο συγκεκριμένο είναι δύσκολο να συμφωνήσουμε.

Είναι πολύ θετικό για τη χώρα το ότι υπάρχει ένας οργανισμός, όπως η διαΝΕΟσις.

Για αυτό, σε αυτόν τον λίγο χρόνο που έχω, επέλεξα έξι σημεία τα οποία νομίζω ότι πρώτον μπορεί κανείς να τα βρει σε όλο το βιβλίο. Θα ήθελα να πω ότι αυτό είναι ένα εγχειρίδιο. Είναι ένα εγχειρίδιο που λέει τι, πώς, με ποιους τρόπους μπορεί να γίνει και υπάρχει η αντίστοιχη σύγκριση με άλλες χώρες παραδείγματα. Είναι στα χέρια ενός πολιτικού, αλλά και ενός πολίτη που θέλει να μάθει, πολύ καλό εργαλείο.

Ποιο είναι τώρα το επόμενο βήμα; Το επόμενο βήμα είναι πολύ συγκεκριμένα να μιλήσουν και τα πολιτικά κόμματα, αλλά και οι πολίτες να είναι έτοιμοι να υποστηρίξουν ζητήματα. Και έρχομαι σε αυτά τα έξι θέματα, γιατί πιστεύω ότι είναι μεγάλες ενότητες, οι οποίες καλύπτουν πολλών ειδών μεταρρυθμίσεις.

Το πρώτο είναι η Ευρώπη. Είναι πολύ ουσιαστικό να υπάρχει ένα μέτωπο κομμάτων, πολιτικών και πολιτών για να διατηρηθεί η χώρα στην Ευρώπη: ένα κεκτημένο πολύ μεγάλων πολιτικών, όπως είναι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Κώστας Σημίτης. Η Ευρώπη και η ευρωζώνη κινδυνεύει. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εθνικό έγκλημα έτσι και βγούμε από το ευρώ. Για να παραμείνουμε στην Ευρώπη δεν αρκεί να συμπεριφερόμαστε όπως συμπεριφέρεται ιδιαίτερα η σημερινή κυβέρνηση, που από τη μια σηκώνει τη γροθιά συνέχεια και από την άλλη ζητάει ελεημοσύνη.

Χρειάζεται μια εθνική στρατηγική συνεργασίας με την Ευρώπη και αυτή η εθνική στρατηγική ξεκινάει από το χρέος. Η δική μου εκτίμηση είναι ότι χρειάζεται ένας διαφορετικός τρόπος διαπραγμάτευσης που έχει να κάνει με την κοινοβουλευτική διπλωματία και τη συνεργασία με την κάθε χώρα της Ευρώπης, με την οποία πρέπει να αλληλοκατανοηθούμε.

Στη Σλοβενία χρωστάμε 1,5 δισεκατομμύριο. Μια πολύ μικρή χώρα με πολύ μικρό ΑΕΠ. Στη χώρα αυτή υπάρχει ανθελληνισμός. Έχουν την αίσθηση ότι χρωστάμε λεφτά, ότι είμαστε τεμπέληδες, ότι δεν θα τους τα δώσουμε ποτέ. Δεν γίνεται να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα σαν να μην υπάρχει. Χρειάζεται λοιπόν ένας διαφορετικός πολιτικός σχεδιασμός για το πώς συνεργαζόμαστε με τους εταίρους μας και πώς εντέλει καταλήγουμε στη διαχείριση του χρέους. Λέω τίτλους απλά για να δούμε πώς μπορούμε έξω από τον συγκεκριμένο τρόπο συζήτησης να σκεφτούμε.

Η δεύτερη προτεραιότητα είναι οι νέοι. Όλη η συζήτηση είναι για τους νέους. Όλοι αγαπάμε τους νέους και εάν πάμε στις πολιτικές που ασκούμε είναι όλες εναντίον των νέων. Θα ξεκινήσω από το ασφαλιστικό. Δυο πράγματα θα πω για το ασφαλιστικό. Πριν από λίγες μέρες έγινε συζήτηση για το ό,τι απετάχθη ο Σφακιανάκης. Ποια ήταν η συζήτηση; Ότι ο Σφακιανάκης ήταν ένας λαμπρός αξιωματικός. Αυτό μπορεί να το κρίνει ο καθένας με βάση τα χαρακτηριστικά και την αξιολόγηση της καριέρας του. Αυτό που πρέπει να συζητήσουμε είναι ότι στην Ελλάδα της κρίσης, θεωρείται λογικό και είναι νόμιμο να βγαίνει στη σύνταξη ένας άνθρωπος 52 χρονών, ο οποίος για τα επόμενα 30 χρόνια θα παίρνει σύνταξη, στον οποίο έχει επενδύσει τόσο πολύ αυτή η χώρα και αυτή την επένδυση θα τη μεταφέρει, όπως ανακοίνωσε, στο δικό του ιδιωτικό think-tank.

Γίνεται να συνεχίσουμε με τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις; Οριζόντια και κάθετα; Δεν γίνεται. Γιατί δεν μπορεί να υπάρχουν παιδιά σήμερα 35 χρονών που να ξέρουμε ότι δεν μπορούν να πάρουν συντάξεις και την ίδια στιγμή να υπάρχουν τόσοι συνταξιούχοι. Ας δούμε λίγο τη δική μας τη γενιά, ας δούμε τους 55άρηδες, πόσοι παίρνουν σύνταξη σήμερα. Δεν γίνεται. Απλά.

Και εδώ πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και σαφείς. Δεν μπορεί το συνταξιοδοτικό σύστημα να είναι ο μεγάλος κάβος, το μεγάλο εμπόδιο στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Δεν χρειάζεται να επαναλάβω τη συζήτηση που γίνεται σήμερα, όταν ένας νέος άνθρωπος πρέπει με το που ανοίγει το επάγγελμά του να πληρώσει 26% επί του εισοδήματός του για τα ασφαλιστικά του, και προφανώς δεν μπορεί να κάνει τίποτα.

Όμως για να λύσουμε αυτό το ζήτημα πρέπει να κάνουμε μια πάρα πολύ βαθιά τομή στο ασφαλιστικό σύστημα. Να υπάρξει άλλη συνεργασία δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, να υπάρχει άλλη προσέγγιση στο επικουρικό και άλλη προσέγγιση στα επαγγελματικά ταμεία. Έκαναν και άλλες χώρες πολύ βαθιές μεταρρυθμίσεις: η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Σουηδία, η Φιλανδία. Για καμία χώρα δεν ήταν εύκολο. Αλλά σε αυτό το ασφαλιστικό σύστημα, έτσι όπως είναι, το να κάνουμε μπαλώματα επί Κατρούγκαλου και ξανά μπαλώματα το ’18, απλά πάμε σε ένα αδιέξοδο.

Ξέρετε είναι παράδοξο, αλλά όταν λέμε πολιτική για νέους, το πιο σοβαρό θέμα είναι το ασφαλιστικό. Γιατί πρώτον οι νέοι δεν θα πάρουν σύνταξη και δεύτερον για να πληρώνουν τις δικές μας συντάξεις δεν θα μπορούν να κάνουν επάγγελμα. Επίσης, το θέμα των νέων έχει να κάνει και με τις περίφημες προτεραιότητες. Δείτε μια χώρα που η κατανομή πλεονάσματος – ο Θεός να το κάνει τώρα εάν υπάρχει πλεόνασμα, αυτό που συζητήσαμε το Δεκέμβρη – αλλά το πλεόνασμα δόθηκε και ανακοινώθηκε ως 13η σύνταξη. Δηλαδή είναι ο ορισμός της μεταλήθειας στην Ελλάδα, ανακοινώθηκε και ως 13η σύνταξη και δόθηκε πάλι. Βεβαίως έχουν πρόβλημα οι συνταξιούχοι, αλλά δεν πρέπει σε μια χώρα με τόσα προβλήματα να έχουμε προτεραιότητες;


Δεν μπορεί το συνταξιοδοτικό σύστημα να είναι ο μεγάλος κάβος, το μεγάλο εμπόδιο στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Δεν μπορεί ένας νέος άνθρωπος με το που ανοίγει το επάγγελμά του να πρέπει να πληρώσει 26% επί του εισοδήματός του για τα ασφαλιστικά του.


Η προτεραιότητά μας πρέπει να είναι οι νέοι. Μπορεί το πολιτικό σύστημα να συμφωνήσει ότι όταν έχει να κάνει δύσκολες επιλογές, η επιλογή θα είναι οι νέοι γιατί αλλιώς θα φύγουν όλοι σε λίγο από τη χώρα;

Το τρίτο είναι η παραγωγή. Ακούσαμε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Για την παραγωγή θα πω ένα: δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με το συγκεκριμένο τρόπο να ενισχύουμε τις επιχειρήσεις. Παίρνω ένα από τα παραδείγματα: Έχουμε μια μεγάλη εμπειρία, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα είναι ο κ. Ευθυμιάδης με τον οποίο έχουμε κάνει πολύ πρωτοποριακά πράγματα πριν από μερικά χρόνια για να ξεπεράσουμε τον τρόπο με τον οποίο γίνονταν τα αναπτυξιακά προγράμματα. Δε μπορεί ο δημόσιος τομέας να αποφασίζει για το ποιες επιχειρήσεις θα επιδοτηθούν και με ποιον τρόπο.

Το δοκιμάσαμε αυτό το μοντέλο 30 χρόνια. Δεν λειτουργεί. Παρήγαγε διαφθορά. Δε γίνεται ένας δημόσιος υπάλληλος, όσο άριστος κι αν είναι να κρίνει ένα επιχειρηματικό σχέδιο. Να σκεφτούμε λίγο έξω από το κουτί (out of the box). Τι έκανε το Ισραήλ, μια χώρα η οποία είναι μέσα στην έρημο και η οποία έχει γύρω γύρω πόλεμο. Τι έκανε η Φινλανδία όταν είχε την κρίση; Είναι το ίδιο μεγάλη με εμάς και είχε ανεργία 27%. Χρησιμοποίησαν μεγάλα πιστοποιημένα venture capitals στα οποία έδωσαν το συνολικό ποσό που είχαν για την ανάπτυξη. Είχαν δηλαδή 5 δισ., τα έδωσαν, έβαλαν στα venture capital τρεις φορές επάνω χρήματα και πήραν αυτό το ρίσκο για την επιλογή και τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων παίρνοντας μετοχές. Είναι ένας άλλος τρόπος.

Μήπως όμως πρέπει να δοκιμάσουμε άλλους τρόπους γιατί αυτούς που κάναμε μέχρι σήμερα δεν έφεραν τα αποτελέσματα που θέλαμε; Σκεφτείτε, κι είναι αρκετοί επιχειρηματίες εδώ μέσα, τι σημαίνει να πάρει κανείς επιδότηση από τον αναπτυξιακό νόμο. Χρόνια διαφθορά, ταλαιπωρία, γραφειοκρατία, επιτόκια για να σου βγει η ψυχή.

Τέταρτο στοιχείο είναι ο εθνικός στόχος. Θεωρώ ότι πρέπει να θέσουμε έναν εθνικό στόχο, τον οποίο μπορούμε να πετύχουμε. Κι αυτός ο εθνικός στόχος όσο κι αν σας φανεί περίεργο, είναι ότι η Ελλάδα το 2025 θα μπορούσε να είναι μέσα στις 5 πιο προηγμένες χώρες της Ευρώπης στον χώρο της ψηφιακής τεχνολογίας. Δεν είναι περίεργο, γιατί αφενός δεν χρειάζεται μεγάλες υποδομές και αφετέρου γιατί έχουμε πάρα πολύ ενδιαφέρον ανθρώπινο δυναμικό. Το πέτυχε η Εσθονία, μια από τις πιο φτωχές χώρες της Ευρώπης. Και σήμερα στην Εσθονία μπορεί ηλεκτρονικά, όποιος θέλει από μας, να κάνει επιχείρηση μέσα σε 10 λεπτά.

Η προτεραιότητά μας πρέπει να είναι οι νέοι. Το πολιτικό σύστημα να συμφωνήσει ότι όταν έχει να κάνει δύσκολες επιλογές, η επιλογή θα είναι οι νέοι.

Θα σας πω για τη λέξη «αξιολόγηση». Δεν υπάρχει κόμμα που να μη συμφωνεί στην αξιολόγηση. Μόνο που αρχίζουν τα «αλλά». Θυμάμαι ότι όταν ήμουν Υπουργός το πιο ενδιαφέρον πράγμα που άκουγα, αλλά το άκουγα παντού, ήταν ότι οι καθηγητές εξηγούσαν ότι δε χρειαζόμαστε αξιολόγηση γιατί εμάς μας αξιολογούν κάθε μέρα 25 ζευγάρια μάτια. Αυτό το λένε όλοι. Το λένε οι γιατροί στα νοσοκομεία, το λένε όλοι. Έχουν την αίσθηση μέσα από τον τρόπο που έχουν μεγαλώσει και έχουν κινηθεί, ότι αξιολογούνται. Συμφωνούμε λοιπόν όλοι για την αξιολόγηση και πρέπει να παρακολουθούμε τώρα τι αξιολόγηση θα κάνουμε.

Κι εδώ πρέπει να συμφωνήσουμε σε δυο λεξούλες μαγικές και δύσκολες. Αξιολόγηση στα πάντα: στον δημόσιο τομέα, στα σχολεία, στα νοσοκομεία, στον τρόπο που συνεργαζόμαστε με τον δημόσιο τομέα, στον τρόπο που επιλέγουμε τα στελέχη για τη διοίκηση, στον τρόπο που επιλέγουμε τους επικεφαλής των πολιτικών θέσεων, με δυο προϋποθέσεις: η αξιολόγηση θα σημαίνει ανταμοιβή ή ποινή. Δεν υπάρχει αξιολόγηση γενικώς και αορίστως.

Όταν κάποιος πάει καλά αμείβεται, κι όταν κάποιος δεν πάει καλά τιμωρείται. Αυτά τα δύο πράγματα τα θεωρούμε κυρίως νεοφιλελεύθερα. Αυτή εδώ η προσέγγιση είναι νεοφιλελεύθερη. Δεν λειτουργεί τίποτε όμως χωρίς αυτές τις δυο λεξούλες.

Και το τελευταίο είναι η πολιτική σταθερότητα.Θέλω όλοι να κάνουμε μια αναδρομή και να σκεφτούμε τα εξής: σκεφτείτε εάν το 2009 το ΠΑΣΟΚ του οποίου ήμουν μέλος, δεν είχε πιέσει και κάναμε εκλογές. Αν το 2011 η Νέα Δημοκρατία δεν είχε πιέσει και δεν είχε καταφέρει να κάνει εκλογές. Αν το 2014 ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε πιέσει και δεν είχε καταφέρει να κάνουμε εκλογές, και αν σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ ήξερε ότι δε μπορεί ό,τι ώρα θέλει να στρίψει δια του αρραβώνος, δηλαδή να πάει σε εκλογές, ώστε να μην καταστραφεί ή να μην ψηφίσει ή να μην κλείσει την αξιολόγηση. Δεν γίνεται η χώρα να συνεχίσει με αυτήν την ταχύτητα και με αυτήν τη συχνότητα τις εκλογές. Είναι μια καταστροφή.

Πρέπει να αποφασίσουμε κάθε 4 χρόνια εκλογές, όπως συμβαίνει π.χ. στη Σκανδιναβία. Εάν υπάρχει κάποιος πάρα πολύ ειδικός λόγος και πάμε σε εκλογές, να ξέρουμε ότι θα ξαναγίνει οπωσδήποτε στην τετραετία. Άρα θα σταματά αυτό το αδιέξοδο του να έχουμε μέσα στα οκτώ χρόνια της κρίσης, επτά Πρωθυπουργούς, για να μην πω πόσους υπουργούς Οικονομικών - συγκεκριμένα εννιά. Μόνο επί ΣΥΡΙΖΑ έχουμε τρεις Υπουργούς και επτά Αναπληρωτές. Συνολικά δέκα πολιτικά πρόσωπα πέρασαν από το Υπουργείο Παιδείας, που είναι ο δικός μου καημός.

Έκανα την αναφορά γιατί εδώ μπορούν να βρεθούν τα σημεία με τη γενικότητα που τα είπα, που θα μπορούσε να ζητηθεί δημόσια συνεννόηση και συναίνεση, ώστε ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων των εκλογών να μπορούμε να συνεχίσουμε μετά.