Σας ευχαριστώ κατ’ αρχήν για την παρουσία σας σήμερα εδώ. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω πολύ τον κ . Δραγασάκη, τον κ. Στουρνάρα, τον κ. Χριστοδουλάκη τον κ. Καραμούζη και τον κ. Καλλίτση για την προθυμία με την οποία δέχτηκαν να συμμετέχουν στη σημερινή εκδήλωση.
Το συγκεκριμένο βιβλίο ξεκίνησε σαν ιδέα από την ομάδα της διαΝΕΟσις, και ιδιαίτερα από τον Αντώνη Κεφαλά, οι οποίοι θεωρούσαν ότι το πλέον φλέγον ζήτημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε ως χώρα είναι ακριβώς αυτό, το νέο παραγωγικό της πρότυπο.
διαβάστε ακόμα
Ανάπτυξη Ναι, Αλλά Πώς;
Με προσέγγισαν και εκτός από εμένα και τον κύριο Παγουλάτο που είμαστε σήμερα ομιλητές και υπήρξαμε πάρα πολύ τυχεροί γιατί υπήρχε μία πραγματικά πολύ εκλεκτή ομάδα. Αυτή η ομάδα πλαισιώθηκε από δύο από τους εκλεκτότερους συναδέλφους μου στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τον Αποστόλη Φιλιππόπουλο και τον Γιώργο Οικονομίδη, όπως επίσης και από έναν από τους καλύτερους παλιούς διδακτορικούς μας φοιτητές τον Χρήστο Τριαντόπουλο.
Θέλω να πω ότι αντλήσαμε πληροφορίες από πολλούς ανθρώπους, τους οποίους ευχαριστούμε πολύ και λάβαμε σχόλια από αρκετό κόσμο. Θα ήθελα να κάνω ιδιαίτερη μνεία σε δύο άτομα, τους παλιούς μου συνεργάτες στο Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων Μαριάνθη Αναστασάτου και Κρις Γιουρετζιάν.
Το βιβλίο που προέκυψε από τη συνεργασία μας δεν είναι ένα επιχειρησιακό εργαλείο, ούτε καλύπτει όλους του τομείς που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς που αφορούν το καινούριο παραγωγικό μοντέλο. Επικεντρώνεται στα σημαντικότερα σημεία που εμείς θεωρούμε επιτακτικά για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Στη σημερινή παρουσίαση εγώ θα εστιάσω περισσότερο στα αίτια της κρίσης και στο τι έγινε τα προηγούμενα χρόνια, όπως και στο τι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα κυρίως σε μάκροοικονομικό επίπεδο και θα αναφερθώ και σε λίγα θέματα περί διαρθρωτικών αλλαγών, ενώ ο Γιώργος Παγουλάτος θα μιλήσει για τις πολιτικές προϋποθέσεις επιτυχίας αυτού του υποδείγματος, όπως επίσης και για κάποιες άλλες αλλαγές οι οποίες αφορούν κυρίως το δημόσιο τομέα και το χρηματοπιστωτικό τομέα.
Θα ήθελα να πω, ότι σε αυτά που θα πω παραπέρα, καλύπτω ένα πολύ μικρό μέρος του βιβλίου. Αντίθετα με τον κ. Διοικητή ο οποίος έδωσε πληθώρα αριθμών, θα προσπαθήσω να δώσω ελάχιστα νούμερα. Το ίδιο το βιβλίο περιέχει πληθώρα γραφημάτων και άλλου υποστηρικτικού υλικού. Στο βιβλίο δεν δίνουμε έμφαση στο τι πρέπει να γίνει στο βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, δηλαδή αύριο μεθαύριο, τώρα στη διαπραγμάτευση, κοκ. Η έμφαση δίνεται στο προς τα πού πρέπει να στραφούμε στη μεσοπρόθεσμη και στη μακροπρόθεσμη περίοδο.
Ως προς τα αίτια της κρίσης, νομίζω ότι ο Γιάννης Στουρνάρας, τα είπε αναλυτικά και συμφωνώ με την ανάλυσή του. Για την οικονομία του χρόνου, θα ήθελα να επικεντρώσω την προσοχή σας σε δυο τρία κομβικά σημεία. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 είχαμε φτάσει σε μια κατάσταση που ήταν εκρηκτική. Είχαμε αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούμε «δίδυμα ελλείμματα», δηλαδή ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στο δημοσιονομικό μας ισοζύγιο. Όμως, αυτά τα ελλείμματα ήταν πολύ μεγαλύτερα από τα τυπικά δίδυμα ελλείμματα τα οποία βλέπουμε σε μια χώρα σε κρίση, ακόμα και αναπτυσσόμενη.
διαβάστε ακόμα
Χάρτης Εξόδου Από Την Κρίση: Ένα Νέο Παραγωγικό Μοντέλο Για Την Ελλάδα
Ενώ η κρίση εμφανίστηκε σαν κρίση δημοσιονομική, νομίζω ότι στην πραγματικότητα, το πραγματικό πρόβλημα της χώρας, ήταν πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Αν μπορούμε να μιλήσουμε για κάποιο πιστοποιητικό γέννησης της κρίσης, αυτό πάνω του δεν γράφει 2010, τη χρονιά που μπήκαμε στα Μνημόνια. Κατά την άποψή μας γράφει 2001. Ήταν η χρόνια, στην οποία η τότε Κυβέρνηση ηττάται στο ζήτημα της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος και από εκεί και μετά εγκαταλείφθηκε ουσιαστικά κάθε προσπάθεια μεταρρυθμίσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν αυτή η έλλειψη μεταρρυθμίσεων, η οποία μείωσε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας και δημιούργησε θεόρατα εξωτερικά ελλείμματα, τα οποία καλύπτονταν με εξωτερικό δανεισμό. Αυτή είναι γενικά η ιστορία. Κατόπιν, φτάνουμε στην αποκοπή από τις αγορές κ.λπ. και παίρνουμε το μεγαλύτερο δάνειο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μιλάμε για μια χώρα που έχει 11 εκατομμύρια ανθρώπους μόνο, μικρότερη από πάρα πολλές μεγαλουπόλεις στον κόσμο. Για να αποφύγουμε την χρεοκοπία, υπογράφουμε τα περίφημα Μνημόνια. Τα Μνημόνια περιγράφουν ένα πρόγραμμα αλλαγών που είναι τυπικό παρόμοιων προγραμμάτων. Δηλαδή, παροχή δανείων με αντάλλαγμα διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική προσαρμογή.
Για την Ευρώπη αυτή ήταν μια καινούργια διαδικασία. Όμως, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, πρέπει να έχει συμμετάσχει σε εκατοντάδες - νομίζω, παραπάνω από 700 – παρόμοια προγράμματα μέχρι στιγμής. Πού ήταν η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας; Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας βρισκόταν σε δύο τομείς. Ο πρώτος ήταν οι πάρα πολύ άσχημες συνθήκες από τις οποίες ξεκινούσαμε. Το δεύτερο είχε να κάνει με το ότι ένα τυπικό πρόγραμμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έχει δύο χαρακτηριστικά που δεν ίσχυσαν στην περίπτωση της Ελλάδας. Το πρώτο είναι ότι το ΔΝΤ συνήθως ζητάει από τις χώρες να κάνουν υποτίμηση για να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Στην ελληνική περίπτωση δεν το κάναμε αυτό -και πολύ ορθά κατά την άποψή μου- δηλαδή δεν εγκαταλείψαμε το ευρώ για λόγους τόσο οικονομικούς, όσο και πολιτικούς. Η δεύτερη προϋπόθεση την οποία βάζει συνήθως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε παρόμοιες με την Ελλάδα περιπτώσεις είναι η αναδιάρθρωση του χρέους. Αυτό ήταν κάτι που δεν έγινε στην Ελλάδα στο πλαίσιο του Πρώτου Προγράμματος. Έγινε αργότερα, με πολύ βαρύτερους όρους και, ίσως να μην ήταν πλέον επαρκής.
Όταν μια χώρα έχει δημοσιονομικά ελλείμματα της τάξης του 15% του ΑΕΠ και έχει αποκοπεί από τις αγορές, όταν έχει πρωτογενή ελλείμματα που είναι πάνω από 10% του ΑΕΠ - το οποίο σημαίνει ότι και όλο το χρέος να μας χάριζαν, την επόμενη χρονιά θα αρχίζαμε να δημιουργούμε νέο χρέος - δεν έχει πολλά πράγματα που μπορεί να κάνει. Αυξάνει τους φόρους και μειώνει τις δαπάνες. Και τα δύο είναι υφεσιακά. Και λαμβάνοντας υπ’ όψιν πόσο μεγάλο ήταν το έλλειμμα της Ελλάδας το 2009, η ύφεση, και μάλιστα η βαθιά ύφεση ήταν, κατά την άποψή μας, αναπόφευκτη. Τόσο βαριά όσο τελικά είχαμε; Νομίζω ότι όχι. Σε αυτό συνέβαλαν τόσο λάθη στο σχεδιασμό του προγράμματος, όσο και αδυναμίες στην υλοποίησή του.
Ως προς το σχεδιασμό του προγράμματος, αναφέρθηκα προηγουμένως στη μη αναδιάρθρωση του χρέους από την αρχή του προγράμματος. Το πρώτο Πρόγραμμα ειδικά, είχε μικρή περίοδο προσαρμογής, έδινε περισσότερη έμφαση σε φόρους παρά σε δαπάνες, έδινε μεγαλύτερη έμφαση στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, παρά στην απελευθέρωση της αγοράς προϊόντος, με αποτέλεσμα να μειωθεί απότομα η ζήτηση, έγιναν λάθος υποθέσεις ως προς τους τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές κ.ά. Όμως, νομίζω ότι ο κυριότερος παράγοντας, ο οποίος οδήγησε σε εκτροχιασμό των διαφόρων προγραμμάτων, δεν ήταν οικονομικός, αλλά πολιτικός. Ας θυμηθούμε τη σύνοδο στο Ντοβίλ στα πρώτα χρόνια του προγράμματος, και κυρίως να θυμηθούμε όλη τη συζήτηση περί Grexit. Αυτή η συζήτηση από μόνη της, έχει χαρακτηριστικά τα οποία πραγματικά μπορούν να εκθεμελιώσουν την οικονομία. Ποιος θα κάνει επενδύσεις όταν γνωρίζει ότι την επόμενη μέρα, αυτήν την επένδυση μπορεί να την κάνει με πολύ λιγότερα χρήματα; Ποιος θα πάρει τη μεγάλη καταναλωτική απόφαση όταν ξέρει ότι, αύριο μεθαύριο, αυτά εδώ τα χρήματα τα οποία κρατάει μπορεί να έχουν πολύ μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη; Όλο αυτό βύθιζε την οικονομία όλο και περισσότερο.
Υπάρχει η γενικευμένη αντίληψη, ότι το Πρόγραμμα ήταν μια μεγάλη αποτυχία, σε όλους τους τομείς. Είναι πραγματικά έτσι; Ανέφερα και προηγουμένως ότι ξεκινούσαμε με θεόρατα δίδυμα ελλείμματα. Η χώρας μας, μέσα σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια, κατάφερε το πρωτογενές έλλειμμα, πού ήταν γύρω στο 10,5% του ΑΕΠ, να το μετατρέψει σε πλεόνασμα. Είχε τη μεγαλύτερη και ταχύτερη δημοσιονομική προσαρμογή που έχει καταγραφεί ποτέ σε οποιαδήποτε χώρα του Οργανισμού Συνεργασίας και Οικονομικής Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, όπως είπε προηγουμένως ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, εμφάνισε πλεονάσματα για πρώτη φορά από το 1948. Και μάλιστα αυτό επετεύχθη χωρίς να γίνει υποτίμηση.
Όταν δεν γίνεται εξωτερική υποτίμηση, για να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας πρέπει να γίνει εσωτερική υποτίμηση. Οι εσωτερικές υποτιμήσεις δουλεύουν καλά υπό δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, όταν οι αγορές προϊόντος και παραγωγικών συντελεστών είναι ευέλικτες. Η Ελλάδα ήταν, σύμφωνα με τις κατηγοριοποιήσεις του ΟΟΣΑ, και στην αγορά εργασίας, και στην αγορά προϊόντος, ακόμα και στην αγορά κεφαλαίου, ανάμεσα στις λιγότερο ευέλικτες χώρες, ανάμεσα στις χώρες του οργανισμού. Δεύτερον, όταν υπάρχει υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης και κοινωνικού κεφαλαίου. Δυστυχώς πολλές κοινωνιολογικές μελέτες, κατατάσσουν την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε. ως προς το επίπεδο του κοινωνικού της κεφαλαίου και, συνήθως, πιο χαμηλά και από πολλές αναπτυσσόμενες χώρες. Σαν αποτέλεσμα το κοινωνικοοικονομικό κόστος της προσαρμογής ήταν πολύ υψηλότερο από αυτό που θα μπορούσαμε να έχουμε υπό διαφορετικές συνθήκες.
Στον δημόσιο διάλογο, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, γίνεται αποδεκτή η επιτυχία της δημοσιονομικής προσαρμογής, όμως, επικρατεί επίσης ο ισχυρισμός ότι στο διάστημα αυτό δεν έγιναν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ουδέν αναληθέστερον. Υπάρχουν σοβαροί οργανισμοί, όπως ο ΟΟΣΑ, η World Bank, το Lisbon Council και άλλοι οι οποίοι μετρούν συστηματικά την ένταση των μεταρρυθμίσεων στις διάφορες χώρες. O ΟΟΣΑ στην ετήσια έκθεσή του Going for Growth, για την περίοδο 2007 – 2014, κατατάσσει την Ελλάδα μακράν ως την πρώτη χώρα στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων. Λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι μεταξύ 2007 και 2009, δηλαδή τα τρία πρώτα χρόνια, δεν έγινε καμία σχεδόν σημαντική μεταρρύθμιση, η διαφορά που είχαμε από τις υπόλοιπες χώρες, στο χρονικό διάστημα 2010-2014 θα πρέπει να ήταν κυριολεκτικά θεόρατη. Προσοχή! Δεν λέω ότι ξαφνικά γίναμε ο παράδεισος των μεταρρυθμίσεων. Ξεκινούσαμε από μία πολύ χαμηλή βάση και απλά με τις μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν αυτά τα χρόνια, φτάσαμε τους τελευταίους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, αν θέλουμε πραγματικά, μεγέθυνση αργότερα, χρειάζεται να μείνουμε αταλάντευτα στο δρόμο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Τι πρέπει να γίνει; Νομίζω ότι είναι ξεκάθαρο ότι χρειαζόμαστε ένα ξεκάθαρο σχέδιο με συνεπείς μεταξύ τους πολιτικές. Πρέπει να κάνουμε μία διάκριση μεταξύ μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων και εξειδίκευση πολιτικών για να πετύχουμε τους στόχους αυτούς. Αυτό κάνουμε περίπου, σε αυτό εδώ το βιβλίο, παραθέτοντας επιχειρήματα αλλά και υποστηρικτικό υλικό.
Στο μακροοικονομικό επίπεδο, ελπίζω ότι μάθαμε το μάθημά μας. Νομίζω ότι στις δεκαετίες που έρχονται εκόντες άκοντες θα έχουμε δημοσιονομική πειθαρχία. Δηλαδή, γνωρίσαμε πολύ καλά τις συνέπειες της έλλειψης αυτής της πειθαρχίας και πιστεύω ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση και αν είναι στην εξουσία, δεν θα παρεκκλίνει από το στόχο αυτό.
Επιπρόσθετα, απαιτείται αλλαγή στη σύνθεση του παραγόμενου προϊόντος. Αναφέρθηκε προηγουμένως σε αυτό ο Γιάννης Στουρνάρας, επιτρέψτε μου όμως να πάω λίγο παραπέρα. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια κρίσης, το ποσοστό της δημόσιας και ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ στην Ελλάδα, είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ε.Ε. μετά την Κύπρο. Αν δεν πετύχουμε μια ανακατανομή πόρων, από την κατανάλωση προς επενδύσεις και εξαγωγές, δύσκολα θα πετύχουμε σταθερά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ως προς τις επενδύσεις, πριν από την κρίση το ποσοστό τους στο ΑΕΠ ήταν υψηλό. Όμως, όπως και σε άλλες χώρες που μπήκαν σε Μνημόνια, πολύ μεγάλο μέρος των επενδύσεων ήταν επενδύσεις σε κατοικία. Οι επενδύσεις σε κατοικία δεν έχουν μεγάλα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Είναι οι επιχειρηματικές επενδύσεις που επιφέρουν τα μεγάλα αποτελέσματα για την ανάπτυξη. Για να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις απαιτείται η αύξηση των αποταμιεύσεων, αλλά και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ώστε οι αποταμιεύσεις αυτές να κατευθύνονται στο εγχώριο πιστωτικό σύστημα. Εκτός από τις ελληνικές επενδύσεις θα ήταν ευχής έργον η προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Στον τομέα αυτό η χώρα μας ήταν ουραγός στα χρόνια πριν από την κρίση. Οι συνθήκες που έχουμε τώρα, δηλαδή σημαντική πτώση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων σε συνδυασμό με τη ύπαρξη αρκετά καλά εκπαιδευμένης και σχετικά φθηνής εργατικής δύναμης, νομίζω ότι είναι ιδεώδεις για να προσελκύσουμε τέτοιες επενδύσεις. Αλλά, απαιτείται διαφορετικό πολιτικό κλίμα, σταθερότητα και συνέχεια.
Λόγω πίεσης του χρόνου, σ’ αυτό το πλαίσιο, θα ήθελα να αναφερθώ επιγραμματικά σε τρία ακόμα σημεία:
- Αναδιάρθρωση χρέους. Γιατί είναι αναγκαία; Πρώτον για να μειωθούν τα απαιτούμενα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα επί σειρά ετών. Υπάρχουν κάποιες χώρες που πέτυχαν μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για σειρά ετών, χωρίς να έχουν άφθονους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, όπως είναι το Βέλγιο. Τι γινόταν όμως εκεί; Τα ομόλογα τα κατείχαν οι τράπεζες των χωρών. Κάθε φορά που το κράτος μείωνε το δανεισμό του, υπήρχαν περισσότεροι πόροι διαθέσιμοι για την πραγματική οικονομία. Αυτό δεν συμβαίνει στην Ελλάδα, όπου τα υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα καταλήγουν σε μεταφορά κεφαλαίου στο εξωτερικό. Δεύτερον, η αναδιάρθρωση του χρέους μπορεί να μειώσει σημαντικά την επενδυτική αβεβαιότητα διότι μειώνει τον κίνδυνο μελλοντικής αύξησης της φορολογίας και μείωσης της κερδοφορίας. Τρίτον, πιθανότατα θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους του κεφαλαίου. Στη διάρκεια της κρίσης, ό,τι κερδίσαμε στην ανταγωνιστικότητα, μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας, το χάσαμε από την πλευρά του κόστους κεφαλαίου.
- Όρια δημοσίου και ιδιωτικού. Νομίζω ότι γίνεται και αυτό τελείως ξεκάθαρο, το δημόσιο τομέα τον θέλουμε για την παροχή του ρυθμιστικού πλαισίου, για την παροχή των βασικών δημοσίων αγαθών και των βασικών υποδομών και για την κοινωνική προστασία. Ακόμα και σε αυτούς τους τομείς δραστηριότητας, αν ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να το κάνει αποτελεσματικότερα από τον δημόσιο τομέα, είναι προτιμότερο να παρέχεται το δημόσιο αγαθό με outsourcing από τον ιδιωτικό τομέα.
- Στο τρίτο σημαντικό σημείο αναφέρθηκε και ο Γιάννης Στουρνάρας στην ομιλία του. Είναι κάτι το οποίο πολλοί πολιτικοί μας θεωρούν το δυναμικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας, αλλά νομίζουμε ότι είναι η αχίλλειος πτέρνα της. Είπα προηγουμένως ότι το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας ήταν στην ανταγωνιστικότητά της. Ένα μεγάλο κομμάτι από αυτό προέρχεται από το μικρό μέγεθος της ελληνικής επιχείρησης. Αυτό που λέμε μικρόμεσαία επιχείρηση στην Ελλάδα είναι το micro-enterprise στην ευρωπαϊκή ορολογία. Μία επιχείρηση, η οποία είναι πάρα πολύ μικρή δεν εκμεταλλεύεται οικονομίες κλίμακας, δεν εκμεταλλεύεται οικονομίες σκοπού, συνήθως δεν κάνει έρευνα για τεχνολογική ανάπτυξη και δεν έχει την κατάλληλη κεφαλαιουχική δομή. Πώς επιζεί; Σε πολλές περιπτώσεις με φοροδιαφυγή, εισφοροδιαφυγή, παραβίαση εργατικών κανόνων, παραβίαση περιβαλλοντικών κανόνων κοκ. Οπότε, ένα από τα κύρια μελήματά μας θα πρέπει να είναι η ισχυροποίηση των ελληνικών επιχειρήσεων.
Τέλος κάποιες γενικές παρατηρήσεις περί μεταρρυθμίσεων. Μιλάμε χρόνια για μεταρρυθμίσεις. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να γίνουν μεταρρυθμίσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό; Όπως είπε και ο Πρόεδρος Γιουνκέρ «Ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε, δεν ξέρουμε πώς να επανεκλεγούμε μετά». Υπάρχουν βασικά δύο, κυρίως, λόγοι για τη δυσκολία υλοποίησης μεταρρυθμίσεων. Ο πρώτος έχει να κάνει με το ότι με μια μεταρρύθμιση κερδίζουν πολλοί αλλά κερδίζουν λίγο, χάνουν κάποιοι λίγοι, οι οποίοι χάνουν πολύ και συνήθως αυτοί είναι καλά οργανωμένοι και με πρόσβαση στο σύστημα της εξουσίας. Οπότε, η αντίστασή τους και το συνακόλουθο «πολιτικό κόστος» είναι πολύ υψηλά. Το δεύτερο έχει να κάνει με την επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής (timing). Διάφορες μελέτες δείχνουν ότι οι μεταρρυθμίσεις για να αποδώσουν παίρνουν ορισμένο χρόνο, οπότε πολλές κυβερνήσεις σκέφτονται ότι «θα πάρω εγώ όλο το κόστος και θα πάρει η επόμενη κυβέρνηση το όφελος; Απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο». Εδώ είναι που χρειάζονται οι συναινετικές διαδικασίες, ο διάλογος και ο ρόλος του κοινωνικού κεφαλαίου που ανέφερα προηγουμένως. Όμως, όπως ανέφερα προηγουμένως, αυτά είναι αρκετά χαμηλά την Ελλάδα. Μεταρρυθμίσεις χρειάζονται σε όλους τους τομείς, ιδιαίτερα στον τομέα της αγοράς προϊόντος και κυρίως στην αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα. Καταλαβαίνω ότι πήρα αρκετό από το χρόνο σας. Γι’ αυτά θα σας μιλήσει αναλυτικότερα ο Γιώργος Παγουλάτος.