Η βασική θέση που διατρέχει την μελέτη των ερευνητών είναι μια ουσιαστική και τεκμηριωμένη απάντηση στον μύθο που έχει καλλιεργηθεί και στην εντύπωση που σε πολλούς έχει δημιουργηθεί, ότι δηλαδή τα μνημόνια προκάλεσαν την κρίση. Η εντύπωση αυτή, όχι μόνο παραβλέπει τα δεδομένα μιας μακράς περιόδου, αλλά οδηγεί και στην απλουστευτική πρόταση ότι η άρση των μνημονίων μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη.
Οι συγγραφείς της μελέτης επαναφέρουν τη συζήτηση στην ουσία των πραγμάτων. Εντοπίζουν το πρόβλημα στο πρότυπο ανάπτυξης που ακολούθησε η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, το οποίο -ανεξάρτητα από τις όποιες θετικές ή αρνητικές επιδράσεις- είχε προ πολλού εξαντλήσει τα όρια του. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι απλή αποτίμηση του παρελθόντος. Οδηγεί κατευθείαν στο λογικό επακόλουθο: Η επάνοδος σε αναπτυξιακή τροχιά εξαρτάται από τη θεραπεία των προβλημάτων που οδήγησαν στην κρίση, από τη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας, από την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου.
Η μελέτη δεν ανασκευάζει απλώς μύθους του παρελθόντος που εμποδίζουν την ανάγνωση της σημερινής πραγματικότητας. Επικεντρώνεται στο μέλλον και προτείνει τρόπους, πολιτικές και διαδικασίες για την οριστική απεμπλοκή από την κρίση και προς τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η μελέτη είναι πάνω από όλα χρήσιμη, κι αυτό είναι νομίζω ο υπέρτατος τίτλος τιμής για έναν οικονομολόγο σήμερα.
διαβάστε ακόμα
Ανάπτυξη Ναι, Αλλά Πώς;
Η συζήτηση για το πρότυπο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και οι σχετικοί προβληματισμοί έχουν μακρά ιστορία. Πριν ακόμα από την ένταξη στην ΟΝΕ, είχε διαπιστωθεί ότι, στη νέα Ενιαία Αγορά, το μερίδιο των ελληνικών προϊόντων και πολλών υπηρεσιών θα συρρικνώνεται και η δυνατότητα της εγχώριας αγοράς να τροφοδοτήσει την ανάπτυξη θα εξασθενεί διαρκώς. Για να αντιμετωπισθεί η αναπόδραστη αυτή εξέλιξη, οι απώλειες στην εγχώρια αγορά θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν με αντίστοιχη - ή και μεγαλύτερη - διείσδυση στις αγορές εξωτερικού. Αυτό με τη σειρά του επέβαλε σημαντικές αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή: πρώτον, μεταφορά πόρων στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, και δεύτερον, σημαντικές βελτιώσεις στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα.
Επιτρέψτε μου εδώ μια σύντομη προσωπική αναφορά. Οι προβληματισμοί αυτοί με είχαν απασχολήσει ιδιαίτερα, ως μελετητή, την προηγούμενη δεκαετία. Έτσι, το 2008 γράψαμε με τη Μαρία Αλμπάνη, στέλεχος στη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος, μια σχετική μελέτη που εκδόθηκε από το ΙΟΒΕ με τίτλο «Η ελληνική οικονομία μετά την κρίση: Αναζητώντας ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο». Τότε βέβαια δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε το εύρος και τη διάρκεια της ύφεσης στην Ελλάδα και στρέψαμε την προσοχή μας στο μέλλον, έχοντας διαπιστώσει και εμείς ότι το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας ήταν -και θα είναι - το υφιστάμενο πρότυπο ανάπτυξης. Υποστηρίξαμε τότε ότι ένα πρότυπο ανάπτυξης εσωστρεφές και εξαρτώμενο από την εγχώρια ζήτηση, κυρίως την κατανάλωση, δεν μπορεί να συνεχισθεί επί μακρόν και πρέπει να αλλάξει με στόχο τη βελτίωση της «ολικής παραγωγικότητας», δηλαδή της αποτελεσματικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Επίσης, ως Υπουργός Οικονομικών, είχα αναθέσει το 2013 στον τότε Πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων Πάνο Τσακλόγλου, την εκπόνηση παρεμφερούς μελέτης με θέμα: «Η Ελλάδα το 2020», ένα πόρισμα της οποίας –βασιζόμενο σε τρεις συμπληρωματικές προσεγγίσεις από το ΚΕΠΕ, το ΙΟΒΕ και τη McKinsey– παρουσιάστηκε στο Eurogroup τον Απρίλιο του 2014.
Είναι συνεπώς προφανές ότι συμμερίζομαι απόλυτα τη μεθοδολογική προσέγγιση της μελέτης που δεν περιορίζει τα θέματα της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης στην ανάλυση κάποιων επιμέρους δεικτών. Αντίθετα, υιοθετεί μια ολιστική προσέγγιση, προτείνοντας παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς, που θα βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της ελληνικής οικονομίας στο σύνολό της. Συγκεκριμένα αναφέρονται στα ακόλουθα:
- Δημόσια διοίκηση
- Φορολογική πολιτική και φορολογική δικαιοσύνη
- Δικαστικό σύστημα
- Αγορές αγαθών και υπηρεσιών
- Χρηματοπιστωτικό σύστημα
- Αξιοποίηση Δημόσιας Περιουσίας
- Κλάδοι με σημαντικό δυναμικό συγκριτικό πλεονέκτημα
- Αγορά εργασίας
- Κοινωνική προστασία
- Εκπαίδευση
- Έρευνα, τεχνολογική αναβάθμιση, καινοτομία
- Υγεία
Για κάθε έναν από τους τομείς αυτούς οι συγγραφείς περιγράφουν την πορεία, επισημαίνουν τις μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει και προτείνουν νέες παρεμβάσεις που απαιτούνται. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά χρήσιμο -επαναλαμβάνω- χρονολόγιο που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα από τους φορείς της οικονομικής πολιτικής σε όλα τα επίπεδα.
Είναι γεγονός, ότι με τις ευνοϊκές συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας ήταν ταχεία, παρά τις εγγενείς αδυναμίες της εγχώριας προσφοράς. Η ανάπτυξη όμως αυτή στηρίχθηκε κυρίως στην εγχώρια ζήτηση -ιδιαίτερα στην κατανάλωση και τροφοδοτήθηκε με δανεισμό, δημόσιο και ιδιωτικό. Έτσι, στις δομικές αδυναμίες του παραγωγικού προτύπου προστέθηκαν νέα προβλήματα: Διόγκωση του δανεισμού, με το δημόσιο χρέος να φθάνει σε ιστορικά επίπεδα, σοβαρή επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας και εκτίναξη του εξωτερικού ελλείμματος. Και με την έλευση της παγκόσμιας κρίσης, η οποία στην Ελλάδα μετετράπη ταχύτατα σε κρίση χρέους, σύντομα η πρόσβαση στις αγορές έγινε απαγορευτική, σε μια φάση που οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου ήταν υψηλότερες από κάθε άλλη περίοδο. Σας θυμίζω ότι το 2009, λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης χρέους, το δημόσιο έλλειμμα ξεπερνούσε το 15% του ΑΕΠ, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν περίπου το ίδιο, ενώ το δημόσιο χρέος πλησίαζε το 127% του ΑΕΠ.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Το μνημόνιο και όσα επακολούθησαν δεν ήταν τίποτα άλλο παρά προσπάθειες να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί, φθάνοντας σε εκρηκτικό σημείο. Οι πολιτικές που εφαρμόσθηκαν με τα μνημόνια, εξασφάλισαν τον δανεισμό που απαιτείτο για να αποτραπεί η χρεοκοπία και εστιάσθηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή. Παράλληλα, επεδίωξαν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα θεράπευαν χρόνιες αδυναμίες της παραγωγικής δομής, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Οι πολιτικές όμως αυτές είχαν υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος: Ύφεση υψηλότερη του αναμενόμενου, μείωση των εισοδημάτων και πολύ μεγάλη αύξηση της ανεργίας.
Οι λόγοι της μεγάλης και παρατεταμένης ύφεσης της ελληνικής οικονομίας έχουν συζητηθεί αναλυτικά. Εντοπίζονται σε μια σειρά παράγοντες, όπως: αδυναμίες στο σχεδιασμό των προγραμμάτων, λανθασμένες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις, διστακτικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να οικειοποιηθούν και να εφαρμόσουν με συνέπεια τα προγράμματα, ένα συγκρουσιακό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα που πολώθηκε από την απουσία συναίνεσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, συναίνεση που επιτεύχθηκε, αλλού σε μεγάλο βαθμό, αλλού σε μικρό, σε όλες τις άλλες χώρες που εφαρμόστηκαν ανάλογα προγράμματα.
Όλα αυτά συνέβησαν και πράγματι δυσχέραναν σημαντικά τη συνεπή εφαρμογή των προγραμμάτων. Πιστεύω όμως ότι ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγοντας που επέτεινε την ύφεση και τροφοδότησε τη μεγάλη ανεργία ήταν η αδυναμία σημαντικού μέρους του πολιτικού συστήματος να αντιπαρατεθεί στα λίγα μεγάλα και πολλά μικρά συμφέροντα, τα οποία αντιτάχθηκαν στις μεταρρυθμίσεις και ευνόησαν τη διαιώνιση διαρθρωτικών αποκλίσεων, που περιόρισαν την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής σε τομείς όπως η φορολογία, η απελευθέρωση των αγορών και η συνακόλουθη ενίσχυση των υγιών δυνάμεων του ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα, και τελικά, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και ο ταχύς αναπροσανατολισμός της παραγωγής προς τις διεθνείς αγορές.
Το 2008-2009, στο κατώφλι της κρίσης, ήταν φανερό ότι η διάρθρωση και η δομή της ελληνικής οικονομίας δεν επέτρεπε την ταχεία αντίδραση που απαιτούσαν οι επερχόμενες προκλήσεις. Μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία:
- Ο ευρύτερος δημόσιος τομέας απασχολούσε περίπου 1 εκατ. άτομα, δηλαδή το 20% της συνολικής απασχόλησης, και χαρακτηριζόταν από εξαιρετικά χαμηλή διοικητική αποτελεσματικότητα.
- Δεν υπήρχαν μηχανισμοί ελέγχου και συγκράτησης των δημόσιων δαπανών και της σπατάλης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
- Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή, σε συνδυασμό με το σύνθετο και με πολλές εξαιρέσεις και απαλλαγές φορολογικό σύστημα, αποτελούσαν τροχοπέδη για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.
- Ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων υπερέβαινε το 1,6 εκατ. άτομα, το 35% των απασχολούμενων, ενώ στην ευρωζώνη ήταν 14% και στην ΕΕ 15%.
- Η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων ήταν από τις χαμηλότερες όχι μόνο στην ΕΕ, αλλά και στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ειδικότερα, το μοναδιαίο κόστος εργασίας το 2009 ήταν αυξημένο κατά περίπου 30% σε σχέση με το 2002, επιδεινώνοντας δραματικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και ασκώντας αρνητικές επιδράσεις στις εξαγωγές. Εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος αναδεικνύουν ότι η απώλεια της ανταγωνιστικότητας σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας οφειλόταν κατά κύριο λόγο στους κλάδους των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.
- Η ελληνική οικονομία, μετά από 25 χρόνια ένταξης στην ΕΕ, είχε παραμείνει κλειστή. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών το 2009 κυμαίνονταν γύρω στο 20% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με 35% του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ.
- Το μερίδιο των μη εμπορεύσιμων δραστηριοτήτων στη συνολική προστιθέμενη αξία ανέρχονταν σε 51% το 2009, έναντι 44% στη ζώνη του ευρώ. Μεταξύ των μη εμπορεύσιμων δραστηριοτήτων, τη μεγαλύτερη αύξηση προστιθέμενης αξίας είχαν οι δημόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες, αντανακλώντας σε σημαντικό βαθμό αυξήσεις στις αμοιβές της εξαρτημένης εργασίας στις υπηρεσίες αυτές. Το μερίδιό τους στη συνολική απασχόληση ανέρχονταν στο 55% το 2009 από 50% το 2001.
- Κυριαρχούσε η πολύ μικρή επιχείρηση, με μέσο μέγεθος, που δεν υπερέβαινε τα 5 άτομα, σε σύγκριση με 15 άτομα στην ΕΕ.
- Το ασφαλιστικό σύστημα ήταν εύθραυστο, ασταθές και πολυδαίδαλο, με εκατοντάδες εξαιρέσεις από τις κύριες διατάξεις συνταξιοδότησης σε κάθε ταμείο. Παράλληλα, παρά τις έντονες δημογραφικές πιέσεις, η κοινωνία ήταν απρόθυμη να αποδεχθεί τον εκσυγχρονισμό του.
- Αγορές, που στις περισσότερες χώρες της ΕΕ και στο σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης είχαν προ πολλού απελευθερωθεί, παρέμεναν κλειστές.
Αυτές οι διαρθρωτικές υστερήσεις ήταν το αποτέλεσμα μιας αναπτυξιακής πορείας, που εξασφάλισε μεν μια σχετικώς μακρά περίοδο ευημερίας, χωρίς όμως να βελτιώσει ουσιαστικά τις παραγωγικές και αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας. Με την εμφάνιση της κρίσης, αυτές οι ίδιες υστερήσεις δεν επέτρεψαν στην οικονομία να αντιδράσει έγκαιρα για να περιορισθούν οι συσταλτικές επιπτώσεις των προγραμμάτων. Πιστεύω δηλαδή, ότι η ύφεση θα ήταν σαφώς μικρότερη και συντομότερη, αν είχαν έγκαιρα εκσυγχρονισθεί οι δομές της παραγωγής και της ζήτησης στη χώρα μας.
Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από τη διεθνή εμπειρία των τελευταίων ετών της κρίσης: Χώρες με υγιή θεμελιώδη κατόρθωσαν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα να βρεθούν εκ νέου σε τροχιά ανάπτυξης, ενώ χώρες με μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες αντιμετώπισαν σημαντικές δυσκολίες, και σε ορισμένες περιπτώσεις χρειάστηκαν εξωτερική οικονομική βοήθεια. Μεγάλες ήταν οι διαφορές και στον τομέα της απασχόλησης, καθώς οικονομίες με ικανοποιητική ευελιξία κατόρθωσαν να διατηρήσουν χαμηλά ποσοστά ανεργίας, ενώ σε οικονομίες με σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες η ανεργία αυξήθηκε ραγδαία.
Η εφαρμογή των μνημονίων είχε πράγματι υψηλό κόστος, το οποίο πολλαπλασιάσθηκε από τις προϋπάρχουσες ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας. Από την άλλη πλευρά όμως, και αυτό είναι γεγονός καταλυτικής σημασίας για το μέλλον, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν από το 2010 και έπειτα πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό, να αντιστρέψουν τις ιδιαίτερα δυσμενείς τάσεις που επικρατούσαν και να βελτιώσουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας, επιτυγχάνοντας:
- Ταχύτατη και πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή. Την περίοδο 2013-2015 το πρωτογενές έλλειμμα εξαλείφθηκε και καταγράφηκαν πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης για πρώτη φορά από το 2001. Επίσης, το “διαρθρωτικό” πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα βελτιώθηκε κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ την περίοδο 2009-2015. Δηλαδή, λαμβάνοντας υπόψη την επίδραση του οικονομικού κύκλου, η δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα ήταν διπλάσια από αυτή που πέτυχαν άλλα κράτη-μέλη, τα οποία εφάρμοσαν προγράμματα της ΕΕ-ΔΝΤ.
- Ανάκτηση των μεγάλων απωλειών της ανταγωνιστικότητας της περιόδου 2000-2009.
- Εξάλειψη του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, που το 2008 είχε ξεπεράσει το 15% του ΑΕΠ.
- Αύξηση του ποσοστού των εξαγωγών στο ΑΕΠ από 19% το 2009 σε 32% σήμερα.
- Ανακεφαλαιοποίηση και αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, με αποτέλεσμα να αντεπεξέλθει με επιτυχία στην κρίση και την φυγή των καταθέσεων.
- Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων καθώς και στη δημόσια διοίκηση.
Η δημοσιονομική εξυγίανση, παρά το υψηλό βραχυχρόνιο κόστος, έχει πολύπλευρα αναπτυξιακά οφέλη για την οικονομία σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η βελτίωση των δημοσίων οικονομικών, εφόσον συνεχιστεί και στο μέλλον, πέρα από το θετικό αντίκτυπο στην υποχώρηση του περιθωρίου επιτοκίου των ελληνικών κρατικών ομολόγων και τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης της οικονομίας, δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο (fiscal space), που επιτρέπει να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές, δημιουργώντας κατά αυτόν τον τρόπο κίνητρα για αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης και συμβάλλοντας σε αύξηση του δυνητικού προϊόντος.
Σύμφωνα με προσομοιώσεις του υποδείγματος γενικής ισορροπίας της Τράπεζας της Ελλάδος, τα υψηλότερα μακροχρόνια οφέλη σε όρους ΑΕΠ επιτυγχάνονται, όταν ο δημοσιονομικός χώρος που προκύπτει από τη δημοσιονομική εξυγίανση χρησιμοποιείται για τη μείωση των φορολογικών συντελεστών. Παράλληλα, οι προσομοιώσεις αυτές υποδεικνύουν ότι η δημοσιονομική προσαρμογή της περιόδου 2010-2015 διαμόρφωσε ευνοϊκότερες συνθήκες για την ανακατανομή των πόρων προς όφελος των δραστηριοτήτων με εξωστρεφή προσανατολισμό. Συγκεκριμένα, ο όγκος παραγωγής των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκε κατά περίπου 5%, ενώ των μη εμπορεύσιμων μειώθηκε κατά περίπου 23%.
Ένα από τα βασικά συμπεράσματα των μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ότι η αναδιάρθρωση υπέρ των εμπορεύσιμων θα ήταν σημαντικά υψηλότερη (και κατά συνέπεια το βάθος της ύφεσης θα ήταν σημαντικά μικρότερο), αν είχε δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη μείωση των δαπανών παρά στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών. Συγκεκριμένα, η δημοσιονομική προσαρμογή μέσω της μείωσης των κρατικών δαπανών βραχυχρόνια συνεπάγεται μείωση της εσωτερικής ζήτησης και συμβάλλει στη μείωση των τιμών και των αμοιβών, οδηγώντας σε βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η εξέλιξη αυτή ενισχύει τις εξαγωγές και, σε συνδυασμό με τον περιορισμό των εισαγωγών, λόγω περιορισμού του διαθέσιμου εισοδήματος, οδηγεί στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί προϋποθέσεις για ανακατανομή των πόρων υπέρ των διεθνώς εμπορεύσιμων δραστηριοτήτων.
Αντίθετα, η δημοσιονομική προσαρμογή που βασίζεται στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών επιδρά αρνητικά στο εισόδημα και τις αποδόσεις των επενδύσεων, επηρεάζοντας τα κίνητρα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για επενδύσεις και εργασία. Στο βαθμό που οι υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές αυξάνουν το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων και τις τελικές τιμές των αγαθών, δημιουργούν πληθωριστικές πιέσεις που επιδρούν αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τις εξαγωγές. Ως αποτέλεσμα, η αρνητική επιβάρυνση είναι σχετικά μεγαλύτερη για τις διεθνώς εμπορεύσιμες δραστηριότητες.
Με όσα προανέφερα θέλω να υπογραμμίσω ότι το εύρος και η σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής, έχει σοβαρές επιπτώσεις και στις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας. Έρχομαι τώρα στο θέμα των μεταρρυθμίσεων. Οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν κατά την περίοδο της κρίσης αναμένεται να ενισχύσουν το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα μέσω της ταχύτερης ανόδου της παραγωγικότητας και της απασχόλησης. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν την περίοδο 2010-2014 αναμένεται να αυξήσουν το πραγματικό ΑΕΠ κατά 5,6% περίπου σε ορίζοντα μιας δεκαετίας. Αν συνυπολογιστούν οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται ήδη, ή πρόκειται να εφαρμοστούν σύμφωνα με το πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, (European Stability Mechanism-ESM), η συνολική αυξητική επίδραση στο πραγματικό ΑΕΠ θα φθάσει περίπου το 13,4% στη δεκαετία και μάλιστα η εκτίμηση αυτή είναι ένα ελάχιστο επίπεδο, με την έννοια ότι δεν μπορούν εύκολα να ποσοτικοποιηθούν μεταρρυθμίσεις, όπως πχ η βελτίωση του δικαστικού συστήματος, η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου, ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Από αναλύσεις των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτει ότι η κυριότερη επίδραση των μεταρρυθμίσεων αφορά την ταχύτερη άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής. Ειδικότερα:
- Οι διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, που οδηγούν σε μείωση του μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων σε μόνιμη βάση κατά 10%, αναμένεται σε ορίζοντα δεκαετίας να οδηγήσουν σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4,5% και σε αύξηση της απασχόλησης και των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 3% και 4,5% αντίστοιχα.
- Η αύξηση του ανταγωνισμού σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, μέσω της άρσης ρυθμιστικών εμποδίων στην είσοδο νέων επιχειρήσεων και στη λειτουργία τους, οδηγεί σε μειώσεις του περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων. Mια μείωση του περιθωρίου κέρδους των μη εμπορεύσιμων σε μόνιμη βάση κατά 10%, αναμένεται σε ορίζοντα δεκαετίας να οδηγήσει σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4% και σε αύξηση της απασχόλησης και των πραγματικών επενδύσεων κατά 3,7% και 7% αντίστοιχα.
- Αναγκαία βεβαίως προϋπόθεση για να προκύψουν τα προαναφερθέντα θετικά αποτελέσματα για την οικονομία είναι η αξιόπιστη και χωρίς καθυστερήσεις ολοκλήρωση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Αν εκπληρωθούν μόνο τα 2/3 των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων στις αγορές υπηρεσιών και εργασίας σε ορίζοντα πενταετίας, τα σωρευτικά οφέλη από τις μεταρρυθμίσεις τα τρία πρώτα χρόνια της υλοποίησης σε όρους ΑΕΠ είναι κατά περίπου 4% μικρότερα σε σύγκριση με την περίπτωση όπου το 100% των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων υλοποιούνται μέσα στον ορίζοντα της πενταετίας.
Πρόσθετα μακροχρόνια οφέλη προκύπτουν όταν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προωθούνται ταυτόχρονα με τη δημοσιονομική εξυγίανση. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αυξάνουν σε μόνιμη βάση την παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας και τη φορολογική βάση. Συνεπώς, δημιουργούν μέσο-μακροπρόθεσμα πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο (fiscal space) που επιτρέπει την πιο γρήγορη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
- Ενδεικτικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τα μακροχρόνια συμπληρωματικά οφέλη για το πραγματικό ΑΕΠ κυμαίνονται μεταξύ 0,5% και 4%, όταν μειώνεται το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες και ταυτόχρονα υλοποιούνται μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
- Τα μέγιστα οφέλη της τάξης του 4% προκύπτουν όταν ο δημοσιονομικός χώρος χρησιμοποιείται για τη μείωση του φορολογικού συντελεστή στα επιχειρηματικά κέρδη, ακολουθούμενα από οφέλη της τάξης του 1%, όταν ο δημοσιονομικός χώρος χρησιμοποιείται για τη μείωση του φορολογικού συντελεστή στο εισόδημα από εργασία.
Ως αποτέλεσμα των αλλαγών που έχουν εφαρμοσθεί διαφαίνεται ήδη αναδιάρθρωση της οικονομίας στην κατεύθυνση ενός νέου εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου. Συγκεκριμένα, οι σχετικές τιμές των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 10% περίπου την περίοδο 2010-2015, με αποτέλεσμα η παραγωγή αυτών των αγαθών και υπηρεσιών να γίνει πιο επικερδής. Ως εκ τούτου, το μερίδιο των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στην ιδιωτική οικονομία έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Το σχετικό μέγεθος των τομέων των εμπορεύσιμων, μετρούμενο ως το μερίδιό τους στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του συνόλου της οικονομίας, αυξήθηκε κατά 12% περίπου την περίοδο 2010-2015 σε όρους όγκου και κατά 24% περίπου σε ονομαστικούς όρους, ενώ σε όρους απασχόλησης αυξήθηκε κατά 8% περίπου. Αυτή η εξέλιξη αποδίδεται τόσο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη εφαρμοσθεί, όσο και στο γεγονός ότι οι τομείς των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών που έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό αντιμετώπισαν ηπιότερη ύφεση και κατά συνέπεια κατόρθωσαν να αυξήσουν σταδιακά τα μερίδια τους σε όρους όγκου και απασχόλησης. Ένα επιπλέον στοιχείο που αξίζει να τονιστεί είναι ότι λόγω της υποχώρησης της εγχώριας ζήτησης και της συρρίκνωσης της κατασκευαστικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, πολλές δυναμικές επιχειρήσεις του κατασκευαστικού κλάδου επεκτάθηκαν στο εξωτερικό (Μέση Ανατολή, Βαλκάνια), μετατρέποντας μια δραστηριότητα που παλιότερα θεωρούνταν μη εμπορεύσιμη σε διεθνώς εμπορεύσιμη.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναμένεται να επιταχύνουν την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Απαιτείται όμως παράλληλα και βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας της οικονομίας. Προϋπόθεση για αυτό είναι η αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Κάτι τέτοιο θα επιδράσει θετικά στην οικονομική δραστηριότητα και την παραγωγικότητα μέσω δύο διαύλων: α) την αύξηση της προσφοράς τραπεζικών δανείων και β) την αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα.
Όπως προκύπτει από εκτιμήσεις και μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλλει στη μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των τραπεζών και την αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησής τους, καθώς και στην αύξηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Ως αποτέλεσμα, θα υπάρξει σταδιακή αύξηση της προσφοράς δανείων και μείωση των επιτοκίων δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Παράλληλα, αναμένεται μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών με αποτέλεσμα την αύξηση της αποτίμησης των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων τους λόγω των υψηλότερων αποδόσεων του κεφαλαίου και των ακινήτων. Συνεπώς, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις καθίστανται πιο αξιόχρεα, επιτρέποντας την περαιτέρω τόνωση της επενδυτικής ζήτησης.
Τέλος, κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα απελευθερωθούν παραγωγικοί πόροι, που εφόσον αναδιανεμηθούν προς τις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις και κλάδους, θα οδηγήσουν σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας.
Κλείνοντας, πιστεύω ότι, με βάση τα παραπάνω, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η ελληνική οικονομία έχει σήμερα τις δυνατότητες να περάσει, σχετικά σύντομα, σε μια νέα αναπτυξιακή φάση, εφόσον βέβαια συνεχισθεί με επιτυχία η εφαρμογή του προγράμματος. Στα δεδομένα αυτά θέλω να προσθέσω και τις εύστοχες επισημάνσεις των συγγραφέων για τα «θετικά κεκτημένα» της κρίσης, τα οποία περιλαμβάνουν:
- Την ευρεία πολιτική και κοινωνική συνειδητοποίηση ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να επιστρέψει ούτε στην υπερχρέωση, ούτε στην αμεριμνησία της προ-μνημονίων περιόδου, όπως αναφέρουν.
- Τη θετική κληρονομιά των μεταρρυθμίσεων που έχουν πραγματοποιηθεί.
- Τις αναμενόμενες ωφέλειες από την επιτυχή εφαρμογή του τρέχοντος προγράμματος.
- Τη διακομματική συναίνεση στην υπερψήφιση του τρίτου μνημονίου και τη στήριξη του ευρωπαϊκού δρόμου από ευρείες πολιτικές και κοινωνικές πλειοψηφίες.
Οι ενδείξεις στις οποίες αναφέρθηκα είναι πράγματι ενθαρρυντικές. Σε καμία περίπτωση όμως δεν δικαιολογούν επανάπαυση και χαλάρωση των προσπαθειών. Αντίθετα, χρειάζεται τώρα μεγαλύτερη επιμονή και αταλάντευτη συνέπεια. Μπροστά μας βρίσκονται μεγάλα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε πιο αποτελεσματικά από ό,τι στο παρελθόν.
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα κωδικοποιεί και αναλύει τις μεταρρυθμίσεις και τις πολιτικές που απαιτούνται για να προχωρήσουμε μέσα σε ένα αβέβαιο διεθνές περιβάλλον. Για αυτό συγχαίρω τους συγγραφείς και εύχομαι πολλούς αναγνώστες.