Θέλω κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω τη διαΝΕΟσις για την τιμή που μου έκανε καλώντας με να σχολιάσω αυτό το βιβλίο. Και η τιμή αυτή είναι διπλή, αφενός γιατί πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο, το οποίο είμαι σίγουρος ότι θα προκαλέσει μια σοβαρή συζήτηση στο προσεχές μέλλον και αφετέρου γιατί έχει γραφτεί από φίλους και συναδέλφους στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο. Δύο μάλιστα από αυτούς, ο Γιώργος Οικονομίδης και ο Χρήστος Τριαντόπουλος ήταν φοιτητές μου, και αργότερα έγιναν σημαντικοί επιστήμονες με αξιόλογη παρουσία στα ακαδημαϊκά πράγματα και πλέον τώρα και σε θέματα δημόσιας πολιτικής.
Το βιβλίο έχει πολλά προτερήματα. Πρώτα απ’ όλα, είναι ένα βιβλίο το οποίο διεισδύει στην επικαιρότητα, ενώ ταυτόχρονα παρέχει και μια πληροφόρηση διαχρονική, που επιτρέπει στον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα τόσο τις αιτίες όσο και τις μακροχρόνιες συνέπειες της κρίσης. Είναι σοβαρό, χωρίς να αναλώνεται σε μεγαλοστομίες. Επίσης, είναι οργανωμένο γύρω από μία κεντρική ιδέα με πολλά επιμέρους θέματα, ενώ καταφέρνει να φωτίσει μια συζήτηση, η οποία είναι περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία.
διαβάστε ακόμα
Ανάπτυξη Ναι, Αλλά Πώς;
Αναμφίβολα, υπάρχει πληθώρα βιβλίων σχετικά με την ανάπτυξη. Αυτό ωστόσο, που κάνει τη διαφορά σε αυτό το βιβλίο είναι ότι δεν λέει μόνο τι πρέπει να γίνει οψέποτε η Ελλάδα μπει σε μια τροχιά αναπτυξιακή, αλλά παράλληλα προσπαθεί να αιτιολογήσει γιατί δεν έχει συμβεί αυτό. Δεν αρκείται σε μια απέραντη «πρεπολογία» εμμένοντας να κάνει κήρυγμα στους άλλους, αλλά επιχειρεί να ανιχνεύσει αδυναμίες, όπως αυτές που αναφέρθηκαν νωρίτερα από τους συγγραφείς. Αυτήν την προσέγγιση υιοθετεί τόσο απέναντι στους θεσμούς όσο και σε μια σειρά από άλλες διαδικασίες, οι οποίες πνίγουν πολλές φορές με ασφυκτικό τρόπο τη διάθεση αλλά και την ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας να μπει σε μια νέα πορεία ανάπτυξης.
Αναφέρω χαρακτηριστικά τη λειτουργία κρίσιμων θεσμών, όπως είναι η Δικαιοσύνη. Το βιβλίο κάνει μια εμπεριστατωμένη ανάλυση και δείχνει ότι ενώ θα έπρεπε ο θεσμός αυτός να έχει γίνει περισσότερο αποτελεσματικός, εντούτοις παραμένει ιδιαίτερα δύσκολος στη διαχείριση επιδίκων θεμάτων, έχοντας χειροτερεύσει σχεδόν όλους τους όρους απονομής δικαιοσύνης σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Ένας άλλος τομέας, τον οποίο αναλύει το βιβλίο, είναι η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού. Πολλές φορές, βαυκαλιζόμαστε να λέμε ότι παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει υποστεί μια μεγάλη ύφεση, έχει ωστόσο μια συμπαγή και ανεξάντλητη προίκα που είναι η Παιδεία της. Οι συγγραφείς εντοπίζουν την ποσοτική ανάπτυξη που έχει υπάρξει στο εκπαιδευτικό σύστημα τις τελευταίες δεκαετίες, πλην όμως επισημαίνουν παράλληλα ότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα έκαναν ανταγωνιστικούς τους νέους Έλληνες επιστήμονες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, γνωρίζουν μια συνεχή υποβάθμιση. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα οφέλη που θα προσδοκούσε κανείς να προκύψουν από το εκπαιδευτικό σύστημα είναι πολύ μικρότερα από αυτά τα οποία νομίζουμε όλοι ότι θα ξεδιπλωθούν κατά την έξοδό μας από την κρίση.
Προς επίρρωση αυτής της δυσάρεστης διαπίστωσης, δημοσιεύτηκε πρόσφατα μια στατιστική του ΟΟΣΑ, που αποκαλύπτει ότι, ανάμεσα σε 40 χώρες, οι Έλληνες νέοι έχουν το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης, αφού διορθωθούν τα ποσοστά ανεργίας. Το γεγονός αυτό είναι απόρροια της μεγάλης αδυναμίας των νέων να αναδείξουν και να πλασάρουν τα προσόντα τους στην αγορά εργασίας, αλλά και αδυναμία της αγοράς εργασίας να τα διαγνώσει έγκαιρα και αποτελεσματικά.
Συνεπώς, ένα μεγάλο ερώτημα το οποίο πρέπει να απασχολήσει όσους ασχολούνται με την ανάπτυξη αυτής της χώρας είναι, όχι μόνο τι πρέπει να γίνει, αλλά και γιατί δεν γίνεται.
διαβάστε ακόμα
Χάρτης Εξόδου Από Την Κρίση: Ένα Νέο Παραγωγικό Μοντέλο Για Την Ελλάδα
Και εδώ το βιβλίο καταγράφει μία μεγάλη αντίφαση. Αν ανατρέξει κανείς στη σελίδα 41 όπου συγκρίνονται οι μεταρρυθμιστικές επιδόσεις των χωρών του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα εμφανίζεται ότι είναι μακράν ο πρωταθλητής των μεταρρυθμίσεων στις χώρες του ΟΟΣΑ σημειώνοντας μια επίδοση που είναι διπλάσια της Ε.Ε. Θα νιώσει ξέφρενο ενθουσιασμό ακόμα και ο πιο απαιτητικός εκσυγχρονιστής. Στην επόμενη σελίδα, όμως, υπάρχει ένα άλλο διάγραμμα το οποίο δείχνει την ύφεση την οποία έχουν υποστεί διάφορες οικονομίες, όπου είναι έκδηλο ότι η Ελλάδα γνωρίζει την μεγαλύτερη ύφεση, μεγαλύτερη ακόμα και από εκείνη της Αμερικής στο μεσοπολεμικό κραχ, με κοντά τη Λετονία –η κρίση της οποίας όμως κράτησε πολύ λιγότερο.
Εδώ υπάρχει μια αντίφαση. Διότι η κρατούσα ορθοδοξία, η οποία διαρκώς επιζητεί μεταρρυθμίσεις, προβάλλει το επιχείρημα ότι μόνο οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα αναιρέσουν την ύφεση. Ωστόσο, εδώ βλέπουμε να συνυπάρχουν δύο πρωταθλήματα. Ένα καλό, που είναι το πρωτάθλημα της μεταρρυθμιστικής επίδοσης κι ένα κακό, το οποίο είναι η βύθιση της ελληνικής οικονομίας σε ρυθμούς πρωτόγνωρους, όχι μόνο για τα ευρωπαϊκά αλλά και για τα διεθνή δεδομένα επί πολλές δεκαετίες. Θεωρώ ότι το θέμα αυτό, το οποίο εγείρει και συζητά το βιβλίο, είναι το κεντρικότερο στο οποίο πρέπει να αφοσιωθεί η συζήτηση των προτάσεων που γίνονται. Και να μας προβληματίσει αυτό το πράγμα.
Οι λόγοι φυσικά είναι πολλοί. Κατά την άποψή μου, εκτός από τους λόγους τους οποίους αναφέρει το βιβλίο, υπάρχουν και μια σειρά από άλλα θεσμικά χαρακτηριστικά, όχι προς τη σωστή κατεύθυνση, τα οποία εμποδίζουν πρώτον την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και δεύτερον την έγκαιρη αξιολόγησή τους. Για παράδειγμα, ένας σημαντικός παράγοντας είναι η εύκολη ανατροπή των αποφάσεων. Πολλά πράγματα, τα οποία κατά καιρούς ψηφίζονται, ανατρέπονται με μια νυχτερινή τροπολογία ή ενδεχομένως και με μια απλή απόφαση την οποία κρίνει σκόπιμο να πάρει ένας υπουργός.
Μία σχετική μελέτη την οποία έχει κάνει πάλι η διαΝΕΟσις, είναι η έρευνα των Σωτηρόπουλου-Χριστόπουλου. Εκεί μετράται αυτή η πελατειακή διακριτικότητα της δημόσιας διοίκησης με τον αριθμό των τροπολογιών που φέρνει το νομοθετικό σώμα προκειμένου να διασφαλίσει μια ευνοϊκή μεταχείριση σε διάφορες ευνοούμενες ομάδες. Έχει υπολογιστεί στη συγκεκριμένη έρευνα ότι, ενώ πριν το 2010 το σύνολο των τροπολογιών που ψηφίζονταν ανέρχονταν περίπου στο 10% των νομοθετούμενων άρθρων, μετά το 2010 το ποσοστό αυτό έχει τριπλασιαστεί κι αγγίζει το 30%. Αυτό σημαίνει ότι, τα τελευταία χρόνια, εκτός από την ύφεση υπάρχουν κι άλλες διεργασίες που διαμορφώνουν αδράνειες και αντιστάσεις στην ανάγκη να προχωρήσει η χώρα και να επιλύσει τα προβλήματά της.
Παρατηρείται το φαινόμενο πολλές ομάδες πίεσης, όχι μόνο να μην έχουν εξασθενήσει, αλλά να έχουν ισχυροποιηθεί μέσα από αυτή την προσπάθεια εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής. Αναφέρω χαρακτηριστικά ότι σχεδόν σε όλα τα νομοσχέδια που περνάνε και αφορούν ζητήματα μισθολογικά ή συνταξιοδοτικά, υπάρχει το κόλπο των προσωπικών διαφορών. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται για πολλές ομάδες, που συνήθως προέρχονται από τον προνομιούχο δημόσιο τομέα και τις ΔΕΚΟ, μία πιο ομαλή προσαρμογή στα νέα δεδομένα.
Έτσι παράγεται ένα ασύμμετρο κόστος της κρίσης, το οποίο πού οδηγεί; Πρώτα απ’ όλα, έχει οδηγήσει σε μια πόλωση στην ελληνική κοινωνία ανάμεσα σε αυτούς οι οποίοι συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της προσαρμογής και σε αυτούς οι οποίοι οργανώνουν έναν αγώνα –πολύ αποδοτικό ορισμένες φορές– για να αποφύγουν τις συνέπειες. Οι συμμορφούμενοι φορολογούμενοι σε σύγκριση με αυτούς οι οποίοι δεν πληρώνουν. Οι συμμορφούμενοι δανειολήπτες σε σχέση με αυτούς που ζητάνε χάρη. Και υπάρχει φυσικά μια μεγάλη κατηγορία, οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι έχουν δει τις δικές τους αμοιβές να συρρικνώνονται πολύ περισσότερο σε σχέση με τις άλλες μειώσεις που έχει υποστεί το σύνολο της οικονομίας.
διαβάστε ακόμα
Χάρτης Εξόδου Από Την Κρίση: Ένα Νέο Παραγωγικό Μοντέλο Για Την Ελλάδα
Είναι ενδεικτικό ότι μόνο τα τελευταία 4 χρόνια, ενώ ο κατώτατος μισθός αντιστοιχούσε στο 36% περίπου του εθνικού μέσου όρου μισθών, σήμερα έχει μειωθεί κατά 4 περίπου ποσοστιαίες μονάδες. Επομένως, ναι μεν όλοι οι μισθοί προσαρμόζονται προς τα κάτω, αλλά μερικοί διατηρούν μια καλύτερη θέση, γεγονός που δημιουργεί, πρώτον, εστίες αντίστασης στις μεταρρυθμίσεις και, δεύτερον, ένα μεγάλο κύμα πικρίας σε αυτούς που υποχρεωτικά συμμορφώνονται με αυτές.
Διότι αυτό το οποίο είπα πριν ότι δεν πετυχαίνουν οι μεταρρυθμίσεις, δεν είναι απολύτως σωστό. Υπάρχουν μεταρρυθμίσεις που περνάνε με ταχύτητα αστραπής. Οποιαδήποτε μεταρρύθμιση έγινε και αφορούσε μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα ή μειώσεις συντάξεων του ΙΚΑ, πέρασε σε χρόνο ρεκόρ. Όλες οι άλλες μεταρρυθμίσεις αναβάλλονται, ξανασυζητούνται, τροπολογούνται, ξανα-διαμορφώνονται και ούτω καθεξής.
Θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς αν αυτή η συμπίεση του ιδιωτικού τομέα έχει τουλάχιστον αποτέλεσμα στην ανταγωνιστικότητα. Όχι, σχεδόν κανένα αποτέλεσμα δεν έχει. Διότι σε όρους εισπράξεων οι ελληνικές εξαγωγές, οι οποίες αποτελούν τη φερέλπιδα πρόταση των συγγραφέων ότι θα είναι το όχημα που θα οδηγήσει τη χώρα σε μια τροχιά ανάπτυξης, παραμένουν στάσιμες, (στους μη πετρελαϊκούς τομείς). Πανηγύρισαν όλοι για την αύξηση των εξαγωγών τον τελευταίο Σεπτέμβριο, αλλά δυστυχώς είναι σταγόνα στον ωκεανό και δεν μπορεί να ανατρέψει τη σχετικά κακή πορεία και στασιμότητα που διακρίνει την αξία των εξαγωγών τα τελευταία χρόνια.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι οι συγγραφείς μετά, πολύ ορθά επισημαίνουν ποια είναι η παρακαταθήκη – η θεσμική και δημοσιονομική παρακαταθήκη – με την οποία θα γίνει η ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Θεωρούν λοιπόν ότι τα μεγάλα επιτεύγματα, τα οποία σημειώθηκαν στη δημοσιονομική συμμόρφωση, όπου τα ελλείμματα από διψήφια έγιναν πλεονάσματα, έστω και ισχνά, όπως επίσης και ο σχεδόν μηδενισμός του εξωτερικού ελλείμματος, αποτελούν μια στέρεη βάση για την εκτίναξη της ελληνικής οικονομίας σε πιο αναπτυξιακές κατευθύνσεις. Πολύ φοβάμαι όμως ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Διότι όσον αφορά το εξωτερικό έλλειμμα, με τη δεδομένη στασιμότητα της αξίας των εξαγωγών, παρά την απηνή μείωση των μισθών και ιδιαίτερα των χαμηλών μισθών, οι εξαγωγές δεν εκτινάσσονται. Και όταν η ζήτηση αρχίζει σιγά-σιγά να επανακάμπτει θα διαμορφωθούν νέες ελλειμματικές πιέσεις στο εξωτερικό ισοζύγιο, όπως έχει γίνει φυσικά και σε άλλες χώρες. Το δεύτερο σημείο αφορά το δημοσιονομικό. Έχουν επιτευχθεί πολλοί σημαντικοί δημοσιονομικοί στόχοι, είτε με μείωση δαπανών σε κάποιο βαθμό, ή κυρίως με σημαντική υπερφορολόγηση, η οποία –όπως αναγνωρίζουν οι συγγραφείς και τεκμηριώνεται στο βιβλίο– προφανώς είναι ανασχετική της οποιασδήποτε αναπτυξιακής προσπάθειας.
Τι θα γίνει λοιπόν στο μέλλον; Εάν μεν μειωθούν οι φόροι, αυτό ενέχει τον κίνδυνο να μπούμε σε μια περίοδο δημοσιονομικής αστάθειας. Και η Ελλάδα πολύ σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπη με το δίλημμα να επιλέξει ανάμεσα στην οικονομική ανάκαμψη και στη δημοσιονομική σταθερότητα. Μπορούν άραγε να γεφυρωθούν αυτά τα φαινομενικά αντιφατικά πράγματα; Ενδεχομένως, αλλά μόνο αν δώσουμε προσοχή στην υλοποίηση και στην πραγματική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων με απώτερο στόχο την προσέλκυση επενδύσεων στο μέλλον.
Μερικές φορές αναρωτιέμαι, αντί να αναλώνεται σχεδόν όλο το πολιτικό κεφάλαιο στην υπερπαραγωγή μεταρρυθμίσεων, τις οποίες στη συνέχεια το ίδιο το σύστημα πολεμά για να μην εφαρμοστούν, μήπως τελικά θα ήταν προτιμότερο, στο ίδιο πνεύμα με την πρόσφατη πρόταση της Κομισιόν να εφαρμοστεί ένα μορατόριουμ λιτότητας για δύο χρόνια, να γίνει ένα αντίστοιχο μορατόριουμ μεταρρυθμίσεων; Με άλλα λόγια, θα πρότεινα να κάνουμε μια αυτοσυγκράτηση στον οίστρο που διατρέχει όλον τον πολιτικό λόγο για μεταρρυθμίσεις επί μεταρρυθμίσεων, και να σκεφτούμε πώς θα διασφαλίσουμε μια μεγαλύτερη αξιοπιστία στις αποφάσεις που λαμβάνονται.
Θεωρώ ότι αυτές οι συνθήκες αξιοπιστίας δεν μπορεί να είναι άλλες παρά δύο απλοί κανόνες. Ο ένας είναι ότι οι αλλαγές που γίνονται να έχουν καθολική ισχύ και ο δεύτερος κανόνας είναι ότι δεν μπορούν να αλλάζουν εύκολα με μια απλή τροπολογία ή με ένα νυχτερινό καπρίτσιο ενός υπουργού. Και προφανώς μπορεί κάποτε να αλλάξουν γιατί έχουμε δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά μέσα από μια διαδικασία δημόσιας αξιολόγησης και όχι στα κρυφά.
Η αξιολόγηση είναι μια άλλη λέξη που έχουμε ξεχάσει. Κάνουμε μεταρρυθμίσεις οι οποίες όμως δεν αξιολογούνται για τις συνέπειες που έχουν, έτσι ώστε την επόμενη φορά να τις κάνουμε με μεγαλύτερη περίσκεψη στην περίπτωση που απέτυχαν ή με μεγαλύτερη ένταση αν ήταν επιτυχημένες.
Αναφέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Πρόσφατα δημοσιεύτηκε, η έκθεση του ΟΟΣΑ για την πορεία ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας σε διάφορους τομείς. Τη διάβασα, όσο πρόλαβα, να δω μήπως υπάρχει καμία αξιολόγηση για την θυελλώδη μεταρρύθμιση που έγινε στην αγορά γάλακτος πριν από δύο χρόνια. Θυμάστε τότε την άνοιξη του 2014 παραλίγο να καταποντιστεί το Κοινοβούλιο και η κοινοβουλευτική τάξη, εάν δεν περνούσε η μεταρρύθμιση που καθόριζε τις ημέρες φρεσκότητας του γάλακτος. Και μάλιστα οι εισηγητές το είπαν τότε ξεκάθαρα, ότι διακινδυνεύουμε με έξοδο από το ευρώ σε περίπτωση που δεν μεταρρυθμιστεί η αγορά γάλακτος. Μάλιστα, το καταλάβαμε. Μεταρρυθμίστηκε λοιπόν η αγορά γάλακτος. Δύο χρόνια μετά τι συνέβη; Πρώτον, οι τιμές του ελληνικού νωπού γάλακτος σε σχέση με την τιμή που επικρατεί κατά μέσο όρο στην Ευρώπη, από 1,2 που ήταν -και προβλημάτιζε πολύ τον ΟΟΣΑ γιατί αυτό το 20% ήταν το μειονέκτημα ανταγωνισμού που είχε η ελληνική γαλακτοβιομηχανία- έχει πάει τώρα στο 1,4. Δηλαδή, οι συνθήκες ανταγωνισμού που επικρατούν στην αγορά γάλακτος επιδεινώθηκαν κατά πολύ σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές πριν από τη μεταρρύθμιση. Επιπλέον, έκλεισαν τέσσερις σημαντικές γαλακτοβιομηχανίες. Η αλλαγή, αντί να τονώσει την εγχώρια παραγωγή, την έπληξε. (Ενημερωτικά σημειώνεται ότι ναι μεν οι τιμές στην ελληνική αγορά μειώθηκαν, αλλά μειώθηκαν ακόμα περισσότερο στην ευρωπαϊκή λόγω υπερπαραγωγής και μειωμένων εξαγωγών προς Ρωσία).
Δεύτερο παράδειγμα, τα φορτηγά. Η Αθήνα επί εβδομάδες έμεινε έρμαιο στους προμηθευτές επειδή έπρεπε να απελευθερωθεί το επάγγελμα των φορτηγών. Πολύ σωστή ιδέα κατ’ αρχήν. Όταν όμως απελευθερώνεται μια διαδικασία αδειών σε συνθήκες κρίσης, θα πρέπει να μας προβληματίσει το γεγονός ότι ενδέχεται να δημιουργήσει τόσα αντικίνητρα και αντιστάσεις που μπορεί να επιδεινώσουν την υφιστάμενη κατάσταση. Εν πάση περιπτώσει, η διαδικασία απελευθερώθηκε. Από τότε πόσες άραγε άδειες φορτηγών βγήκαν; Περίπου 280 στα 5 χρόνια. Πόσες έβγαιναν πριν; Περίπου 350 τον χρόνο. Βεβαίως το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να αιτιολογηθεί εν μέρει από την συμπίεση αγοράς λόγω της κρίσης, χωρίς ωστόσο να αποσαφηνίζει πλήρως τα αίτια που οδήγησαν στην κατάσταση αυτή.
Επομένως, η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι πρέπει να εξετάσουμε ορισμένα θέματα με πιο στρατηγικό τρόπο, ώστε οι μεταρρυθμίσεις να περιορίζουν και όχι να επιτείνουν την ύφεση ούτε καν βραχυπρόθεσμα. Επιπλέον να έχουμε καταστήσει σαφές ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται θα εφαρμόζονται για όλους χωρίς διακρίσεις και προνόμια. Διότι πιστεύω, ότι η κρίση έχει δημιουργήσει μια πόλωση στην ελληνική κοινωνία, η οποία σε επόμενο στάδιο θα γίνει εχθρότητα στις μεταρρυθμίσεις και σε ένα μεθεπόμενο στάδιο πιθανόν να οδηγήσει σε μια διαβρωτική και επικίνδυνη αντιπαράθεση που θα επιδεινώσει την κατάσταση την οποία προσπαθούμε σήμερα να βελτιώσουμε.
Τέλος, το βιβλίο περιέχει πολλές αναλύσεις και συζητήσεις για το κυρίως θέμα το οποίο μας απασχολεί όλους: Τι επενδύσεις θα γίνουν;. Προτείνει μια σειρά από συγκριτικά πλεονεκτήματα, τα οποία ενδεχομένως έχει η χώρα ή μπορεί να αναπτύξει ακόμα περισσότερο, όπως ο τουρισμός, οι μεταφορές, η ενέργεια, το περιβάλλον και τα λοιπά, και αναμένει να δραστηριοποιηθούν οι επενδυτές σε αυτά τα πεδία. Πιστεύω ότι αυτό για να γίνει ολοκληρωμένα - και είμαι βέβαιος ότι θα γίνει στο μέλλον με τις ευκαιρίες που θα έχουμε να συζητάμε για το βιβλίο-, πρέπει να απαντήσει σε τρία βασικά ερωτήματα: σε ποιους τομείς θα κατευθύνεται η επένδυση, ποιοι θα κάνουν τις επενδύσεις και πώς θα τις πληρώσουν. Στο πρώτο ερώτημα το βιβλίο απαντά με αρκετά μεγάλη αξιοπιστία. Πιστεύω όμως ότι θα πρέπει να συμπληρωθεί και στα άλλα δύο ερωτήματα: ποιοι και πώς.
Αναφορικά με την ερώτηση για το ποιοι θα κάνουν τις επενδύσεις, υπάρχει μια περιρρέουσα ορθοδοξία που υποστηρίζει ότι θα έρθουν οι ξένοι οι οποίοι όμως δεν έρχονται λόγω του προσκόμματος της γραφειοκρατίας. Αν όμως μειωθούν τα εμπόδια, θα έρθουν οι ξένοι. Αυτή είναι μια υπόθεση εν μέρει σωστή, και παρά το γεγονός ότι το επιχείρημα αυτό ενισχύθηκε το τελευταίο διάστημα, πλέον φαντάζει ακόμα πιο δύσκολο, διότι τώρα έχει εισαχθεί και το χρέος στην όλη εικόνα και το νέο ζητούμενο είναι να μειωθεί το χρέος για να έρθουν οι ξένες επενδύσεις, όπως ακούμε από επίσημα χείλη. Διάβαζα σε μια εφημερίδα της περασμένης Κυριακής για οκτώ μεγάλες επενδύσεις, οι οποίες χωλαίνουν και κινούνται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς, αλλά καμία από αυτές τις καθυστερήσεις δεν φαινόταν να συνδέεται με την πορεία του χρέους. Υπάρχουν, λοιπόν, άλλα πράγματα τα οποία πρέπει να θεραπευτούν για να γίνει αυτό.
Προσωπικά θεωρώ, ότι δεν επαρκεί η προσέλκυση των ξένων. Δεν μπορεί να ξεκινήσει ανάπτυξη στη χώρα με ένα κύμα έλευσης ξένων επενδυτών, οι οποίοι θα έχουν πιθανόν γοητευτεί από τα αναπτυξιακά προτερήματα της χώρας αλλά την ίδια στιγμή θα βλέπουν τους ντόπιους να φεύγουν. Προφανώς, την ανάπτυξη της χώρας πρέπει κυρίως να την πάρουν στα χέρια τους οι Έλληνες επιχειρηματίες και οι ελληνικές επιχειρήσεις. Γίνεται αυτό; Όχι. Γιατί όχι; Γιατί έχουν φυγαδευτεί τα κεφάλαιά τους. Το μισό ΑΕΠ είναι πλέον καταθέσεις σε ξένες τράπεζες. Δεν αφορά όλους τους επιχειρηματίες και όλες τις επιχειρήσεις, αλλά δυστυχώς αφορά πολλούς.
Ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων επιχειρηματιών φαίνεται να διατηρεί τα κέρδη του έξω, ασφαλή και ενδεχομένως αφορολόγητα, ενώ αντίθετα έχει αφήσει τις ζημιές και τα χρέη του εδώ, διαπραγματεύσιμα και ρυθμιζόμενα. Έτσι όμως, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ανάπτυξη. Εάν συνεχιστεί το δόγμα «τα κέρδη έξω και δικά μας – οι ζημιές μέσα και δικές σας» είναι φανερό ότι γρήγορα θα φτάσουμε σε ένα άγριο κοινωνικό αδιέξοδο. Η δημόσια συζήτηση μοιραία τότε θα προσανατολιστεί σε κάποιου άλλου είδους καθεστώς που θα οδηγήσει τη χώρα σε πλήρη κατάρρευση. Ιδιαίτερα μάλιστα αν λάβει κανείς υπόψη του και τους ασθενείς κρίκους του συστήματος, οι οποίοι διακατέχονται από έντονη δυσαρέσκεια και πικρία, καθώς είναι οι μόνοι που πληρώνουν συστηματικά, και από τα δικά τους λεφτά γίνονται οι ρυθμίσεις των άλλων.
Η επιστροφή των φυγαδευθέντων κεφαλαίων θα καλύψει και το ερώτημα πώς θα χρηματοδοτηθούν οι νέες επενδύσεις. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό το βιβλίο με τη σοβαρότητα που το διακρίνει, αλλά και τον τεκμηριωμένο τρόπο που παραθέτει τα επιχειρήματα και τις απόψεις, μπορεί να γίνει το ελιξίριο της χαμένης επενδυτικής δραστηριότητας των Ελλήνων. Και θα αποτελέσει αφορμή να δημιουργηθεί ένας νέος οικονομικός πατριωτισμός ώστε να επενδύσουν οι Έλληνες στη χώρα τους και να μπορέσουν να την δουν καλύτερη στο μέλλον τόσο οι ίδιοι όσο και οι ξένοι.