Σύμφωνα με προβολές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα ανέλθει στα 9,7 δις το 2050, από τα 7,3 δις που είναι σήμερα. Όπως, ωστόσο, διαφαίνεται από την έρευνα της διαΝΕΟσις για το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας, οι αυξητικές αυτές τάσεις δεν αναμένεται να παρατηρηθούν στη χώρα μας, καθώς τα αποτελέσματα των προβολών είναι σε πρώτη ανάγνωση μάλλον αποκαρδιωτικά. Κατ’ αρχάς, ο πληθυσμός της χώρας αναμένεται το 2050 να έχει μειωθεί σε όλα τα σενάρια που επεξεργαστήκαμε: από τα 10,8 εκατομμύρια που είναι σήμερα, θα φτάσει στα 8,3 εκατομμύρια σύμφωνα με το χειρότερο σενάριο και στα 10 εκατομμύρια σύμφωνα με το καλύτερο. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα είναι μια αυξανόμενα γηράσκουσα χώρα, καθώς οι πολίτες άνω των 65 ετών, που σήμερα αντιπροσωπεύουν το 21% του συνολικού πληθυσμού, το 2050 θα φτάσουν στο 30%-33%, ενώ ο πραγματικά οικονομικά ενεργός πληθυσμός αντίστοιχα θα μειωθεί σημαντικά.
Οι επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης – ακόμα και στα πλέον «θετικά» σενάρια – θα είναι καταλυτικές σε μια σειρά από ζητήματα όπως το ασφαλιστικό, η εκπαίδευση και η γεωπολιτική θέση της χώρας, μεταξύ άλλων. Γιατί όμως είναι σημαντικός ο πληθυσμός μιας χώρας; Γιατί είναι προτιμότερο η Ελλάδα να έχει μεγαλύτερο πληθυσμό; Υπάρχουν πολυάριθμες χώρες με μικρούς πληθυσμούς που ευημερούν και κάποιες από τις μεγαλύτερες χώρες του κόσμου είναι, παράλληλα και από τις πιο φτωχές. Εκ πρώτης όψεος θα έλεγε κανείς ότι ο πληθυσμός δεν συνδέεται απαραίτητα με την οικονομική ευρωστία ή την ανάπτυξη. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό δεν ισχύει.
Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η δημογραφία επηρεάζει καταλυτικά την οικονομία. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τη γήρανση του πληθυσμού.
Η οικονομική επίδραση της γήρανσης έχει αρχίσει να εμφανίζεται με ένταση στο δημόσιο διάλογο στις ΗΠΑ, ως μία από τις πιθανές αιτίες λόγω των οποίων οι προβλέψεις για τα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης μετά την κρίση του 2008 αποδείχτηκαν υπερβολικά φιλόδοξες. Στη χώρα μας, πέρα από το φαινόμενο της γήρανσης (δηλαδή της αύξησης της μέσης ηλικίας και της μείωσης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού), θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα πρόσθετο αρνητικό φαινόμενο, εκείνο της συνολικής μείωσης του πληθυσμού.
Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η δημογραφία επηρεάζει καταλυτικά την οικονομία. Το σκεπτικό είναι μάλλον προφανές: όταν ο πληθυσμός μειώνεται, μειώνονται κατά κανόνα τόσο οι καταναλωτές της εγχώριας αγοράς, όσο και οι εν δυνάμει παραγωγοί. Χρειάζονται, δηλαδή, σημαντικές αυξήσεις στην παραγωγικότητα, οι οποίες θα αντισταθμίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις του μειωμένου πληθυσμού. Ο κανόνας όμως είναι πως η μείωση του πληθυσμού είναι σε μεγάλο βαθμό συνυφασμένη με μειωμένες οικονομικές επιδόσεις.
Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τη γήρανση του πληθυσμού. Σε εργασία που δημοσιεύτηκε από το National Bureau of Economic Research (NBER) των ΗΠΑ τον Ιούλιο του 2016, οι συγγραφείς Μέστας, Μάλλεν και Πάουελ τονίζουν πως παρά το γεγονός ότι οι αρνητικές δημογραφικές προβλέψεις έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία, δεν υπάρχουν αρκετά εμπειρικά στοιχεία για το πραγματικό μέγεθος αυτών των επιδράσεων. Πιο συγκεκριμένα, μελετώντας τον ποσοστό πληθυσμιακής γήρανσης σε πολιτείες των ΗΠΑ κατά το χρονικό διάστημα 1980-2010, επεδίωξαν να ποσοτικοποιήσουν την οικονομική επίδραση ενός πιο γερασμένου πληθυσμού στις οικονομικές επιδόσεις (κατά κεφαλήν ΑΕΠ). Βρήκαν ότι μια αύξηση του πληθυσμού άνω των 60 ετών κατά 10%, μειώνει το ρυθμό αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 5,5%. Τα αποτελέσματά τους υπονοούν πως η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί κατά 1,2% αυτή τη δεκαετία και κατά 0,6% την επόμενη δεκαετία εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού.
διαβάστε ακόμα
Το Δημογραφικό Πρόβλημα Της Ελλάδας: Μια Έρευνα
Ταυτόχρονα, σε πρόσφατο άρθρο του στο περιοδικό Foreign Affairs, ο Ρουσίρ Σάρμα μελέτησε 56 περιπτώσεις χωρών από το 1960 και μετά που κατάφεραν να έχουν ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 6% για παραπάνω από μια δεκαετία. Παρατηρήθηκε ότι στις χώρες εκείνες κατά μέσο όρο ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 2,7% ετησίως, γεγονός που, κατά το συγγραφέα, υποδηλώνει ότι η πληθυσμιακή αύξηση αποτελεί κομμάτι της ερμηνείας των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Με λίγα λόγια, αυτό που εξάγεται ως συμπέρασμα είναι πως μια χώρα είναι δύσκολο να αποκτήσει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης εάν ο οικονομικά ενεργός της πληθυσμός δεν αυξάνεται κατά τουλάχιστον 2% ετησίως. Σήμερα, μόλις 2 από τις 20 μεγαλύτερες αναπτυσσόμενες οικονομίες ξεπερνούν αυτό το όριο, η Νιγηρία και η Σαουδική Αραβία.
Βέβαια, η μία στις τέσσερις περιπτώσεις χωρών που αναπτύχθηκαν σημαντικά το κατόρθωσε χωρίς να παρουσιάσει σημαντικές αυξήσεις στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της. Χώρες όπως η Χιλή και η Ιρλανδία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 κατάφεραν να αναπτυχθούν ταχύτατα, μέσα από ένα συνδυασμό έξυπνης οικονομικής πολιτικής, αύξησης των επενδύσεων και σημαντικής συνεπακόλουθης αύξησης της παραγωγικότητας. Παρ’ όλα αυτά, το δίδαγμα είναι πως η πιθανότητα επίτευξης ακόμα και πολύ μικρής οικονομικής ανάπτυξης συρρικνώνεται εν τη απουσία καλών δημογραφικών στοιχείων. Κατά τα επόμενα πέντε έτη, σχεδόν καμία από τις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη δε θα ξεπερνά τον πήχη του 2% ως ποσοστό αύξησης του οικονομικά ενεργού της πληθυσμού. Και σε χώρες όπως η Κίνα, η Πολωνία, η Ρωσία και η Ταϊλάνδη, ο πληθυσμός αυτός αναμένεται να συρρικνωθεί. Το ίδιο θα ισχύει και για την Ελλάδα, και μάλιστα κατά πολύ περισσότερο: ο δυνητικά οικονομικά ενεργός πληθυσμός της χώρας, δηλαδή οι πολίτες ηλικίας 20-69 ετών που δυνητικά θα μπορούσαν να εργάζονται θα μειωθεί από τα 7 εκατ. το 2015 στα 4,8-5,5 εκατ. το 2050, ενώ ο πραγματικά οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί από 4,7 εκατ. το 2015 σε 3-3,7 εκατ. το 2050.
Ενα σχέδιο εξόδου από την κρίση για την Ελλάδα θα πρέπει να περιλαμβάνει και πολιτικές για την αντιμετώπιση του δημογραφικού. Διαφορετικά, είναι βέβαιο ότι το δημογραφικό πρόβλημα θα συμβάλει στην αναπτυξιακή καθήλωση της χώρας, μετατρέποντας τη στην πιο γερασμένη χώρα της Γηραιάς Ηπείρου και υπονομεύοντας την προοπτική της για το μέλλον.
Το αναπόφευκτο ερώτημα που τίθεται για την περίπτωση της Ελλάδας αφορά στις επιδράσεις της μείωσης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Στο άρθρο που προαναφέρθηκε, ο Σάρμα ανατρέχει σε 698 περιπτώσεις χωρών ανά δεκαετία, για τις οποίες υπάρχουν δεδομένα τόσο σε οικονομικό όσο και σε δημογραφικό επίπεδο. Σε 38 από αυτές τις περιπτώσεις, ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός συρρικνώθηκε. Ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης στις χώρες εκείνες έφτανε στο αναιμικό 1,5%, ενώ μόλις τρείς από αυτές κατάφεραν να ξεπεράσουν το όριο του 6%. Οι χώρες αυτές ήταν η Πορτογαλία του ’60 και η Λευκορωσία και η Γεωργία κατά τα έτη 2000-2010, όλες χώρες που κατάφεραν να σταθεροποιηθούν έπειτα από περιόδους πολιτικής αστάθειας. Ίσως αυτό, με δεδομένη την κρίση που βιώνουμε στην Ελλάδα, να αφήνει μια χαραμάδα ελπίδας για σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, όταν και αν κατοχυρωθούν συνθήκες πολιτικής, θεσμικής και οικονομικής σταθερότητας. Παρ’ όλα αυτά, οι συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν είναι χαρακτηριστικές. Ο κανόνας είναι ότι τόσο η γήρανση όσο και η μείωση του πληθυσμού συνολικά επιβραδύνουν την ανάπτυξη. Και ο κίνδυνος για μια χώρα με τόσο αρνητικά δημογραφικά χαρακτηριστικά που επιπλέον βρίσκεται σε ύφεση εδώ και 8 συναπτά έτη είναι αυτονόητος.
Συνεπώς, είναι σαφές πως ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση για την Ελλάδα θα πρέπει να περιλαμβάνει και πολιτικές που θα μας οδηγήσουν στο πιο θετικό από τα σενάρια εξέλιξης του πληθυσμού τα οποία αποτυπώθηκαν στην έρευνα της διαΝΕΟσις, δηλαδή, σε εκείνο που το μέγεθος του πληθυσμού το 2050 θα αριθμεί 10 εκατομμύρια. Οι πολιτικές αυτές εκ των πραγμάτων θα πρέπει να στοχεύσουν τόσο στην αύξηση των γεννήσεων, όσο και στη διαμόρφωση ενός θετικού μεταναστευτικού ισοζυγίου, προσελκύοντας ανθρώπινο δυναμικό και αμβλύνοντας παράλληλα τη δυναμική της «διαρροής εγκεφάλων» (brain drain). Διαφορετικά, είναι βέβαιο ότι το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας θα συμβάλει στην αναπτυξιακή καθήλωση της χώρας, μετατρέποντάς τη στην πιο γερασμένη χώρα της Γηραιάς Ηπείρου και υπονομεύοντας την προοπτική της για το μέλλον.