Μια διπλή έρευνα γνώμης καταγράφει τις απόψεις των Ελλήνων για τη συνταγματική αναθεώρηση, τον εκλογικό νόμο και την ποιότητα των θεσμών της Δημοκρατίας τους.
Αρθρογραφια |

Πώς Φτιάχνονται Οι Νόμοι Στην Ελλάδα

Ποια είναι η διαδικασία δημιουργίας ενός νομοθετήματος; Ποιες είναι οι ορθές πρακτικές και τι ισχύει στην Ελλάδα;

Το ρυθμιστικό πλαίσιο στην Ελλάδα, δηλαδή όλοι οι νόμοι που διέπουν τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, αποτελεί βασική παθογένεια του πολιτικού και διοικητικού συστήματος της χώρας. Η ποσότητα της παραγόμενης νομοθεσίας καθώς και η ποιότητά της, παρεμποδίζουν την απρόσκοπτη δημοκρατική λειτουργία καθώς και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας1. Αλλά πώς σχεδιάζονται, πώς ψηφίζονται και πώς εφαρμόζονται οι νόμοι στην Ελλάδα; Το άρθρο αυτό παραθέτει μια εμπειρική ματιά στη διαδικασία παραγωγής νόμων στην Ελλάδα και προσπαθεί, με συνοπτικό τρόπο, να ρίξει φως στις εσωτερικές διεργασίες παραγωγής της νομοθεσίας, ώστε να γίνει πιο κατανοητή η φύση του προβλήματος.

Η έναρξη της διαδικασίας σύνταξης ενός νόμου γίνεται συνήθως λόγω της επιθυμίας της πολιτικής ηγεσίας να δείξει πως παράγει έργο. Ο εκάστοτε Υπουργός υποστηρίζει ότι ο προηγούμενος νόμος που ρυθμίζει κάποιο θέμα είτε παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα, είτε δε συμφωνεί με την ευρύτερη ιδεολογική θέση του κι έτσι προχωρά στην αντικατάστασή του. Σπάνια υπάρχουν τα δεδομένα και η τεκμηρίωση για την αλλαγή ενός νόμου. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει πως η νομοθέτηση δεν ακολουθεί κάποιες φορές πιο ορθολογικούς δρόμους.

Στην Ελλάδα, η έναρξη της διαδικασία  σύνταξης ενός νόμου γίνεται συνήθως λόγω της επιθυμίας της πολιτικής ηγεσίας να δείξει πως παράγει έργο. Σπάνια υπάρχουν τα δεδομένα και η τεκμηρίωση για την αλλαγή ενός νόμου.

Ενώ η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης την τελευταία δεκαετία έχει συντάξει μια σειρά από πολύτιμα -αλλά μη δεσμευτικά- εγχειρίδια για την τήρηση νομοτεχνικών αρχών στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία ή την ενσωμάτωση του κοινοτικού δικαίου, είναι αμφίβολο κατά πόσο οι υπηρεσίες και οι νομοπαρασκευαστικές επιτροπές τα χρησιμοποιούν κατά τη διαδικασία κατάρτισης σχεδίων νόμων2. Πέραν των διαδικαστικών βημάτων που ακολουθούνται μέχρι να κατατεθεί ένα σχέδιο νόμου στο Κοινοβούλιο, δεν υπάρχει κάποιος κανόνας ή κάποιο συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο για το πώς φτιάχνονται οι νόμοι. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο τρόπος σύνταξης μιας ρύθμισης παραμένει αρρύθμιστος.

Ακόμη όμως και τα βήματα καθώς και οι προθεσμίες μέχρι ένας νόμος να κατατεθεί στη Βουλή, πράγματα καθορισμένα και συγκεκριμένα, παρουσιάζουν προβλήματα. Για παράδειγμα, ο ν. 4048/2012 για τη ρυθμιστική διακυβέρνηση, που αφορά στο προ-κοινοβουλευτικό στάδιο της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας, δεν έχει εφαρμοστεί σχεδόν καθόλου. Επιπλέον, στην πράξη, η κοινοβουλευτική διαδικασία νομοθέτησης, η οποία διέπεται από το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, τείνει να καταστρατηγεί συχνά τις προβλέψεις των κειμένων αυτών, ειδικά σε ό,τι αφορά στις τροπολογίες.

Συνεπώς, από τη στιγμή που θα αποφασιστεί η σύνταξη ενός νομοσχεδίου ή η τροποποίηση ενός υφιστάμενου νόμου, ο εκάστοτε Υπουργός έχει πλήρη ελευθερία κινήσεων σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αυτός θα συνταχθεί. Ποιοι είναι όμως οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να γραφτεί ένα νομοσχέδιο; Είναι οι εξής τέσσερις:

Ι. Η πιο συνηθισμένη τακτική είναι η δημιουργία νομοπαρασκευαστικής ομάδας, με τη συμμετοχή υπηρεσιακών παραγόντων από τις αρμόδιες υπηρεσίες, συμβούλους ή συνεργάτες της πολιτικής ηγεσίας (Υπουργοί, Αναπληρωτές Υπουργοί, Γενικοί Γραμματείς κ.λπ.) και ενίοτε εμπειρογνώμονες από τον ιδιωτικό τομέα ή την ακαδημαϊκή κοινότητα.

Το περιθώριο παρεμβάσεων της πολιτικής ηγεσίας σε μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή είναι ευρύ.

Η παραπάνω τακτική ακολουθείται κυρίως για τη σύνταξη μεγάλων νομοσχεδίων που απαιτούν πόρους και σύγκλιση διαφόρων απόψεων ενώ διαθέτουν διευρυμένο χρονικό ορίζοντα υλοποίησης. Ακόμη, η διαδικασία αυτή ενεργοποιείται και στις περιπτώσεις διευρυμένων τροποποιήσεων και αλλαγών ενός υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου. Σε κάθε περίπτωση, η σύνταξη ενός νέου νόμου μπορεί να περιέχει μεγάλο μέρος τροποποιήσεων σε υφιστάμενους νόμους.

Οι νομοπαρασκευαστικές επιτροπές συνήθως συγκροτούνται με Υπουργικές Αποφάσεις που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν δημοσιεύονται σε ΦΕΚ αλλά, πιο συχνά, αναρτώνται στη Διαύγεια. Μπορεί επίσης η δημιουργία τους να προβλεφθεί σε άλλο νόμο. Σε κάθε περίπτωση, η σύνθεση και το χρονοδιάγραμμα μιας νομοπαρασκευαστικής επιτροπής επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της πολιτικής ηγεσίας. Εξαίρεση αποτελούν βεβαίως οι περιπτώσεις που οι αρχές οφείλουν να έχουν ψηφισμένο νομοσχέδιο λόγω διεθνών δεσμεύσεων.

Είναι προφανές ότι το περιθώριο παρεμβάσεων της πολιτικής ηγεσίας σε μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή είναι ευρύ. Η επιτροπή καλείται να υλοποιήσει την πολιτική βούληση της ηγεσίας. Επίσης, οποιαδήποτε στιγμή, η πολιτική ηγεσία μπορεί, συνήθως μέσω των συμβούλων-συνεργατών, να αλλάξει τις κατευθυντήριες γραμμές της επιτροπής.

ΙΙ. Μια δεύτερη περίπτωση είναι η σύνταξη του νομοσχεδίου να αποτελέσει αντικείμενο λεγόμενων "Επιτροπών Σοφών". Συνήθως αυτές αποτελούνται από ακαδημαϊκούς και εμπειρογνώμονες εκτός της διοικητικής ιεραρχίας των υπηρεσιών. Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου έχουν συμμετάσχει και υπηρεσιακοί, π.χ. Γενικοί Διευθυντές. Οι συμμετέχοντες επιλέγονται από την πολιτική ηγεσία και συνήθως αντηχούν τις απόψεις της.

Υπάρχουν βεβαίως και περιπτώσεις όπου ο εκάστοτε Υπουργός αποφασίζει διευρυμένη σύνθεση των επιτροπών αυτών. Αυτό σημαίνει πως μπορεί να συμμετέχουν και εκπρόσωποι φορέων ή εμπειρογνώμονες οι οποίοι δεν ακολουθούν την ίδια ιδεολογική και πολιτική κατεύθυνση της Κυβέρνησης, αποτελούν όμως εχέγγυα τεχνογνωσίας και δημοκρατικής νομιμοποίησης της διαδικασίας.

Η αξιοποίηση επιτροπών σοφών για τη σύνταξη ενός νομοσχεδίου είναι πιο σπάνια. Συνήθως, οι επιτροπές αυτές χρησιμοποιούνται για τη μελέτη ειδικών θεμάτων με κατάληξη κάποιο πόρισμα με προτάσεις και κατευθυντήριες γραμμές. Ενδεχομένως, μια "επιτροπή σοφών" να μελετήσει κάποιο θέμα και να καταλήξει σε πόρισμα ώστε στη συνέχεια να αναλάβει η νομοπαρασκευαστική επιτροπή τη σύνταξη κάποιου νόμου. Στην τελευταία, βεβαίως μπορεί να συμμετέχουν και μέλη της επιτροπής σοφών, ιδιαιτέρως εάν κάποια από αυτά έχουν νομική κατάρτιση.

ΙΙΙ. Μια άλλη περίπτωση είναι να μην υπάρξει καμία επιτροπή και το νομοσχέδιο να προετοιμαστεί από συνεργάτες ή συμβούλους της πολιτικής ηγεσίας. Πρόκειται για μια πιο σπάνια τακτική καθώς η συγγραφή ενός νομοσχεδίου απαιτεί τεχνογνωσία που ενδεχομένως να μην υπάρχει εκ μέρους των συνεργατών του εκάστοτε Υπουργού.

Όταν όμως η χρονική πίεση είναι μεγάλη, τότε η διαδικασία της σύνταξης νομοθετικών ρυθμίσεων δεν μπορεί να ακολουθήσει τους πιο φυσιολογικούς ρυθμούς της δημόσιας διοίκησης και πρέπει να καταφύγει στους συνεργάτες οι οποίοι απασχολούνται περισσότερες ώρες και με διαφορετικό βαθμό πίεσης. Στην περίπτωση αυτή, οι συνεργάτες ετοιμάζουν τη διάταξη ή τις διατάξεις και ζητούν εκ των υστέρων τη συμβολή ή τη γνώμη υπηρεσιακών παραγόντων για αυτές.

ΙV. Τέλος, υπάρχουν περιπτώσεις όπου σχέδια νόμων έρχονται ως αποτέλεσμα εξωτερικών διεργασιών κοινωνικών φορέων και η επεξεργασία τους γίνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες των προηγούμενων περιπτώσεων. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα με ένα σχέδιο νόμου που αποτελεί παραδοτέο έργου που συγχρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ. Ο ανάδοχος του έργου με νομική υποστήριξη είτε εντός είτε εκτός του φορέα του κάνει την απαραίτητη μελέτη και συντάσσει το σχέδιο νόμου ως τελικό ή ενδιάμεσο παραδοτέο.

Το σχέδιο νόμου στη συνέχεια γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας από τους συνεργάτες, τους υπηρεσιακούς ή από επιτροπές που συστήνονται για το σκοπό αυτό. Η επιλογή εξαρτάται συνήθως από τους χρονικούς περιορισμούς.

Άλλη μια περίπτωση κατά την οποία ακολουθείται η παραπάνω διαδικασία είναι όταν Ανεξάρτητες Αρχές εισηγούνται την αλλαγή ενός νόμου ή την ψήφιση νέων διατάξεων, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις η εισήγηση συχνά συνοδεύεται από την προτεινόμενη διάταξη και την αιτιολογική της έκθεση. Η πολιτική ηγεσία και οι υπηρεσίες του αρμόδιου Υπουργείου, “φιλτράρουν” τις διατάξεις για να διαπιστώσουν κατά πόσον είναι εφικτή ή θεμιτή η ψήφιση τους.

Μετά τη σύνταξη

Μετά τη σύνταξη του σχεδίου νόμου προχωρά μια διαδικασία η οποία περιγράφεται στο Σύνταγμα και σε επιμέρους διατάξεις. Τότε είναι που πρέπει να συνταχθούν οι συνοδευτικές του νομοσχεδίου εκθέσεις: η αιτιολογική έκθεση, η ανάλυση επιπτώσεων και η έκθεση διαβούλευσης. Ειδικά ως προς την τελευταία, η οποία έχει θεσπιστεί από τον Κανονισμό της Βουλής, θα πρέπει να ολοκληρωθεί η διαδικασία διαβούλευσης, που ορίζει το άρθρο 6 του νόμου 4048/2012.

 

Η διαδικασία διαβούλευσης γίνεται μέσα από την ιστοσελίδα opengov.gr, και υπεύθυνος για την ανάρτηση του σχεδίου νόμου είναι το αρμόδιο Υπουργείο. Ενώ ο νόμος προβλέπει διαβούλευση σε δύο φάσεις με ανώτατο χρονικό όριο τις 5 εβδομάδες, στην πράξη το διάστημα αυτό ελαχιστοποιείται με πρωτοβουλία των Υπουργών. Παράλληλα, σε αυτό το στάδιο διενεργούνται τυπικές ή άτυπες διαβουλεύσεις με εμπλεκόμενους φορείς, συναρμόδιες υπηρεσίες κ.λπ.

Έπειτα, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (ΓΛΚ), συντάσσει την Έκθεση και την Ειδική Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για την επιβάρυνση του Προϋπολογισμού (άρθρα 74 και 75 του Συντάγματος). Η υπηρεσία του ΓΛΚ αποστέλλει το σχέδιο νόμου στις αρμόδιες για τον προϋπολογισμό και για το μεσοπρόθεσμο προγραμματισμό υπηρεσίες για τα σχόλια και τις εισηγήσεις τους, καθώς και σε όποια άλλη υπηρεσία κρίνει αρμόδια. Εσχάτως έχει δημιουργηθεί και μια οριζόντια υπηρεσία στο Υπουργείο Οικονομικών, η Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων, η οποία γνωμοδοτεί σχετικά με τη συμφωνία του σχεδίου νόμου με τις κοινοτικές διατάξεις περί ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων. Η παραπάνω διαδικασία απαιτεί κάποιο χρόνο και βέβαια την αποστολή των εκτιμήσεων κόστους από τις αρμόδιες υπηρεσίες.

Εάν το σχέδιο νόμου περιέχει διατάξεις συναρμοδιότητας και πρέπει να υπογραφεί και από άλλους Υπουργούς, τότε αποστέλλεται και σε αυτούς για να διατυπώσουν γνώμη. Οι υπηρεσίες των αντίστοιχων Υπουργείων προβαίνουν κι αυτές με τη σειρά τους σε -μη δεσμευτικά- σχόλια. Για παράδειγμα, ο οριζόντιος ρόλος του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, επί θεμάτων διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού ή οργάνωσης των δομών του κράτους, σημαίνει ότι όποιος νόμος περιέχει σύσταση θέσεων, δημιουργία νέων υπηρεσιών κ.λπ., πρέπει να έχει την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού.

Η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης (ΓΓΚ), εκτός της κατάθεσης των σχεδίων νόμων στη Βουλή ώστε να ξεκινήσει η κοινοβουλευτική διαδικασία, ασκεί και ουσιαστικό, συντονιστικό ρόλο στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία. Η εμπειρία έχει δείξει ότι επί της ουσίας η βασική της αποστολή της αφορά τον έλεγχο της νομοθετικής παραγωγής της Κυβέρνησης.

Η Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή (ΚΕΝΕ) επεξεργάζεται -εφόσον παραπέμπονται σε αυτήν από το Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης- σχέδια νόμων, υπουργικών τροπολογιών και πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, σχέδια κανονιστικών διαταγμάτων πριν από την αποστολή τους στο Συμβούλιο της Επικρατείας και σχέδια κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η ΚΕΝΕ, διερευνά τη συνταγματικότητα των προτεινόμενων ρυθμίσεων και τη συμβατότητά τους με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το διεθνές δίκαιο. Επιπλέον, ελέγχει την πληρότητα των υπό επεξεργασία ρυθμιστικών κειμένων, ιδίως αναφορικά με τις καταργούμενες ή τροποποιούμενες διατάξεις, εξετάζοντας παράλληλα τα συνοδευτικά τους έγγραφα.

Τέλος, εξετάζει ζητήματα επικαλύψεων και συγκρούσεων των διατάξεων των υπό επεξεργασία ρυθμιστικών κειμένων με διατάξεις του ισχύοντος Δικαίου. Στις συνεδριάσεις της ΚΕΝΕ μπορούν να παρίστανται εκπρόσωποι της διοίκησης που έχουν ετοιμάσει τα σχέδια νόμου, μέλη του Νομικού Γραφείου και του Γραφείου Καλής Νομοθέτησης της ΓΓΚ καθώς και όποιος άλλος εμπειρογνώμονας κριθεί αναγκαίος.

Η ΚΕΝΕ διαδραματίζει έναν φαινομενικά σημαντικό ρόλο. Όμως, η πραγματική λειτουργία της κατά τα τελευταία χρόνια εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο η πολιτική ηγεσία στην οποία υπάγεται είναι πρόθυμη να τη χρησιμοποιήσει. Επιπλέον, η εμπειρία δείχνει ότι ακόμα και εάν ζητηθεί η συνδρομή της ΚΕΝΕ ο χρόνος που της δίνεται είναι ελάχιστος για να επεξεργαστεί τα σχέδια νόμων.

Με την κατάθεση του νομοσχεδίου στη Βουλή ξεκινάει η κοινοβουλευτική διαδικασία. Και εκεί ακόμη κάποιοι φορείς διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο: ο Πρόεδρος της Βουλής και η Διάσκεψη των Προέδρων (στο βαθμό που απαιτείται η έγκριση της για ορισμένες διαδικασίες), οι διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές και οι ειδικές επιτροπές του άρθρου 42 του Κανονισμού της Βουλής (ΚτΒ). Λόγο επίσης έχει η Ειδική Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, η οποία αξιολογεί τα προσχέδια πράξεων της Ε.Ε. με κανονιστικό περιεχόμενο. Τέλος, στη διαδικασία εμπλέκεται η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής σε ό,τι αφορά τη νομοτεχνική επεξεργασία του κάθε νόμου, με την επισήμανση, συνήθως, συνταγματικών ζητημάτων ή νομοτεχνικών και ερμηνευτικών ατελειών.

Η νομοθετική λειτουργία του Κοινοβουλίου, που ρυθμίζεται από τα Κεφάλαια 4, 5 και 6 του Τμήματος Γ’ του Συντάγματος και από τα άρθρα 84 έως 123 του Κανονισμού της Βουλής, διακρίνεται σε τρείς κατηγορίες: α) την Τακτική Νομοθετική Διαδικασία, β) τις Συνοπτικές Νομοθετικές Διαδικασίες και γ) τις Ειδικές Νομοθετικές Διαδικασίες.

Η τακτική νομοθετική διαδικασία ασκείται είτε από την Ολομέλεια είτε από το Τμήμα Διακοπής των Εργασιών (άρθρα 70-72 του Συντάγματος), ενώ μπορεί να ολοκληρωθεί και από τις διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές (άρθρο 70 παράγραφος 2 και 72 παράγραφος 2 του Συντάγματος). Το Σύνταγμα, ωστόσο, προβλέπει συγκεκριμένα θέματα τα οποία μπορούν συζητηθούν και να ψηφιστούν μόνο από την Ολομέλεια της Βουλής.

Προκειμένου να μην είναι πιεστική η παραγωγή των νόμων, προβλέπονται επίσης ανασχετικές δικλείδες ή αναχώματα. Μόλις τα νομοσχέδια κατατεθούν στη Βουλή, παραπέμπονται από τον Πρόεδρο της στις επιτροπές (διαρκείς ή ειδικές) για συζήτηση. Το χρονικό διάστημα μεταξύ κατάθεσης και συζήτησης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από μια εβδομάδα. Με την παραπομπή ο Πρόεδρος της Βουλής μπορεί να θέσει ημερομηνία ολοκλήρωσης των εργασιών της (είτε για την υποβολή της έκθεσης είτε για την ψήφιση). Οι συζητήσεις στις επιτροπές πραγματοποιούνται σε δύο αναγνώσεις και σε τέσσερις συνεδριάσεις το ανώτερο (ή σε πέντε με απόφαση του Προέδρου της Βουλής για πολύ σημαντικά νομοσχέδια, αλλά αυτό αποτελεί εξαίρεση). Μεταξύ των δύο αναγνώσεων μεσολαβεί διάστημα επτά ημερών εντός του οποίου οι βουλευτές μπορούν να καταθέσουν βελτιωτικές προτάσεις προς τον αρμόδιο Υπουργό. Εντός αυτού του χρονικού διαστήματος, το οποίο βέβαια μπορεί να μειωθεί με απόφαση του Προέδρου της Βουλής ή με απαίτηση του Υπουργού, πραγματοποιείται και η ακρόαση εξωκοινοβουλευτικών προσώπων ή φορέων, η οποία έχει το χαρακτήρα κοινοβουλευτικής διαβούλευσης. Δυστυχώς, λόγω των συχνά εξωτερικών, πιεστικών καταστάσεων αλλά και της επιπόλαιης σπουδής πολλών κυβερνήσεων, καμία από τις παραπάνω ανασχετικές δικλείδες δεν εμπόδισε το νομικό πληθωρισμό.

Με τη λήξη των εργασιών των διαρκών επιτροπών, η έκθεση τους με τις προτάσεις ή τις αποφάσεις αποστέλλεται στη Βουλή και διανέμεται στους βουλευτές τουλάχιστον δύο ημέρες πριν την έναρξη της συζήτησης στο Τμήμα ή στην Ολομέλεια. Επιπλέον, αξίζει να τονιστεί, πως κάθε νομοσχέδιο ανά πάσα στιγμή μπορεί να παραπεμθεί από τον Πρόεδρο της Βουλής στην Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής για νομοτεχνική και επιστημονική επεξεργασία. Η επεξεργασία αυτή, παρότι δεν είναι προαπαιτούμενο για να εισαχθεί και να συζητηθεί το νομοσχέδιο αποτελεί, συχνά, σημαντική συμβολή στην κοινοβουλευτική διαδικασία.

Μετά από τρεις ημέρες το λιγότερο από την υποβολή της έκθεσης της διαρκούς κοινοβουλευτικής επιτροπής, το νομοσχέδιο εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη και ξεκινάει η συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής (ή στο Τμήμα Διακοπών). Ο κανόνας είναι ότι τα νομοσχέδια συζητώνται και ψηφίζονται μια φορά επί της αρχής, κατ' άρθρο και στο σύνολο, πλην των περιπτώσεων που το νομοσχέδιο συζητήθηκε και ψηφίστηκε από την αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή, οπότε εισάγεται για συζήτηση και ψήφιση ενιαία και για τις τρείς κατηγορίες.

Επιπλέον, εάν το νομοσχέδιο έγινε ομόφωνα αποδεκτό ή από τα 4/5 της επιτροπής, ακολουθείται συνοπτική διαδικασία και ψηφίζεται χωρίς καν συζήτηση στην Ολομέλεια.

Δεν υπάρχει χρονικό όριο για τη διεξαγωγή της συζήτησης στο Κοινοβούλιο πέραν της περίπτωσης που υπάρχουν προσθήκες άρθρων ή τροπολογιών μετά την ψήφιση κατ’ άρθρο και κατά τη διάρκεια της ψήφισης στο σύνολο. Ουσιαστικά, η συζήτηση και η ψήφιση στην Ολομέλεια έγκειται σε μεγάλο βαθμό στη διακριτική ευχέρεια του Προέδρου της Βουλής και της Διάσκεψης των Προέδρων.

Ένα τελευταίο σημείο που πρέπει να τονιστεί σχετικά με την κοινοβουλευτική διαδικασία, το οποίο συνδέεται άμεσα κυρίως με την κακονομία αλλά και την πολυνομία, είναι οι υπουργικές ή βουλευτικές προσθήκες-τροπολογίες κατά τη διάρκεια της συζήτησης στην Ολομέλεια ή στα Τμήματα.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα, απαγορεύεται να εισάγονται για συζήτηση εάν είναι άσχετες με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου. Επιπλέον, θα πρέπει να μην συνεπάγονται βάρος στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ, στα ΝΠΔΔ ή μείωση εσόδων ή περιουσίας για να δοθεί μισθός ή σύνταξη ή γενικά όφελος σε κάποιο πρόσωπο, εφόσον είναι βουλευτικές τροπολογίες.

Ακόμη, εάν περιλαμβάνουν επιβάρυνση του προϋπολογισμού μπορούν να αποστέλλονται στο ΓΛΚ το οποίο οφείλει υποβάλει έκθεση εντός τριών ημερών. Τέλος, αν και υπαρκτές, οι χρονικές προθεσμίες που προβλέπονται για προσθήκες ή τροπολογίες Κυβέρνησης και βουλευτών χαρακτηρίζονται από κάποια ευελιξία.

Ωστόσο, είναι αμφίβολο το κατά πόσο οι επιταγές του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής τηρούνται. Δυστυχώς είναι ευρέως γνωστή η πρακτική να εντάσσονται εντελώς άσχετες διατάξεις μέσω υπουργικών ή βουλευτικών προσθηκών ή τροπολογιών στα νομοσχέδια. Και παρότι, πράγματι, ο Κανονισμός της Βουλής και το Σύνταγμα δίνουν την ευελιξία στον Πρόεδρο της Βουλής και στην κυβερνητική πλειοψηφία να ερμηνεύσουν τα διάφορα ζητήματα με απλή ψηφοφορία (π.χ. τη σχετικότητα της διάταξης με το κύριο αντικείμενο του νόμου), η ουσία είναι πως η ευελιξία αυτή έχει χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά.

Η αθρόα αυτή εισαγωγή τροπολογιών έχει “πληγώσει” τη νομοθετική διαδικασία και την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς το Κοινοβούλιο. Την ίδια στιγμή, τα δικαστήρια δέχονται παγίως ότι τα ζητήματα αυτά αφορούν την εσωτερική διαδικασία της Βουλής και ως εκ τούτου δεν ελέγχονται. Η έρευνα της διαΝΕΟσις για την πολυνομία και την κακονομία στην Ελλάδα, προτείνει τρόπους ώστε το πρόβλημα αυτό, εν μέρει τουλάχιστον, να διορθωθεί.

 


1 Για παράδειγμα, την τελευταία 15ετία θεσπίστηκαν συνολικά 1478 νόμοι, δηλαδή περίπου 100 νόμοι ετησίως. Εάν εξαιρεθούν οι κυρώσεις διεθνών συμβάσεων ή συμφωνιών η παραγωγή των νόμων πέφτει στους 749 δηλαδή κατά μέσο όρο 50 νόμοι το χρόνο. Επιπλέον, κατά το ίδιο διάστημα, εκδόθηκαν 3452 Προεδρικά Διατάγματα δηλαδή η αναλογία είναι 5 ΠΔ κάθε 1 Νόμο λαμβάνοντας υπόψη τη νομοθεσία εξαιρουμένων των κυρώσεων διεθνών συμβάσεων και συμφωνιών. Οι κανονιστικές και ατομικές διοικητικές πράξεις αριθμούν εκατοντάδες χιλιάδες καθώς ο αριθμός των Τευχών Β’ από το 2001 μέχρι το 2015 είναι 38.677 και κάθε Τεύχος περιλαμβάνει τις περισσότερες φορές παραπάνω από 5 πράξεις. Οι νόμοι περιλαμβάνουν 19.727 εξουσιοδοτήσεις σε περίπου 60.000 σελίδες νομοθεσίας. Τα τελευταία έτη με την έναρξη της κρίσης είναι αυξημένος ο αριθμός των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου (67 σε σύνολο 80) και των Πολυνομοσχεδίων (24 σε σύνολο 25).

2 http://www.ggk.gov.gr/?page_id=45