Πριν από έξι χρόνια η Ελλάδα έφτασε στο χείλος της χρεοκοπίας. Για να μην πτωχεύσει, χρειάστηκε να υπογράψει μια σειρά από συμφωνίες με ευρωπαϊκούς θεσμούς και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εισπράττοντας το μεγαλύτερο δάνειο στην ιστορία της ανθρωπότητας, και πραγματοποιώντας μια από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές προσαρμογές που έχουν συμβεί ποτέ σε κράτος εν καιρώ ειρήνης.
Εκ του αποτελέσματος είναι προφανές πως το προηγούμενο παραγωγικό μοντέλο της χώρας δεν λειτούργησε και πολύ καλά. Το "γιατί" είναι ένα θέμα πολυσυζητημένο, και η απόδοση ευθυνών -κυρίως πολιτικών- είναι μια συνήθης παράμετρος του δημόσιου διαλόγου. Θα συνεχίσει να είναι για πολύ καιρό.
Το βασικό ζητούμενο, όμως, είναι εξίσου προφανές: Τι γίνεται τώρα; Αν εκείνο το παραγωγικό μοντέλο της χώρας απέτυχε -και απέτυχε, παταγωδώς- τι είναι αυτό που πρέπει να έρθει για να το αντικαταστήσει;
Η διαΝΕΟσις ανέθεσε σε μια ομάδα Ελλήνων επιστημόνων, με συντονιστή τον καθηγητή του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του εποπτικού συμβουλίου της διαΝΕΟσις Πάνο Τσακλόγλου, την εκπόνηση μιας μελέτης με τριπλό στόχο: Να χαρτογραφήσει τα δομικά αίτια της κρίσης, να καταγράψει και να αξιολογήσει όσα έχουν γίνει στα έξι χρόνια των μνημονίων και, κυρίως, να επισημάνει τις μακροοικονομικές προτεραιότητες και τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να φτάσει η χώρα σε ένα νέο, βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη μελέτη εδώ:
Η ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ (PDF)
Παρακάτω θα δούμε συνοπτικά τα βασικά της ευρήματα.
1. Πώς φτάσαμε στη χρεοκοπία
Οι αιτίες που οδήγησαν την Ελλάδα στο χείλος της χρεοκοπίας είναι πολυσυζητημένες, κυρίως στα πλαίσια της πολιτικής αντιπαράθεσης. Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια βασικά στοιχεία και γεγονότα που δεν αμφισβητούνται, τα οποία περιγράφουν ανάγλυφα τις κρίσιμες δυσλειτουργίες του πρότερου ελληνικού οικονομικού μοντέλου, και εξηγούν το γιατί η κατάρρευσή του ήταν αναπόφευκτη.
Πολύ συνοπτικά:
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ξεκίνησε η προσπάθεια της Ελλάδας να συμμετάσχει στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση. Για να γίνει αυτό, έπρεπε να συμμαζευτεί η κατάσταση της οικονομίας της. Κι αυτό, πράγματι, σε κάποιο βαθμό επετεύχθη. Ο πληθωρισμός υποχώρησε, και οι ελληνικές τράπεζες άρχισαν να δανείζονται από τις αγορές με χαμηλότερα επιτόκια, και έτσι άρχισαν κι αυτές να δανείζουν με χαμηλότερα επιτόκια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Τα χαμηλά επιτόκια, μαζί με τα χρήματα που έμπαιναν στην οικονομία από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκης Ένωσης, είχαν ένα αποτέλεσμα:
Την αύξηση της ζήτησης.
Που, με τη σειρά της, οδήγησε στη ραγδαία αύξηση των εισαγωγών, καθώς τα εγχώρια προϊόντα είτε δεν επαρκούσαν, είτε δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τα εισαγόμενα. Αναπόφευκτα ακολούθησε σημαντική αύξηση των τιμών. Όλων των τιμών. Αυξήθηκε η αξια των ακινήτων, αυξήθηκε η αξία των μετοχών, αυξήθηκαν οι μισθοί, αυξήθηκε η δαπάνη για τις συντάξεις.
Ταυτόχρονα συνέβαιναν και κάποια άλλα, καθοριστικά για την οικονομία πράγματα:
- Δεν αυξήθηκαν εξίσου και τα φορολογικά έσοδα, λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής.
- Δεν αυξήθηκαν οι εξαγωγές. Τα ελληνικά προϊόντα είτε ήταν ακριβά, είτε υποδεέστερα των ξένων, και άρα μη-ανταγωνιστικά.
- Επενδύσεις έγιναν κυρίως στην οικοδομή και στις υποδομές –όχι, όμως και στην παραγωγή.
Και τι γίνεται σε μία χώρα που ξοδεύει διαρκώς περισσότερα χωρίς να εισπράττει αναλόγως περισσότερα; Το δημόσιο χρέος άρχισε να αυξάνεται.
Το 2008, όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, είχε ήδη πάρα πολύ ψηλό δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ της. Κι επειδή το ΑΕΠ της μειωνόταν, το ποσοστό του χρέους της γινόταν ακόμη μεγαλύτερο.
Το 2009 έφτασε το 127%.
Ξαφνικά, οι αγορές άρχισαν να μαντεύουν ότι κάποια στιγμή η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει όλο αυτό το χρέος και, για να διασφαλίσουν το ρίσκο τους, άρχισαν να τη δανείζουν με ψηλότερα επιτόκια. Κι όσο η αβεβαιότητα συνεχιζόταν, τα επιτόκια αυξάνονταν ακόμα περισσότερο, μέχρι που έγινε προφανές ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να δανειστεί άλλα χρήματα.
Και έτσι, για να μη χρεοκοπήσει, δημιουργήθηκε η διαβόητη τρόικα για να τη δανείσει.
2. Τα χρόνια των μνημονίων
Η Ελλάδα, βεβαίως, δεν ήταν η μόνη χώρα που πήρε χαμηλότοκα δάνεια από την τρόικα, δεσμευόμενη να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις.
Δεν ήταν η μόνη που υπέγραψε μνημόνια.
Aντίθετα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που υπέγραψαν μνημόνια, η Ελλάδα δεν έχει ξεμπερδέψει ακόμα από αυτά.
Το ίδιο έκαναν στις αρχές της κρίσης και η Ιρλανδία (2010), και η Πορτογαλία (2011), και η Ισπανία (2012), και η Κύπρος (2013).
Αντίθετα με αυτές, η Ελλάδα δεν υπέγραψε ένα, αλλά τρία μνημόνια -το 2010, το 2012 και το 2015. Αντίθετα με αυτές, επίσης, η Ελλάδα έλαβε ποσά ύψους άνω των 300 δισ. ευρώ -το μεγαλύτερο δάνειο στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Και, αντίθετα με αυτές τις χώρες, η Ελλάδα δεν έχει ξεμπερδέψει ακόμα με τα μνημόνια.
Οι κεντρικοί στόχοι των μνημονίων ήταν:
- η εξάλειψη των ελλειμάτων
- η χρηματοδότηση των αναγκών της χώρας (μισθοί, συντάξεις) μέχρι να έρθει η ανάπτυξη
- η στήριξη του τραπεζικού συστήματος
- η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων για τον εξορθολογισμό της οικονομίας και τη διόρθωση των στρεβλώσεών της, στα πρότυπα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών
- και, αν γίνονταν όλα αυτά, τελικά η έξοδος της χώρας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.
Έξι χρόνια μετά, αρκετοί πιστεύουν πως πολλοί από αυτούς τους στόχους δεν έχουν επιτευχθεί. Ωστόσο, στην πραγματικότητα μέσα στά εξι χρόνια των μνημονίων, έχουν γίνει πολλά.
Η Ελλάδα στα έξι χρόνια μνημονίων έχει καταφέρει τη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή στη σύγχρονη ιστορία.
Μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια από το 2009 μέχρι το 2013, το πρωτογενές έλλειμμα του 10,2% του ΑΕΠ έγινε πρωτογενές πλεόνασμα 0,8%, μια προσαρμογή κατά πολύ υψηλότερη από εκείνη όλων των υπολοίπων μελών της ΕΕ. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας κατέστη πλεονασματικό για πρώτη φορά μετά το 1948. Ο όγκος των εισαγωγών μειώθηκε κατά 10%, ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 11%.
Και κάποιες δομικές μεταρρυθμίσεις, όσο κι αν δεν φαίνεται, έγιναν. Από το 2007 ως το 2014, η Ελλάδα είναι πρώτη στο βαθμό υλοποίησης μεταρρυθμίσεων, ανάμεσα στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ (παρ' όλο που μεταρρυθμίσεις την περίοδο 2007-2009 δεν έγιναν σχεδόν καθόλου).
Ωστόσο, οι αναγκαίες για την επιβίωση της χώρας επιδόσεις δεν ήλθαν χωρίς κόστος. Μεταξύ του 2008 και του 2013, το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά 25%. Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά το ένα τρίτο. Το ποσοστό της ανεργίας αυξήθηκε 7% σε 27%, ενώ τα 2/3 των ανέργων είναι μακροχρόνια άνεργοι.
Κατά την τελευταία εξαετία η ελληνική οικονομία βίωσε μια κρίση που παρόμοιά της δεν έχει βιώσει καμιά άλλη οικονομία κράτους-μέλους του ΟΟΣΑ σε καιρό ειρήνης.
Κι ακόμα δεν έχει τελειώσει.
Τι πρέπει να γίνει για να μην πάνε αυτές οι θυσίες χαμένες;
Το μεγαλύτερο μέρος της μελέτης της διαΝΕΟσις ασχολείται με ακριβώς αυτό το ερώτημα: Πώς πρέπει να μοιάζει ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης για την Ελλάδα, και ποιες είναι οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να υλοποιηθούν για να φτάσουμε ως εκεί.
3. Τι κάνουμε τώρα
Σύμφωνα με την έρευνα, τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία περιλαμβάνουν:
- Τη μεγάλη διάρκεια της ύφεσης, που έχει οδηγήσει, μεταξύ άλλων, σε πολύ υψηλή ανεργία.
- Τη μείωση της επενδυτικής δραστηριότητας μετά το 2008, ειδικά των άμεσων ξένων επενδύσεων.
- Τη μη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, και το μεγάλο μέγεθος του δημόσιου χρέους.
- Την αβεβαιότητα του επενδυτικού κλίματος, λόγω κυρίως της έλλειψης ενός σταθερού φορολογικού συστήματος.
- Το μεγάλο αριθμό κλειστών αγορών και επαγγελμάτων.
- Την κακή ποιότητα της δημόσιας υγείας.
- Την κακή ποιότητα της δημόσιας παιδείας.
- Την κακή ποιότητα του δημόσιου τομέα (έλλειψη διαφάνειας, γραφειοκρατία).
- Την απουσία συγκροτημένης μεταναστευτικής πολιτικής.
- Την έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και “κοινωνικού κεφαλαίου”.
Όλα αυτά είναι πολύ σημαντικά προβλήματα. Το ότι το προηγούμενο ελληνικό οικονομικό μοντέλο τα συσσώρευε όλα μαζί αποτελεί μια αρκετά εύγλωττη εξήγηση για τη χρεοκοπία του. Το να περιγράψει κάποιος ποιο θα μπορούσε να μοιάζει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο για τη χώρα, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι απλό: Πρέπει να λυθούν τα παραπάνω προβλήματα. Αν λυθούν η οικονομική ανάπτυξη θα ακολουθήσει αναπόφευκτα. Η λύση τους, βεβαίως, δεν είναι καθόλου εύκολο να γίνει.
διαβάστε ακόμα
Χάρτης Εξόδου Από Την Κρίση: Ένα Νέο Παραγωγικό Μοντέλο Για Την Ελλάδα
Οι ερευνητές, για να περιγράψουν ένα ρεαλιστικό δρόμο προς την υιοθέτηση του νέου παραγωγικού μοντέλου, οριοθέτησαν δύο είδη στόχων: Τους τελικούς και τους ενδιάμεσους. Οι τελικοί θα πρέπει να είναι:
- Η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους και του ασφαλιστικού συστήματος.
- Η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, η αύξηση του ΑΕΠ.
- Η βελτίωση της κοινωνικής προστασίας των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων.
Οι ενδιάμεσοι στόχοι που μπορούν να τεθούν ουσιαστικά οριοθετούνται από τη δεδομένη οικονομική κατάσταση της χώρας και από την παραπάνω λίστα των προβλημάτων και των στρεβλώσεων της οικονομίας της.
- Σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον.
- Καλούς θεσμούς κοινωνικής οργάνωσης
- Αποδοτικό και αποτελεσματικό δημόσιο τομέα.
- Αναπτυξιακό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής
- Σύγχρονο σύστημα εκπαίδευσης
- Σύγχρονο σύστημα υγείας
- Υποδομές
- Ανταγωνιστικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών
- Κίνητρα για αύξηση της αποταμίευσης και των επενδύσεων
- Διαμόρφωση εξωστρεφούς και εξαγωγικού προτύπου εγχώριας παραγωγής
Για να συμβούν όλα αυτά, βεβαίως, χρειάζονται ουσιαστικές και αρκετά μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Το δύσκολο και σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι τόσο η καταγραφή τους, αλλά ο σχεδιασμός ενός ρεαλιστικού πλάνου υλοποίησής τους. Για να περάσει μια μεταρρύθμιση πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν οι οικονομικές, κοινωνικές αλλά κυρίως οι πολιτικές συνθήκες. Στο παρελθόν οι τελευταίες ήταν κυρίως αυτές που εμπόδισαν την υλοποίηση πολλών από τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που ήταν αναγκαίες. Οι ερευνητές έλαβαν υπ’ όψιν τους περιορισμούς του ελληνικού πολιτικού συστήματος, και κατέληξαν σε μια σειρά από ρεαλιστικές -“μερικής έκτασης”, όπως τις αποκαλούν- μεταρρυθμίσεις, που χαρακτηρίζονται από συμπληρωματικότητες. Αναλύονται στο τέταρτο κεφάλαιο της έρευνας, αλλά συνοπτικά περιλαμβάνουν:
1.Πρωτοβουλίες και κινήσεις στον τομέα της δημόσιας διοίκησης και της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την ανάπτυξη ενός σύγχρονου συστήματος περιγραφής θέσεων για όλες τις δομές του δημοσίου, την αξιολόγηση και αναδιάρθρωση των δομών της γενικής κυβέρνησης -και την κατάργηση όσων δεν είναι πλέον χρήσιμες-, τη διεύρυνση της “Διαύγειας”, την πλήρη εφαρμογή της στρατηγικής για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και την εκπόνηση ενός στρατηγικού σχεδίου για την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών και τη λειτουργία του δημοσίου.
2. Η υιοθέτηση ενός φορολογικού συστήματος που θα δίνει κίνητρα στην εργασία και την επένδυση, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί για μια δίκαιη κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. (Διαβάστε την αναλυτική έρευνα της διαΝΕΟσις για το φορολογικό σύστημα εδώ).
3. Πρωτοβουλίες και κινήσεις στον τομέα της δικαιοσύνης για τη μείωση των εκκρεμών υποθέσεων, την βελτίωση της αποδοτικότητας των δικαστών, τη θέσπιση προγραμμάτων για την κατάρτισή τους σε κρίσιμους τομείς, αλλά και την αναδιοργάνωση του δικαστικού συστήματος μέσω του εκσυγχρονισμού των διαδικασιών, τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων και τη δημιουργία εξειδικευμένων δικαστηρίων, μεταξύ άλλων.
4. Αλλαγές στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, με την παροχή κινήτρων στις επιχειρήσεις, την περαιτέρω απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων και την ενίσχυση του εξαγωγικού τομέα με την απάλειψη γραφειοκρατικών εμποδίων.
5. Παρεμβάσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα για τον εξυγχρονισμό του πλαισίου πτώχευσης και εξυγίανσης υπερχρεωμένων επιχειρήσεων και τη βελτίωση του πλαισίου προστασίας των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, καθώς και για τη βελτίωση του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζικών ιδρυμάτων.
6.Κινήσεις για την ουσιαστική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.
7. Πρωτοβουλίες για την ενίσχυση των κλάδων της ελληνικής οικονομίας που έχουν σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, όπως τον τουρισμό, τον πρωτογενή τομέα, τη μεταποίηση, την ενέργεια, τις μεταφορές, την πληροφορική και άλλους.
8. Παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας για την ενεργοποίηση όλων των διαθέσιμων μηχανισμών ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης (επιμόρφωση, επιδοτήσεις, κοινωνική εργασία) με στόχο την καταπολέμηση της πολύ υψηλής ανεργίας, απελευθέρωση των αγορών εργασίας και προϊόντος.
9. Αλλαγές στις πολιτικές κοινωνικής προστασίας για μείωση των ανισοτήτων και καταπολέμηση της φτώχειας, που θα συνοδευτούν κι από το σχεδιασμός νέας αρχιτεκτονικής για το ασφαλιστικό σύστημα, με διαχωρισμό των ασφαλιστικών από τις προνοιακές παροχές. Αναγκαία κρίνεται και η εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στην Ελλάδα, μια από τις τρεις ευρωπαϊκές χώρες που δεν έχουν υλοποιήσει αντίστοιχες πολιτικές. (διαβάστε την έρευνα της διαΝΕΟσις για την καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας εδώ).
10. Μέτρα για την εισαγωγή της αξιολόγησης στην εκπαίδευση, την επανεκπαίδευση των εκπαιδευτικών, την αναβάθμιση της προσχολικής αγωγής, τον ανασχεδιασμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας και του εκπαιδευτικού περιεχομένου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, την επέκταση του θεσμού των ολοήμερων σχολείων στην πρωτοβάθμια, τον εξορθολογισμό του αριθμού των τμημάτων και του μεγέθους τους στην τριτοβάθμια και, βεβαίως, στο μηχανισμό αξιολόγησης, αυτονομίας και λογοδοσίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
11. Διασύνδεση ερευνητικών κέντρων μεταξύ τους αλλά και με τον επιχειρηματικό τομέα, παροχή κινήτρων για την προσέλκυση επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας, ενίσχυση του θεσμού του venture capital για την ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας.
12. Αναδιάρθρωση του δημόσιου συστήματος υγείας με ενίσχυση της πρωτοβάθμιας υγείας και την καλύτερη διασύνδεσή της με τη δευτεροβάθμια, συγχώνευση νοσοκομείων χαμηλού επιπέδου πληρότητας, εισαγωγή νέων τεχνολογιών για τη βελτίωση της αποδοτικότητας των νοσοκομείων, εισαγωγή πρακτικών διαρκούς αξιολόγησης, προώθηση της διαφάνειας στις προμήθειες, ενεργοποίηση μηχανισμών για την αύξηση της χρήσης γενόσημων φαρμάκων, γενικευμένη χρήση πρωτοκόλλων και ηλεκτρονικών ιατρικών φακέλων, περιορισμός του αριθμού των εισακτέων στις ιατρικές σχολές.
Οι παραπάνω κατηγορίες μεταρρυθμίσεων αναφέρονται εδώ ενδεικτικά -στη μελέτη αναλύονται σε βάθος με αναφορά περισσότερων μέτρων και μια αξιολογική ανάλυση όσων έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια σε κάθε τομέα. Όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις, δε, έχουν άλλο ένα κοινό: Ήταν απαραίτητες και πριν από την κρίση. Πολλές από αυτές (όπως, για παράδειγμα, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού) συζητιούνται εδώ και δεκαετίες. Το πολιτικό κόστος, η ατολμία και η συντονισμένη αντίδραση συγκεκριμένων ομάδων συμφερόντων εμποδίζουν διαχρονικά την υλοποίησή τους.
Όπως γράφουν οι συντάκτες της μελέτης της διαΝΕΟσις "οι μεταρρυθμίσεις πρέπει κανονικά να πραγματοποιούνται στην περίοδο της οικονομικής άνθισης, όταν οι ομάδες που έχουν κάτι να χάσουν αισθάνονται λιγότερη ανασφάλεια και μπορούν να αποζημιωθούν μέσα σε μια οικονομία που μεγεθύνεται".
Δυστυχώς για την Ελλάδα, αυτή η ευκαιρία χάθηκε, και οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να υλοποιηθούν κάτω από τις χειρότερες δυνατές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Παραμένουν, ωστόσο, απαραίτητες.
Με τη δημοσίευση αυτής της μελέτης, η διαΝΕΟσις φιλοδοξεί να συνεισφέρει προς αυτή την κατεύθυνση.