Αρθρογραφια |

Ρίσκο, Μονιμότητα, Έλληνες: Μια Ιστορία Με Διάρκεια Και Ρίζες

Η αποφυγή του ρίσκου και οι στάσεις των Ελλήνων απέναντι σε αυτό μέσα από τις απαντήσεις τους στην έρευνα «Τι πιστεύουν οι Έλληνες».

Ο κάθε ένας από εμάς που μεγάλωσε στην Ελλάδα κατά τα χρόνια πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, δηλαδή πριν το 2008, υπήρξε, κατά πάσα πιθανότητα, κοινωνός της παραδοσιακής στάσης της ελληνικής οικογένειας απέναντι στο Δημόσιο. Πράγματι, η καριέρα στο Δημόσιο αποτελούσε έναν στόχο που καλό θα ήταν κάποιος στη ζωή του να επιτύχει για σειρά λόγων, οι οποίοι, στην πραγματικότητα, είχαν την ίδια αφετηρία: “Να έχεις ασφάλεια”, “να μην μπορούν να σε ακουμπήσουν”, “να μην έχεις ρίσκα”, “να μπορείς να κάνεις σχέδια χωρίς φόβο”, ήταν μερικές από τις φράσεις που αποδείκυναν την εξαιρετικά θετική προδιάθεση του Έλληνα γονιού απέναντι στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας προοπτικής.

Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν αυτή την εμπειρική αφήγηση. Σύμφωνα με έρευνα της GPO που πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 2009 σε άτομα ηλικίας 13-25 ετών, το 37,9% των νέων 19-25 επιθυμούσε, τότε, να εργάζεται στο Δημόσιο, με το αντίστοιχο ποσοστό για τους νέους 13-18 ετών να φτάνει το 32,8%. Η επιλογή του Δημοσίου προκύπτει ως σαφέστερα θελκτικότερη για τους νέους στην προ-κρίσης Ελλάδα.

POU_THA_PROTIMOUSAN_NA_ERGAZONTAI_OI_NEOI

Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων θεσπίστηκε από τις πρώτες κυβερνήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1911 και θεωρήθηκε μια κίνηση εκσυγχρονιστικού χαρακτήρα με τα κριτήρια της εποχής, η οποία θα περιόριζε τα φαινόμενα του κομματικού κράτους. Μπορεί το σημερινό πρίσμα να είναι διαφορετικό, ωστόσο, παιδιά ακόμα, στο μάθημα της ιστορίας, εκτεθήκαμε στην ιστορία της ονοματοδοσίας της πλατείας Κλαυθμώνος, ως απόδειξης των συνεπειών της κομματικοποίησης του κράτους που το μέτρο της μονιμότητας των κυβερνήσεων Βενιζέλου προσπάθησε να θεραπεύσει.

Αυτό είναι, όμως, συχνά, το πρόβλημα των μεγάλων παρεμβάσεων: λύνουν ένα πρόβλημα για να δημιουργήσουν ένα καινούργιο -ενίοτε ακόμα μεγαλύτερο. Σήμερα, η πλειοψηφία των Ελλήνων συμφωνεί με την κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Σύμφωνα με την έρευνα "Τι Πιστεύουν οι Έλληνες" του περασμένου Μαϊου 2015, το 67,2% του γενικού πληθυσμού συμφωνούσε με την άρση της μονιμότητας, ποσοστό που παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο και κατά την επαναληπτική έρευνα του Νοεμβρίου 2015 (65.6%). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως και ανάμεσα στις τάξεις των ίδιων των δημοσίων υπαλλήλων, το Μάϊο του 2015 το 49.9% συμφωνούσε με την άρση της μονιμότητας (42,2% το Νοέμβριο του 2015).

Άρση μονιμότητας δημοσίων υπαλλήλων

Την ίδια ποιοτική μεταστροφή βλέπουμε να συντελείται και σε σχέση με το είδος της δουλειάς που θα προτιμούσαμε σήμερα. Ενώ, όπως είδαμε, σε παλαιές έρευνες, από το 2009 και πρίν, η καριέρα στο δημόσιο αποτελούσε ένα ιδιότυπο “ελληνικό όνειρο”, σήμερα, έπειτα από 8 χρόνια ύφεσης και 6 χρόνια προγραμμάτων διάσωσης, μόλις το 20% των Ελλήνων θα επέλεγε καριέρα στο Δημόσιο αν είχε τη δυνατότητα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους νέους 18-24 είναι στο 19%.

Που θέλουν να εργάζονται οι Έλληνες

 

Με δεδομένα αυτά, γεννιέται το εξής ερώτημα: η τάση μείωσης του ενδιαφέροντος για καριέρα στο δημόσιο συνέβη ως ανάγκη ή ως επιλογή; Δηλαδή, η αιτία ήταν τόσο το ότι μειώθηκαν οι απολαβές, όσο και ότι χάθηκε ο χαρακτήρας “απόλυτης μονιμότητας” του δημοσίου μέσω των στοχευμένων απολύσεων που συνέβησαν (παρα το γεγονός ότι η μονιμότητα είναι ακόμα συνταγματικά κατοχυρωμένη, εφόσον δεν καταργείται η σχετική οργανική θέση), ή επειδή αυτό αντανακλά μια στροφή της ελληνικής κοινωνίας -και πιο συγκεκριμένα της ελληνικής οικογένειας- προς μια διαφορετική αντίληψη για την επιχειρηματικότητα, τον ιδιωτικό τομέα, το ρίσκο;

Το πιο ενδιαφέρον αυτής της ανάλυσης είναι ότι οι “πρωταθλητές” της ασφάλειας δεν είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά άλλες πληθυσμιακές ομάδες

Σύμφωνα με την έρευνα "Τι Πιστεύουν οι Έλληνες", στο ερώτημα “στην υποθετική περίπτωση που θα μπορούσατε να επιλέξετε ανάμεσα στις παρακάτω δυο δουλειές ποιά θα επιλέγατε: α) Μια δουλειά που προσφέρει μέτριο μισθό, μικρές προοπτικές εξέλιξης, αλλά σταθερότητα ή β) Μια δουλειά που προσφέρει μεγάλες αποδοχές, υψηλές προοπτικές εξέλιξης, αλλά δεν προσφέρει εργασιακή ασφάλεια”, το 64,2% των Ελλήνων θα επέλεγε το πρώτο, δηλαδή την εργασιακή ασφάλεια με μέτριο μισθό, παρά κάτι υπέρτερο αλλά με μεγαλύτερο ρίσκο, επιλογή στην οποία θα προέβαινε το 34,8%. Το πιο ενδιαφέρον σημείο αυτής της ανάλυσης είναι ότι οι “πρωταθλητές” της ασφάλειας δεν είναι τόσο οι δημόσιοι υπάλληλοι (που θα επέλεγαν πλειοψηφικά μεν τη σταθερότητα, αλλά με 59,6%), όσο οι ιδιωτικοί υπάλληλοι (64,6%), οι αγρότες (73,5%), οι νοικοκυρές (85,1%!) και οι άνεργοι (76,9%).

 

Ερώτηση 34 Σύνολο Πληθυσμού Δημόσιοι Υπάλληλοι Ιδιωτικοί Υπάλληλοι Αγρότες Νοικοκυρές Άνεργοι Κάτοχοι μεταπτυχιακού
Στην υποθετική περίπτωση που θα μπορούσατε να επιλέξετε ανάμεσα στις παρακάτω δύο δουλειές, ποια θα επιλέγατε; Μία δουλειά που να μου προσφέρει μέτριο μισθό, μικρες προοπτικές ανέλιξης, αλλά σταθερότητα 64,2 59,6 64,6 73,5 85,5 76,9 36,3
Μία δουλειά που να μου προσφέρει υψηλές αποδοχές, υψηλές προοπτικές ανέλιξης και μικρή εργασιακή ασφάλεια 34,5 38,3 34,5 26,5 13,3 23,1 61,2
Δ.Ξ/Δ.Α 1,3 2,1 0,9 0 1,6 0 2,5

Αυτό είναι πιθανό να έχει προκύψει αφενός επειδή η μονιμότητα, αν και συνταγματικά κατοχυρωμένη, έχει σε ένα βαθμό παρακαμφθεί, όσο και επειδή -παρά το γεγονός ότι το ύψος των μισθών του δημοσίου παραμένει υψηλότερο από πολλά επαγγέλματα του ιδιωτικού τομέα - οι απολαβές ενός δημοσίου υπαλλήλου κατά κανόνα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από μεσαίες έως χαμηλές. Επίσης ενδιαφέρουσα, αν και μάλλον αναμενόμενη, είναι η ανάλυση του αποτελέσματος ανά επίπεδο μόρφωσης, με τους κατόχους μεταπτυχιακού τίτλου να επιλέγουν πλειοψηφικά την επιλογή υψηλότερων απολαβών με μεγαλύτερο ρίσκο (61.2%).

Αν οι Έλληνες είμαστε ένας λαός με δυσανεξία απέναντι στο ρίσκο, θα μπορούσε εύλογα να ρωτήσει κανείς, τότε πως θα δικαιολογούσαμε την επιτυχία εκατοντάδων Ελλήνων σε τομείς οι οποίοι έχουν κατεξοχήν σχέση με το ρίσκο, όπως π.χ. η ναυτιλία και μάλιστα σε παγκόσμια κλίμακα; Μήπως, παρά και τα ευρήματα της έρευνας, είναι υπερβολικός ο παραπάνω ισχυρισμός;

Το ζήτημα αυτό θα μπορούσε να μελετηθεί συνδιαστικά με ένα βιβλίο το οποίο διαβάστηκε πολύ, αλλά, θα έλεγε κανείς πως σε πρώτη ανάγνωση δεν είναι τόσο συναφές. Στo «Outliers» του 2009 ο γνωστός συγγραφέας και αρθρογράφος του περιοδικού New Yorker Μάλκομ Γκλάντγουελ, επεδίωξε να απαντήσει στο ερώτημα του κατά πόσον το ταλέντο ή η προσπάθεια –σε συνδιασμό με άλλα πράγματα, όπως π.χ. η εθνική κουλτούρα– διαδραματίζουν τον κυρίαρχο ρόλο στην ενδεχόμενη επιτυχία ενός προσώπου. Ανάμεσα σε άλλες πηγές, ο Γκλάντγουελ αναφέρεται σε μια έρευνα του Ολλανδού ψυχολόγου Γκερτ Χόφστεντε, ο οποίος εργαζόταν στο τμήμα ανθρωπίνων πόρων της IBM τις δεκαετίες του 1960 και του 1970.

Η δουλειά του Χόφστεντε περιλάμβανε ταξίδια στα διάφορα παραρτήματα της IBM παγκοσμίως, κατά τη διάρκεια των οποίων διατύπωνε ερωτήσεις στους υπαλλήλους για θέματα που είχαν σχέση με το πώς επιλύουν προβλήματα, πώς δομούσαν ομάδες και λειτουργούσαν μέσα σε αυτές, καθώς και για το ποιά ήταν η συμπεριφορά τους απέναντι σε δομές εξουσίας και συγκεκριμένα απέναντι στην οργανωσιακή ιεραρχία της IBM. Τα ερωτηματολόγια αυτά ήταν εξαιρετικά εκτεταμένα και, με την πάροδο του χρόνου, ο Χόφστεντε κατάφερε να διαμορφώσει μια μεγάλη βάση δεδομένων την οποία χρησιμοποίησε για να αναλύσει το πως οι εθνικές κουλτούρες διαφέρουν μεταξύ τους. Σύμφωνα με τον Γκλάντγουελ, ακόμα και σήμερα, οι «Διαστάσεις του Χόφστεντε» (Hofstede’s dimensions) είναι ανάμεσα στα πιο διαδεδομένα επιστημονικά υποδείγματα της διαπολιτισμικής ψυχολογίας.

Μια από τις πιο διαδεδομένες διαστάσεις του Χόφστεντε είναι αυτή της «αποφυγής αβεβαιότητας», δηλαδή του πόσο καλά ή κακά μια εθνική κουλτούρα είναι σε θέση να διαχειριστεί την αβεβαιότητα και, άρα, την έννοια του ρίσκου. Ο Γκλάντγουελ, στο βιβλίο του, αναφέρει τις 5 πρώτες κουλτούρες στην κλίμακα αποφυγής αβεβαιότητας, οι οποίες δεν είναι άλλες από τις εξής:

  1. Ελλάδα
  2. Πορτογαλία
  3. Γουατεμάλα
  4. Ουρουγουάη
  5. Βέλγιο

Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο Χόφστεντε, όταν αναφέρει ότι οι κουλτούρες αυτές είναι «πρωταθλητές»  στην αποφυγή αβεβαιότητας, εννοεί ότι τα άτομα που τις απαρτίζουν είναι «τα πλέον εξαρτημένα από κανόνες και πλάνα και είναι το πιο πιθανό να μην αποκλίνουν από τις διαδικασίες, ανεξαρτήτως των καταστάσεων». Και, παρά το γεγόνος ότι συχνά έχουμε χαρακτηριστεί ως λαός πως έχουμε περισσότερο στενή σχέση με τον αυθορμητισμό παρα με το σχέδιο, ο Χόφστεντε, 40 και πλέον χρόνια πρίν, μας κατέταξε παγκοσμίως στην πρώτη θέση στην ανάγκη αποφυγής της αβεβαιότητας. Φυσικά, σε δεύτερη ανάγνωση η ανάλυση αυτή φαίνεται μάλλον κοντά στην πραγματικότητα, ειδικά αν κληθούμε να τη συνδιάσουμε με την εμπειρία της επαφής του πολίτη με το δημόσιο, με τη διαρκή επίκληση των κανόνων, αλλά, ενδεχομένως και ευρύτερα, με τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουμε να κάνουμε σχέδια για το μέλλον ως πρόσωπα και ως οικογένειες -και με την αντίδραση που έχουμε όταν αυτά τα σχέδια προδίδονται από την πραγματικότητα.

Ίσως να είναι αυτή η δυσανεξία στην αβεβαιότητα η οποία να επεξηγεί πολλά στοιχεία, όχι μόνο της προσωπικής αλλά, εν τέλει και της πολιτικής και επαγγελματικής μας συμπεριφοράς. Και ίσως, από τη φύση της, να οριοθετεί τις συντεταγμένες ενός ακόμη στοιχείου που σαν λαός θα πρέπει να κληθούμε να επεξεργαστούμε, αν όχι να αλλάξουμε.