Οι επιπτώσεις μιας οικονομικής κρίσης σε έναν πληθυσμό μπορούν να είναι πολύπλοκες, μακροχρόνιες και, σε κάποιες περιπτώσεις, όχι άμεσα προφανείς. Για παράδειγμα, ποιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις της κρίσης στην υγεία των Ελλήνων πολιτών αλλά και στις υποδομές υγείας της χώρας; Πώς μετριούνται; Για να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα, σχεδιάσαμε μια εκτεταμένη χαρτογράφηση της κατάστασης της υγείας (πολιτών και υποδομών) στην Ελλάδα σήμερα.
Η διαΝΕΟσις, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής, και με το συντονισμό του καθηγητή Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Γιάννη Τούντα, διεξήγαγε μια διπλή έρευνα που διήρκεσε περίπου οκτώ μήνες.
Στο πρώτο μέρος μελετήθηκε η χρήση δημόσιων και ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας από τους πολίτες, καθώς και οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην κατάσταση της υγείας τους. Η ποσοτική έρευνα διεξήχθη στο πλαίσιο της πανελλαδικής έρευνας Hellas Health VI που υλοποίησε το ΙΚΠΙ το Μάιο του 2015 και τα αποτελέσματα μπορείτε να τα δείτε στην έκθεση που δημοσιεύουμε σήμερα εδώ.
Το δεύτερο μέρος της έρευνας περιλαμβάνει μια αναλυτική ανασκόπηση των δεδομένων και της βιβλιογραφίας που έχουν εκδοθεί από ελληνικούς και διεθνείς φορείς και ερευνητές και αφορούν σε όλες τις πτυχές της υγείας, της παροχής περίθαλψης και της χρήσης των υπηρεσιών υγείας από τους Έλληνες πολίτες κατά τη διάρκεια της κρίσης. Μπορείτε να την διαβάσετε εδώ.
Η έρευνα, με τα δύο συμπληρωματικά μέρη της, αποτελεί μια εκτενή και αναλυτική χαρτογράφηση της κατάστασης της υγείας των Ελλήνων και του συστήματος υγείας της χώρας. Διαπιστώσαμε ότι εν μέσω κρίσης η υγεία των πολιτών έχει επηρεαστεί (ειδικά η ψυχική υγεία), οι δαπάνες στον τομέα της υγείας έχουν επηρεαστεί επίσης, ενώ το σύστημα υγείας έχει πιεστεί έντονα.
Τα αποτελέσματα της χαρτογράφησης είναι πολύπλοκα και πτυχές τους επιδέχονται μελέτης και πολλαπλών ερμηνειών. Εδώ θα αναφερθούμε σε μερικά από τα σημαντικότερα συμπεράσματα και σε κάποια ενδεικτικά αποτελέσματα.
1)Η κρίση είχε -και εξακολουθεί να έχει- δομικές επιπτώσεις στην κοινωνία. Μια από τις πιο σημαντικές είναι η εξής: Η Ελλάδα μικραίνει. Από το 2010 ο πληθυσμός της χώρας μας έχει μειωθεί κατά περίπου 250.000 ανθρώπους, εξαιτίας δύο παραγόντων: Της μείωσης των γεννήσεων και της μετανάστευσης.
Από το 2010 και μετά, η "καθαρή μετανάστευση" στην Ελλάδα είναι αρνητική, δηλαδή οι Έλληνες που μεταναστεύουν στο εξωτερικό είναι περισσότεροι από τους μετανάστες που έρχονται στη χώρα (μέχρι, τουλάχιστο, να ξεκινήσει η μεγάλη προσφυγική κρίση του 2015, που συνεχίζεται). Αυτό είναι ένα φαινόμενο που είχε να εμφανιστεί από τη δεκαετία του '70.
Οι δε γεννήσεις έπεσαν κάτω από τις 100.000 ετησίως το 2013 για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδος. Ποτέ δεν γεννιούνταν τόσο λίγα παιδιά από το 1932 που υπάρχουν στοιχεία. Το 2014 ο αριθμός των γεννήσεων έπεσε ακόμη περισσότερο.
Επιπλέον, οι Έλληνες έγιναν φτωχότεροι κατά 40% από το 2008 στο 2015. Τα εισοδήματα του 2014 είναι μικρότερα από τα εισοδήματα του 2003. Αυτές οι σημαντικές αλλαγές στην οικονομική κατάσταση των πολιτών είχαν συνέπειες και στην υγεία του πληθυσμού.
2) Οι επιπτώσεις της κρίσης στην υγεία των πολιτών είναι σημαντικές. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ποσοτική έρευνα που διεξήχθη τον Απρίλιο του 2015 από το ΙΚΠΙ για λογαριασμό της διαΝΕΟσις είναι χαρακτηριστικά, και συνοψίζονται επιγραμματικά στα εξής:
- Παρατηρείται επιδείνωση της υγείας, κυρίως της ψυχικής, ιδιαίτερα για τα κατώτερα στρώματα.
- Λήψη μειωμένης ιατρικής περίθαλψης, ειδικά για τους ανέργους και τους συνταξιούχους.
- Γίνεται προβληματική η πρόσβαση στο φάρμακο.
- Αυξάνονται οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας.
- Επιβαρύνονται οικονομικά όλες οι εισοδηματικές κατηγορίες.
Το 2014 το 4,7% του πληθυσμού δήλωσε κατάθλιψη -ποσοστό αυξημένο κατά 80,8% σε σχέση με το ποσοστό του 2009. Από το ποσοστό αυτό, 3 στους 10 είναι άνδρες και 7 στους 10 γυναίκες.
Από το 2006 μέχρι το 2011, δε, η κατανάλωση αντικαταθλιπτικών αυξήθηκε κατά σχεδόν 35% από το γενικό πληθυσμό.
Οι θάνατοι που αποδίδονται σε αυτοκτονίες πριν από την κρίση κυμαίνονταν από 370 - 400 ετησίως στην Ελλάδα. Από το 2010 ο αριθμός αυτός αυξήθηκε, παραμένοντας ωστόσο σε πολύ χαμηλά επίπεδα συγκριτικά με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αυτοκτονίες ανά 100.000 κατοίκους στην Ελλάδα είναι ακόμα σχεδόν τρεις φορές λιγότερες από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Γενικότερα, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ψυχική υγεία και στον αριθμό των αυτοκτονιών φαίνεται να επιφέρονται μέσω παραγόντων όπως η ανεργία, το μειούμενο εισόδημα και η οικονομική ύφεση. Ωστόσο, η διατύπωση αιτιακών σχέσεων αποδεικνύεται περίπλοκη και συχνά είναι δύσκολο να περιγραφούν και να ερμηνευτούν οι σχετιζόμενοι μηχανισμοί.
Το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνουν ότι πάσχουν από κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας ή χρόνια πάθηση, δε, αυξήθηκε κατά 24,2% από το 2009 στο 2014.
Οι επιπτώσεις της κρίσης σε επιμέρους ομάδες του πληθυσμού υπήρξαν πολύ σοβαρές. Σε περιόδους κρίσης διεθνώς εμφανίζεται έξαρση σε λοιμώδη νοσήματα (φυματίωση, γρίπη, σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα), λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης και τη δυσκολία πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Στην Ελλάδα το 2010 καταγράφηκε επανεμφάνιση της ελονοσίας και κρούσματα του ιού του Δυτικού Νείλου, ενώ η μόλυνση από τον ιό HIV σε χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών αυξήθηκε το 2011 πάνω από 1000%, λόγω της διακοπής του προγράμματος διανομής δωρεάν συρίγγων.
Η έρευνα της διαΝΕΟσις, εξάλλου, χαρτογραφεί την κατάσταση της υγείας του πληθυσμού όπως καταγράφεται από τη βιβλιογραφία και σε θέματα στα οποία η επίδραση της κρίσης δεν είναι - σε πρώτη ανάγνωση - προφανής. Έτσι, μεταξύ άλλων, καταγράφεται πως το 35,7% των Ελληνίδων ηλικίας άνω των 40 δεν έχουν κάνει ποτέ μαστογραφία, ότι στην παιδική παχυσαρκία η Ελλάδα είναι πρώτη ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ και πως τελευταία χρόνια οι Έλληνες έχουν περιορίσει την κατανάλωση αλκοόλ και καπνού. Από το 2014, δε, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σχεδόν 30% του πληθυσμού ηλικίας άνω των 15 δήλωνε πως έχει περιορίσει τις δραστηριότητές του λόγω προβλημάτων υγείας.
Μπορείτε να βρείτε μια αναλυτική καταγραφή όλων των στοιχείων στο δεύτερο μέρος της έρευνας της διαΝΕΟσις.
3)Η κρίση είχε επίπτωση και στις δαπάνες υγείας του κράτους. Το ποσοστό του ΑΕΠ που δαπανά το κράτος για την υγεία παρέμεινε σχεδόν σταθερό τα χρόνια της κρίσης -ένα ποσοστό που, πάντως, ήταν χαμηλότερο από το μέσο όρο της Ε.Ε.. Το ΑΕΠ, όμως, στα χρόνια της κρίσης μειώθηκε πολύ. Κατά συνέπεια, ο προϋπολογισμός για την υγεία την περίοδο 2010-2014 μειώθηκε κατά 60% περίπου.
Η φαρμακευτική δαπάνη μειώθηκε ραγδαία από το 2009 και μετά (εκτιμάται ότι θα σταθεροποιηθεί τα επόμενα χρόνια).
Όσον αφορά την ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, η εικόνα είναι η αναμενόμενη. Το 2014 οι δαπάνες υγείας έφτασαν στο 7,2% των συνολικών δαπανών των νοικοκυριών, από 6,5% το 2009. Η ίδια η δαπάνη, όμως, μειώθηκε κατά 21% το ίδιο διάστημα (από 134,4 ευρώ ανά νοικοκυριό σε 105,8 ευρώ) πράγμα που δείχνει τη μειωμένη αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
4) Η κρίση, τέλος, είχε αναπόφευκτες επιπτώσεις και στο σύστημα υγείας. Τα χρέη του ΕΟΠΠΥ αυξήθηκαν μόνο μέσα στο 2015 κατά 1 δισ. ευρώ. Επίσης, η δυσκολία στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας στην Ελλάδα ήταν πάντοτε μεγαλύτερη από το μέσο όρο της Ε.Ε., αλλά μετά το 2010 η διαφορά έχει μεγαλώσει πολύ.
Στην περίοδο 2008-2012 μειώθηκαν οι αξονικές ή μαγνητικές εξετάσεις (από 321,8 αξονικές ανά 1000 κατοίκους σε 180,3 -δηλαδή μείωση 44% σε τρία χρόνια) και έτσι η χώρα μας υποχώρησε στη λίστα των χωρών του ΟΟΣΑ από την πρώτη θέση (με διαφορά) στην τέταρτη στις αξονικές και από την πρώτη στην έκτη στης μαγνητικές τομογραφίες. Το ίδιο διάστημα, όμως, αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των μηχανημάτων στη χώρα. Το 2012 η Ελλάδα είχε περισσότερους αξονικούς τομογράφους (κατά 19% -πλέον δεύτερη ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ) και περισσότερους μαγνητικούς τομογράφους (κατά 13% -πρώτη στον ΟΟΣΑ) από ό,τι είχε το 2008.
Από τους Έλληνες που έκαναν χρήση υπηρεσιών υγείας σε νοσοκομείο το 2009, ένα 73,5% επέλεξε δημόσιο νοσοκομείο. Το ποσοστό αυτό εκτινάχθηκε στο 94,1% μόλις την επόμενη χρονιά, ενώ στα πρώτα χρόνια της κρίσης παρατηρήθηκε μείωση της ζήτησης στα εξωτερικά ιατρεία και τα εργαστήρια. Η δε μέση διάρκεια νοσηλείας μειώθηκε πάνω από μισή ημέρα μέσα σε μόλις τρία χρόνια.
Η Ελλάδα διαθέτει τον υψηλότερο αριθμό ιατρών ανά 1.000 κατοίκων μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (σχεδόν διπλάσιο αριθμό κατά κεφαλήν από τον μέσο όρο), αλλά τη μικρότερη αντιστοιχία ιατρικού/νοσηλευτικού προσωπικού από τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Τα παραπάνω, βεβαίως, είναι αποσπασματικά στοιχεία από ένα εξαιρετικά μεγάλο εύρος δεδομένων που προσφέρονται για μελέτη, ανάλυση και εξαγωγή συμπερασμάτων. Μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά όλα τα στοιχεία από τις δύο έρευνες της διαΝΕΟσις στα παρακάτω αρχεία.
Η έρευνα θα συνεχίσει να εμπλουτίζεται με στοιχεία και ανάλυση εδώ.